ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 174/2023)
20 Δεκεμβρίου, 2023
[ΔΑΥΙΔ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ TΗN ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α.Β. ΑΠΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΟΔΟΣ XXXXXXX, Τ.Κ.XXXX, ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI KAI MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ XXXXXXX XXXXXX ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 08.11.2023 ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ 3/2022 ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΤΟΥ Α.B. Ως ΕΚΔΟΘΕΙΣΑ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΦΥΣΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ/Ή ΔΕΝ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΌ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΑ ΑΜΕΡΟΛΗΠΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ/Ή ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΟΔΗΓΟΎ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΟΠΩΣ ΕΧΕΙ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΝ ΜΑΙΟ 2019
Α. Β., Αιτητής, εμφανίζεται προσωπικά
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Απευθείας από την Έδρα)
ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 08.11.2023, Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, μετά την ολοκλήρωση της ακρόασης της Αίτησης Πτώχευσης Αρ. 3/2022, εξέδωσε διάταγμα πτώχευσης του Αιτητή. Ο τελευταίος, με την υπό συζήτηση αίτηση του, επιζητά την άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus. Το πρώτο, για την ακύρωση της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου και το δεύτερο, προς επανεκδίκαση της ως άνω Αίτησης Πτώχευσης Αρ. 3/2022, από άλλο αρμόδιο Δικαστή του εν λόγω Δικαστηρίου.
Η υπό κρίση αίτηση συνοδεύεται από σχετική έκθεση και ένορκη δήλωση του Αιτητή, Α.Β., ημερομηνίας 6.12.2023.
Ο λόγος επί του οποίου εδράζεται το αίτημα, έγκειται στο γεγονός ότι ο Αιτητής, μετά από την έκδοση της ως άνω αναφερόμενης απόφασης, διαπίστωσε, μέσω έρευνας στο διαδίκτυο, ότι η πρόεδρος που ανέλαβε την εκδίκαση και εξέδωσε την απόφαση, υπήρξε συνέταιρος στο δικηγορικό οίκο που καταχώρησε την Αίτηση Πτώχευσης και την χειρίστηκε εκ μέρους των πιστωτών-αιτητών μέχρι και την έκδοση της απόφασης, από το 2006 μέχρι και τον διορισμό της στην δικαστική υπηρεσία.
Με την Ένορκη Δήλωση του που συνοδεύει και υποστηρίζει την υπό συζήτηση αίτηση, ο Αιτητής ουσιαστικά επαναλαμβάνει και σε κάποιο βαθμό επιχειρεί να εξειδικεύσει τον ως άνω προβαλλόμενο στην Έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, λόγο. Ειδικότερα, ως προτάσσει, η Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που ανάλαβε την εκδίκαση της αίτησης που τον αφορούσε, ως ο τελευταίος διαπίστωσε μέσω έρευνας στο διαδίκτυο, μετά την έκδοση της απόφασης, ημερομηνίας 08.11.2023, υπήρξε συνεταίρος στη δικηγορική εταιρεία η οποία καταχώρισε και χειρίστηκε την ως άνω αίτηση πτώχευσης εκ μέρους των Αιτητών, μέχρι και την έκδοση της ως άνω απόφασης. Ως δε επισημαίνει, εντόπισε στο διαδίκτυο, σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα μέσου Κοινωνικής Δικτύωσης, την οποία έθεσε υπόψη ο Δικαστηρίου, ότι η συγκεκριμένη Δικαστής παρουσιάζεται να εργάζεται, μέχρι και σήμερα, στον εν λόγω δικηγορικό οίκο. Καθ' όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, υποδεικνύει ο Αιτητής, διαισθάνθηκε ότι η συγκεκριμένη Δικαστής δεν αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο τα επιχειρήματα του δικηγόρου του όπως τα επιχειρήματα των Αιτητών. Ωστόσο, μετά την έκδοση της απόφασης, προβαίνοντας σε έρευνα στο διαδίκτυο διαπίστωσε με έκπληξη, ότι αποτέλεσε συνεταίρο στον δικηγορικό οίκο που καταχώρισε και χειρίστηκε την αίτηση εκ μέρους των αιτητών, από το 2006 μέχρι την ημερομηνία διορισμού της στη Δικαστική Υπηρεσία. Μεταφέροντας την απογοήτευση του για το γεγονός ότι μια σοβαρή απόφαση για τον ίδιο και την επαγγελματική του σταδιοδρομία λήφθηκε από Δικαστή η οποία δεν διέθετε την αναγκαία αντικειμενική αμεροληψία, υποστηρίζει ότι η απόφαση της, εξαιτίας αυτού, είναι μολυσμένη και θα πρέπει να ακυρωθεί ενώ η αίτηση Πτώχευσης που τον αφορά θα πρέπει να εκδικαστεί από άλλο, αντικειμενικό και αμερόληπτο Δικαστή.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, την οποία ο αιτητής εμφανίστηκε και προώθησε αυτοπροσώπως, ο τελευταίος, επιβεβαίωσε το γεγονός ότι στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι στις 24.11.2023 προωθήθηκε από την πλευρά του παρόμοιο αίτημα προς εξασφάλιση άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση της ως άνω απόφασης, ημερομηνίας 08.11.2233, με την οποία εκδόθηκε διάταγμα πτώχευσης εναντίον του. Αίτημα που προωθήθηκε μέσω δικηγορικού οίκου και το οποίο απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο την 01.12.2023. Οι λόγοι, υπέδειξε, για τους οποίος επιζητήθηκε στην προηγηθείσα διαδικασία η σχετική άδεια, ήταν περισσότερο «τεχνικοί» και όχι για το «ευαίσθητο», ως το χαρακτήρισε, ζήτημα της αμεροληψίας Δικαστή.
Ως αναδύεται από τη διαχρονική και καλά εδραιωμένη νομολογία των Δικαστηρίων μας, τα Προνομιακά Εντάλματα, ως εφεδρεία των εξουσιών του Ανώτατου Δικαστηρίου και ως κατάλοιπο της εξουσίας του τελευταίου για έλεγχο των κατώτερων Δικαστηρίων, χορηγούνται κατ' εξαίρεση. Ο χαρακτηρισμός τους ως Προνομιακών Ενταλμάτων δεν είναι μια απλή λεκτική αναφορά. Υποδηλώνει ότι η προσφυγή στο ύστατο αυτό οπλοστάσιο του δικαίου, δεν είναι δικαιωματική. Πολύ περισσότερο δεν είναι διαδικασία ρουτίνας. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ. Αποτελεί εξαιρετική διαδικασία, η οποία δυνατό να απολήξει σε θεραπεία που χορηγείται κατά προνόμιο. Η ανάγκη της διαφύλαξης της κατ' εξαίρεση και κατά προνόμιο απόδοσης της θεραπείας που απομένει στο κατάλοιπο και την εφεδρεία των εξουσιών του Ανώτατου Δικαστηρίου, πολλές φορές, συσχετίστηκε με το δημόσιο συμφέρον (Boris Minsk κ.α., Πολ. Εφ. Αρ. 25/23, ημερ. 13.7.23).
Ό,τι κατά προτεραιότητα απασχολεί στην υπό συζήτηση περίπτωση, είναι το γεγονός πως μέρες προηγουμένως, η πλευρά του Αιτητή επιχείρησε ήδη με αίτηση της, να εξασφαλίσει άδεια για καταχώριση διά κλήσεως αίτησης για έκδοση διατάγματος Certiorari (Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/2023). Αίτημα το οποίο, ως έχει ήδη σημειωθεί, προωθήθηκε στις 24.11.2233 και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο την 01.12.2023. Δεν παραβλέπω το γεγονός ότι με την υπό συζήτηση, δεύτερη αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε μέρες μόλις μετά την απόρριψη της πρώτης, επιχειρείται η εξασφάλιση άδειας για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως προς έκδοση προνομιακών ενταλμάτων Certiorari και Mandamus, κατ' επίκληση παραβίασης κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, ειδικότερα λόγω της έλλειψης αναγκαίας αντικειμενικής αμεροληψίας εκ μέρους του Δικαστή που εκδίκασε την Αίτηση Πτώχευσης. Ως έχει υποδειχθεί από τον Δικαστή Καλλή στην υπόθεση Loukos Trading Co Ltd κ.α. ν. Ρέινμπ Πλ και Ντάιγκ Κο, Λτδ (2000) 1(B) A.A.Δ. 1014:
«Έχει νομολογηθεί ότι τα Δικαστήρια έχουν εξουσία να ελέγχουν τις διαδικασίες προς αποφυγή καταχρήσεως της διαδικαστικής διαδικασίας. Έχει, επίσης, νομολογηθεί ότι κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να προσλάβει πολλές μορφές και ότι ανάλογα ευρεία είναι και η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου για την παρεμπόδισή της (βλ. Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348, Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 149, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ.2) (1993) 1 ΑΑΔ 248, Διευθυντής Φυλακών ν. Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, Re Beogradska D.D., Πολιτική Έφεση 9495 ημερομηνίας 6/9/2996 και Βασιλείου ν. Μακρίδη, Ποινική Έφεση 6805 ημερομηνίας 24/2/2000.»
Το γεγονός ότι η κατάχρηση της διαδικασίας μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, κάποτε μοναδικές, έχει σημειωθεί άλλωστε και από το Λόρδο Diplock στην υπόθεση Hunter v. Chief Constable of West Midlands & Another (1981) 3 All E.R. 727. Όπως υποδεικνύεται στην εν λόγω απόφαση:
«Ιt would, in my view, be most unwise if this House were to use this occasion to say anything that might be taken as limiting to fixed categories the kinds of circumstances in which the court has a duty (I disavow the word discretion) to exercise this salutary power.»
Αδιαμφισβήτητη είναι η σύμφυτη δικαιοδοσία και εξουσία του Δικαστηρίου να ανακόψει και να καταστείλει, τη δεδομένη στιγμή, διαδικασίες οι οποίες καταχρηστικά προωθούνται ενώπιον του. Αποκαλυπτικό της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να περιστείλει καταχρήσεις της δικαιοδοσίας του, είναι το πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του πρώην Προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου, Γ.Μ. Πική, στην υπόθεση Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 1 A.A.Δ. 2017, ο οποίος, μεταξύ άλλων υπέδειξε πως:
«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσω τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι΄ αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δεν συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα. Μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου».
Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, είναι φανερό, στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου, ότι οι όποιες «ανησυχίες» του Αιτητή σε σχέση με την έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας της Δικαστού που εκδίκαζε την υπόθεση του και την τυχόν παραβίαση από την πλευρά της του Οδηγού Δικαστικής Συμπεριφοράς, ήταν κάτι που ο ίδιος συγκεκριμενοποίησε, τουλάχιστον από τις 15.11.2023, όταν «κατέβασε», όπως ο ίδιος δήλωσε, αντίγραφο ιστοσελίδας από το διαδίκτυο που αφορούσε το δικηγορικό οίκο που καταχώρησε και προώθησε την αίτηση πτώχευσης εναντίον του και την οποία παρουσίασε στο Δικαστήριο. Παρεμβάλλεται ότι, ως ο ίδιος δήλωσε, ήδη καθ' όλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, αισθανόταν ότι η συγκεκριμένη Πρόεδρος δεν αντιμετώπιζε με τον ίδιο τρόπο τα επιχειρήματα του δικηγόρου του όπως τα επιχειρήματα των αιτητών, χωρίς ωστόσο να προβληθεί από την πλευρά του οποιοδήποτε ζήτημα η να ληφθεί οποιοδήποτε διάβημα. Είναι προφανές στη βάση όλων όσων έχουν τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, ότι η ως άνω αντίληψη του και η συγκεκριμενοποίηση των όποιων παραπόνων του επιχειρεί να προωθήσει μέσω της παρούσας σε σχέση με το ζήτημα που αναδεικνύει στην δεύτερη αυτή αίτησή του, ήταν ήδη γνωστά στον ίδιο πριν καν από την καταχώριση της προηγούμενης αίτησης του για εξασφάλιση άδειας προς καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση εντάλματος certiorari, ημερομηνίας 24.11.2023. Παρόλα αυτά, και ενώ είχε την δυνατότητα προς τούτο, δεν προέβαλε ούτε προώθησε καθ' οιονδήποτε τρόπο το ζήτημα. Άλλωστε, ο αιτητής επέλεξε να αφεθεί το Δικαστήριο στο σκοτάδι, αν και κατά πόσο το συγκεκριμένο ζήτημα, ενώ είχε ήδη συγκεκριμενοποιηθεί κατά τον πιο πάνω τρόπο, πριν την προώθηση της προηγούμενης αίτησης, ( Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/2023) απασχόλησε τον ίδιο ή τον δικηγόρο του που τον εκπροσώπησε στην προγενέστερη διαδικασία εξασφάλισης άδειας.
Η ως άνω αλληλουχία γεγονότων, η στάση και συμπεριφορά του αιτητή να δρομολόγηση την υπό εξέταση δεύτερη αίτηση για εξασφάλιση σχετικής άδειας, στη βάση γεγονότων, στοιχείων και ανησυχιών που προϋπήρχαν ήδη της πρώτης απόπειρας του να εξασφαλίσει άδεια προς καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος, η οποία στο μεταξύ απέτυχε, επιτρέπουν την κατάληξη ότι η δεύτερη εκ μέρους του αίτηση, καταχρηστικά προωθείται, κατά τρόπο που επιβάλλεται, ως η νομολογία επιτάσσει, η παρέμβαση του Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να γίνεται χρήση της ξεχωριστής αυτής δικαιοδοσίας του Ανώτατου Δικαστηρίου, κατά τρόπο ευκαιριακά ωφελιμιστικό, που αναδεικνύει εργαλειοποίηση της.
Η ως άνω κατάληξη του Δικαστηρίου σφραγίζει την τύχη της Αίτησης.
Παρά το γεγονός η περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα, καθίσταται εκ των πραγμάτων ατελέσφορη, εκ του περισσού και τηλεγραφικά πάντα, θα μπορούσε να σημειωθεί πως ούτος ή άλλως, το συγκεκριμένο αίτημα, δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη. Εκ του νόμου τα μέλη του Δικαστικού σώματος, πριν την κλήση τους για ανάληψη του υψηλού λειτουργήματος του Δικαστή, ασκούν το λειτούργημα του δικηγόρου, διατηρώντας δικηγορικά γραφεία ή συνεργαζόμενοι με άλλους δικηγόρους. Η πραγματικότητα αυτή, εκ του νόμου προβλεπόμενη και ρυθμιζόμενη, δεν αναδεικνύει, από μόνη της, εκ πρώτης όψεως έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας ως το ζήτημα επιχειρήθηκε να αναδειχθεί στην υπο συζήτηση περίπτωση από τον αιτητή. Ούτε βεβαίως η επίκληση, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αναφορών σε Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ως επιχειρήθηκε τούτο στην υπό συζήτηση περίπτωση, θα μπορούσε να ενισχύσει το αίτημα.
Συνακόλουθα των πιο πάνω, η υπό κρίση Αίτηση, απορρίπτεται.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ