ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/2023)

                                                                                                            (i-justice)

 

1 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΒΟΥΡΟΥ (ΑΔΤ [   ]), [    ], [   ], ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 08.11.2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡ. ΑΙΤ. 3/2022 (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΝ) ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΤΩΧΕΥΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥ

 

 

 

Δρ. Ανδρέας Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ο Αιτητής με την παρούσα Αίτηση ζητά άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώρηση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση της Απόφασης, ημερ. 8/11/2023, η οποία εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Δικαιοδοσία Πτωχεύσεων) (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) στο πλαίσιο της Αίτησης υπ'. αρ. 3/2022, με την οποία εξέδωσε Διάταγμα Πτώχευσης εναντίον του Αιτητή.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των περιστατικών της υπόθεσης, η αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή και όπως προκύπτουν από το σύνολο των Τεκμηρίων (Τεκμήρια 1-5), τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.

 

Στις 21/1/2022 κατεχωρήθη από την Εταιρεία Joannou & Paraskevaides (Overseas) Limited (In Liquidation) μέσω των Εκκαθαριστών της Richard Fleming, Mark Firmin και Carl Bowles εναντίον του Αιτητή η Αίτηση Πτώχευσης υπ'. αρ. 3/2022. Στις 19/4/2022 κατεχωρήθη από μέρους του Αιτητή Ένσταση. Η υπόθεση εκδικάστηκε στις 3/10/2023 και το Κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε την Απόφαση του στις 8/11/2023. Σύμφωνα με την Απόφαση του, αφού έκρινε ότι πληρούνταν σωρευτικά όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 5(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5 και δεν διαπίστωσε να συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την απόρριψη της Αίτησης, εξέδωσε Διάταγμα Πτώχευσης του Αιτητή.

 

Οι Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση.

 

Σύμφωνα με τον Αιτητή, το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση άνευ ή και καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας επί τη βάσει των πιο κάτω:

 

(α) Δεν υπήρχε νόμιμη εξουσιοδότηση για καταχώρηση της Αίτησης από τους Εκκαθαριστές της Εταιρείας.

 

(β) Δεν υπήρχε άδεια από το Δικαστήριο κατά παράβαση του Άρθρου 233(1) του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Το Δικαστήριο δεν αντελήφθη ότι θα έπρεπε να εφαρμοσθεί η lex fori αφού δεν υπήρχε μαρτυρία για το αλλοδαπό δίκαιο και ότι θα έπρεπε να εφαρμοσθεί η lex fori.

 

(γ) Το Δικαστήριο εφάρμοσε σε υπόθεση πτώχευσης που προσομοιάζει με ποινική το Άρθρο 5 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5[1], όπως θεώρησε ότι θα ήταν η πραγματική ερμηνεία και νόμος σύμφωνα με τον περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμο 1988, Ν. 67/1988.

 

Μέσω της Ένορκης του Δήλωσης ο Αιτητής προβάλλει ότι το Κατώτερο Δικαστήριο υπερέβη τις δικαιοδοτικές του εξουσίες που του παρέχει ο Νόμος διότι, ενώ η Αίτηση έγινε από την Εταιρεία Joannou & Paraskevaides (Overseas) Limited (In Liquidation) μέσω των Εκκαθαριστών της Richard Fleming, Mark Firmin και Carl Bowles, τέτοια εξουσιοδότηση δεν υπήρχε. Σύμφωνα με τη θέση του, παρά την αναφορά της κας Μιχαηλίδου, η οποία προέβη στην ένορκη δήλωση προς επαλήθευση των γεγονότων που αναφέρονται στην Αίτηση Πτώχευσης, ότι προέβαινε στην εν λόγω ένορκη δήλωση εκ μέρους των Εκκαθαριστών, όπως φαίνεται από την Αίτηση, Τεκμήριο 1 στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή, ο μόνος από τους Εκκαθαριστές που την εξουσιοδότησε είναι ο Carl Bowles. Αυτό, όπως επισημαίνει, φαίνεται και στο ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο (special power of attorney) που επισυνάπτεται.

 

Περαιτέρω προβλήθηκε ότι δεν υπήρξε άδεια του Δικαστηρίου προς τους εκκαθαριστές με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 233(1) του Κεφ. 113[2] και, ως εκ τούτου, κατά τον Αιτητή, το Κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να επιληφθεί της υπόθεσης και να την εκδικάσει και να εκδώσει το εκδοθέν Διάταγμα.

 

Σύμφωνα με τον Αιτητή, το Κατώτερο Δικαστήριο παραγνώρισε τα πιο πάνω ζητήματα αναφέροντας ότι, δεδομένου ότι η Εταιρεία είχε εγγραφεί στο Guernsey των Channel Islands, τέτοια ζητήματα ρυθμίζονταν και διέπονταν από το νόμο των Channel Islands για τον οποίο δεν παρουσιάστηκε από τον Αιτητή σχετική μαρτυρία. Η θέση του Αιτητή είναι ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι όταν δεν παρουσιάζεται σχετική μαρτυρία για αλλοδαπό δίκαιο, εφαρμόζεται το ημεδαπό δίκαιο, καθώς και ότι η διάταξη του Άρθρου 233(1) του Κεφ. 113 είναι δικονομικής φύσεως και ότι τα Δικαστήρια στα δικονομικά θέματα εφαρμόζουν τη lex fori.

 

Ο Αιτητής προβάλλει, ακόμη, ότι το Άρθρο 3(1)(ε) του Κεφ. 5[3] πάσχει και ότι, ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί προϋπόθεση για έκδοση διατάγματος. Στη βάση αυτή θεωρεί ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει το Νόμο σύμφωνα με το αγγλικό κείμενο, ακολουθώντας το Άρθρο 4(5) του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου 1988, Ν. 67/1988[4].  

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους προαναφερθέντες λόγους με γραπτή αγόρευση, αλλά και δια ζώσης κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.

 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Το Κατώτερο Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα της αμφισβήτησης της εξουσιοδότησης της δικηγόρου που υπογράφει την Αίτηση και που ορκίζεται στην ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει, καθώς και τη μη ύπαρξη άδειας με βάση τις πρόνοιες του Κεφ. 113, έκρινε, για τους λόγους που εξήγησε, ότι αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά. Συγκεκριμένα, ήταν η κρίση του Κατώτερου Δικαστηρίου ότι ζητήματα που αφορούν στην εγκυρότητα εξουσιοδότησης που δυνατό να παρέχει προς τρίτα πρόσωπα η Εταιρεία ή οι εκκαθαριστές της καθώς και ζητήματα που αφορούν στο καθεστώς της Εταιρείας και στον τρόπο που νομιμοποιείται να ενεργεί ενώ βρίσκεται σε εκκαθάριση, ρυθμίζονταν και διέπονταν από το νόμο των Channel Islands και όχι από το Κυπριακό Δίκαιο. Επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι μαρτυρία για το δίκαιο των Channel Islands δεν είχε παρουσιαστεί.

 

Σε ό,τι δε αφορά τη δικαιοδοτική βάση της Αίτησης και ειδικότερα το Άρθρο 3(1) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5, αφού έκρινε ότι η διατύπωση του ελληνικού λεκτικού του κειμένου της εν λόγω διάταξης έπασχε και στρεβλώνετο το νόημά της, ερμήνευσε το σχετικό Άρθρο με βάση τη διατύπωση του αρχικού αγγλικού κειμένου, κατ' επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(5) του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου 1988, Ν. 67/1988.

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου καθώς και ό,τι ο Αιτητής, μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του, έχει θέσει ενώπιον μου.

 

Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί υπέρβασης και/ή έλλειψης εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας δεν μπορεί, στην προκείμενη περίπτωση, να έχει οποιαδήποτε βάση. Όπως είναι νομολογημένο, «εκεί που το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει ένα ζήτημα, δε θεωρείται ότι έχει εξέλθει του πεδίου της δικαιοδοσίας του απλώς και μόνο γιατί παρεμπιπτόντως ερμήνευσε λανθασμένα ένα νομοθέτημα» (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ 207).

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση R. v. Minister of Health [1938] 4 All E.R. 32:

 

 

"Where the proceedings are regular upon their face and the magistrates had jurisdiction, the superior court will not grant the writ of certiorari on the ground that the court below has misconceived a point of law. When the court below has jurisdiction to decide a matter, it cannot be deemed to exceed or abuse its jurisdiction, merely because it incidentally misconstrues a statute .........."

 

 

Είναι πρόδηλο ότι μέσω της προβολής της υπέρβασης και/ή έλλειψης εξουσίας και/ή δικαιοδοσίας, ό,τι εν προκειμένω επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Τα όσα ο Αιτητής επικαλείται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης                        (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Όπως τονίστηκε επανειλημμένα, το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).

 

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης.

 

Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, στη σελ. 1975:

 

 «Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται

 

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, τονίσθηκε ότι «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός   χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης».

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής με τα όσα έχει πιο πάνω αναφέρει και με δεδομένη τη δυνατότητα έφεσης, έχει καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

 Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

                                                 Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.     



[1] Προφανώς ο Αιτητής εννοούσε το Άρθρο 3 του Κεφ.5.

 

[2] 233.-(1) Κατά την εκκαθάριση εταιρείας από το Δικαστήριο, ο εκκαθαριστής έχει εξουσία, μετά από έγκριση είτε του Δικαστηρίου ή της επιτροπής επιθεώρησης-

 

(α) να εγείρει ή υπερασπίσει οποιαδήποτε αγωγή ή άλλη νομική διαδικασία στο όνομα και εκ μέρους της εταιρείας·

 

(β) να συνεχίσει τις εργασίες της εταιρείας στην έκταση που αυτό είναι αναγκαίο για την επωφελή εκκαθάριση της·

 

(γ) να διορίζει δικηγόρο για να τον βοηθήσει στην εκτέλεση των καθηκόντων του·

 

(δ) να πληρώνει στο ακέραιο οποιαδήποτε τάξη πιστωτών·

 

(δδ) να λαμβάνει οποιαδήποτε απαιτούμενα χρήματα με ασφάλεια το ενεργητικό της εταιρείας·

 

(ε) να κάνει οποιοδήποτε συμβιβασμό ή διευθέτηση με τους πιστωτές ή πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, ή που έχουν ή που ισχυρίζονται ότι έχουν οποιαδήποτε απαίτηση, παρούσα ή μελλοντική, βέβαιη ή ενδεχόμενη, εξακριβωμένη ή εκφρασμένη μόνο με αποζημιώσεις, εναντίον της εταιρείας, ή σύμφωνα  με τις οποίες η εταιρεία δυνατό να καταστεί υπεύθυνη·

 

(στ) να συμβιβάζει όλες τις κλήσεις και τις υποχρεώσεις σε κλήσεις, χρέη και υποχρεώσεις που δυνατό να καταλήξουν σε χρέη, και όλες τις απαιτήσεις, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή ενδεχόμενες, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, υπάρχουσες ή υποτιθέμενες ότι υπάρχουν μεταξύ της εταιρείας και συνεισφορέα ή φερόμενου συνεισφορέα ή άλλου χρεώστη ή προσώπου που ενδεχομένως έχει υποχρέωση προς την εταιρεία, και οποιαδήποτε θέματα με οποιοδήποτε τρόπο που σχετίζονται με ή επηρεάζουν τα περιουσιακά στοιχεία ή την εκκαθάριση της εταιρείας, με τέτοιους όρους που δυνατό να συμφωνηθεί, και αποδεχτεί οποιαδήποτε ασφάλεια για την εξόφληση οποιασδήποτε τέτοιας κλήσης, χρέους, υποχρέωσης ή απαίτησης και να δίδει εξολοκλήρου εξόφληση σχετικά με αυτά.

 

[3] (ε) αν πιστωτής εξασφαλίζει εναντίον του τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα για οποιοδήποτε ποσό, και, ενώ δεν αναστάλθηκε η εκτέλεση της απόφασης ή του διατάγματος, επέδωσε σε αυτόν στην Κύπρο ή αλλού με άδεια του Δικαστηρίου, ειδοποίηση πτώχευσης βάσει του Νόμου αυτού και μέσα σε επτά ημέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης σε αυτόν, σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται στην Κύπρο και σε περίπτωση που η επίδοση γίνεται αλλού μέσα στον καθορισμένο από το διάταγμα που παρέχει την άδεια για επίδοση χρόνο, ο χρεώστης είτε συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ειδοποίησης, είτε ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει ανταπαίτηση, δικαίωμα συμψηφισμού ή ανταγωγή η οποία εξισώνεται ή υπερβαίνει το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους ή το ποσό που διατάχτηκε να πληρωθεί, και την οποία δεν ήταν δυνατό να προβάλει στην αγωγή ή τη διαδικασία στην οποία εξασφαλίστηκε η απόφαση ή το διάταγμα.

Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο κατά τον εκάστοτε χρόνο νομιμοποιείται να εκτελέσει τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα, θα θεωρείται ότι είναι πιστωτής που εξασφάλισε τελεσίδικη απόφαση ή τελικό διάταγμα.

[4] (5) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία το νόημα κειμένου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας δυνάμει του εδαφίου (3) διαφέρει από το νόημα του αρχικού κειμένου τότε θα υπερισχύει το αρχικό κείμενο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο