ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E86/2017)
8 Νοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
PHARMACARE (EUROPE) LTD
Εφεσείουσα,
ν.
VCARE LTD
Εφεσίβλητης.
........
Κ. Ζουρμπάνου (κα) μαζί με Α. Τσιλίδου (κα), για L. Zambartas LLC, για την Εφεσείουσα.
Λ. Αλεξανδράκης, για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
......................
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης με την οποία απερρίφθη αίτηση για παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας ερήμην της τελευταίας.
Η αγωγή αφορούσε αξίωση της Εφεσίβλητης για ειδικές αποζημιώσεις συνεπεία αντισυμβατικής συμπεριφοράς και ή παράνομης διακοπής συμφωνίας αντιπροσωπείας και ή διάθεσης προϊόντων και για «γενικές αποζημιώσεις για την επέκταση της εμπορικής εύνοιας των προϊόντων». Με την εκδοθείσα απόφαση ημερ. 6.6.2012 επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας τα ποσά των €30.730 ως ειδικές αποζημιώσεις και €20.608 ως γενικές αποζημιώσεις πλέον τόκο και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η επίδοση του κλητηρίου εντάλματος στην Εφεσείουσα έγινε νομότυπα, ότι αυτή επέδειξε πλήρη αδιαφορία για την τύχη της αγωγής η οποία ισοδυναμεί με καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και ότι δεν κατάφερε να καταδείξει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η παράλειψη, όπως αναφέρεται, του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει το κατά πόσο ζητήθηκε και εξασφαλίστηκε διάταγμα σφράγισης πριν την καταχώριση της αγωγής.
Το ζήτημα προβλήθηκε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για παραμερισμό της απόφασης, στην παράγραφο 17 της οποίας προβάλλεται ισχυρισμός για την παράλειψη εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος για σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος. Ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται από την Εφεσείουσα μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση, εφόσον η ενόρκως δηλούσα απορρίπτει την παράγραφο 17 και ισχυρίζεται ότι η διαδικασία επίδοσης των εγγράφων ακολουθήθηκε πιστά και τα έγγραφα έχουν δεόντως επιδοθεί. Επομένως, δεν γίνεται δεκτή η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού ο ισχυρισμός αυτός παρέμεινε αναντίλεκτος. Επιπλέον, από τη στιγμή που υπήρχε μαρτυρία περί της έκδοσης του σχετικού δικαστικού διατάγματος, ασφαλώς και το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να προβεί στην εν λόγω διαπίστωση.
Ως εκ τούτου καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το θέμα, εξού και στην απόφαση του επισημαίνει ότι στις 14.10.2011 η Εφεσίβλητη εξασφάλισε διάταγμα με το οποίο επιτρεπόταν η καταχώριση και σφράγιση του κλητηρίου εντάλματος εναντίον της Εφεσείουσας.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση και δεν αμφισβητείται, η αγωγή καταχωρίστηκε στις 31.10.2011 και στις 7.12.2011 εκδόθηκε διάταγμα για την επίδοση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας στην Εφεσείουσα σε συγκεκριμένη διεύθυνση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει ότι τα έγγραφα τα οποία στάληκαν για επίδοση και επιδόθηκαν είναι το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και αντίγραφα του κλητηρίου εντάλματος με τις μεταφράσεις τους στα Αγγλικά.
Σημειώνουμε ότι η παράλειψη επίδοσης του διατάγματος για σφράγιση δεν αποτελεί λόγο έφεσης και εν πάση περιπτώσει ουδόλως επηρεάζει το νομότυπο της διαδικασίας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης αποδίδεται επίσης παράλειψη εξέτασης του ισχυρισμού της Εφεσείουσας πως δεν είχε λάβει γνώση της αγωγής.
Για το θέμα της επίδοσης της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι η Εφεσίβλητη, μέσω του δικηγόρου της, απέστειλε στις 14.3.2012 μέσω του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και δύο πιστά αντίγραφα του κλητηρίου εντάλματος με τις μεταφράσεις τους, για επίδοση μέσω της νενομισμένης οδού στην Αγγλία. Κατά τις 26.4.2012 το Υπουργείο Δικαιοσύνης απέστειλε στο γραφείο των δικηγόρων της Εφεσίβλητης βεβαίωση της επίδοσης, με την οποία τους ενημέρωνε ότι τα έγγραφα επιδόθηκαν στις 5.4.2012. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με το πιστοποιητικό επίδοσης, ο Άγγλος επιδότης βεβαιώνει πως επέδωσε τα έγγραφα στον οικονομικό διευθυντή (financial controller) της Εφεσείουσας, με τις μεταφράσεις τους στα Αγγλικά.
Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση παραμερισμού, η ενόρκως δηλούσα αναγνωρίζει την έκδοση του πιστοποιητικού επίδοσης και πως σε αυτό αναγράφεται ότι η επίδοση έγινε στην καταγεγραμμένη στο διάταγμα διεύθυνση. Μάλιστα ισχυρίζεται ότι δεν αναγράφεται το όνομα του υπαλλήλου που κατ' ισχυρισμό παρέλαβε την αγωγή και κατά πόσο αυτός ήταν αξιωματούχος, γραμματέας ή πρόσωπο υπεύθυνο για την παραλαβή εγγράφων εκ μέρους της Εφεσείουσας. Είναι γεγονός πως δεν αναγραφόταν το όνομα του προσώπου στο οποίο επιδόθηκαν τα έγγραφα, πλην όμως αναφερόταν η ιδιότητα αυτού ως του οικονομικού διευθυντή της Εφεσείουσας.
Η ενόρκως δηλούσα ισχυρίζεται περαιτέρω πως ουδείς αξιωματούχος, υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της Εφεσείουσας είχε παραλάβει την αγωγή, πως δεν έχει ανευρεθεί οποιοδήποτε δικαστικό έγγραφο αναφορικά με την αγωγή στα αρχεία της εταιρείας, πως η αγωγή δεν επιδόθηκε ούτε και παραλήφθηκε από την Εφεσείουσα και πως σε περίπτωση που όντως παρελήφθη από κάποιον υπάλληλο της, «εξουσιοδοτημένο ή μη, αρμόδιο ή όχι να παραλαμβάνει έγγραφα», αυτός δεν ειδοποίησε την Εφεσείουσα για να λάβει εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα, διορίσει δικηγόρο και εμφανιστεί στην αγωγή. Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, η πρώτη φορά που η Εφεσείουσα ενημερώθηκε για την αγωγή και την έκδοση απόφασης εναντίον της ήταν μέσω της επιστολής ημερ. 25.5.2014 την οποία οι δικηγόροι της Εφεσίβλητης απέστειλαν σε αυτή.
Είναι γνωστό ότι διαζευκτικοί ισχυρισμοί ως προς γεγονότα δεν επιτρέπονται σε ένορκη δήλωση (βλ. El Fath Co v. E.D.T. Shipping κ.ά. (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1255). Επομένως, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προβλήθηκαν δύο διαζευκτικές και αντιφατικές εκδοχές. Συγκεκριμένα προβλήθηκε η θέση ότι δεν έγινε επίδοση σε οποιονδήποτε για την εταιρεία, ενώ από την άλλη προβλήθηκε η θέση ότι έγινε επίδοση αλλά το πρόσωπο προς το οποίο έγινε, παρέλειψε ενημερώσει σχετικά την εταιρεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι έγινε η επίδοση η οποία επιμαρτυρείται με τη βεβαίωση και το πιστοποιητικό επίδοσης το οποίο εκδόθηκε σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1393/2007 περί Επιδόσεως και Κοινοποιήσεως στα Κράτη Μέλη Δικαστικών και Εξωδίκων Πράξεων σε Αστικές ή Εμπορικές Υποθέσεις, άρθρο 10(1) και Παράρτημα Ι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς αποδέχθηκε το νομότυπο της επίδοσης εφόσον η επίδοση έγινε στην καθορισθείσα στο διάταγμα διεύθυνση της Εφεσείουσας και στον εκεί ευρισκόμενο οικονομικό διευθυντή αυτής, προς συμμόρφωση με τη Δ.5 θ.7 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών η οποία απαιτεί επίδοση σε νομικό πρόσωπο με την επίδοση αντιγράφου του κλητηρίου σε ανώτερο υπάλληλο ή άφεση αυτού στα γραφεία του οργανισμού.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθώς την ενώπιον του μαρτυρία στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού. Στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τους ανωτέρω ισχυρισμούς της Εφεσείουσας αναφορικά με το θέμα της επίδοσης της αγωγής και το πότε έλαβε γνώση γι' αυτή, ως επίσης και τους αντίστοιχους ισχυρισμούς της άλλης πλευράς, και αφού έλαβε υπόψιν τα ενώπιον του δεδομένα, ορθώς κατέληξε ότι η επίδοση είχε γίνει νομότυπα και κανονικά.
Αυτή η διαπίστωση, περί του νομότυπου της επίδοσης, δεν παρείχε εξουσία στο πρωτόδικο Δικαστήριο να παραμερίσει δίχως άλλο την επίδοση ex debito justitiae, ως η εισήγηση της Εφεσείουσας. Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι μόνο όταν διαπιστώνεται ότι η επίδοση είναι κακή, το Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να παραμερίσει την απόφαση ex debito justitiae - βλ. Γιωργαλλίδης v. Χρίστου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 247.
Η υπόθεση Balm Maritime Company Limited v. Biochemie R.O.S.E. Limited (1990) 1 Α.Α.Δ. 602, στην οποία παρέπεμψε ο δικηγόρος της Εφεσείουσας, διακρίνεται από την υπό κρίση περίπτωση, καθότι σε εκείνη η επίδοση του κλητηρίου έγινε μεν στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας η οποία όμως, εν γνώσει των εναγόντων, είχε αλλού τα γραφεία της και επιδόθηκε σε άγνωστο στην εταιρεία πρόσωπο, με αποτέλεσμα η αγωγή να μην περιέλθει σε γνώση της εταιρείας. Εδώ η επίδοση έγινε στην καθορισθείσα στο διάταγμα διεύθυνση και στον εκεί ευρισκόμενο οικονομικό διευθυντή της Εφεσείουσας και δεν προβλήθηκε ισχυρισμός πως η διεύθυνση δεν ήταν η ορθή ή πως δεν υπήρχε εκεί οικονομικός διευθυντής της εταιρείας, παρά μόνο οι ανωτέρω αντιφατικοί ισχυρισμοί περί μη επίδοσης και επίδοσης αλλά παράλειψης ενημέρωσης.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη του, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στην περαιτέρω εξέταση της αίτησης στη βάση του ότι με την επίδοση η Εφεσείουσα έλαβε γνώση της αγωγής, αλλά αντιθέτως στη βάση της δικής της μαρτυρίας ότι πληροφορήθηκε για την αγωγή πολύ αργότερα, κατά το 2014. Επομένως η θέση της Εφεσείουσας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν την πιθανότητα η αγωγή να είχε παραληφθεί από ένα εκ των υπαλλήλων της Εφεσείουσας ο οποίος αμέλησε να την παραδώσει στους αξιωματούχους της εταιρείας δεν βρίσκει έρεισμα στην ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνουμε εδώ πως το ζήτημα πληροφόρησης της Εφεσείουσας για την αγωγή θα αναλυθεί κατωτέρω.
Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος. Η ίδια διαπίστωση αφορά και τον τέταρτο λόγο ο οποίος αφορά στο ίδιο ζήτημα, ήτοι την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να λάβει υπόψιν το κατ' ισχυρισμό αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η αγωγή ουδέποτε επιδόθηκε στην Εφεσείουσα, θέση η οποία και δεν ευσταθεί.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς παρέπεμψε στη νομολογία που διέπει το ζήτημα παραμερισμού κανονικά εκδοθείσας απόφασης, σύμφωνα με την οποία ο αιτών τον παραμερισμό θα πρέπει να καταδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και να δικαιολογήσει την όποια καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης παραμερισμού. Σε σχέση με το τελευταίο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η συμπεριφορά του ήταν τέτοια ώστε να προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας, τότε δεν δικαιούται σε παραμερισμό της απόφασης. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Φραντζής v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1094, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941, Εταιρεία Βοθροκαθαριστών Λεμεσού «Βόθροτεξ» Λτδ v. Φαντάκη (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 339, Αργυρού ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 229 και Jurgen κ.ά. v. Σταυρινού, Πολ. Έφεση Αρ. 80/2014, ημερ. 1.6.2020.
Κρίνουμε σκόπιμο να εξετάσουμε πρώτα τον τρίτο λόγο έφεσης. Με αυτόν τον λόγο προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη συμπεριφορά της Εφεσείουσας, ήτοι ότι αυτή επέδειξε παντελή αδιαφορία για την τύχη της αγωγής, ότι είναι ένοχη παραλείψεως και αμελείας και ότι η διαγωγή της είναι περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην κατάληξη του αφότου προηγουμένως είχε επισημάνει πως από τις 25.2.2014 που η Εφεσείουσα ισχυρίζεται πως έλαβε γνώση για την ύπαρξη της απόφασης, παρήλθαν 15 μήνες για να αποταθεί στο Δικαστήριο για την ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης με την καταχώριση της αίτησης της στις 20.5.2015. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι είχε προηγηθεί η έκδοση Ευρωπαϊκού Εκτελεστού Τίτλου και η εγγραφή της απόφασης στην Αγγλία για σκοπούς εκτέλεσης της.
Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως εσφαλμένα διαπίστωσε ότι το χρονικό διάστημα των 15 μηνών ήταν αδικαιολόγητο σε βαθμό που να οδηγούσε στην απόρριψη της αίτησης. Προς υποστήριξη αυτής της θέσης, η Εφεσείουσα παραπέμπει στις ενέργειες στις οποίες προέβη αφότου πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της απόφασης εναντίον της. Αυτές περιγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση και συνίστανται στα ακόλουθα:
(i) αποστολή από την Εφεσείουσα ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 27.3.2014 προς την Εφεσίβλητη ζητώντας πληροφορίες για την επίδοση, στο οποίο δεν έλαβε απάντηση
(ii) αποστολή επιστολής ημερ. 4.6.2014 μέσω των δικηγόρων της Εφεσείουσας με την οποία ανέφεραν ότι δεν παρέλαβαν την αγωγή και απέρριπταν τους ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης
(iii) αποστολή απαντητικής επιστολής ημερ. 29.7.2014 των δικηγόρων της Εφεσίβλητης
(iv) εξασφάλιση στις 30.7.2014 από την Εφεσίβλητη εντάλματος κατάσχεσης των περιουσιακών στοιχείων της Εφεσείουσας στο Ηνωμένο Βασίλειο
(v) αποστολή νέας επιστολής από τους δικηγόρους της Εφεσείουσας προς την Εφεσίβλητη στην οποία ανέφεραν τις παρατυπίες στην έκδοση της απόφασης και του εντάλματος
(vi) καταχώριση στις 11.8.2014 στα Αγγλικά Δικαστήρια αίτησης για τον παραμερισμό και ή την αναστολή του εντάλματος.
Η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι λόγω των πιο πάνω γεγονότων, μόνο κατά την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης παραμερισμού κατάφερε να εξακριβώσει τι πραγματικά έγινε και να αποφασίσει τα κατάλληλα μέτρα τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο. Εξού και καταλήγει ότι η πάροδος των 15 μηνών δεν είναι τέτοια που να αποτελεί ανυπέρβλητο παράγοντα για την τύχη της αίτησης παραμερισμού καθότι η Εφεσείουσα δεν παρέμεινε άπρακτη.
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν λακωνικό στις διαπιστώσεις του, εντούτοις διαφαίνεται ότι συνυπολόγισε όλα τα ενώπιον του δεδομένα για να καταλήξει ότι οι 15 μήνες που μεσολάβησαν μέχρι να αποταθεί η Εφεσείουσα στο Δικαστήριο για την ακύρωση της εκδοθείσας απόφασης κρίνονται αδικαιολόγητοι. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε έμφαση στην όλη στάση της Εφεσείουσας από την ημερομηνία λήψης γνώσης της απόφασης μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης παραμερισμού και κατέληξε ότι ο διαρρεύσας χρόνος ήταν αδικαιολόγητα μεγάλος. Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνυπολόγισε όλα τα δεδομένα, τα οποία μάλιστα καταδεικνύουν ότι ακόμα και από τον Αύγουστο του 2014 που καταχώρισε την αίτηση στα Αγγλικά Δικαστήρια, ουδέν έπραξε μέχρι και τις 20.5.2015 που καταχώρισε την αίτηση παραμερισμού στο πλαίσιο της αγωγής χωρίς να παρέχει οποιαδήποτε άλλα στοιχεία για τις ενέργειες της κατά το εν λόγω διάστημα. Με βάση τα πιο πάνω δεδομένα, η εισήγηση της Εφεσείουσας πως η καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης παραμερισμού οφείλεται στην παράλειψη της Εφεσίβλητης να αναφέρει το πρόσωπο στο οποίο έγινε επίδοση κρίνεται αβάσιμη, εφόσον αυτό επεσυνέβη τον Μάρτιο του 2014 και έκτοτε μεσολάβησαν αρκετοί μήνες μέχρι την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού.
Σύμφωνα με τη νομολογία, ο χρόνος που μεσολαβεί είναι σχετικός και η κάθε υπόθεση κρίνεται ανάλογα με τα δικά της περιστατικά. Εξού και στις υποθέσεις Πίττας v. Unigoods Trading Company Ltd (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1761, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και Mine & Quarry Services Ltd v. Γεωργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, κρίθηκε ότι το διάστημα των τριών μηνών, των εννέα μηνών και του ενός έτους, αντίστοιχα, που διέρρευσε μέχρι την καταχώριση της αίτησης παραμερισμού χωρίς ικανοποιητική δικαιολογία κρίθηκε υπερβολικός, ενώ στην υπόθεση Φραντζής (ανωτέρω) επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση παραμερισμού παρόλο που είχαν περάσει 18 μήνες λόγω της διαπίστωσης συζητήσιμης υπεράσπισης για πλαστογραφία υπό τον όρο παροχής εγγυήσεων.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συμπεριφορά της Εφεσείουσας συνιστά περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας ήταν ικανή από μόνη της να οδηγήσει στην απόρριψη της αίτησης της για τον παραμερισμό της εκδοθείσας εναντίον της απόφασης.
Ενόψει των όσων αναφέρονται ανωτέρω, ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται. H απόρριψη του τρίτου λόγου έφεσης καθιστά αχρείαστη την εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Τα έξοδα της Έφεσης €2.500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ