ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/2017)
3 Νοεμβρίου 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ,
Εφεσείοντα,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
____________________
Μ. Παναγίδης για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για την Εφεσίβλητη.
____________________
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Με εννέα λόγους έφεσης, ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει εναντίον του συνοπτική απόφαση για το ποσό της αξίωσης της Εφεσίβλητης, έχοντας διαπιστώσει ότι δεν είχε υπεράσπιση σε αυτή.
Η αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο €805.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, για επτά παραβάσεις της νομοθεσίας. Την 30.9.2013 του επιβλήθηκε πρόστιμο €100.000 για παραβίαση του Άρθρου 11(2)(β) του περί των Πράξεων Προσώπων που Κατέχουν Εμπιστευτικές Πληροφορίες και των Πράξεων Χειραγώγησης της Αγοράς (Κατάχρηση Αγοράς) Νόμου του 2005, Ν. 116(I)/2005, ενώ την 28.4.2014 του επιβλήθηκαν άλλα έξι πρόστιμα, τέσσερα για παράβαση του Άρθρου 20(4) του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005, Ν. 114(I)/2005 και δύο για παράβαση του Άρθρου 40(1) του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου του 2007, Ν.190(Ι)/2007. Ο Εφεσείοντας δεν πλήρωσε, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη αγωγή, κατ' επίκληση του Άρθρου 39(2)(α) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν.73(Ι)/2009, που προνοεί ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλει, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις για την αναζήτηση από την Εφεσίβλητη συνοπτικής απόφασης, προτού εγκύψει επί του ουσιαστικότερου ζητήματος κατά πόσο ο Εφεσείοντας είχε αποσείσει το βάρος να αποκαλύψει συζητήσιμη υπεράσπιση επί της ουσίας της αξίωσης ή γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να κριθούν ως επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπιση του .
Επί τούτου κατέληξε ότι η επιβολή του προστίμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, παρατηρώντας ότι αυτό ήταν ουσιαστικά παραδεκτό από τον Εφεσείοντα που είχε καταχωρίσει δύο προσφυγές εναντίον της επιβολής των προστίμων στις δύο χρονικά διακριτές περιπτώσεις. Το Επαρχιακό Δικαστήριο, ανέφερε, δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα των διοικητικών πράξεων. Και εφόσον, όπως έκρινε, η εκκρεμοδικία των σχετικών προσφυγών του Εφεσείοντα δεν ανέστελλε το δικαίωμα είσπραξης του προστίμου, εξέδωσε απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα.
Με το λόγο έφεσης 1 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε ενώπιον του συγκεκριμένη μαρτυρία και ότι στηρίχθηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία. Ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε σε αναφορές στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της Εφεσίβλητης και έλαβε υπόψη τι είχε αποφασιστεί σε άλλη υπόθεση της Επιτροπής σε σχέση με την ομνύουσα. Περαιτέρω, με το λόγο έφεσης 2, ότι αυτή δεν μπορούσε να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε σχετικά αναφέρει ότι:
«Στην προκειμένη περίπτωση η ομνύουσα εκ μέρους των εναγόντων αναφέρει ότι έχει θετική γνώση των γεγονότων και έχει στην κατοχή της όλα τα πρακτικά και τα σχετικά σημειώματα, έγγραφα, αλληλογραφία και όλα όσα αφορούν την υπόθεση, τα οποία και επισυνάπτει στην ένορκη της δήλωση. Είναι προϊστάμενη του νομικού τμήματος των εναγόντων, συμβουλεύει καθημερινά την Επιτροπή, καθοδηγεί τα υπόλοιπα τμήματα στην εκτέλεση των εργασιών τους και έχει την γενική εποπτεία για τα μέτρα που λαμβάνονται προς είσπραξη των οφειλομένων ποσών προς την Επιτροπή. Λόγω της εκ μέρους της κατοχής όλων των εγγράφων της υπόθεσης, είναι σε θέση να βεβαιώσει την ύπαρξη της απόφασης της Επιτροπής που αφορά τον εναγόμενο. Γνωρίζει επίσης κατά πόσο έχει εισπραχθεί το ποσό των επιβληθέντων διοικητικών προστίμων. Είναι δε πλήρως εξουσιοδοτημένη από τους αιτητές να προβεί στην ένορκη δήλωση, μελέτησε το περιεχόμενο του ειδικώς οπισθογραφημένου κλητηρίου με το περιεχόμενο του οποίου συμφωνεί και υιοθετεί».
Η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Marketrends Financial Services Ltd ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 223, 227-8, υπόθεση στην οποία ομνύουσα ήταν η ίδια υπάλληλος της Επιτροπής, έγινε για τις νομολογιακές αρχές που αναδύονταν από την υπόθεση ως αυθεντία, καθοδηγητική για τις περιπτώσεις όπου ο αιτητής είναι εταιρεία και αναπόφευκτα κάποιο φυσικό πρόσωπο θα προβεί στην ένορκη δήλωση που οι ανάγκες της υπόθεσης απαιτούν (βλ. ακόμα Spyros Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R. 130, 136-8).
Εν προκειμένω, η μαρτυρία της ομνύουσας κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της Δ.18, Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας στη βάση όσων το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει και που εδράζονταν στην πληροφόρηση που η ίδια είχε δώσει μέσα από τις πρώτες παραγράφους της ένορκης της δήλωσης. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 3, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση καταδεικνυόταν αιτία αγωγής. Παραπέμπει στη θέση που η Εφεσίβλητη υποστήριξε αντιμετωπίζοντας δική του προγενέστερη αίτηση παραμερισμού του κλητηρίου εντάλματος και της άδειας για επίδοση σε αυτόν εκτός δικαιοδοσίας, στην Ελλάδα όπου διαμένει. Η απόφαση στην αίτηση εκείνη είχε εφεσιβληθεί από τον ίδιο και η έφεση έχει απορριφθεί (Μπουλούτας ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ.Ε264/2016, ημερ.17.10.2023).
Με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, επιβεβαιώνονταν τα γεγονότα που αναφέρονταν στην Έκθεση Απαίτησης. Τι συνέθεταν κατά νόμο τα γεγονότα αυτά, επαφίετο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει για σκοπούς της αίτησης που είχε ενώπιον του. Η επιβολή των επτά προστίμων στον Εφεσείοντα που δεν πληρώθηκαν παρά τη σχετική ειδοποίηση που του είχε δοθεί και που ο Ν.73(Ι)/2009 προέβλεπε ότι μπορούσαν να εισπραχθούν ως αστικό χρέος, συνέθεταν την αιτία της αγωγής, που ορθά διαπιστώθηκε ότι υφίστατο. Επομένως, ο λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.
Στο λόγο έφεσης 4 γίνεται εκ νέου επίκληση της αίτησης του Εφεσείοντα για τον παραμερισμό του κλητηρίου εντάλματος και της άδειας για επίδοση σε αυτόν εκτός δικαιοδοσίας, αυτή τη φορά σε σχέση με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ότι δηλαδή το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε πως δεν είχε εξουσία να αποφασίσει τη νομιμότητα των προστίμων, γιατί στην προηγούμενη απόφαση του, είχε κρίνει ότι η αγωγή δεν ήταν διοικητικής φύσεως. Το υπόβαθρο των γεγονότων δεν αλλάζει, επειδή η υπόθεση δεν θεωρήθηκε στο πλαίσιο της αίτησης εκείνης ως διοικητική υπόθεση στην έννοια του Άρθρου 1.1 του ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Παραπέμπουμε στην Χιλιαδάκης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ.140/2016, ημερ.5.10.2023 που ακολουθήθηκε στη Μπουλούτας. Επρόκειτο για διοικητικό πρόστιμο το οποίο εισπράττεται ως αστικό χρέος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα ή την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης. Περισσότερη ανάπτυξη ακολουθεί κατά την εξέταση του λόγου έφεσης 8. Ο λόγος έφεσης 4 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 5 υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη ή αντικανονική. Και αυτό στη βάση ότι εκκρεμούσαν οι δύο προσφυγές του Εφεσείοντα για τα πρόστιμα που του είχαν επιβληθεί, όπου και θα κρινόταν η νομιμότητα τους.
Κατά τη συζήτηση της έφεσης, οι δικηγόροι των μερών μας πληροφόρησαν ότι έχει εκδοθεί απόφαση από το Εφετείο, στην Αναθεωρητική του Δικαιοδοσία (Μπουλούτας ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.4/2019, ημερ.25.9.2023) με την οποία ακυρώθηκε η επιβολή του προστίμου των €100.000 που επιβλήθηκε στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη την 30.9.2013 για παραβίαση του Άρθρου 11(2)(β) του Ν. 116(I)/2005.
Περαιτέρω, αναφέρεται στην αιτιολογία του λόγου ότι η έκδοση τελικής απόφασης του προκαλούσε δυσμενή επηρεασμό στην έφεση που είχε καταχωρίσει κατά της απόφασης στην αίτηση του για παραμερισμό. Αυτό δεν καλύπτεται από το λόγο που περιορίζεται στο πρόωρο ή αντικανονικό της αγωγής, όχι της απόφασης που εκδόθηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η αυθεντία που ο Εφεσείων είχε επικαλεστεί δεν υποστήριζε τη θέση του. Ό,τι αναφέρθηκε στη Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 140, 143-4, ήταν πως:
«είναι λογικό και φρόνιμο να μην καταχωρείται αγωγή για την είσπραξη προστίμου ως αστικού χρέους πριν είτε παρέλθει η προθεσμία για καταχώρηση προσφυγής, είτε κριθεί τελεσιδίκως προσφυγή καταχωρηθείσα κατά της νομιμότητας της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο».
Ανέφερε ακόμα ότι το πιο πάνω σχόλιο συζητήθηκε στη μεταγενέστερη Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1079, 1089-90, όπου διευκρινίστηκε ότι δεν αποτελούσε μέρος του λόγου της απόφασης, αλλά συνιστούσε εν παρόδω παρατηρήσεις και πως:
« . εκτός και αν υπήρχαν ιδιάζουσες περιστάσεις, μόνο μετά από εξασφάλιση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης της Αρχής, στα πλαίσια προσφυγής (Κανονισμός 13 των περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Κανονισμών του 1962), θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί η διαδικασία που θα ακολουθείτο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στη Marketrends στην οποία αναφέρθηκε ότι η ρητή αναφορά στο Νόμο σε δικαίωμα προσφυγής δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με αναστολή είσπραξης του προστίμου ως αστικού χρέους, όταν έχει καταχωρηθεί προσφυγή και πως εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του νομοθέτη, τούτο θα έπρεπε να αναφερόταν ρητά, με πρόνοια αναστολής είσπραξης του προστίμου.
Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το ισχύον δίκαιο επί του θέματος είναι ότι η καταχώρηση διοικητικής προσφυγής δεν αναστέλλει αυτόματα τη διοικητική πράξη επιβολής του προστίμου. Η εκτελεστή διοικητική πράξη εκτός εάν εξασφαλισθεί διάταγμα αναστολής της, είναι σε πλήρη ισχύ και το πρόστιμο που επέβαλε μπορεί να εισπραχθεί ως αστικό χρέος.
Το αποτέλεσμα της προσφυγής και η ακύρωση του προστίμου που είχε επιβληθεί την 30.9.2013 είναι γεγονός μεταγενέστερο της πρωτόδικης απόφασης. Ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης έχει ενώπιον μας δηλώσει ότι το μέρος της απόφασης που αφορά στο συγκεκριμένο πρόστιμο ασφαλώς και δεν θα εισπραχθεί από την Εφεσίβλητη. Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 επίσης απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 6 εγείρεται ζήτημα ότι είτε η Δημοκρατία ή ο Γενικός Εισαγγελέας θα έπρεπε να εγείρουν την αγωγή, είτε αυτή να καταχωριστεί μέσω του Προέδρου ή Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Εφεσίβλητης, είτε το ποσό να διεκδικηθεί ως οφειλόμενο στη Δημοκρατία και όχι στην Εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά υπέδειξε ότι σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Ν.73(1)/2009, η Επιτροπή αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, η οποία διοικείται από το Συμβούλιο, στο οποίο, σύμφωνα με το Άρθρο 9(2), ανατίθεται η άσκηση των αρμοδιοτήτων της. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με το Άρθρο 10(2)(α), δια του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του εκπροσωπεί την Επιτροπή ενώπιον των δικαστηρίων. Παρέπεμψε στη συνέχεια στην Κυριακίδης ν. Διαχειριστικής Επιτροπής Ταμείου Προνοίας Προσωπικού Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1271, 1275-6 και στην Αντωνίου κ.ά ν. Ταμείου Προνοίας Υπαλλήλων Ξενοδοχειακής Βιομηχανίας (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 204, 208-9, για να καταλήξει ότι η ίδια η Επιτροπή ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου νομιμοποιείται να εμφανίζεται με το δικό της όνομα σε δικαστική διαδικασία και ενεργεί μέσω του Συμβουλίου που την αντιπροσωπεύει.
Συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και παραπέμπουμε στη Χριστοφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2004) 1(B) Α.Α.Δ. 907, 910-11, όπου αναφέρθηκε ότι με βάση τη σχετική νομοθεσία για τη σύσταση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου αυτή είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και μπορεί να προβαίνει στη λήψη αστικής φύσεως δικαστικών μέτρων. Ακόμη ότι είναι αυτονόητο ότι ως νομικό πρόσωπο έχει τη δυνατότητα να ενάγει ως διάδικος (Άρθρο 5 και Άρθρο 26(ιθ) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν. 64(I)/2001, που έχει καταργηθεί από τον Ν.73(Ι)/2009).
Επομένως και ο λόγος έφεσης 6 απορρίπτεται.
Με το λόγο έφεσης 7 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα ότι η έκδοση συνοπτικής απόφασης θα συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 6.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ο λόγος έφεσης 9 αναφέρεται και αυτός σε παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος με αναφορά στην ίδια την αξίωση. Ακόμα ότι θα έπρεπε να είχαν ενεργοποιηθεί οι διατάξεις του Άρθρου 144 του Συντάγματος και να ανασταλεί η αγωγή «μέχρις ότου αποφασιστεί το ζήτημα από το Ανώτατο Δικαστήριο».
Στη Χιλιαδάκης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολ. Έφ. Αρ.Ε381/2016, ημερ.5.10.2023, απορρίπτοντας σχετική εισήγηση, αναφερθήκαμε στη Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 408, 415, υποδεικνύοντας την εκεί αναφορά ότι η διαδικασία για την έκδοση συνοπτικής απόφασης διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέχει επαρκή εχέγγυα στους διαδίκους για παρουσίαση της υπόθεσης τους μέσα σε καθορισμένα πλαίσια, για να καταλήξουμε ότι αυτή δεν παραβιάζει ούτε το Άρθρο 30 του Συντάγματος ούτε το Άρθρο 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α..
Καθ' όσον δε αφορά το Άρθρο 144 του Συντάγματος, την εφαρμογή του οποίου επικαλέστηκε ο Εφεσείων, να υπενθυμίσουμε ότι η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε το 2017. Στην Νικολάου κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 1045, 1048-53, εξηγείται ότι μετά τη θέσπιση του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/1964 και την υπόθεση The Attorney General v.Ibrahim & Others (1964) C.L.R. 195, η διαδικασία του Άρθρου 144 κατέστη ανενεργός, και τα Επαρχιακά Δικαστήρια έχουν πλέον αρμοδιότητα για τον έλεγχο αντισυνταγματικότητας.[1]
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση παραπομπής στο Ανώτατο Δικαστήριο του ζητήματος και κατ' ακολουθία, ούτε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 7 και 9 απορρίπτονται.
Με το λόγο έφεσης 8 καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων δεν είχε καλή υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ως Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα και εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης όπως ήταν η ενώπιον του περίπτωση της επιβολής διοικητικού προστίμου.
Στη Χιλιαδάκης, Πολ. Έφ. Αρ.Ε381/2016, αναφερθήκαμε στη Λανίτης Λτδ κ.ά ν Γεν. Εισαγγελέα (1991) 1 Α.Α.Δ. 225, 231 και στη Συμβ. Εγγρ. Αρχιτεκτόνων & Πολ. Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.α (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, 458, σε σχέση με το θεσμικό διαχωρισμό αναθεωρητικής και πολιτικής δικαιοδοσίας, και στην Takis P. Makrides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, όπου επιβεβαιώθηκε το ανεπίτρεπτο της αναθεώρησης εκτελεστών διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο. Λέχθηκε επιπλέον ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος, αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα, ή παρεμπιπτόντως από πολιτικό δικαστήριο, της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοση της.
Εφόσον η απόφαση επιβολής των προστίμων δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο Νόμος επέτρεπε την καταχώριση αστικής αγωγής για την είσπραξη τους, ορθά κρίθηκε ότι ο Εφεσείων δεν είχε υπεράσπιση στην αξίωση. Ο λόγος έφεσης 8 επίσης απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
€3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Το Άρθρο 144.2 του Συντάγματος έχει τροποποιηθεί με τον Ν.103(Ι)/2022 και προνοεί ότι «Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεμούσας ενώπιόν του υποθέσεως, δύναται να παραπέμψει τούτο ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου ως νόμος ήθελε ορίσει, εν τοιαύτη δε περιπτώσει αναστέλλει την πρόοδο της διαδικασίας ενώπιόν του, μέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφανθεί επί τούτου, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (3)».