ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν.33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)

 

ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ Δ/ΡΙΟΥ ΑΡ. 104/2017.

 

12  Δεκεμβρίου, 2023

 

[Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΚΩΣΤΑ ΛΑΚΚΟΤΡΥΠΗ

Εφεσείουσα/Αιτήτρια

και

1.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΕΛΕΝΔΡΙΟΥ

2.   ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εφεσίβλητοι /Καθ' ων η Αίτηση

                                 

                                                     ------------

 

Α. Αγγελίδης για Α. Σ. Αγγελίδης, ΔΕΠΕ για Εφεσείουσα`

Κ. Θωμά (κα), για Γιαννάκης Θωμά και Σ/τες, για Εφεσίβλητο 1

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητη 2

                               

--------------------

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τη Δικαστή Τ. Ψαρά - Μιλτιάδου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.:        Πρωτοδίκως, η Εφεσείουσα - Αιτήτρια 1 (ομού με άλλους Αιτητές) είχε προσβάλει με προσφυγή το Διάταγμα απαλλοτρίωσης ημερ. 25/5/2012, με το οποίο είχε απαλλοτριωθεί η επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία της (κοινή με τους λοιπούς  Αιτητές) στο χωριό Πελένδρι της Επαρχίας Λεμεσού.

 

          Η επίδικη απαλλοτρίωση ανακλήθηκε εκκρεμούσης της προσφυγής, με σχετική πράξη που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 30/10/2015. 

 

          Ακολούθως, όταν το γεγονός της ανάκλησης αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, δόθηκαν σχετικές οδηγίες για κατάθεση αγορεύσεων από τους διαδίκους επί του ζητήματος, κατά πόσο η εκδίκαση της προσφυγής εξακολουθούσε να έχει αντικείμενο και εάν υπήρχε κατάλοιπο ζημιάς.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

«Έχω εξετάσει τις θέσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων όλων των πλευρών, για το κατά πόσο μετά την ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης έχει εκλείψει το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής ή αν υφίσταται κατάλοιπο ζημιάς των αιτητών, έτσι ώστε να νομιμοποιούνται στη συνέχιση της προσφυγής τους.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, όπου με την ανάκληση εξαλείφονται οι ζημιογόνες επιπτώσεις της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφυγή στερείται πλέον αντικειμένου λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και η δίκη καταργείται.  Όπου όμως, παρά την ανάκληση διαφαίνεται εκ πρώτης όψεως ότι παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο, για το οποίο ενδεχομένως να προκύπτει θέμα αποζημίωσης, η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενο της (βλ. Παπαδοπούλου v. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973).

 

Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Στράκκα Λτδ v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643αλλά και μεταγενέστερα στην Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου v. Δημήτρης Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ 435, και στην Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι προκειμένου να τύχει εφαρμογής το άρθρο 146.6 του Συντάγματος και να φανεί ότι και μετά την ανάκληση παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο σε βάρος του αιτούντος, οι ζημιογόνες συνέπειες θα έπρεπε να είχαν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την ίδια την προσβληθείσα απόφαση και ότι ο αιτητής έχει στους ώμους του το βάρος να δείξει εκ πρώτης όψεως τις ζημιογόνες συνέπειες που υπέστη από την εφαρμογή της προσβληθείσας απόφασης πριν την ανάκληση της.  Η δε πιθανολόγηση του κατάλοιπου ζημιάς, δεν μπορεί να είναι τόσο αόριστη, θεωρητική και νεφελώδης.»

 

 

Και πάρακατω:

 

«Εν προκειμένω, δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε το οποίο να υποστηρίζει την θέση των αιτητών περί ύπαρξης ζημιάς.  Αυτό που οι αιτητές υποστηρίζουν είναι ότι, από το 1995 έγινε παράνομη επέμβαση στην ακίνητη τους περιουσία και κατασκευάστηκε δρόμος. Τα δε προσβαλλόμενο διάταγμα έγκρισης απαλλοτρίωσης ημερομηνίας 25/5/2012, έγινε για εγγραφή του δρόμου και με στόχο να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων την παράνομη επέμβαση, με την οποία, όπως οι αιτητές αναφέρουν κατά τρόπο αόριστο, κατέστρεψε τις καλλιέργειες των αμπελιών τους.

 

Θεωρώ ότι τα όσα οι αιτητές προβάλλουν περί παράνομης επέμβασης πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκλήθηκαν, ούτε προκύπτουν ευθέως ως άμεση συνέπεια της ανακληθείσας απόφασης του 2012.  'Έχουν δε αποτελέσει το αντικείμενο της αγωγής που οι αιτητές καταχώρησαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.  Κατά συνέπεια δεν μπορούν να πιθανολογήσουν κατάλοιπο ζημιάς.

 

Με απασχόλησε ο ισχυρισμός των ευπαιδεύτων συνηγόρων των αιτητών, που αφορά την στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας του κατοχυρωμένου στα άρθρα 23 και 35 του Συντάγματος όσο χρόνο ίσχυσε η απαλλοτρίωση και ο συναφής ισχυρισμός, ότι κάθε παραβίαση ατομικού δικαιώματος αποτελεί και δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης (σελ. 7 στην γραπτή αγόρευση των αιτητών).  Δεν έχουν όμως οι αιτητές υποδείξει, είτε προσπάθειες αξιοποίησης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους, είτε υποβολής αιτήσεων για πολεοδομικές αναπτύξεις πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση, που δεν υλοποιήθηκαν εξαιτίας του επίδικου διατάγματος.  Δεν έχουν επίσης οι αιτητές προσδιορίσει το μέγεθος της καταστροφής των καλλιεργειών που επήλθε με το προσβαλλόμενο διάταγμα, κατά τρόπο ώστε οι ισχυρισμοί των αιτητών να παραμένουν ατεκμηρίωτοι.

 

Όπως έχει υποδειχθεί, σύμφωνα με την δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πιθανολόγηση του κατάλοιπου ζημιάς δεν μπορεί να είναι θεωρητική και αόριστη.  (Στράκκα Λτδ (ανωτέρω), Γ. Μιχαηλίδη (ανωτέρω)

 

 

          Θεωρώντας πως οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς για το διάστημα της ισχύος της προσβαλλόμενης απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή μη εκδίδοντας διαταγή για έξοδα «υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης», όπως ανέφερε. 

 

          Έφεση καταχώρησε μόνον η Αιτήτρια 1 προβάλλοντας δύο άρρηκτα συνδεδεμένους λόγους, ότι:

 «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι (α) λόγω της ανάκλησης του διατάγματος απαλλοτρίωσης, η προσφυγή έχει απωλέσει το αντικείμενο της και ότι (β) η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς για όσο χρονικό διάστημα διήρκησε το διάταγμα απαλλοτρίωσης, αφού δήθεν τα όσα προέβαλε περί παράνομης επέμβασης «δεν προκλήθηκαν, ούτε προκύπτουν ευθέως ως άμεση συνέπεια  της ανακληθείσας απόφασης του 2012», γιατί ως εσφαλμένα έκρινε αποτελούσαν αντικείμενο της αγωγής με αριθμό 3871/11»  Πρόσθετα εσφαλμένα έκρινε ότι δεν έχει προσδιορίσει η Εφεσείουσα το μέγεθος της καταστροφής των καλλιεργειών που επήλθε με το διάταγμα απαλλοτρίωσης. (λόγος έφεσης 1) και ότι «Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους λόγους ακύρωσης που ήγειρε στις αγορεύσεις της η Εφεσείουσα.»  (λόγος έφεσης 2)

         

         

Πριν την εξέταση των λόγων Έφεσης, θα πρέπει να προστεθούν, σε σχέση με το ιστορικό της υπόθεσης, τα εξής:

 

          Η απαλλοτρίωση έγινε «με σκοπό την εγγραφή δρόμου στο Πελέντρι», με το δρόμο να ακολουθεί την πορεία υφιστάμενου δημόσιου μονοπατιού πλάτους 2 μ. που έχει διαπλατυνθεί, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ιδιοκτητών γης στην περιοχή, περιλαμβανομένων και των Αιτητών.

 

          Οι Αιτητές υποστήριζαν, ότι υφίσταται παράνομη επέμβαση του Εφεσίβλητου 1 στη επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία από το 1995 με καταστροφή καλλιεργειών, αμπελιών και κατασκευή ασφαλτοστρωμένου δρόμου χωρίς την συγκατάθεση τους και άλλα συναφή.  Παρά δε την ανάκληση, δεν εξαφανίστηκε, ισχυρίστηκαν περαιτέρω, η επέμβαση. 

 

          Να σημειωθεί, ότι για την επέμβαση είχε καταχωρηθεί από τους Αιτητές αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού υπ. αριθμό 3871/2011.

 

          Στις 15/1/2016, εκδόθηκαν εκ συμφώνου, διατάγματα στην ως άνω αγωγή, με τα οποία διατάσσονταν οι Εφεσίβλητοι 1 «να άρουν άμεσα την επέμβαση στο ακίνητο των αιτητών».  Τα διατάγματα ανεστάλησαν, με την σύμφωνη γνώμη των Αιτητών, μέχρι τις 15/7/2016.  Οι δε αιτούμενες θεραπείες για αποζημιώσεις ένεκα ζημιών αποσύρθηκαν από τους Αιτητές, χωρίς επιφύλαξη δικαιωμάτων.

 

          Επίσης, παρά τις επιμέρους αναφορές που έγιναν ειδικά από τον κ.Αγγελίδη, για την νομιμότητα ή το αιτιολογημένο της ανάκλησης, θα αναφέρουμε απλώς ότι η ανάκληση δεν έχει προσβληθεί, οπότε δεν θα μας απασχολήσει, εκτός βεβαίως της δυναμικής που είχε στα γεγονότα της προσφυγής εναντίον του διατάγματος απαλλοτρίωσης.   

 

          Με βάση αυτά τα δεδομένα, ερχόμαστε να εξετάσουμε τους δύο λόγους Έφεσης,  που στοχεύουν, στην κατά την θέση της Εφεσείουσας,  λανθασμένη  κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι η διαδικασία έχασε το αντικείμενο της και ότι δεν υφίσταται κατάλοιπο ζημιάς.

 

          Κατ' αρχάς να αναφέρουμε αυτό που αδιαμφισβήτητα προκύπτει, ως προς το πότε μια προσφυγή χάνει το αντικείμενο της.  Η ανάκληση μιας πράξης - όπως στην κρινόμενη περίπτωση - οδηγεί σε κατάργηση της δίκης, εκτός εάν, κατά την περίοδο πριν την ανάκληση, ο προσφεύγων έχει υποστεί ζημιά, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση (βλ. Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 ΑΑΔ 973).

 

          Συνεπώς το ερώτημα σε σχέση με την παρούσα έφεση περιορίζεται, στο κατά πόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθά ευρήματα και συμπεράσματα ως προς το κατάλοιπο ζημίας.

 

          Εάν προσεχθεί, το τελικό συμπέρασμα του Δικαστηρίου επί του ζητήματος βασίζεται σε δύο πυλώνες, οι οποίοι συνδέονται και συμπλέκονται στο περιεχόμενο τους και εν τοις πράγμασι.

 

          Ο πρώτος πυλώνας είναι η βαρύτητα και η σημασία της αστικής αγωγής για παράνομη επέμβαση σε σχέση με την επίδικη ακίνητη ιδιοκτησία.  Ο δεύτερος πυλώνας είναι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της ανεπάρκειας ή αδυναμίας - γενικά - των τεθέντων από τους Αιτητές να στηρίξουν το κατάλοιπο ζημίας, όπως η έννοια καθορίστηκε διαχρονικά από τη νομολογία. 

 

          Ξεκινούμε την εξέταση μας από τον πρώτο πυλώνα.  Ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η αγωγή δεν έχει καμμιά σχέση με την Προσφυγή και εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο συσχέτισε τις δύο διαδικασίες. Προέβαλε δε έντονα ως λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εμπλέξει στη διοικητική πτυχή του διατάγματος απαλλοτρίωσης που ανακλήθηκε και τις ζημιές εκ της στέρησης της ιδιοκτησίας με την αστική πτυχή της παράνομης επέμβασης.

 

          Τόνισε ακόμη, ότι ο χρόνος που αφορούσε η επέμβαση ήταν διαφορετικός και η προσφυγή δεν αφορούσε τις ζημιές εκ της παράνομης επέμβασης.  Συνεπώς, ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στην αστική αγωγή ουδόλως επηρέαζε την διοικητική πτυχή της υπόθεσης, η οποία «επιβίωσε» διά της Προσφυγής. 

 

          In abstracto ενδεχομένως θα είχε δίκαιο ο κ. Αγγελίδης, αλλά στην πράξη συνέπιπτε η ύπαρξη της αγωγής, με την προσφυγή τόσο χρονικά, αφού η αγωγή αφορούσε συνεχόμενο αστικό αδίκημα, στο ίδιο ακίνητο,  όσο και θεματικά, αφού το κατάλοιπο ζημιάς συναρτάτο με την χρήση και κατοχή του ίδιου ακινήτου.

 

          Είναι χαρακτηριστικό αυτό που προκύπτει από το πρακτικό συμβιβασμού της αγωγής, όπου εκ συμφώνου δηλώνεται στις 15/1/2016 (μετά την ανάκληση της απαλλοτρίωσης), πως εκδίδεται διάταγμα άρσης της επέμβασης και επαναφοράς του ακινήτου στην προτέρα του κατάσταση με συμφωνηθείσα αναστολή έξι μηνών. 

 

          Οι δε αποζημιώσεις που ζητούντο διά της έκθεσης απαιτήσεως αφορούσαν το έτος 1995 μέχρι την άρση της επέμβασης, θεραπείες που εγκαταλείφθηκαν.

 

          Ως εκ της ίδιας δικογραφίας δε, προκύπτει ότι η παράνομη επέμβαση επικεντρωνόταν στην κατασκευή του δρόμου αφενός και αφ' ετέρου περιγραφόταν ως καταστροφή αμπελιών και καλλιέργειας.  Όπως δηλαδή το θέμα καταγράφεται και στη θέση για το κατάλοιπο ζημίας.

 

          Συνεπακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά συνυπολόγισε την ύπαρξη και εξέλιξη της αγωγής για να καταλήξει πως δεν έχει καταδειχθεί κατάλοιπο ζημιάς.  

 

Συναφής εν μέρει ήταν και ο έτερος πυλώνας απόρριψης της θέσης για κατάλοιπο ζημίας. 

 

          Η νομολογία μας διαχρονικά επί της κατάργησης του αντικειμένου της δίκης δηλοί, πως διαφοροποιήσεις που επέρχονται στην εξέλιξη γεγονότων (εδώ λόγω της ανάκλησης), δυνατόν να έχουν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση του έννομου συμφέροντος - είτε για υποκειμενικούς, είτε για αντικειμενικούς λόγους.

 

          Στη Στράκκα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 643 αναφέρθηκε πως η δίκη καταργείται είτε με την λήξη ισχύος της πράξης είτε με την εξαφάνιση της πράξης μέσω της ανάκλησης της, όπως εν προκειμένω.

 

          Διατηρείται όμως το έννομο συμφέρον προώθησης της προσφυγής, όταν προκύπτουν ενδεχόμενες ζημιογόνες συνέπειες από τη διοικητική πράξη, όταν αυτή βρισκόταν σε ισχύ. 

 

          Αναφέρεται στη Στράκκα (ανωτέρω):

«Εναπόκειται βέβαια, στον εκάστοτε αιτητή να αποδείξει ότι έχουν προκύψει σε αυτόν ζημιογόνες συνέπειες..»

 

          Όπως δε ελέχθηκε στην Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 33, σε τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά εάν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημιά ή βλάβη. 

 

          Βάσει δε των Πορισμάτων Νομολογίας  του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959 (σελ. 242-243), το αντικείμενο της Προσφυγής παραμένει, «εφ΄όσον δεν ήρθησαν τα κατά τον χρόνον της ισχύος της παραχθέντα έννομα αποτελέσματα». 

 

          Στην κρινόμενη περίπτωση το έννομο αποτέλεσμα ή - ας μας επιτραπεί ο όρος - η ασπίδα προστασίας των Αιτητών απέναντι σε υπαρκτές ή επαπειλούμενες ζημιές, υπήρξε η αστική αγωγή, η οποία είχε αντικείμενο ίδιες ή όμοιες κατηγορίες ζημιών (καταστροφή αμπελιών, μη δυνατότητα καλλιέργειας, κατασκευή δρόμου κ.ά.).

 

          Πέραν όμως αυτού, τα όσα αναφέρθηκαν στην προσφυγή,  δεν ήσαν αρκετά να πείσουν το Δικαστήριο ή να στοιχειοθετήσουν την έννοια του κατάλοιπου ζημίας.  Όπως έχει νομολογηθεί, δεν αρκεί αόριστη επίκληση και πρέπει ο εκάστοτε αιτητής να καταδείξει πως οι συνέπειες θα έπρεπε να είχαν προκύψει ευθέως και αποκλειστικά από την ίδια την προσβληθείσα απόφαση,  (βλ. Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ν. Σάββα (2006) 3 ΑΑΔ 435).    

 

          Η δε αναφορά που έγινε πρωτοδίκως ότι οι Αιτητές δεν είχαν υποδείξει «είτε προσπάθειες αξιοποίησης της ακίνητης ιδιοκτησίας τους» «είτε υποβολή αιτήσεων για πολεοδομικές αναπτύξεις», δεν ήταν παρά μέρος της συνολικής συλλογιστικής του Δικαστηρίου, που είχε μεγαλύτερη εμβέλεια αιτιολογίας απόρριψης, οπότε δεν συμμεριζόμαστε την άποψη του κ. Αγγελίδη περί ανεπαρκούς αιτιολογίας.

 

          Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε, ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν εκ πρώτης όψεως κατάλοιπο ζημιάς για το διάστημα της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

          Επίσης ο κ. Αγγελίδης παραπονείται, ότι εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας, ότι κάθε παραβίαση ατομικού δικαιώματος (εδώ του δικαιώματος ιδιοκτησίας με επίκληση του Άρθρου 23 αλλά και του Άρθρου 35 του Συντάγματος)  περιέχει, μετά από ακυρωτική απόφαση, δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης.  Η ως άνω αρχή που θεμελιώνεται κυρίως στην Γιάλλουρου ν. Νικολάου (2001)1 ΑΑΔ 558, δεν μπορεί να ενταχθεί στα αυστηρά πλαίσια της ακυρωτικής δίκης, της οποίας ακριβώς το αντικείμενο εκλείπει, εκτός αν καταδειχθεί κατάλοιπο ζημιάς όπως ακριβώς εξηγείται στην αναφερθείσα πιο πάνω νομολογία, την οποία άλλωστε και η πλευρά της Εφεσείουσας ομοίως επικαλείται.  Σαφώς λοιπόν η θέση αυτή δεν μπορεί να επιτύχει.  

 

Ως εκ της αποτυχίας του πρώτου λόγου έφεσης, μοιραία συμπαρασύρεται σε απόρριψη και ο δεύτερος λόγος, ο οποίος θα είχε δυνατότητα εξέτασης, μόνο εάν επιτύγχανε ο πρώτος λόγος.

 

          Κατάληξη:

          Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η Έφεση απορρίπτεται με €1.600 έξοδα, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσίβλητου 1 και επιπλέον, €1.600 έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης 2.

 

         

                                                                                                                 Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ,  Δ.

 

 

 

Η. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο