ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 232/2015)
8 Δεκεμβρίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
2. ΛΕΥΤΕΡΗ ΑΝΔΡΕΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
1. ILIADA HOTELS,
2. A. TSOKKOS HOTELS PUBLIC LTD,
Εφεσίβλητων.
_____________________
Μ. Πανταζή (κα) για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Α. Κεφάλας, για την Εφεσίβλητη 1.
Ν. Θεοδώρου για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη 2.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Οι Εφεσείοντες υπέστησαν σωματικές βλάβες συνεπεία ατυχήματος κατά την εκτέλεση εργασιών αποσυναρμολόγησης σιδηροκατασκευής που ανέλαβαν στο ξενοδοχείο Iliada Beach Hotel. Το ξύλινο στέγαστρο (κιόσκι) πάνω στο οποίο ήταν στερεωμένη η σιδηροκατασκευή και στο οποίο οι Εφεσείοντες είχαν ανεβεί για να εργαστούν υποχώρησε, με αποτέλεσμα την πτώση και των δύο από ύψος. Απέδωσαν την ευθύνη στις Εφεσίβλητες εταιρείες. Την Εφεσίβλητη 1, ως ιδιοκτήτρια και κάτοχο του ξενοδοχείου και την Εφεσίβλητη 2 ως αυτή που τους ανέθεσε τις εργασίες και διαχειρίστρια και επίσης κάτοχο του ξενοδοχείου. Ισχυρίστηκαν περαιτέρω ότι οι εργασίες γίνονταν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία των Εφεσίβλητων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το ατύχημα είχε όντως συμβεί και ότι οι Εφεσείοντες τραυματίστηκαν, χωρίς να τους καταλογίσει συντρέχουσα αμέλεια. Υπολόγισε και τις αποζημιώσεις που ο κάθε ένας θα δικαιούτο. Απέρριψε ωστόσο τις αγωγές τους, αφού διαπίστωσε ότι ούτε η Εφεσίβλητη 1, αλλά ούτε η Εφεσίβλητη 2 ήταν διαχειρίστρια του ξενοδοχείου και ότι αμφότερες δεν είχαν «καμιά εμπλοκή» στην υπόθεση, ούτε και καθήκον επιμέλειας έναντι των Εφεσείοντων. Από τη μαρτυρία που έκαμε αποδεκτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι διαχειρίστρια του ξενοδοχείου ήταν μια τρίτη εταιρεία, η Ζebalos Εnterprises Ltd, θυγατρική εταιρεία της Εφεσίβλητης 2. Περαιτέρω, ότι η ανάθεση των εργασιών στους Εφεσείοντες έγινε από κάποιο Χρίστο Χατζηαντωνίου εργοδοτούμενο μιας τέταρτης εταιρείας, της A. Tsokkos Developers Ltd, επίσης θυγατρικής της Εφεσίβλητης 2, και ότι ο Χατζηαντωνίου δεν είχε προβεί σε παραστάσεις ότι ενεργούσε για την Εφεσίβλητη 2.
Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με εννέα λόγους έφεσης. Οι πρώτοι επτά στοχεύουν στην ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ότι οι Εφεσίβλητες δεν είχαν ευθύνη. Ο λόγος έφεσης 8 αφορά στο ύψος των αποζημιώσεων και ο λόγος έφεσης 9 στα επιδικασθέντα έξοδα.
Ο λόγος έφεσης 6 αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, με επίκεντρο την κρίση της αξιοπιστίας των Εφεσείοντων. Γι' αυτό και είναι πρόσφορο να εξεταστεί πρώτος.
Η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες ήταν αναξιόπιστοι δεν βασίστηκε στο γεγονός ότι η Εφεσίβλητη 2 συνενώθηκε ως εναγόμενη στις αγωγές σε χρόνο μεταγενέστερο της καταχώρισης τους, όπως υποστήριξαν οι Εφεσείοντες. Η ουσία ήταν πως οι μαρτυρίες των Εφεσείοντων στη δίκη ότι ο Χατζηαντωνίου τους είχε, κατά την ανάθεση των εργασιών, ρητά παραστήσει ότι ενεργούσε εκ μέρους της Εφεσίβλητης 2, ήταν ασυμβίβαστες με τις ένορκες τους δηλώσεις στις αιτήσεις τους για συνένωση της Εφεσίβλητης 2 ως εναγόμενης. Σε εκείνες εξηγούσαν ότι έμαθαν για την εμπλοκή της Εφεσίβλητης 2 μέσω του δικηγόρου τους, που είχε λάβει σχετική πληροφόρηση από το δικηγόρο της Εφεσίβλητης 1. Και αυτό, μετά την καταχώριση της αγωγής.
Η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με εύλογη έρευνα μέσω του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού θα μπορούσαν να μάθουν ποιος είχε την κατοχή και διαχειριζόταν το ξενοδοχείο, αφορά στην επιλογή του ορθού εναγόμενου. Εκείνο που σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαφάνηκε ήταν ότι οι Εφεσείοντες, έχοντας σε κάποιο στάδιο επιλέξει να εναγάγουν και την Εφεσίβλητη 2, αναληθώς κατέθεσαν κατά τη δίκη ότι ο Χατζηαντωνίου είχε, κατά την ανάθεση των εργασιών, προβεί ρητά σε παράσταση ότι ενεργούσε για την Εφεσίβλητη 2, για να θεμελιώσουν την εναντίον της αξίωση τους.
Με το περίγραμμα αγόρευσης τους, οι Εφεσείοντες δεν υποστηρίζουν ότι οι μαρτυρίες τους ήταν συμβατές με το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων τους. Περιορίζονται στη θέση ότι οι ένορκες δηλώσεις «δεν αποτέλεσαν μέρος της ακροαματικής διαδικασίας» και ότι «δεν αντεξετάστηκαν επ' αυτών».
Οι ένορκες δηλώσεις αποτελούσαν μέρος του φακέλου της αγωγής και ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συνιστούσαν, σύμφωνα με το περιεχόμενο τους, προγενέστερες αντιφατικές δηλώσεις των Εφεσείοντων και ως τέτοιες, ορθά λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως στοιχείο κρίσης της αξιοπιστίας τους (Γεωργίου ν. Οργ. Χρημ. Τραπ. Κύπρου Λτδ (Αρ.2) (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1938, 1943). Περαιτέρω, βρίσκουμε ότι ήταν δικαιολογημένη η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει το ζήτημα τόσο κεφαλαιώδες για την υπόθεση, ώστε να του αποδώσει καταλυτικές επιπτώσεις για την αξιοπιστία των Εφεσείοντων. Η διαπίστωση της προβολής από μάρτυρα ασυμβίβαστων θέσεων επί ζωτικού για την υπόθεση ζητήματος, μπορεί να οδηγήσει χωρίς άλλο στην απόρριψη της μαρτυρίας του. Τέτοιες διαπιστώσεις θωρακίζουν τη δικαστική κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Περαιτέρω, ορθά λήφθηκε υπόψη στην περίπτωση του Εφεσείοντα 2 πως αυτός είχε αποκρύψει ότι, πριν το επίδικο ατύχημα, είχε κριθεί 75% ανίκανος για εργασία, καταθέτοντας κατά τη δίκη ότι ήταν ένα εύρωστο και υγειές άτομο. Δεν έχει σημασία ότι η εργασία του ήταν, όπως το θέτει στο περίγραμμα του, «βοηθητικού χαρακτήρα» ή ότι ήταν «κατά 25% ικανός για εργασία». Σημασία είχε ότι δεν αποκάλυψε την κατάσταση του στο Δικαστήριο. Και δεν είναι ορθό ότι το ζήτημα δεν καλυπτόταν από τη δικογραφία, όπως εγείρεται με την έφεση, αφού η Εφεσίβλητη 2 στην Υπεράσπιση της ισχυριζόταν ότι η κατάσταση της υγείας του Εφεσείοντα 2 οφειλόταν σε «προϋπάρχουσα κατάσταση».
Ακόμα είχε ληφθεί υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του αναφορικά με τη φιλαλήθεια του Εφεσείοντα 2, ότι αυτός κατά την αντεξέταση του επέμενε πως ο Χατζηαντωνίου είχε προβεί σε παραστάσεις προς τον ίδιο ότι ήταν εργοδοτούμενος της Εφεσίβλητης 2 και την εκπροσωπούσε, ενώ στην κύρια του εξέταση είχε καταθέσει ότι η ανάθεση των εργασιών έγινε στον Εφεσείοντα 1 και ο ίδιος πληροφορήθηκε το γεγονός από τον υιό του Εφεσείοντα 1.
Δεν διαπιστώνουμε κανένα περιθώριο που θα μας επέτρεπε να παρέμβουμε στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντίθετα, διαπιστώνουμε ότι υπήρχαν στοιχεία που αξιοποιήθηκαν δεόντως από το πρωτόδικο Δικαστήριο ώστε να καταλήξει σε μια αιτιολογημένη κρίση. Ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 5 αφορά στο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι διαχειρίστρια του ξενοδοχείου ήταν η Ζebalos. Καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επεκτάθηκε σε θέμα εκτός της δικογραφίας αφού στην Υπεράσπιση της Εφεσίβλητης 2 δεν υπήρχε τέτοιος ισχυρισμός. Οι Εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι η Υπεράσπιση της Εφεσίβλητης 2 συνίστατο σε γενική άρνηση των δικών τους θέσεων, χωρίς να προβάλλονται οι δικές της θέσεις, ενώ η Ζebalos δεν αναφερόταν πουθενά.
Επίδικο ζήτημα δεν ήταν ποιος τρίτος ήταν ο κάτοχος και διαχειριστής του ξενοδοχείου, αλλά κατά πόσο ήταν η Εφεσίβλητη 2. Η Εφεσίβλητη 2 υπερασπίστηκε την αξίωση προβάλλοντας τη θέση ότι δεν ήταν η κάτοχος ή η διαχειρίστρια του ξενοδοχείου. Μπορούσε λοιπόν να προσκομίσει μαρτυρία ότι ήταν συγκεκριμένος άλλος για να υποστυλώσει τη θέση της ότι δεν ήταν η ίδια. Το ουσιαστικό εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι η Εφεσίβλητη 2 δεν ήταν η κάτοχος ή η διαχειρίστρια του ξενοδοχείου. Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 2 προσβάλλεται ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 2 δεν είχε την κατοχή ή και τον έλεγχο του χώρου όπου επεσυνέβηκε το ατύχημα.
Μέρος της επιχειρηματολογίας των Εφεσείοντων έχει ως υπόβαθρο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τη διαχείριση του ξενοδοχείου είχε η Ζebalos. Υποδεικνύουν ότι η Ζebalos είναι εταιρεία θυγατρική της Εφεσίβλητης 2, που έχει τους ίδιους συμβούλους με την μητρική και ελέγχεται απόλυτα από την τελευταία.
Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν είναι αρκετό ώστε να μεταθέσει τυχόν ευθύνες της Ζebalos για το ατύχημα στην Εφεσίβλητη 2 ή να την καταστήσει συνυπεύθυνη.
Στην Εμπορικά Ψυγεία Βόρειος Πόλος Λτδ ν. Φάρμας Ρένου Χ''Ιωάννου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1358, 1365, αναφέρθηκε ότι:
«Μια εταιρεία θεωρείται ως "θυγατρική" άλλης, της "μητρικής", εκεί όπου η δεύτερη κατέχει ή ελέγχει άμεσα ποσοστό πέραν του 50% του μετοχικού κεφαλαίου της πρώτης με δικαίωμα ψήφου. Τόσο όμως η θυγατρική όσο και η μητρική εταιρεία δεν παύουν από του να είναι και να θεωρούνται νομικά ως δύο ξεχωριστές οντότητες, δύο ξεχωριστά νομικά πρόσωπα με ξεχωριστή νομική ευθύνη και δικαιώματα».
Περαιτέρω, στην Χατζηγαβριήλ ν. Ellinas Finance Public Company Ltd (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 668, 683-4, αναφέρθηκε ότι:
«Πέραν της αυτοτέλειας της εταιρικής οντότητας με βάση τη γνωστή υπόθεση Salomon v. Salomon & Co Ltd [1897] A.C. 22, και μεταγενέστερα, αναφορικά με την ύπαρξη θυγατρικών εταιρειών, η υπόθεση Adams v. Cape Industries plc [1990] BCLC 479, έχει αναγνωρίσει ότι παρά το γεγονός ότι οι θυγατρικές εταιρείες είναι δημιουργήματα των μητρικών τους εταιρειών, εξακολουθούν να θεωρούνται στο γενικό εταιρικό δίκαιο ως ανεξάρτητες νομικές οντότητες. Η αρχή στη Salomon δεν ατονεί διότι οι εταιρείες οργανώνουν τις επιχειρήσεις τους «in group structures», (δέστε Ord v. Belhaven Pubs Ltd [1998] 2 BCLC 447). Στην υπόθεση Re: Southard Ltd [1979] 3 All E.R. 556, υποδείχθηκε ότι ο κύριος νόμιμος σκοπός για τη χρήση ομίλου εταιρειών είναι ο περαιτέρω περιορισμός των υποχρεώσεων του ομίλου, όπως δε ορθά υπέδειξε και το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στο σύγγραμμα του Pennington: The Principles of Company Law σελ. 27 και 32, ο Νόμος και το δίκαιο δεν ασχολούνται με την οικονομική οργάνωση ενός ομίλου εταιρειών, στα μάτια δε του Νόμου, η μητρική ή ιθύνουσα εταιρεία είναι απλώς ένας μεγάλος μέτοχος της θυγατρικής της».
Οι Εφεσείοντες επικαλούνται επιστολή της Εφεσίβλητης 2 προς το Υπουργείο Υγείας, υπογραμμένη από τη διευθύνουσα σύμβουλο της Εφεσίβλητης 2 (Μ.Υ.2), με την οποία η Εφεσίβλητη 2 ενημερώνει ότι: «η εταιρεία Α. Tsokkos Hotels Public Ltd μέσω της θυγατρικής της εταιρείας Ζebalos Εnterprises Ltd από τις 26 Μαρτίου 2007 έχει αναλάβει την διαχείριση του ξενοδοχείου Iliada Beach Hotel».
Η επιστολή δεν υποστηρίζει ότι η Εφεσίβλητη 2 ήταν η διαχειρίστρια του ξενοδοχείου. Σε κάθε περίπτωση, δεν ήταν ζήτημα ερμηνείας της επιστολής, αλλά να διαπιστωθεί η πραγματικότητα μέσα από τη μαρτυρία που είχε τεθεί κατά τη δίκη. Ο τρόπος που εκφράστηκε η Μ.Υ.2 δεν θα μπορούσε να ήταν δεσμευτικός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του τη μαρτυρία υπαλλήλου του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, Μ.Υ.1, την οποία και είχε αποδεχθεί ως σαφή και θετική, ότι από 26.3.2007 διαχειρίστρια του επίδικου ξενοδοχείου ήταν η Ζebalos, θέση που δεν είχε αμφισβητηθεί με αντεξέταση του μάρτυρα. Είχε ακόμα γίνει αποδεκτή η μαρτυρία της Μ.Υ.2 ότι το ξενοδοχείο υπενοικιάστηκε το 2007 από την εταιρεία «Aqua Sol» στη Ζebalos. Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται.
Ο λόγος έφεσης 3 αφορά στο πρωτόδικο εύρημα ότι ο Χατζηαντωνίου «δεν ήταν πρόσωπο που μπορούσε με τις πράξεις του να καταστήσει υπεύθυνη και/ή δεν κατέστησε υπεύθυνη έναντι των [Εφεσείοντων] την [Εφεσίβλητη 2] και/ή με βάση την αρχή της φαινομενικής πληρεξουσιότητας».
Τα πρωτογενή ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο Χατζηαντωνίου ήταν υπάλληλος της A. Tsokkos Developers Ltd και δεν είχε παραστήσει στους Εφεσείοντες ότι ενεργούσε εκ μέρους της Εφεσίβλητης 2. Οι Εφεσείοντες δεν έπεισαν πως είχαν εκλάβει ότι συμβάλλονταν με την Εφεσίβλητη 2. Οι Εφεσείοντες μπορούσαν να εκλάβουν ότι ο Χατζηαντωνίου ενεργούσε και αντιπροσώπευε τη διαχειρίστρια ή και κάτοχο του ξενοδοχείου, έχοντας εξουσία να τους αναθέσει εκ μέρους της τις εργασίες. Εφόσον διακρίβωναν ποια ήταν αυτή, θα είχαν βάσιμη αξίωση εναντίον της. Όμως, όπως διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ενήγαγαν τη διαχειρίστρια και κάτοχο του ξενοδοχείου, που ήταν η Ζebalos, αλλά την Εφεσίβλητη 2. Η τελευταία δεν είχε με οιαδήποτε της ενέργεια δώσει λαβή στους Εφεσείοντες για να θεωρήσουν ότι ο Χατζηαντωνίου ενεργούσε για λογαριασμό της. Ο λόγος έφεσης 3 απορρίπτεται.
Στο λόγο έφεσης 4 αναφέρεται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ανασφαλή, συγκρούονται μεταξύ τους και αντιστρατεύονται την κοινή λογική. Από τα όσα αποτυπώνονται στο περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσείοντων, ένα είναι το σημείο που αφορά στη διατύπωση θέσης ασυμβίβαστης με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία οδήγησαν στην απόρριψη των αξιώσεων των Εφεσείοντων. Το εξετάζουμε στο πλαίσιο του λόγου έφεσης 1, με τον οποίο επίσης εγείρεται.
Με το λόγο έφεσης 1 αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απάλλαξε την Εφεσίβλητη 2. Οι Εφεσείοντες αναφέρουν πως το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προβεί σε εύρημα ότι μεταξύ Εφεσίβλητης 2 και Εφεσείοντων υπήρχε σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου.
Πράγματι, στην παρ.57 της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εκφράστηκε ως εξής: «βρίσκω, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, υπήρξε μεταξύ Εναγόντων και Εναγομένης 2 σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου». Η φράση αυτή, ιδωμένη απομονωμένη, θα μπορούσε να εκληφθεί ότι συνιστά διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Εφεσίβλητη 2 ήταν σε σχέση με τις επίδικες εργασίες η εργοδότρια των Εφεσείοντων. Μια τέτοια διαπίστωση θα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με το βασικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσίβλητη 2 δεν είχε εμπλοκή στην υπόθεση και δεν είχε αναθέσει οιαδήποτε εργασία στους Εφεσείοντες. Και βέβαια θα ήταν ασυμβίβαστη με την κατάληξη του να απορρίψει την αγωγή εναντίον της Εφεσίβλητης 2. Ωστόσο, η πιο πάνω πρόταση δεν αποδίδει ό,τι πραγματικά ήθελε να διατυπώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας αποφασίσει ότι η Εφεσίβλητη 2 δεν είχε καμιά σχέση με την υπόθεση, έκρινε ότι ήταν ορθό, επικουρικά, να εξετάσει ποια ήταν η σχέση μεταξύ των Εφεσείοντων και αυτού ή αυτών που τους ανέθεσαν τις επίδικες εργασίες, ώστε σε περίπτωση ανατροπής του βασικού του ευρήματος να υπάρχει σχετικό εύρημα. Αυτό προκύπτει αβίαστα από το περιεχόμενο της αμέσως προηγούμενης παρ.56 όπου αναφερόταν ότι το ζήτημα θα εξεταζόταν «ανεξαρτήτως του ευρήματος μου ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η Εναγόμενη 2 δεν υπείχε, έναντι των Εναγόντων, καθήκον επιμέλειας και τούτο, ώστε να υπάρχει σχετική κατάληξη του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που το προαναφερόμενο εύρημα του, ανατραπεί κατ' έφεση».
Διερχόμενοι προσεκτικά την απόφαση του, επιβεβαιώνουμε ότι αυτό ήταν που έκαμε το πρωτόδικο Δικαστήριο και καταλήγουμε ότι ουδέποτε ήταν η κρίση του ότι η Εφεσίβλητη 2 εργοδότησε τους Εφεσείοντες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση νομολογίας στην οποία αναφέρθηκε (Γενικός Εισαγγελέας κ.ά. ν. Στυλιανού κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, 1730-2) διαπίστωσε ότι η περίπτωση αφορούσε σχέση εργοδότη και εργοδοτούμενου και όχι απλή ανάθεση εργασίας σε ανεξάρτητο εργολάβο. Γεγονότα που προσμέτρησαν στην κρίση του ήταν, μεταξύ άλλων, ότι δίδονταν αναλυτικές οδηγίες στους Εφεσείοντες από τον προαναφερθέντα Χατζηαντωνίου, πολιτικό μηχανικό, ως προς τον τρόπο διεκπεραίωσης των εργασιών, οι αναγκαίες σκαλωσιές δεν είχαν τοποθετηθεί από τους Εφεσείοντες, ενώ τα παρεπόμενα με τις εργασίες έξοδα δεν είχαν αναληφθεί από αυτούς. Σημειώνουμε ότι για τον Χατζηαντωνίου είχε ήδη διαπιστώσει ότι δεν είχε παρουσιαστεί ως αντιπρόσωπος της ή ότι ενεργούσε για την Εφεσίβλητη 2. Διαπίστωσε ακόμη ότι οι σκαλωσιές είχαν τοποθετηθεί από πρόσωπα τα οποία δεν είχαν διασυνδεθεί με την Εφεσίβλητη 2.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 4 απορρίπτονται.
Ο λόγος έφεσης 7 αφορά στη μη απόδοση ευθύνης στην Εφεσίβλητη 1. Τα όσα αναφέρονται για τις σχέσεις των εταιρειών που αναφέρθηκαν στην υπόθεση, δεν συνιστούν υπόβαθρο για απόδοση ευθύνης στην Εφεσίβλητη 1, στην ίδια βάση όπως εξηγήσαμε πιο πάνω.
Οι Εφεσείοντες επιχειρηματολογούν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να διαπιστώσει ότι η υποχώρηση του στεγάστρου οφειλόταν σε κρυμμένο και μη εμφανές ελάττωμα (latent defect) και να αποδώσει ευθύνη στην Εφεσίβλητη 1, ως ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου.
Δεν μας έχει υποδειχθεί ότι είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ότι το κιόσκι είχε οποιοδήποτε ελάττωμα, ώστε να μπορούσε να διερευνηθεί η τυχόν ευθύνη της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου για το επίδικο ατύχημα. Ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το κιόσκι είχε κάποιο ελάττωμα. Το ατύχημα επεσυνέβηκε γιατί το κιόσκι χρησιμοποιήθηκε ως δάπεδο εργασίας. Ένα κιόσκι που υποχωρεί υπό το βάρος δύο ανδρών στο σκέπαστρο του δεν είναι χωρίς άλλο ελαττωματικό. Η εκτίμηση του Εφεσείοντα 1 ότι το κιόσκι «φαινόταν να είναι γερή κατασκευή και δεν φαινόταν να έχει κάποιο ελάττωμα που να δείχνει ότι αν βγαίναμε πάνω θα υποχωρούσε», δεν αποδεικνύει ότι το κιόσκι υποχώρησε γιατί είχε κρυμμένο ελάττωμα. Ο λόγος έφεσης 7 δεν μπορεί επομένως να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με την απόρριψη των λόγων έφεσης 1-7 το αποτέλεσμα ως προς την ευθύνη παραμένει αναλλοίωτο. Καθίσταται επομένως αχρείαστο να εξετάσουμε το λόγο έφεσης 8, που αφορά στο ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.
Τέλος με το λόγο έφεσης 9 οι Εφεσείοντες παραπονούνται σε σχέση με τα έξοδα. Κατά πρώτο λόγο ότι λανθασμένα διατάχθηκαν να καταβάλουν τα έξοδα των Εφεσίβλητων. Όση συμπάθεια και αν μπορούσε να υπάρχει για τους Εφεσείοντες που τραυματίστηκαν σε ώρα εργασίας χωρίς να ευθύνονται οι ίδιοι, οι Εφεσίβλητες ήταν επιτυχόντες διάδικοι και δεν υφίσταντο λόγοι ώστε να μην ακολουθηθεί η θεμελιακή αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα (Χάσικος και Άλλοι ν. Χαραλαμπίδη (1990) 1 A.A.Δ. 389, 393-4, Θρασυβούλου ν. Arto Estates Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 12, 15 και Ζαβρού ν. Μιχαηλίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 477, 481).
Κατά δεύτερο λόγο, θα ήθελαν το πρωτόδικο Δικαστήριο να εκδώσει διαταγή εξόδων τύπου Bullock ή Sanderson. Αυτό δεν ήταν δυνατό. Και οι δύο διαταγές έχουν ως προϋπόθεση να υφίσταται μη επιτυχών εναγόμενος ο οποίος θα διατασσόταν είτε να καταβάλει προς τους Εφεσείοντες τα έξοδα που αυτοί διατάχθηκαν να πληρώσουν προς τις Εφεσίβλητες 1 και 2 (Bullock Order) είτε να διατασσόταν να πληρώσει ο ίδιος τα έξοδα των Εφεσίβλητων 1 και 2 (Sanderson Order). (Βλ. Χ''Αδάμου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., Πολ. Εφ. 334/2011 και 396/2011, ημερ.10.1.2017). Ο λόγος έφεσης 9 επίσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
€2.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. όπου υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης 1 και υπέρ της Εφεσίβλητης 2 ξεχωριστά και εναντίον των Εφεσείοντων.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.