ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 160/2023)

 

 

22 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ. Ρ. ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6 ΚΑΙ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 21, 22, 23 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (Ν. 92(Ι)/1996)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟΝ 319/2023 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 22/09/23, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ Ή/ΚΑΙ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ Ή/ΚΑΙ ΛΗΨΗ ΣΕ ΚΑΤΑΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

 

...................

 

      Α. Χρίστου με Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Ε. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Καθ' ου η Αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

       

ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Κατόπιν άδειας, που παραχωρήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, για καταχώρηση διά κλήσεως αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, προκειμένου να ακυρωθεί δικαστικό ένταλμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 22.09.2023, (στο εξής το Κατώτερο Δικαστήριο) μέσω του οποίου επιτράπηκε η πρόσβαση ή και η επιθεώρηση ή και λήψη τηλεπικοινωνιακών δεδομένων του Αιτητή, (Πολιτική Αίτηση Αρ. 142/2023) ο τελευταίος, προχώρησε στην καταχώριση της παρούσας σχετικής διά κλήσεως αίτησης.

Σημειώνεται ότι η ως άνω άδεια δόθηκε σε σχέση με την επάρκεια του όρκου που χρησιμοποιήθηκε για την έκδοση του διατάγματος ημερομηνίας 22.09.2023, αφού, εξετάζοντας τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου, εκ πρώτης όψεως πάντα, δεν εντοπιζόταν μαρτυρία ή στοιχεία από τα οποία να προέκυπτε εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με το υπό διερεύνηση από την αστυνομία αδίκημα.

Παρεμβάλλεται ότι το ως άνω ένταλμα είχε εκδοθεί στα πλαίσια διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, η οποία αφορούσε το αδίκημα της παράνομης κατοχής ναρκωτικών τάξεως Α και Β με σκοπό την προμήθεια, που φέρεται να διαπράχθηκε στις 19-20/09/2023 στη Λεμεσό και Λευκωσία, στο πλαίσιο της οποίας ο Αιτητής συνελήφθη ως ύποπτος για τη διάπραξή του.

Όσον αφορά το πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που τέθηκε υπόψιν του Κατώτερου Δικαστηρίου που εξέτασε και ενέκρινε το αίτημα της αρμόδιας αρχής, είχαν σημειωθεί τα ακόλουθα στην απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία παραχωρήθηκε η σχετική άδεια καταχώρισης της υπό συζήτηση διά κλήσεως αίτησης:

«Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως εκτέθηκαν στην ένορκη δήλωση της Αστ. 3485 Στ. Μπότσαρη, που υποστήριζε την αίτηση του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα για έκδοση του εγκαλούμενου Διατάγματος, κατόπιν πληροφορίας της Υ.ΚΑ.Ν. ότι ο Αιτητής ασχολείτο με την εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ήτοι κάνναβης και κοκαΐνης, η οικία του τελευταίου τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Στις 19.09.2023 και περί ώρα 18:10 θεάθηκε όχημα ενοικιάσεως με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό την Χ. Ψ. κάτοχο Δελτίου Ταυτότητας Ρουμανίας, να έρχεται στην εν λόγω οικία, ενώ μετά από πάροδο 15 λεπτών και πάλι με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό την ως άνω γυναίκα, αναχώρησαν με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Καθ' όλη τη διάρκεια της διαδρομής μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. παρακολουθούσαν το όχημα διακριτικά. Σε κάποιο σημείο εισήλθαν στο κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής, Λευκωσίας, όπου παρέμειναν για λίγα λεπτά, χρονικό διάστημα στο οποίο δεν υπήρχε οπτική επαφή από τα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. που βρίσκονταν στο σημείο. Μετά την έξοδο τους από το κοιμητήριο, το όχημα ανακόπηκε για σκοπούς έρευνας παρά την έξοδο Πέρα Χωρίου Νήσου, όπου και ανευρέθη στην κατοχή του Αιτητή και της συνοδηγού του ποσότητα ναρκωτικών, ήτοι ξηρή φυτική ύλη κάνναβης συνολικού βάρους 1224 γρ. περίπου, ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοια με κοκαΐνη, ένα καλαμάκι χρώματος μαύρου κλειστό διά καψίματος με άγνωστη ουσία, το χρηματικό ποσό των €585 σε διάφορα χαρτονομίσματα καθώς και άλλα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν για εξετάσεις. Τόσο ο Αιτητής οδηγός όσο και η συνεπιβάτιδα του συνελήφθησαν για αυτόφωρα αδικήματα που διέπραξαν ενώ κατά τη σύλληψη τους, κατασχέθηκαν ως τεκμήρια, τα κινητά τηλέφωνα που είχαν στην κατοχή τους. Στο πλαίσιο Ενταλμάτων Έρευνας που εκδόθηκαν και εκτελέστηκαν για τις οικίες των δύο υπόπτων, στο σπίτι της συνοδηγού δεν ανευρέθηκε οτιδήποτε το επιλήψιμο, ενώ στην οικία του Αιτητή ανευρέθηκαν και άλλες ποσότητες ξηρής φυτικής ύλης κάνναβης, έξι σακουλάκια με άσπρη ουσία ομοιάζουσα με κοκαΐνη, δύο μεταλλικοί σπαστήρες με ίχνη κάνναβης, ζυγαριά ακριβείας, συσκευαστική μηχανή αεροστεγούς κλεισίματος, διάφορα σκεύη καπνίσματος κλπ ως ειδικότερα τα καταγράφει η Αστ. 3485 Στ. Μπότσαρη στην ένορκη δήλωση της, η οποία και καταλήγει:

«Η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του περιεχομένου επικοινωνίας ενδέχεται να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης αφού ενδέχεται να καταδείξουν περαιτέρω πρόσωπα που βοήθησαν ή μετείχαν στην συναλλαγή, μεταφορά και προμήθεια των ναρκωτικών.

Ως εκ τούτου το περιεχόμενο επικοινωνίας που περιέχεται στα κινητά τηλέφωνα όπως περιγράφονται πιο πάνω εύλογα πιστεύεται ότι δυνατό να παράσχουν μαρτυρία για την παρούσα υπόθεση.

..................................................................................................................

Ως εκ τούτου ζητείται η έκδοση Δικαστικού Εντάλματος για εξουσιοδότηση της πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης όσων δεδομένων αποτελούν καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας και βρίσκονται καταγεγραμμένα στις τρεις συσκευές κινητών τηλεφώνων που παραλήφθηκαν από την Αστυνομία ως τεκμήρια και αναφέρονται ανωτέρω. Επίσης ζητείται η πρόσβαση σε δεδομένα, ως ειδικά προβλέπεται και ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Νόμου 92(Ι)/96, τα οποία συνδέονται με τα ως άνω υπό διερεύνηση αδικήματα και εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα στα ως άνω Τεκμήρια.»

...................................................................................................................».

 

Ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας στον οποίο επιδόθηκε η υπό κρίση αίτηση, καταχώρισε ένσταση, προκρίνοντας ότι το προσβαλλόμενο δικαστικό ένταλμα, ημερομηνίας 22.09.2023 εκδόθηκε ορθά, νομότυπα και/ή σύννομα, καθότι συνέτρεχαν όλες οι εκ του νόμου απαραίτητες προϋποθέσεις προς τούτο. Ομοίως, προτάσσεται πως η έκδοση του επίδικου δικαστικού εντάλματος, υπό τις περιστάσεις, ήταν καθόλα δικαιολογημένη ενώ η σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, επαρκώς αιτιολογημένη. Από την τεθείσα ενώπιον του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία, προβάλλεται, προέκυπτε η απαιτούμενη εύλογη υποψία, που δικαιολογούσε πλήρως το αίτημα της αστυνομίας για έκδοση του επίδικου διατάγματος. Το Κατώτερο Δικαστήριο, υποδεικνύεται, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια προχώρησε στην έκδοση του εν λόγω εντάλματος, λαμβάνοντας υπόψιν και αξιολογώντας αντικειμενικά τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούσαν τη συγκεκριμένη ποινική διερεύνηση.

  Την ένσταση συνοδεύει και υποστηρίζει ένορκη δήλωση της Αστ. 3485 Στ. Μπότσαρη, ημερομηνίας 18.12.2023. Η ως άνω ομνύουσα υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο της δικής της ένορκης δήλωσης, ημερομηνίας 22.9.2023, στη βάση της οποίας εκδόθηκε το επίδικο δικαστικό ένταλμα, υποστηρίζει πως το σύνολο των ανευρεθέντων στοιχείων, καταδεικνύουν ότι ο Αιτητής όντως εμπλέκεται στην εμπορία ναρκωτικών ουσιών ως η αρχική πληροφορία της αστυνομίας. Το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, υποδεικνύει η μάρτυρας, ήταν ικανά να δημιουργήσουν στο Δικαστήριο εύλογη υποψία για την εμπλοκή και διασύνδεση και άλλων προσώπων με το υπό διερεύνηση αδίκημα. Η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας του Αιτητή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα μπορούσε δυνητικά να βοηθήσει στην εξιχνίαση της υπόθεσης και να αποκαλύψει ενδεχόμενη ανάμειξη περαιτέρω προσώπων στη μεταφορά και προμήθεια των ναρκωτικών. Διερωτάται η ομνύουσα «Με ποιο άλλο τρόπο, αν όχι με τη χρήση του κινητού του τηλεφώνου, θα μπορούσε να γίνεται η διευθέτηση της εμπορίας ναρκωτικών ουσιών από τον Αιτητή. Με ποιόν άλλο τρόπο θα μπορούσε η Αστυνομία να διερευνήσει εμπλοκή άλλων προσώπων για το αδίκημα της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, αν όχι με την πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία των εμπλεκομένων. Από που αλλού δύναται να εντοπίσει και/ή αντλήσει μαρτυρία η Αστυνομία από την οποία να προκύπτει διασύνδεση του Αιτητή και άλλων με την διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, αφού τέτοια μαρτυρία μόνο από το ίδιο το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας μπορεί εύλογα να προκύψει». Επέμενε, παράλληλα, ότι το Δικαστήριο έκρινε αντικειμενικά και όχι με μηχανιστικό τρόπο το δικαιολογημένο του αιτήματος για έκδοση του επίδικου διατάγματος, καταγράφοντας επί τούτου την ικανοποίηση του για την ύπαρξη εύλογη υποψίας ή πιθανότητας η ιδιωτική επικοινωνία για την οποία ζητήθηκε η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, να συνδέεται ή να είναι συναφής με το υπό διερεύνηση σοβαρό αδίκημα.

Το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας, αποτελεί Συνταγματικά κατοχυρωμένο και προστατευόμενο δικαίωμα (’ρθρο 17 του Συντάγματος). Ωστόσο, ως στο εδάφιο 2 του ίδιου πιο πάνω ’ρθρου το Συντάγματος προβλέπεται, κατ' εξαίρεση, παρέχεται η δυνατότητα «παρέμβασης» στο πιο πάνω Συνταγματικά διασφαλισμένο δικαίωμα, κατόπιν Δικαστικού διατάγματος. Ως ειδικότερα προβλέπεται στο εν λόγο ’ρθρο του Συντάγματος:

 

1.   Έκαστος έχει το δικαίω΅α σεβασ΅ού και διασφαλίσεως του απορρήτου της αλληλογραφίας ως και πάσης άλλης επικοινωνίας αυτού, εφ' όσον η τοιαύτη επικοινωνία διεξάγεται διά ΅έσων ΅η απαγορευο΅ένων υπό του νό΅ου.

 

2.   ∆ε χωρεί επέ΅βαση κατά την άσκηση του δικαιώ΅ατος τούτου, εκτός αν η επέ΅βαση αυτή επιτρέπεται σύ΅φωνα ΅ε το νό΅ο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

Α.  Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.

 

Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγ΅ατος που εκδόθηκε σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του νό΅ου, ΅ετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της ∆η΅οκρατίας, και η επέ΅βαση αποτελεί ΅έτρο το οποίο σε ΅ια δη΅οκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο ΅όνο προς το συ΅φέρον της ασφάλειας της ∆η΅οκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικη΅άτων:

 

 (α) .......................................................................

 (β) ................................................................

 (γ) ε΅πορία, προ΅ήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών ...     φαρ΅άκων,  ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρ΅άκων,

(δ) ...............................................................

(ε) ..........................................................

 

Γ. Κατόπιν δικαστικού διατάγ΅ατος, που εκδόθηκε σύ΅φωνα ΅ε τις διατάξεις του νό΅ου, για τη διερεύνηση ή δίωξη σοβαρού ποινικού αδική΅ατος για το οποίο προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω και η επέ΅βαση αφορά πρόσβαση στα σχετικά ΅ε ηλεκτρονική επικοινωνία δεδο΅ένα κίνησης και θέσης και στα συναφή δεδο΅ένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρο΅ητή ή και του χρήστη.

 

Με την τροποποίηση που επήλθε το 2015, στους περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμους του 1996, (Ν. 92(Ι)/1996) δόθηκε η ευχέρεια στην Αστυνομία να αιτηθεί την έκδοση εντάλματος πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας. Τα άρθρα 21 και 22 του ως άνω νόμου, αναφέρονται στις απαιτήσεις που θα πρέπει να ικανοποιούνται για τη διασφάλιση του νομότυπου της αίτησης για την έκδοση Δικαστικού εντάλματος του είδους, δυνάμει του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996. Σημαντικό για την εξέταση της υπό συζήτηση περίπτωσης άρθρο, αναδεικνύεται ότι αποτελεί το άρθρο 23 του Ν.92(Ι)/1996. Ως προβλέπεται σε αυτό, δικαστής που επιλαμβάνεται αίτησης δυνάμει των άρθρων 21 και 22 του ίδιου νομοθετήματος, δύναται να εκδώσει σχετικό δικαστικό ένταλμα, εάν ικανοποιηθεί, σωρευτικά, στη βάση των γεγονότων τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή, ότι:

«(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή ανα΅ένεται να διαπράξει αδίκη΅α ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της ∆η΅οκρατίας·

(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκρι΅ένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής ΅ε το αδίκη΅α ή ΅ε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της ∆η΅οκρατίας·

(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλ΅ατος είναι προς το συ΅φέρον της δικαιοσύνης

 

(βλέπε μεταξύ άλλων, Αναφορικά με την Αίτηση του Δρ. Η.Π., Πολ. Εφ. 256/2021, ημερ. 28.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:A69 και Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. και Χ.Τ. Προσωπικά και ως Γενικού Διευθυντή του Ομίλου Εταιρειών Τζιοβάνη, Πολ. Έφ. Αρ. 272/2021, ημερ. 13.10.22, ECLI:CY:AD:2022:D383).

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, υποστήριξε κατά την ακρόαση της αίτησης η ευπαίδευτη εκπρόσωπος του έντιμου Γενικού Εισαγγελέα, σε αντίθεση με όσα προκρίνουν για το ζήτημα οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή, η συνολική θεώρηση της μαρτυρίας ως τέθηκε υπόψιν του Κατώτερου Δικαστηρίου, ήταν τέτοιας φύσης και έκτασης που έκδηλα δημιουργούσε την εκ του Νόμου απαιτούμενη εύλογη υποψία για την έκδοση του επίδικου Δικαστικού εντάλματος. Καλώντας το Δικαστήριο να μην θεωρήσει ως δεσμευτικό προηγούμενο σχετική πρωτόδικη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, σε υπόθεση στην οποία ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας δεν έφερε ένσταση στον παραμερισμό σχετικού εντάλματος ενόψει του γεγονότος, ως κρίθηκε τελικά και από το Δικαστήριο, ότι δεν τέθηκε μαρτυρία η οποία να συνηγορούσε πως ενώπιων του Κατώτερου Δικαστηρίου είχε τεθεί τέτοια μαρτυρία που να δικαιολογούσε την έκδοση διατάγματος του είδους, (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του χχχ Α.Ρ., Πολ. Αίτ. 60/2022, ημερ. 14.07.22) - για τον ίδιο ουσιαστικά λόγο που προβάλλεται από τον Αιτητή στην παρούσα - υποστήριξε πως η εξέλιξη των γεγονότων στην υπό συζήτηση περίπτωση σε συνδυασμό με τη φύση του διερευνώμενου αδικήματος, εύλογα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας του Αιτητή θα βοηθούσε στην εξιχνίαση της υπόθεσης, δυνάμενο να καταδείξει την εμπλοκή άλλων προσώπων στο υπό διερεύνηση αδίκημα. Παραπέμποντας στον λόγο της Πολιτικής Έφεσης Αρ. 256/2011 (ανωτέρω), υποστήριξε πως η αποδοχή της θέσης του Αιτητή πως θα έπρεπε να τεθεί υπόψη του Κατώτερου Δικαστηρίου μαρτυρία ή στοιχεία ότι στις συσκευές επί των οποίων ζητήθηκε η πρόσβαση ή /και επιθεώρηση, υπήρχε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας σε σχέση με τον Αιτητή και το διερευνώμενο αδίκημα, θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, που αντίκεινται στους σκοπούς του νόμου. Διερωτήθηκε επί τούτου, ρητορικώς πάντα, πως είναι δυνατόν να υπάρχει εκ των προτέρων συγκεκριμένη μαρτυρία για ιδιωτική επικοινωνία αφού πρόκειται για επικοινωνία που προστατεύεται από το Σύνταγμα. Παραπέμποντας δε σε σχετική πρόνοια του Ν. 92(Ι)/1996, άρθρο 22(β), υπέδειξε πως δεν είναι αναγκαία η διασύνδεση του σχετικού αιτήματος με την αποκάλυψη της ταυτότητας ή άλλων στοιχείων κάποιου τρίτου προσώπου. Το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό θεωρούμενη με το αδίκημα που τελούσε υπό διερεύνηση, υποστήριξε, ενέτασσε την περίπτωση στις παραμέτρους του άρθρου 23(1) του Ν.92(Ι)/1996, κατά τρόπο που αντικειμενικά να καταδεικνύει την ύπαρξη εύλογης υποψίας ή πιθανότητας, η ιδιωτική επικοινωνία για την οποία ζητήθηκε πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη, να συνδέεται ή να είναι συναφής με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

Ως έχει ήδη σημειωθεί, παρέχεται η δυνατότητα «παρέμβασης» στο Συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ιδιωτικής επικοινωνίας. Τούτο, βέβαια, είναι επιτρεπτό μόνο κατόπιν Δικαστικού διατάγματος και εφόσον διαπιστωθεί ότι συντρέχουν οι αυστηρές προϋποθέσεις που το ίδιο το Σύνταγμα και η σχετική νομοθεσία καθορίζουν. Μία εκ των αναγκαίων και επιτακτικών προϋποθέσεων για την επιτυχία τέτοιου αιτήματος, είναι να ικανοποιηθεί το Δικαστήριο ότι υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα (άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996). Το πως θα προκύψει αυτή η εύλογη υποψία ή πιθανότητα, είναι ζήτημα πραγματικό. Είναι, συνακόλουθα, αναγκαίο να τεθούν υπόψη του Δικαστηρίου τέτοια γεγονότα, μαρτυρία ή στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει η ως άνω εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία για την οποία ζητείται η πρόσβαση, συνδέεται ή είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

Στην υπό συζήτηση περίπτωση, οι υποθέσεις και μόνο εκ μέρους της Αστυνομίας ότι για τη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, ο Αιτητής θα πρέπει να χρησιμοποιούσε τα κατασχεθέντα κινητά τηλέφωνα, όπως και οι συμπερασματικές απολήξεις εκ μέρους της προς τούτο, άνευ άλλου τινός και απογυμνωμένες από οποιοδήποτε άλλο στοιχείο που θα επέτρεπαν και θα δικαιολογούσαν, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων στην ικανοποίηση της ως άνω προϋπόθεσης, δεν είναι αρκετές προς τούτο.

        Ούτε τα ρητορικά ερωτήματα τα οποία επιστρατεύτηκαν από την πλευρά της ομνύουσας και κατ' επέκταση της ευπαίδευτης εκπροσώπου του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα, τα οποία σχετίζονται με την δυνατότητα και τις δυσκολίες ως γίνεται κατανοητό που προκύπτουν στη διερεύνηση του αδικήματος κατοχής ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια, δύνανται να αποτελέσουν κριτήριο για την έκδοση ή μη εντάλματος του είδους. Τούτο, δεν αποτελεί ζήτημα που ο νομοθέτης καθιέρωσε ως κριτήριο, για την έγκριση ή μη αιτήματος του είδους. Ομοίως δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί η θέση για το αυταπόδεικτο του αιτιολογημένου της έκδοσης διαταγμάτων του είδους, στις περιπτώσεις που διερευνάται η εμπλοκή άλλων προσώπων για το αδίκημα της κατοχής και προμήθειας ναρκωτικών. Μια τέτοια προσέγγιση, χωρίς την παράθεση γεγονότων που να διασυνδέουν μια συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία με το υπό διερεύνηση αδίκημα, φαίνεται να κινείται εκτός του γράμματος και του πνεύματος του νόμου, ελλοχεύοντας παράλληλα κινδύνους εκτροπής από το σκοπό που προφανώς επιχειρείται να εξυπηρετηθεί με τις σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος αλλά και του ειδικότερου πιο πάνω νόμου.

Περαιτέρω, εάν ο Αιτητής, βάσιμα η όχι εμπλέκεται στη διάπραξη του υπό διερεύνηση αδικήματος, δεν αποτελεί κριτήριο, για το ζήτημα που εδώ απασχολεί. Ότι ενδιαφέρει για την έκδοση ή όχι Δικαστικού εντάλματος του είδους, στο βαθμό τουλάχιστον που αφορά την ικανοποίηση της προϋπόθεσης που περιγράφεται στο άρθρο 23(1)(β) του Ν.92(Ι)/1996, είναι η ύπαρξη μαρτυρίας, γεγονότων και στοιχείων από τα οποία θα μπορούσε, αντικειμενικώς θεωρούμενων των πραγμάτων, να προκύψει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, η συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία του Αιτητή να συνδέεται ή να είναι συναφείς με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά. Με δεδομένο ότι ενώπιων του Κατώτερου Δικαστηρίου που εξέτασε την αίτηση και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, δεν διαπιστώνεται να έχει τεθεί οτιδήποτε για το ειδικότερο πιο πάνω ζήτημα, ικανό να καλύψει την ως άνω προϋπόθεση, η νομιμότητα της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, αναπόδραστα, εκθεμελιώνεται. 

Καταληκτικά, κρίνοντας δικαιολογημένη την αίτηση, εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται το εκδοθέν διάταγμα, ημερομηνίας 22.09.2023.

 

Τα έξοδα της διαδικασίας επιδικάζονται προς όφελος του Αιτητή,  όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο προς τούτο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.              

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο