ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

Αρ. Αίτησης 157/2023

 

1 Δεκεμβρίου 2023

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤON ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. Λ. Ν., 2. Χ. Τ. ΚΑΙ 3. Χ. Τ. & Λ. Ν. - ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/10/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦ.155

 

___________________

 

Δ. Λοχίας για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Αιτητές 1 και 2 είναι δικηγόροι και Αιτητής 3 είναι ο συνεταιρισμός κάτω από τον οποίο προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.  Με την παρούσα ζητούν άδεια για να καταχωρίσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας του γραφείου τους, ημερ. 4.10.2023, που εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.

 

Το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε αφού το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε αυτό φυλάγονταν ή αποκρύπτονταν έγγραφα, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές, οι οποίες δυνατό να αποτελούσαν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση ποινικών αδικημάτων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, ήτοι συνωμοσίας για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και επηρεασμό μαρτύρων και παρεμπόδισης δικαστών, κλπ. και παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία (άρθρα 121(γ) και 122(β) του Ποινικού Κώδικα Κεφ.154).

 

Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου ήταν ότι την 19.9.2023 συνελήφθηκε σε σχέση με αδικήματα ναρκωτικών κάποιος Μ.Ρ. και κάποια A.G.C..  Από στοιχεία που εξετάστηκαν δημιουργήθηκαν εύλογες υπόνοιες ότι ο Μ.Ρ. συνεργαζόταν με κάποιο Π.Π., κατάδικο.  Σε έρευνα στο κελί του Π.Π. ανευρέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα, για τα οποία εκδόθηκε διάταγμα πρόσβασης σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας δυνάμει του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996.  Διαπιστώθηκε επικοινωνία, στη μορφή μηνυμάτων, μεταξύ του Π.Π. και κάποιου άλλου κατάδικου, του Λ.Χ. και φωτογραφία του όρκου που είχε παρουσιαστεί από την Αστυνομία στη διαδικασία της προσωποκράτησης του Μ.Ρ. και της A.G.C., που είχε διεξαχθεί την 20.9.2023.  Ανακρινόμενος ο Π.Π., φέρεται να αποκάλυψε ότι ο Λ.Χ. είχε επικοινωνία με τον Αιτητή 1 και ο τελευταίος τον ενημέρωσε για την πορεία της υπόθεσης και του απέστειλε «τους όρκους» της προσωποκράτησης του Μ.Ρ. και της A.G.C., δηλαδή τη γραπτή δήλωση του μάρτυρα για την Αστυνομία που παρουσιάστηκε.  Ο Π.Π. ανέφερε ακόμα ότι ο λόγος που δεν είχε ανευρεθεί το κινητό τηλέφωνο του Λ.Χ. κατά την έρευνα που είχε γίνει και στο δικό του κελί, ήταν γιατί ο Λ.Χ. το είχε κρύψει κατόπιν ενημέρωσης του από τον Αιτητή 1 ότι κατά την ανάκριση της A.G.C. στην οποία ο Αιτητής 1 ήταν παρόν ως ο δικηγόρος της, της είχαν υποβληθεί ερωτήσεις που σχετίζονταν με τον Λ.Χ..  Ο Αιτητής 1 έχει αναλάβει ως δικηγόρος του Λ.Χ., πλην όμως, όσα του καταλογίζονται είχαν προηγηθεί του διορισμού του.

 

Η άδεια ζητείται στη βάση διάφορων λόγων που καταγράφονται σε δύο παραγράφους με αριθμό υποπαραγράφων.  Η πρώτη παράγραφος αναφέρεται σε υπέρβαση εξουσίας του κατώτερου Δικαστηρίου και έκδηλη πλάνη νόμου, ενώ η δεύτερη σε ψευδορκία ή και απόκρυψη ουσιωδών, για την κρίση του κατώτερου Δικαστηρίου, γεγονότων.  Κάποιες από τις υποπαραγράφους έχουν αποσυρθεί με την αγόρευση των δικηγόρων των Αιτητών.

 

Είναι πρόσφορο να εξεταστούν πρώτα τα ζητήματα που εγείρονται στη δεύτερη παράγραφο, που αφορούν σε μαρτυρικό υλικό, κατά τους Αιτητές σχετικό, που ωστόσο δεν τέθηκε υπόψη του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

    Ο δόλος και η ψευδορκία συνιστούν λόγους για ακύρωση απόφασης ή διαταγής κατώτερου δικαστηρίου.  Θα πρέπει όμως να πρόκειται για σαφή και ολοφάνερη περίπτωση.  Το ζήτημα συζητείται στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, Π. Αρτέμης, 2004, σελ. 130-6, με παραπομπή στη In re Charalambous (1985) 1 C.L.R. 746, 754-8.  Αναφέρεται ότι δεν τίθεται θέμα προσαγωγής εκατέρωθεν μαρτυρίας και εκτίμησης της, ή έστω εκτίμησης εκατέρωθεν θέσεων επί γεγονότων. Ο δόλος και η ψευδορκία πρέπει να προκύπτουν σαφώς και ολοφάνερα από το ίδιο το πρακτικό της διαδικασίας.

 

    Το Δικαστήριο δεν διαπιστώνει ότι τεκμηριώνεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή συζητήσιμο ζήτημα ότι προκύπτει δόλος ή ψευδορκία κατά τη διαδικασία της έκδοσης του υπό έλεγχο διατάγματος, επομένως δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια σε αυτή τη βάση.

 

 Αριθμός λόγων στη βάση των οποίων ζητείται η άδεια, με την πρώτη παράγραφο της Αίτησης, αφορούν στο γεγονός ότι ο χώρος που το ένταλμα έρευνας αφορούσε ήταν δικηγορικό γραφείο.  Η έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε με το ένταλμα, υποστηρίζουν οι Αιτητές, ήταν «γενικευμένη και ανεξέλεγκτη», χωρίς να τίθενται οποιεσδήποτε ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου.  Η σημείωση στο ένταλμα ότι: «Τονίζεται η ανάγκη συμμόρφωσης με τη διαφύλαξη του δικηγορικού απορρήτου και το παρόν εκδίδεται αποκλειστικά για σκοπούς εντοπισμού των αντικειμένων που αναφέρονται στον όρκο και στο παρόν ένταλμα», δεν περιόρισε, αναφέρουν, την εξουσία της Αστυνομίας και κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν επέφερε. 

Θα πρέπει να εξεταστεί το περιεχόμενο του εντάλματος και τι υποστηριζόταν με το σχετικό όρκο.

 

    Είναι η θέση των Αιτητών ότι η Αστυνομία ζήτησε την έρευνα του δικηγορικού γραφείου για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων και επιχειρηματολογούν ότι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων δεν είναι σκοπός που δικαιολογεί την έκδοση εντάλματος έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.  Παρέπεμψαν στην απόφαση της Ολομέλειας στη Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 10141023, όπου αναφέρθηκε ότι το ένταλμα έρευνας εκδίδεται μόνο για ανεύρεση και παραλαβή πραγμάτων σύμφωνα  με την εξουσία που παρέχει ο Νόμος, και όχι για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, λόγος άγνωστος στο Νόμο για την έκδοση εντάλματος έρευνας.

 

Η φράση πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο που χρησιμοποιήθηκε.  Αναφερόταν στον όρκο ότι το ένταλμα ζητείτο: «Προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας, καταστροφής τεκμηρίων όπως έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα και διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων, αφού διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα αποσκοπεί μόνο σε εντοπισμό τεκμηρίων που αφορούν μόνο την παρούσα υπόθεση και στον εντοπισμό της αναφερόμενης συνομιλίας και εγγράφων».  Προκύπτει λοιπόν ότι το ένταλμα δεν ζητήθηκε και δεν εκδόθηκε για διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αλλά προς ανεύρεση αντικειμένων που περιγράφονταν ως «έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα».  Η αναφορά σε «διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων» δεν είχε ουσία.  Ούτε και αναφέρεται στο ίδιο το ένταλμα, όπου ρητά αναφέρονται έγγραφα, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές, οι οποίες δυνατό να αποτελούσαν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των ποινικών αδικημάτων που περιγράφονταν στο ένταλμα.  Και η εξουσιοδότηση έρευνας ήταν με αναφορά στα «αναφερόμενα πράγματα».

 

Ωστόσο, διαπιστώνεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα απουσίας επαρκούς προσδιορισμού των αντικειμένων αυτών, ώστε να χορηγηθεί γι' αυτό άδεια και, επομένως, και ζήτημα απουσίας ασφαλιστικών δικλείδων για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου και ζήτημα αναλογικότητας και αναγκαιότητας του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε.

 

Οι Αιτητές αναφέρουν ότι αυτό που αναζητούσε η Αστυνομία ήταν την ανεύρεση συνομιλιών του Αιτητή 1.  Σε αυτή τη βάση, επιχειρηματολογούν ότι εφόσον τέτοιες συνομιλίες θα μπορούσαν να αποσπαστούν μόνο κατόπιν αίτησης δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996 και ο νόμος δεν το επιτρέπει με αναφορά στα αδικήματα που η υπόθεση προωθήθηκε,[1] το κατώτερο Δικαστήριο είχε ουσιαστικά πλανηθεί ως προς το νόμο, εκδίδοντας το ένταλμα.  Διαπιστώνεται και επί του προκειμένου εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ώστε να χορηγηθεί η σχετική άδεια.

 

    Είναι η περαιτέρω θέση των Αιτητών ότι δεν προέκυπτε καμιά σύνδεση του γραφείου τους με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και με τα αντικείμενα που αναζητούνται.  Στον όρκο δεν αναφέρονταν οιαδήποτε γεγονότα προς αυτή την κατεύθυνση και επιχειρηματολογούν ότι εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εύλογη υπόνοια, την οποία προφανώς είχε διαμορφώσει για την εμπλοκή του Αιτητή 1, στοιχειοθετούσε τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα για έκδοση εντάλματος έρευνας του γραφείου τους.  Ακόμα και με δεδομένη την εμπλοκή του Αιτητή 1, δεν καταδεικνύετο χωρίς άλλο ότι τα αντικείμενα που αναζητούνταν βρίσκονται ή φυλάσσονται στο γραφείο του, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας για να ερευνηθεί ο χώρος αυτός. 

 

    Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ώστε να δοθεί και γι' αυτό το λόγο άδεια.

 

    Είναι ακόμα η θέση των Αιτητών ότι από τον όρκο δεν προέκυπτε εύλογη υποψία για διάπραξη των αδικημάτων που αναφέρονται στο ένταλμα.  Κατ' επέκταση, τα αντικείμενα που αναζητούνταν δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι δυνατόν να αποτελούσαν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση αδικημάτων που δεν υφίστατο εύλογη υποψία ότι διαπράχθηκαν.

 

    Οι Αιτητές δεν έχουν ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι πρέπει να τους χορηγηθεί άδεια και σε αυτή τη βάση.  Με την κατάθεση του Π.Π., ο Αιτητής 1 φερόταν να είχε προειδοποιήσει τον Λ.Χ. που απέκρυψε το κινητό του τηλέφωνο.  Τεκμηριώνεται εύλογη υπόνοια ότι με αυτή του την ενέργεια ο Αιτητής 1 παρεμπόδισε ή παρέμβηκε στην εκτέλεση νόμιμου εντάλματος έρευνας του κελιού του Λ.Χ.,  κατά παράβαση του άρθρου 121(γ) του Κεφ.154,[2] και ότι η πράξη του αυτή ήταν ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει την έρευνα που γινόταν, κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Κεφ.154.[3]

 

Είναι τέλος η θέση των Αιτητών ότι εφόσον η πρόσβαση σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας στα τηλέφωνα του Π.Π. εξουσιοδοτήθηκε για αδικήματα ναρκωτικών, η χρησιμοποίηση της μαρτυρίας για τα αδικήματα που αποδίδονται στον Αιτητή 1 δεν ήταν επιτρεπτή, γιατί δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 24 του Ν.92(Ι)/1996.[4]

 

Με την εκτέλεση του διατάγματος πρόσβασης σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, ήρθαν στο φως στοιχεία και ανακρίθηκε ο Π.Π. ο οποίος ενέπλεξε τον Αιτητή 1.  Το περιεχόμενο της ανάκρισης του Π.Π. παρουσιάζεται, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, αντικειμενικά επαρκές για την τεκμηρίωση εύλογης υπόνοιας για την εμπλοκή του Αιτητή 1 στα αδικήματα που αναφέρονται στο υπό έλεγχο ένταλμα με το ζήτημα της σύνδεσης του γραφείου που ερευνήθηκε να παραμένει συζητήσιμο.  Επομένως δεν τεκμηριώνεται εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ότι δεν υφίστατο μαρτυρία αποδεκτή που να δικαιολογεί την έκδοση του υπό έλεγχο εντάλματος.

 

    Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι οι Αιτητές έχουν καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και συζητήσιμο ζήτημα ώστε να τους χορηγηθεί η σχετική άδεια για τους λόγους που αναφέρονται στην παρ.1 (ΙΙ), (ΙΙΙ), (V), (VΙ), (VΙΙ) και (VΙΙΙ) της Αίτησης.

 

    Παρέχεται συνεπώς άδεια στους Αιτητές να καταχωρήσουν αίτηση με κλήση για την έκδοση προνο΅ιακού εντάλ΅ατος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος έρευνας του γραφείου τους, ημερ.4.10.2023 για τους πιο πάνω λόγους.  

 

    Η αίτηση να καταχωριστεί μέσα σε 7 ημέρες και να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τουλάχιστο 4 ημέρες πριν τη δικάσιμο.  Εφόσον καταχωριστεί αίτηση ως ανωτέρω, ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει την 18.12.2023 η ώρα 09:00. 

 

    Τα έξοδα της παρούσας Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της αίτησης με κλήση.

 

 

 

 

 

                                                                                                                Χ. Μαλαχτός, Δ.

 



[1] 121(4) Καμιά αίτηση από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβληθεί και καμιά εξουσιοδότηση ή έγκριση δεν μπορεί να δοθεί από Δικαστή για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο-(α) Προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας· ή (β) για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του ’ρθρου 17 του Συντάγματος.

 

[2]    Διαπράττει πλημμέλημα όποιος-(γ) παρεμποδίζει ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμβαίνει στην εκτέλεση ή γνωρίζει ότι αποτρέπει την εκτέλεση νόμιμου εντάλματος ή δικογράφου, αστικού ή ποινικού.

[3]     Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη-(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,

[4]   Εάν κατά την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση, κατόπιν δικαστικού εντάλματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23, λαμβάνεται ιδιωτική επικοινωνία, η οποία σχετίζεται με άλλο αδίκημα από αυτό που περιγράφεται στο δικαστικό ένταλμα, το περιεχόμενο της επικοινωνίας αυτής θεωρείται ότι λήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι υποβάλλεται, το συντομότερο δυνατό, συμπληρωματική αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23 για έκδοση δικαστικού εντάλματος, που να εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και εκδίδεται το σχετικό δικαστικό ένταλμα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο