ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Aίτηση Αρ. 178/2023)
(i-Justice)
21 Δεκεμβρίου, 2023
[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 3A, 9, 11, 14, 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ANΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) (ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΤΙΚΟ) (ΑΡ. 2) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2022 ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ ΤΟΥ 2018 ΚΑΙ 2023
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ H. T. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI/Ή PROHIBITION
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/11/2023, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΑΠΕΡΡΙΦΘΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 69(1)(α) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦ. 155
_________________
Κατερίνα Σοφοκλέους (κα) με Ιωσηφίνα Ιωάννου (κα), για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Ο αιτητής είναι ο κατηγορούμενος 1, στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 12499/23 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λάρνακας. Αυτός αντιμετωπίζει την 1η κατηγορία, η οποία παρατίθεται αυτολεξεί:
«Πρώτη Κατηγορία
ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Συμμετοχή σε λαθρεμπόριο μεταναστών κατά παράβαση των άρθρων 2, 8 και 10 του κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 και άρθρων 3 και 6(1)(a),(2)(b),(3)(a) του Πρωτοκόλλου ΙΙΙ, κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών διά εδάφους, θαλάσσης και Αέρος της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος.
ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Ο 1ος κατηγορούμενος μεταξύ 24 και 25/09/2023 συμμετείχε σε λαθρεμπόριο μεταναστών, έχοντας τον ρόλο του οδηγού της βάρκας με την οποία μεταφέρονταν έναντι χρηματικής αμοιβής 94 μετανάστες, κατευθυνόμενοι από τον Λίβανο προς την Δημοκρατία.»
Στο Κατηγορητήριο υπάρχουν άλλοι δύο κατηγορούμενοι, οι οποίοι αντιμετωπίζουν από κοινού την Τρίτη Κατηγορία, σύμφωνα με την οποία, αυτοί φέρονται «να συνωμότησαν να παρέχουν συνδρομή σε απαγορευμένο μετανάστη, δηλαδή την S.M.E.A. από τη Συρία, για να εισέλθει στη Δημοκρατία, κατά παράβαση του νόμου». Ο κατηγορούμενος 3 αντιμετωπίζει και τη Δεύτερη Κατηγορία, σύμφωνα με την οποία, αυτός φέρεται «να συμμετείχε σε λαθρεμπόριο μεταναστών μεσολαβώντας για την επί πληρωμή μεταφορά της S.M.E.A. από τη Συρία προς τη Δημοκρατία μέσω Λιβάνου με το σκάφος που αναφέρεται στην Πρώτη Κατηγορία».
Με την υπό εκδίκαση μονομερή αίτηση, ημερ. 13.12.2023, ο αιτητής ζητά την άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου Λάρνακας, που εξεδόθη στις 9.11.2023. Ζητά ακόμη την άδεια για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition, με το οποίο να απαγορεύεται στο Κακουργιοδικείο Λάρνακας να προχωρήσει στην εκδίκαση της πιο πάνω ποινικής υπόθεσης «μέχρι εκδίκασης της αίτησης, και όπως δοθούν οι αναγκαίες και επακόλουθες οδηγίες».
Η αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση, στην οποία παρατίθενται οι λόγοι (με την αιτιολογία τους) επί των οποίων αυτή βασίζεται, και που είναι οι ακόλουθοι:
«Α. Παραβίαση Νόμου και/ή πλάνη περί τον νόμο και/ή έκδηλο σφάλμα νόμου και/ή λανθασμένη ερμηνεία και/ή λανθασμένη εφαρμογή νόμου.
Β. Πλάνη περί των πραγματικών γεγονότων που συνδέεται με πλάνη περί τον νόμο σχετικά με το πρώτο σκεπτικό του Δικαστηρίου ότι δεν θα μπορούσε να αποφασίσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας λόγω του παραδεκτού γεγονότος.
Γ. Το Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση της Εξουσίας του ως προς την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης στην ουσία της, ότι δηλαδή είχε δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης (2ο μέρος σκεπτικού) ενώ περιόρισε εαυτό κατά την απόφαση του ότι δεν μπορούσε να εξετάσει το ζήτημα (1ο μέρος σκεπτικού) με αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις ασκήσει λανθασμένα την διακριτική ευχέρεια του. Το Κατώτερο Δικαστήριο ενάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια λειτουργώντας εκτός και καθ΄ υπέρβαση των παρεχόμενων νομοθετικών ορίων.
Δ. Παραβίαση Αρχών Φυσικής Δικαιοσύνης.»
Η αίτηση υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση της κας Ιωσηφίνας Ιωάννου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Κ. Σοφοκλέους και Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., το οποίο εκπροσωπεί τον αιτητή. Στην Ένορκη Δήλωση καταγράφεται, πως ο λόγος που η κα Ιωάννου προβαίνει στην Ένορκη Δήλωση και όχι ο αιτητής, είναι γιατί αυτή αφορά σε νομικά θέματα.
Αναφέρω από τώρα πως έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο της Έκθεσης όσο και το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα υποστήριξε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή με την ομολογουμένως εμπεριστατωμένη αγόρευσή της. Θα κάνω αναφορά σε όλα αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.
Ως γνωστό, η δικαιοδοσία έκδοσης Προνομιακών Ενταλμάτων, ανήκει στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η χορήγησή τους είναι διακριτική (Annual Practice 1988, σελ. 798). Στη Θεοδούλου (Αρ. 1) (1990)1 Α.Α.Δ. 438, ο Πικής, Δ., όπως ήταν τότε, επανέλαβε πως: «Η χορήγηση των προνομιακών ενταλμάτων (με μία εξαίρεση) είναι προαιρετική. Η έκδοσή τους, καθώς και η παροχή άδειας για τον ίδιο σκοπό, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.»
Η δικαιοδοσία του Ανώτατου Δικαστηρίου για την έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari, στοχεύει στη διασφάλιση της νομιμότητας της διαδικασίας μέσω της διερεύνησης του πλαισίου της δικαστικής λειτουργίας και των αρχών βάσει των οποίων αυτή ασκείται. Το ένταλμα Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται για την εποπτεία της διαδικασίας που λαμβάνει χώρα ενώπιον κατώτερου Δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται (Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 828). Ούτε στοχεύει στη διόρθωση λανθασμένης απόφασης (Σύγγραμμα «Προνομιακά Εντάλματα» Πέτρου Αρτέμη, σελ. 127-128). Το Ανώτατο Δικαστήριο με το προνομιακό ένταλμα Certiorari, ελέγχει τη νομιμότητα/εγκυρότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και όχι την ορθότητά της. Όπως εύστοχα τέθηκε στην Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 2) (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 925, 935:
«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητάς της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24/1/92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική Έφεση 9169/18.7.95).»
Εν προκειμένω, ο αιτητής πριν απαντήσει στην κατηγορία που αντιμετωπίζει, είχε εγείρει την ειδική απάντηση που αφορά σε έλλειψη δικαιοδοσίας, για την οποία γίνεται αναφορά στο Άρθρο 69(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Πρόκειται για τη μια από τις τρεις ειδικές απαντήσεις, για τις οποίες γίνεται αναφορά στο Άρθρο 69 του νόμου. Παραθέτω αυτολεξεί το περιεχόμενο του Άρθρου 69(1)(α) που εδώ ενδιαφέρει:
«69.-(1) Ο κατηγορούμενος δύναται, προτού απαντήσει στο κατηγορητήριο ή το κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε σε Κακουργιοδικείο, να ισχυριστεί-
(α) ότι το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου αυτός καλείται να απαντήσει δεν έχει δικαιοδοσία και ότι άλλο Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία σε σχέση με αυτόν ή για το ποινικό αδίκημα για το οποίο αυτός κατηγορείται, και, αν ο ισχυρισμός γίνει αποδεκτός, το Δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση για να εκδικαστεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Δημοκρατίας το οποίο έχει δικαιοδοσία για τον υπαίτιο ή για το ποινικό αδίκημα.
[.]»
Θέμα δικαιοδοσίας δυνάμει του Άρθρου 69(1)(α) του Κεφ. 155, μπορεί να εγερθεί και ενώπιον του Εφετείου, έστω και αν αυτό δεν είχε εγερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Vasilios Lazarou Mouyios and Others v. The Police (1974) Part 2, 23, και επαναλήφθηκε στην υπόθεση Komurgu & another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 83, 88:
«. the expression "before pleading to the charge or information" in section 69 (1) (a) regulates the procedure at the trial - apparently in the manner prescribed in the Reis case, supra - and does not necessarily exclude the raising of such an issue for the first time on appeal; .»
Στη Mouyios (ανωτέρω), το Εφετείο, απορρίπτοντας τη θέση του δικηγόρου της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ότι ήταν πολύ αργά για τους εφεσείοντες/κατηγορουμένους να εγείρουν τέτοιο θέμα στο στάδιο της έφεσης, αφού ουδέποτε το είχαν εγείρει στην πρωτόδικη διαδικασία, σημείωσε και τα ακόλουθα:
«In England - where the criminal procedure is very similar to ours - the matter of the jurisdiction of the trial Court was raised ex proprio motu by the Court of Criminal Appeal, in The King v. Demnis [1924] 1 K.B. 867, where Avory, J. said the following (at p. 868):-
"We cannot accede to the suggestion made by Mr. Clements, that because this is a test case we should overlook a manifest want of jurisdiction in the Court of trial. It is always the duty of this Court even although objection is not put forward by counsel, or in the notice of appeal, to take note of a point which goes to the jurisdiction of the Court of trial".»
Μάλιστα είναι δυνατόν να τεθεί και εξεταστεί θέμα δικαιοδοσίας, ακόμη και μετά την απάντηση του κατηγορουμένου στην κατηγορία, όταν αποκαλυφθούν τέτοια γεγονότα τα οποία τείνουν να καταδείξουν ότι το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία (Σύγγραμμα «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση του Criminal Procedure In Cyprus (1975) στα Ελληνικά, του Γεώργιου Μ. Πική, σελ. 155-156).
Είναι ηλίου φαεινότερον πως το θέμα της δικαιοδοσίας μπορεί να εξεταστεί σε κάθε περίπτωση και στο στάδιο της έφεσης, και η περί του αντιθέτου θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου στη σελ. 20 της γραπτής αγόρευσης, αν την έχω αντιληφθεί ορθά, με κάθε σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο.
Εν προκειμένω, για σκοπούς εξέτασης της ειδικής απάντησης του αιτητή, καταγράφεται στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου πως «δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η αναφερόμενη στο κατηγορητήριο βάρκα εντοπίστηκε σε απόσταση 20 ναυτικών μιλίων από τις ακτές του Κάβο Γκρέκο, που είναι το πλησιέστερο σημείο ξηράς στη Δημοκρατία. Το αδίκημα που καταλογίζεται, δεδομένου ότι στην πρώτη κατηγορία αναφέρεται η φράση «κατευθυνόμενη από τον Λίβανο προς τη Δημοκρατία», αφορά την πορεία μέχρι και το σημείο των 20 ναυτικών μιλίων με την ακτή του Κάβο Γκρέκο».
Το Κακουργιοδικείο, πριν αποφασίσει το εγερθέν θέμα, έδωσε, ως όφειλε, το δικαίωμα και στις δύο πλευρές να προβάλουν τις θέσεις και επιχειρήματά τους. Και τις είχε. Η θέση της Υπεράσπισης ήταν ότι κανένα Δικαστήριο στη Δημοκρατία δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει το αδίκημα που ο αιτητής αντιμετωπίζει. Με άλλα λόγια, ήταν η θέση της ότι το εγερθέν θέμα αφορά σε ουσιαστική δικαιοδοσία και όχι απλά σε τοπική δικαιοδοσία. Εντελώς διαφορετική ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής. Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του καταγράφει τα ακόλουθα, σε σχέση με τις θέσεις των δύο πλευρών:
«Η συνήγορος υπεράσπισης αγορεύοντας προς υποστήριξη της εισήγησης της ανέφερε ότι το ζήτημα το οποίο το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει αφορά καθαρά ζήτημα ουσιαστικής δικαιοδοσίας και όχι απλά τοπικής. Ανέφερε η κα Σοφοκλέους ότι αυτό που καταλογίζεται στον κατηγορούμενο 1 είναι ότι διαπράττει αδίκημα στη βάση της εγχώριας νομοθεσίας από τη Συρία μέχρι τα 20 ναυτικά μίλια από την απόσταση των ακτών της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τον Νόμο 45/64 τα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας και που τα Δικαστήρια αποκτούν δικαιοδοσία, εκτείνονται μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια από τις γραμμές βάσης. Δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 αφού ακόμα και αν για τα συγκεκριμένα αδικήματα υπάρχει μια διεθνής συνθήκη δεν υπάρχει αναφορά που να καλύπτει αδίκημα σε οποιοδήποτε σημείο της θάλασσας κοντά στην Κυπριακή Δημοκρατία. Άρα το ερώτημα που τίθεται είναι αν, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος 1 ήταν οδηγός της βάρκας, έχει δικαιοδοσία η Κύπρος να δικάσει αδίκημα που φέρεται να διαπράχθηκε σε οποιοδήποτε σημείο της θάλασσας. Περαιτέρω θα πρέπει να υπάρχει και διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται ο κατηγορούμενος 1 διαπράχθηκε και σε ξένη χώρα στη βάση του άρθρου 5 του Ποινικού Κώδικα. Ως εκ τούτου, κατά τη θέση της συνηγόρου υπεράσπισης, κανένα Δικαστήριο στη Δημοκρατία έχει δικαιοδοσία κάτι που θα πρέπει να οδηγήσει στην απαλλαγή του κατηγορούμενου από αυτό το στάδιο της διαδικασίας.
Ο κ. Αντωνίου διαφωνώντας με τη θέση της υπεράσπισης αναφέρθηκε στο άρθρο 10 του Κυρωτικού Νόμου 11(ΙΙΙ)/2003 και σε συνάρτηση με το άρθρο 5 του Ποινικού Κώδικα δημιουργεί δικαιοδοσία για οποιοδήποτε Δικαστήριο. Αναφερόμενος στη Σύμβαση ανέφερε ότι διαβάζεται μαζί με τα Πρωτόκολλα ή και αντίστροφα και το Δικαστήριο έχει ένα αδίκημα εντός της αποκλειστικής ζώνης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δεν είναι περίπτωση όπου τυγχάνουν εφαρμογής οι ποινική νόμοι της Κύπρου λόγω του ότι δεν ήταν στο έδαφος της όμως τυγχάνουν εφαρμογής λόγω της επιφύλαξης του άρθρου 5 Κεφ. 154 και της ειδικής διάταξης του Κυρωτικού Νόμου και των προνοιών της Σύμβασης στα πλαίσια της οποίας εμπίπτει το νομοθέτημα αυτό.»
Το Κακουργιοδικείο, στη βάση και του παραδεκτού γεγονότος που είχε τεθεί ενώπιόν του, αποφάσισε το εγερθέν θέμα, αιτιολογώντας την απόφασή του. Η κατάληξή του ήταν πως «. ο ισχυρισμός του κατηγορούμενου 1 ότι τα Δικαστήρια της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσής του δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.» Ακολούθως ο αιτητής απάντησε στην κατηγορία, δήλωσε μη παραδοχή, και το Κακουργιοδικείο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 10.1.2024.
Δεν χρειάζεται να παραθέσω εν εκτάσει την αιτιολογία της απόφασής του. Θα αναφέρω μόνο πως αφού παρέπεμψε στο Άρθρο 3 του Νόμου 45/64 (ο περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμος του 1964), το οποίο προβλέπει πως η χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας εκτείνεται σε ακτίνα 12 ναυτικών μιλίων από τις «γραμμές βάσης», βρήκε πως ενώπιόν του δεν είχε τεθεί μαρτυρία ή γεγονότα σε σχέση με τις «γραμμές βάσης», όπως αυτές προσδιορίζονται στο νόμο, με αποτέλεσμα, ως ανέφερε «. δεν γνωρίζουμε αν όντως το επίδικο σκάφος, όταν εντοπίστηκε βρισκόταν 20 ναυτικά μίλια μακριά από τις γραμμές βάσης».
Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω κατάληξή του, προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο θα μπορούσε να κάνει δεκτή την ειδική απάντηση, ακόμη «και αν γίνει δεκτό ότι όντως το σκάφος βρισκόταν εκτός των χωρικών υδάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας». Για το θέμα αυτό παρέπεμψε στα Άρθρα 5 και 6 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, για να καταλήξει ως εξής:
«Οι πιο πάνω διατάξεις προνοούν και θέτουν τα εδαφικά όρια εντός των οποίων εφαρμόζεται ο Ποινικός Κώδικας και οποιοσδήποτε άλλος νόμος συνιστά αδίκημα. Έχουμε διεξέλθει με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο των πιο πάνω άρθρων και είναι σαφές ότι δεν περιλαμβάνεται η παρούσα περίπτωση στη βάση των τιθέμενων παραδεκτών γεγονότων. Δεν τυγχάνει εφαρμογής ούτε και το εδάφιο (ε)(ν) του άρθρου 5, δεδομένου ότι δεν αποτελεί μέρος των παραδεκτών γεγονότων ότι το αδίκημα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος 1 φέρεται να διαπράχθηκε σε κάποια άλλη συγκεκριμένη ξένη χώρα.»
Ακολούθως επικεντρώθηκε στη νομική βάση της κατηγορίας, δηλαδή στον περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και Πρωτοκόλλων (Κυρωτικό) Νόμο του 2003, Ν.11(ΙΙΙ)/2003 και στο Πρωτόκολλο κατά του Λαθρεμπορίου Μεταναστών διά Εδάφους, Θαλάσσης και Αέρος, το οποίο συμπληρώνει την πιο πάνω Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών. Η κατάληξη του ήταν πως:
«. το Δικαστήριο που αποτελεί Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της παρούσας υπόθεσης. Aφορά αδίκημα που προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος και περιλαμβάνεται στο Τρίτο Πρωτόκολλο της. Η εν λόγω Σύμβαση κυρώθηκε από την Κυπριακή Δημοκρατία με το Νόμο 11(ΙΙΙ)/2003 με το άρθρο 8 του, στη βάση του άρθρου 6(1) του Τρίτου Πρωτοκόλλου, να καθιστά αδίκημα το λαθρεμπόριο μεταναστών. Το γεγονός ότι η επίδικη βάρκα με τους μετανάστες εντοπίστηκε 20 ναυτικά μίλια από τις ακτές του Κάβο Γκρέκο και δεν τέθηκε ενώπιον μας ότι είχε εθνικότητα, δεν διαφοροποιεί την κατάληξη μας αλλά ούτε και στερεί την δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου αφού ακόμα και χωρίς εθνικότητα να είναι η βάρκα, το κράτος μέλος, εφόσον έχει μαρτυρία που να επιβεβαιώνει την υποψία ότι το πλοίο ήταν αναμεμειγμένο σε λαθρεμπόριο μεταναστών, λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα εφαρμόζοντας το εσωτερικό και διεθνές δίκαιο.».
Δεν αμφισβητείται, και ορθά, πως το Κακουργιοδικείο είχε δικαιοδοσία να αποφασίσει το θέμα που είχε εγερθεί από την Υπεράσπιση. Και το αποφάσισε, όχι προς όφελος του αιτητή. Το Κακουργιοδικείο δεν υπερέβη και δεν εξετράπη από τα όρια της δικαιοδοσίας του. Η Υπεράσπιση, ως έχει κάθε δικαίωμα, διαφωνεί με την απόφασή του. Αυτό όμως που τώρα ο αιτητής αμφισβητεί, με τη διαδικασία των προνομιακών ενταλμάτων, είναι την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου, και ουσιαστικά ζητά από το Ανώτατο Δικαστήριο να υποδείξει στο Κακουργιοδικείο τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα πρέπει να αποφασίσει θέμα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του. Μάλιστα με τον Λόγο (Γ), πιο πάνω, ο αιτητής παραδέχεται ότι το Κακουργιοδικείο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια, για να προσθέσει, «λειτουργώντας εκτός και καθ΄ υπέρβαση των παρεχόμενων νομοθετικών ορίων». Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ πως αυτό που προσβάλλεται, είναι η νομιμότητα της εκδοθείσας απόφασης. Ούτε συμφωνώ ότι αυτή εξεδόθη «καθ΄ υπέρβαση των εξουσιών του Κακουργιοδικείου».
Στην Αναφορικά με την Αίτηση της [ ] Παρασκευαίδου για την Έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, Πολ. Αίτηση Αρ. 125/2020, ημερ. 28.9.2020, εξετάστηκαν θέματα κατάχρησης της ποινικής διαδικασίας. Το Κακουργιοδικείο Λεμεσού είχε απορρίψει αίτημα της αιτήτριας για αναστολή της υπόθεσης που αντιμετώπιζε, το οποίο βασιζόταν σε κατάχρηση διαδικασίας. Η τελευταία προσέφυγε, με τη διαδικασία του Προνομιακού Εντάλματος, ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο όμως απέρριψε τη μονομερή αίτησή της, σημειώνοντας πως:
«Αυτό που στην πραγματικότητα αμφισβητεί η αιτήτρια είναι την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου. Όμως όπως είναι γνωστό το ένδικο μέσο για την προσβολή μιας δικαστικής απόφασης στη βάση ότι είναι εσφαλμένη είναι η έφεση και όχι η διαδικασία για την έκδοση προνομιακού εντάλματος».
Για να προσθέσει πως:
«Ακόμα και αν μπορούσε να παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια και εκδιδόταν στη συνέχεια ένταλμα Certiorari που να ακυρώνει την απόφαση του Κακουργιοδικείου, η διαδικασία της ποινικής υπόθεσης θα έπρεπε να συνεχιστεί. Το αποτέλεσμα που η Αιτήτρια είχε επιδιώξει, η αναστολή της εναντίον της ποινικής υπόθεσης, θα μπορούσε να επιτευχθεί όχι με την ακύρωση της απόφασης του Κακουργιοδικείου στα πλαίσια αίτησης για προνομιακό διάταγμα, αλλά με την ανατροπή της ως εσφαλμένης στα πλαίσια έφεσης και αντικατάστασης της με κατάληξη ότι η προώθηση της ποινικής υπόθεσης 4000/2018 εναντίον της Αιτήτριας ήταν πράγματι καταχρηστική και επομένως θα έπρεπε να ανασταλεί. Ότι η Αίτηση είναι αλυσιτελής επιβεβαιώνει πως η παρούσα διαδικασία δεν προσφερόταν.»
Τα ίδια ισχύουν και εδώ.
Στην Κυριάκου (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1082, ο Αιτητής, κατηγορούμενος σε ιδιωτική ποινική υπόθεση, κλήθηκε από το κατώτερο Δικαστήριο σε απολογία. Η θέση του ήταν ότι κλήθηκε σε απολογία για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα, κάτι που, κατά τον ίδιο, του προκαλούσε «δικονομική αμηχανία». Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας τη μονομερή αίτηση που είχε καταχωρίσει για άδεια καταχώρισης αίτησης διά κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, σημείωσε τα ακόλουθα:
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν συμφωνώ ότι υπάρχει οτιδήποτε που συνιστά εξαιρετική περίσταση. Δεν πρόκειται για ασυνήθιστη περίπτωση. Συμβαίνει συχνά ποινικά δικαστήρια να καλούν σε απολογία κατηγορούμενο ο οποίος διαφωνεί με την απόφαση του δικαστηρίου. Το ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Αιτητής κλήθηκε σε απολογία για αδίκημα που ο ίδιος θεωρεί ανύπαρκτο, του δίδεται το δικαίωμα, όπως εξάλλου δέχθηκε και η συνήγορός του, να αναμένει την τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου και αν καταδικαστεί θα έχει κάθε δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση. Αυτό είναι το ορθό δικονομικό μέτρο και όχι η καταφυγή στο κατάλοιπο εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με τη διεκδίκηση προνομιακού εντάλματος.
Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd, ανωτέρω, ότι οποτεδήποτε δημιουργείται κάποια «δικονομική αμηχανία», αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι ισοδυναμεί με εξαιρετική περίσταση. Δικονομικές αμηχανίες μπορούν να δημιουργηθούν σε πολλές περιπτώσεις, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να εξουδετερωθεί το αναγνωρισμένο για την περίπτωση ένδικο μέσο της έφεσης και να καθιερωθεί η διαδικασία του προνομιακού εντάλματος. Μια τέτοια τάση αντιβαίνει την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εάν επικρατήσει, υπάρχει κίνδυνος να καταρρεύσει το κατάλοιπο εξουσίας, εφόσον θα γίνεται ολοένα και περισσότερο επίκληση της συγκεκριμένης εξουσίας της οποίας η διαδικασία είναι πιο πρόσφορη από αυτή της έφεσης. Όμως κάτι τέτοιο θα σήμαινε χρησιμοποίηση της προνομιακής διαδικασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σαν έφεση υπό μεταμφίεση, κάτι που η νομολογία δεν επιτρέπει (βλ. Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (Αρ. 3) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1066 και Πατσαλίδης (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1350).
Από τη στιγμή που είναι δεκτό ότι υπάρχει άλλο ένδικο μέσο και δεν διαπιστώνεται να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να επιτρέπουν την κατ' εξαίρεση χορήγηση θεραπείας, η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί.»
Τα πιο πάνω ισχύουν και εδώ (Tandum Ltd (2014) 1(B) A.A.Δ. 1805).
Mάλιστα, στην Αρτέμης (Αρ. 1) (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1336, φαίνεται να αποφασίζεται πως δεν καθιερώνεται δικαίωμα ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω προνομιακών ενταλμάτων, απόφασης κατώτερου Δικαστηρίου που εκδίδεται σε σχέση με τις ειδικές απαντήσεις, όταν μάλιστα η εκδοθείσα απόφαση είναι αιτιολογημένη, όπως εν προκειμένω.
Εν κατακλείδι, το ουσιώδες είναι πως εάν ο αιτητής καταδικαστεί, θα έχει το δικαίωμα να εφεσιβάλει την καταδικαστική απόφαση, και να υποστηρίξει, ανάμεσα σε άλλα, ότι η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 9.11.2023, ήταν εσφαλμένη.
Ο αιτητής θεωρεί ακόμη πως με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, παραβιάζονται τα συνταγματικά δικαιώματά του και ότι του προκαλείται αδικία, η οποία είναι δυνατόν να αποκατασταθεί μόνο μέσω των προνομιακών ενταλμάτων. Ούτε και με αυτή τη θέση συμφωνώ. Κατ΄ αρχάς, να επαναλάβω πως η τήρηση των εχέγγυων της δίκαιης δίκης εντάσσεται στη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης, εν προκειμένω του Κακουργιοδικείου. Αποφάσεις που εκδίδονται κατ΄ επίκληση του Άρθρου 69 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, δεν είναι δυνατόν να αναθεωρούνται λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, όπως επιδιώκεται με την υπό εκδίκαση αίτηση, και να παρεμποδίζεται έτσι το Δικαστήριο να προχωρήσει με την εκδίκαση της υπόθεσης.
Δυο λόγια και για τον λόγο που αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Ο αιτητής αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, πως «Η δε αδικία προκύπτει καθότι, αυτός, βρίσκεται υπόδικος για την εν λόγω υπόθεση στερούμενος της ελευθερίας του. Καταφανώς, η έλλειψη δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να απαλλάξει τον αιτητή. Η δε απόρριψη του αιτήματος οδηγεί στο άδικο να στερείται της ελευθερίας του και να είναι σε κίνδυνο επιβολής ποινής, καθότι το Δικαστήριο αποφάσισε και για την ουσία, ότι δηλαδή έχει δικαιοδοσία εκδίκασης της υπόθεσης.»
Με κάθε σεβασμό, τα πιο πάνω δεν συνιστούν εν ουδεμιά περιπτώσει παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Ο αιτητής δεν στερείται της ελευθερίας του συνεπεία της συγκεκριμένης ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου αλλά συνεπεία άλλης ενδιάμεσης απόφασής του, που δεν είναι αντικείμενο της παρούσας. Μάλιστα η ευπαίδευτη συνήγορος δήλωσε ευθαρσώς ενώπιόν μου, πως ο αιτητής, για λόγους που δεν ενδιαφέρουν, δεν είχε ένσταση στην κράτησή του μέχρι τις 10.1.2024, ημερομηνία κατά την οποία, ως ελέχθη, η υπόθεση είναι ορισμένη για ακρόαση.
Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας, κάτι που ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία, επαναλαμβάνω, θα πρέπει να ασκείται με πολλή φειδώ (Κρασοπούλης (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 492).
Η αίτηση απορρίπτεται.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΣΓεωργίου