ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 3/2023)
(i-justice)
22 Δεκεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
B.S.,
Εφεσείων/Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου/Καθ'ου η Αίτηση.
_____________________________________________________________________
Α. Σάββα, για τον Εφεσείοντα.
Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσίβλητο.
_____________________________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
___________________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 19/5/2023 «διέταξε την έκδοση του Εφεσείοντα» και παράλληλα διέταξε όπως παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου εκδοθεί στη Ρωσική Ομοσπονδία, προκειμένου να δικαστεί για το έγκλημα της Κλοπής από τον Ομοσπονδιακό Προϋπολογισμό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, παρέχοντας εν γνώσει του ψευδείς και παραπλανητικές πληροφορίες κατά την ανάκτηση αποζημιώσεων σε σχέση με υλικές ζημιές που προέκυψαν από το γνωστό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ.
Ο Εφεσείων, ενεργώντας δυνάμει του Άρθρου 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, Ν. 97/1970, καταχώρισε στο Ανώτατο Δικαστήριο την Αίτηση με αρ. 63/2023 για την έκδοση Εντάλματος Habeas Corpus, προσβάλλοντας τη νομιμότητα της κράτησής του.
Με την Αίτηση του ο Εφεσείων προέβαλε δύο ζητήματα.
Κατά πρώτον, ότι η Αίτηση Έκδοσης ήτο απαράδεκτη εφόσον δεν ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του Νόμου. Συγκεκριμένα ότι το έγγραφο που καταχωρίστηκε ως το σχετικό Διάταγμα Ρωσικού Δικαστηρίου δεν αποτελούσε ένταλμα σύλληψης εν τη εννοία του Άρθρου 12(2)(α) του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Έκδοσης Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 95/1970.
Κατά δεύτερον, ότι οι προσκομισθείσες εγγυήσεις πως ο Εφεσείων δεν θα τύχει δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 6(1)(γ) του Ν. 97/1970[1], είναι ανεπαρκείς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του, δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος, αφού εξέτασε τα παράπονα του Εφεσείοντα, τα έκρινε ανεδαφικά και τα απέρριψε.
Με την παρούσα Έφεση ο Εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης Απόφασης προωθώντας, συνολικά, τρεις Λόγους Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε ότι το έντυπο που παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι, υπό τον τίτλο «Διάταγμα περί επιβολής προληπτικού μέτρου ως κράτηση», συνιστούσε ένταλμα σύλληψης εν τη εννοία του Ν. 95/1970. Με το 2ο Λόγο Έφεσης προβάλλει πως μολονότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι οι προσκομισθείσες εγγυήσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεχτές, εντούτοις, αποφάσισε την απόρριψη της Αίτησης. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι, παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι το Κατώτερο Δικαστήριο είχε εκδώσει διάταγμα έκδοσης του Εκζητουμένου, ενώ δεν είχε την εξουσία να το πράξει, δεν ακύρωσε την Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, ως όφειλε, αλλά συνέχισε εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης.
Όπως είναι αντιληπτό, ο 1ος Λόγος Έφεσης άπτεται των διαδικαστικών προϋποθέσεων που προνοούνται από το Άρθρο 12(2)(α) της Σύμβασης[2], μη τήρηση των οποίων οδηγεί σε απόρριψη αίτησης για έκδοση εκζητουμένου προσώπου. Ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα ότι από μια επισκόπηση του επίδικου «Διατάγματος περί επιβολής Προληπτικού μέτρου ως κράτηση» καθίσταται ξεκάθαρο ότι δεν εμπεριέχεται σε αυτό οιοδήποτε ένταλμα σύλληψης και ότι αυτό δεν συνιστούσε, κατ' επέκταση, ένταλμα σύλληψης εντός της εννοίας του Ν. 95/1970.
Εν πρώτοις κρίνεται σκόπιμο να αποσαφηνισθεί ότι το κατά πόσο ένα έγγραφο αποτελεί το απαιτούμενο από τη νομοθεσία ένταλμα σύλληψης, κρίνεται ανεξάρτητα από τη δομή του και τον τρόπο σύνταξης του στη χώρα που εκδόθηκε (βλ. Petrov Vladimir v. Διευθυντή Κεντρικών Φυλακών (1996) 1 Α.Α.Δ 856).
Είναι αναγκαίο, για τους σκοπούς εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος, να γίνει αναφορά στο περιεχόμενο της επίμαχης Διαταγής και στο ιστορικό το οποίο καταγράφεται σε αυτή. Όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην εν λόγω Διαταγή καταγράφεται ότι:
· Η προανακριτική αρχή κατηγόρησε τον Εφεσείοντα και στη συνέχεια κινήθηκε ποινική υπόθεση.
· Στις 17/2/2017 εκδόθηκε διάταγμα παραπομπής του σε δίκη και την ίδια μέρα τέθηκε ως προληπτικό δεσμευτικό μέτρο να μην αναχωρήσει από τον τόπο διαμονής του και όπως επιδεικνύει κατάλληλη συμπεριφορά.
· Αργότερα, λόγω μη εξακρίβωσης του τόπου διαμονής του, εκδόθηκε «ανακοίνωση καταζητήσεως του».
· Στις 2/7/2021 τέθηκε στο διεθνή κατάλογο καταζητουμένων της Interpol.
· Στο μεταξύ ο ανακριτής της υπόθεσης ζήτησε από το Δικαστήριο την κράτηση του Εφεσείοντα. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Εφεσείων εγκατέλειψε το έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας έχοντας επίγνωση της ποινικής υπόθεσης για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι δεν έχει σταθερούς δεσμούς με τη Ρωσία, κατέληξε ότι «ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο από την προφυλάκιση δεν μπορούσε να επιλεγεί».
· Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, το Δικαστήριο μετέτρεψε τον όρο για κατ' οίκον περιορισμό και κατάλληλη συμπεριφορά σε «κράτηση για χρονικό διάστημα δύο μηνών από τη στιγμή της κράτησης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ή από τη στιγμή της μεταφοράς του στις υπηρεσίες ασφαλείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε περίπτωση έκδοσης του ή απέλασης του στο έδαφος της Ρωσικής Ομοσπονδίας».
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, ήτο προφανές, ως και η σχετική διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Διαταγή για κράτηση του Εφεσείοντα δεν είχε γίνει για άλλο σκοπό παρά για τους σκοπούς της εκκρεμούσας ποινικής δίκης στην οποία είναι κατηγορούμενος. Ταυτόχρονα, ορθή ήταν και η επισήμανση, στο πλαίσιο που εξετάζουμε, ότι μια κράτηση, όπως στην προκείμενη περίπτωση, προϋποθέτει κατ' ανάγκην, κατά κοινή ερμηνεία, προηγούμενη σύλληψη, και τούτο για να καταστεί εφικτή η εκτέλεση της διαταγής κράτησης.
Πέραν δε των πιο πάνω, σημαντική ήτο και η διαβεβαίωση από πλευράς των Ρωσικών Αρχών στο Τεκμήριο 1(β) που συνοδεύει την Ένορκη Δήλωση στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση («Certificate on the request of the Cypriot side in respect of B.Yu. Sosin»), συμφώνως της οποίας το ως άνω έγγραφο συνιστούσε ένταλμα σύλληψης για τον Εφεσείοντα το οποίο ενέπιπτε στην έννοια του Άρθρου 12 του Ν. 95/1970. Συγκεκριμένα, στην παράγραφο (c) του Τεκμηρίου 1(β) αναφέρετο ότι:
"c) the decision of the Sovetsky District Court of the city of Bryansk, dated 20.05.2022, constitutes the arrest warrant for B.Y. S. within the meaning of Article 12 of the European Convention on Extradition."
Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο που εξετάζεται το υπό κρίση ζήτημα θα πρέπει ένας να έχει κατά νου «την διακηρυγμένη φιλελεύθερη ερμηνεία διεθνών συμβάσεων αυτής της μορφής» (βλ. Mechanov Valeri (Αρ. 2) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1228), εφόσον οι Συμβάσεις για την έκδοση φυγοδίκων δεν υπόκεινται στους συνήθεις κανόνες ερμηνείας του ημεδαπού δικαίου και, τούτο, προς ευόδωση του στόχου στον οποίο αποβλέπουν, που δεν είναι άλλος από την καταπολέμηση του εγκλήματος σε διεθνή κλίμακα με την παρεμπόδιση εγκληματιών να καταφεύγουν σε άλλη χώρα για να αποφύγουν τη δίκη και την τιμωρία τους. Είναι ακριβώς αυτό που και το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε, αναφερόμενο σε «πνεύμα φιλελεύθερο και διερευνητικό» καθόσον αφορά την ερμηνεία στο πλαίσιο των Συμβάσεων Εκδόσεως Φυγοδίκων (In Re Hachem (1991) 1 Α.Α.Δ. 733, Petrov (1996) 1 Α.Α.Δ. 856 και Atapina (2003) 1 A.A.Δ. 1509).
Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω και υπό το φως των σχετικών δεδομένων, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει τη θέση του Εφεσείοντα περί μη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του Άρθρου 12 του Ν. 95/1970, ήταν ορθή. Ως εκ τούτου ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι, μολονότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ορθώς ότι οι προσκομισθείσες εγγυήσεις της Ρωσικής Ομοσπονδίας δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, εντούτοις απέρριψε την Αίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αίτηση για έκδοση του DAA v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Aρ. 214/2021, ημερ. 8/7/2022, όπου κρίθηκε ότι η παραχώρηση εγγυήσεων από τη Ρωσική Ομοσπονδία για τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης με βάση την ΕΣΔΑ, δεν θα μπορούσε, πλέον, να θεωρηθεί επαρκής ενόψει του γεγονότος ότι η Ρωσική Ομοσπονδία έπαυσε να αποτελεί μέλος της ΕΣΔΑ και οι πολίτες της δεν έχουν πρόσβαση στο ΕΔΔΑ, αναγνώρισε και ορθώς, ότι οι όποιες διαβεβαιώσεις από τη χώρα αυτή δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ικανοποιητικές.
Έκρινε, ωστόσο, στη συνέχεια ότι το ζήτημα δεν τελείωνε με την πιο πάνω επισήμανση αφού ο Εκζητούμενος έχει το βάρος να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση ή δεν θα τύχει δίκαιης δίκης ή ότι, γενικά, θα καταπατηθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα του.
Δεν πρέπει να λησμονείται ότι σε δικαστική διαδικασία αυτής της μορφής, ήτοι έκδοσης, επιβάλλεται η κατάθεση μαρτυρίας και η υποχρέωση βαρύνει τον αιτητή, τoν Εφεσείοντα εν προκειμένω, να αποδείξει ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται πως, σε περίπτωση έκδοσης του, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του.
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση της Ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Ν.Κ., Πολιτική Έφεση Aρ. 231/2020, ημερ. 14/6/2022, το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ απαγορεύει, ουσιαστικά, τη διαμεταγωγή προσώπου σε χώρα στην οποία υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί βασανιστήρια ή κακομεταχείριση. Το βάρος απόδειξης του κινδύνου αυτού φέρει το εκζητούμενο πρόσωπο (Saadi v. Italy [2009] 49 EHRR 30 και R v. Special Adjudicator ex p Ullah [2004] UKHL 26). Ο προβλεπτός κίνδυνος καταδεικνύεται με μαρτυρία από την οποία προκύπτουν συγκεκριμένα στοιχεία, στη βάση των οποίων μπορεί εύλογα να καταλήξει κάποιος ότι ο κίνδυνος είναι ορατός και πραγματικός και όχι απλώς μια απλή δυνατότητα, η έλευση της οποίας δεν μπορεί να προεξοφληθεί.
Όπως εξηγείται στην υπόθεση AS & DD (Libya) v. Secretary of State for the Home Department & Anor [2008] EWCA Civ 289:
« .. the requirement that there must be substantial grounds for believing that there would be a real risk of ill-treatment contrary to art 3 on return, means no more than that there must be a proper evidential basis for concluding that there was such a real risk. This is made clear in Saadi v Italy, which is a decision of the Grand Chamber of the ECtHR, application 37201/06.»
Δεδομένης της σοβαρότητας των συνεπειών έκδοσης ενός προσώπου, είναι αρκετό να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ή ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ή σοβαρή πιθανότητα να υφίστανται αυτές οι επιπτώσεις (Fernandez v. Government of Singapore (1971) 2 All E.R. 691, Essa (2007) 1 Α.Α.Δ. 1127 και Mikhailovich, Πολιτική Αίτηση Αρ. 65/2020, ημερ. 28/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:D179).
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο Εφεσείων, ο οποίος είχε το βάρος να αποδείξει ότι υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί δυσμενή μεταχείριση ή παράβαση ανθρώπινου δικαιώματος του ή ότι δεν θα τύχει δίκαιης δίκης, όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό που να καταδεικνύει οποιοδήποτε κίνδυνο να παραβιασθούν οποιαδήποτε δικαιώματα του εάν παραδοθεί στην πατρίδα του. Δεν επικαλέστηκε ότι η απόδοση του στη Ρωσική Ομοσπονδία ενέχει πραγματικό κίνδυνο δυσμενούς μεταχείρισης ή παραβίασης ανθρώπινου δικαιώματος. Η δε επίκληση από τον ίδιο του γεγονότος ότι οι παρασχεθείσες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία δεν επαρκούν «στην εξάλειψη του αυξημένου κινδύνου που διατρέχει σε περίπτωση έκδοσης του σε υποβολή του σε μεταχείριση αντίθετη με την ΕΣΔΑ και μάλιστα χωρίς να δύναται να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας», αναντίρρητα υπολείπετο της στοιχειοθέτησης, εκ μέρους του, πραγματικού κινδύνου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Υπό το φως των πιο πάνω είναι ορθή, η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η γενικευμένη προσέγγιση που ο Εφεσείων εισηγήθηκε, θα είχε, ως αποτέλεσμα, την a priori εξουδετέρωση της υφιστάμενης Ευρωπαϊκής Σύμβασης μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας και Ρωσικής Ομοσπονδίας καθ' ην στιγμή η εν λόγω Σύμβαση έχει εξαιρεθεί από το σύνολο των κυρώσεων που επέβαλε το Συμβούλιο της Ευρώπης στη Ρωσική Ομοσπονδία και παρέμεινε σε ισχύ. Όπως δε ευστόχως τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Άλλως πως το ευρωπαϊκό έδαφος θα απέληγε σε έδαφος ασυλίας για καταδικασθέντες εγκληματίες ή καταζητούμενους για εγκλήματα στη Ρωσία, οι οποίοι δεν έχουν καταδείξει κανένα λόγο από πλευράς ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη δική τους συγκεκριμένη περίπτωση, γιατί δεν θα πρέπει να αποδοθούν στην χώρα τους ώστε να εκτίσουν την ποινή τους ή να δικαστούν. Και αντιστρόφως». Ούτε στην υπό συζήτηση περίπτωση, αποτέλεσε ποτέ η θέση του Εφεσείοντα ότι η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Ρωσική Ομοσπονδία είναι τέτοια, ώστε να δικαιολογείτο μια προσέγγιση προς την κατεύθυνση γενικότερης απαγόρευσης εκδόσεων προς τη χώρα αυτή επί τη βάσει του κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης και παραβίασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εκζητουμένων.
Υπό αυτά τα δεδομένα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί μη στοιχειοθέτησης εκ μέρους του Εφεσείοντα πραγματικού κινδύνου δυσμενούς μεταχείρισης ή παράβασης ανθρωπίνου δικαιώματος σε περίπτωση έκδοσης του, καθιστούσε άνευ σημασίας το γεγονός ότι οι όποιες διαβεβαιώσεις από τη Ρωσική Ομοσπονδία πως αυτός δεν θα τύχει δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ικανοποιητικές.
Ως εκ τούτου ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα έκδοσης χωρίς να έχει τέτοια εξουσία, δεν ακύρωσε την Απόφαση του, ως όφειλε, αλλά συνέχισε εξετάζοντας τους λοιπούς λόγους ακύρωσης.
Όπως προκύπτει από την Απόφαση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι η εξουσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου περιορίζεται στο «να διατάξει την προφυλάκισιν αυτού [του εκζητουμένου] μέχρις ου χωρήση η έκδοσις»[3], και ότι δεν είναι τα δικαστήρια που έχουν αρμοδιότητα να εκδίδουν διατάγματα έκδοσης αλλά ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εν είδη διόρθωσης στον ορθό τρόπο διατύπωσης της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου, παρέπεμψε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Χαρατσίδης (2016) 1 Α.Α.Δ. 825, όπου η Ολομέλεια σημείωσε καταληκτικά ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο ορθά είχε κρίνει ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εφεσιβλήτου με συνακόλουθη την κράτηση του μέχρις ότου χωρήσει η έκδοση. H εν λόγω αναφορά, όπως ορθά επισημαίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο για το Γενικό Εισαγγελέα, έγινε ειρήσθω εν παρόδω, ήτοι υπό μορφή obiter dicta χωρίς να αποτελεί μέρος της κατάληξης του Δικαστηρίου αλλά ως «μια αναγκαία διόρθωση», όπως το έθεσε, πριν προχωρήσει στην εξέταση των ζητημάτων που εγείροντο. Ως εκ τούτου, δεν ετίθετο οποιοδήποτε ζήτημα και μάλιστα της μορφής που υποστηρίχθηκε από πλευράς Εφεσείοντα.
Δεδομένων των πιο πάνω και ο 3ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και, συνεπώς, απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι είναι η κρίση μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε εν εκτάσει τους προβληθέντες ισχυρισμούς και όλα τα εγερθέντα ζητήματα σε συνάρτηση με τα ενώπιον του στοιχεία, εφάρμοσε ορθά τη νομολογία στις περιστάσεις της υπόθεσης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Ο Εφεσείων να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου χωρήσει η έκδοσή του.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] 6.—(1) Ουδείς θέλει εκδοθή δυνάμει του παρόντος Νόμου εις Κράτος συνάψαν συνθήκην εκδόσεως μετά της Δημοκρατίας ή εις καθωρισμένην χώραν της Κοινοπολιτείας ουδέ δύναται να κρατηθή ή να εκδοθή ένταλμα κρατήσεως αυτού διά τους σκοπούς της τοιαύτης εκδόσεως, εάν ούτος είναι πολίτης της Δημοκρατίας εξαιρουμένων των περιπτώσεων που επιτρέπεται από το Σύνταγμα ή εάν ο Υπουργός, το εκδικάζον την αίτησιν της εκδόσεως δικαστήριον ή το επιληφθέν αιτήσεως habeas corpus ή αιτήσεως αναθεωρήσεως Ανώτατον Δικαστήριον κρίνη ότι-
(α).............................
(β)...............................
(γ) ούτος θα ηδύνατο, εφ' όσον ενηργείτο η έκδοσις του, να τύχη δυσμενούς μεταχειρίσεως κατά την εκδίκασιν της υποθέσεως του ή να κολασθή, κρατηθή ή περιορισθή η προσωπική αυτού ελευθερία, λόγω της φυλής εις ην ανήκει, των θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων, της εθνικότητος του ή των πολιτικών αυτού φρονημάτων.
[2] 2. Πρός υποστήριξιν της αιτήσεως θέλουσι προσαχθή:
(α) τό πρωτόκολλον ή επίσημον αντίγραφον, είτε εκτελεστής καταδικαστικής αποφάσεως, είτε εντάλματος συλλήψεως ή ετέρας τινός πράξεως, εχούσης την αυτήν ισχύν, και εκδιδομένης κατά τούς τύπους τούς καθοριζομένους υπό της Νομοθεσίας του αιτούντος Μέρους•
[3] Δέστε Άρθρο 9(5) (β) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου, Ν. 97/1970.