ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε128/2017)

 

29 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ,  ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ΤΑΣΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων/Αιτητής

 

ν.

 

1.        ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ (Ο.Σ.Ε.Λ.) ΛΤΔ

2.        ΙΟΡΔΑΝΗ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ

3.        ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΙΟΡΔΑΝΟΥΣ

4.        ΣΩΤΗΡΗ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

5.        ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ

6.        ΚΩΣΤΑ ΙΩΑΝΝΟΥ

7.        ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΝΑΓΟΥ

8.        ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσίβλητων/Καθ΄ ων η Αίτηση

_____________________

Αλ. Ταλιαδώρος με Ηρ. Ταλιαδώρο για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Ματθαίου, για τους Εφεσίβλητους 1-5.

Π. Σταύρου για Πανάγος & Πανάγος Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο 7.

Ουδεμία εμφάνιση, για τους Εφεσίβλητους 6 και 8.

_______________________

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και   θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_______________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  O εφεσείων, στο πλαίσιο αγωγής που καταχώρισε στις 8.3.2016, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωνε εναντίον δεκαπέντε προσώπων (νομικών και φυσικών), αρκετές θεραπείες, ανάμεσα σε αυτές και τις ακόλουθες:

 

«(Α)    Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να δηλώνεται ότι ο Ενάγων, ως Ιδρυτικός Μέτοχος της Εναγόμενης 1 Εταιρείας, δικαιούται πάντοτε να διορίζει ένα Διευθυντή και/ή Σύμβουλο στο Διοικητικό Συμβούλιο της Εναγόμενης 1 Εταιρείας, εκτός σε περίπτωση που ο Ενάγων παύσει να είναι Μέτοχος της Εναγόμενης 1 Εταιρείας.

 

[.]

 

(Γ)     Γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις εναντίον των Εναγομένων 2 έως 8, λόγω αμέλειας και/ή σοβαρής αμέλειας και/ή παράλειψης άσκησης καθηκόντων επιμέλειας έναντι της Εναγόμενης 1 και/ή των Μετόχων της Εναγόμενης 1 και/ή για παραβίαση του Καταστατικού της Εναγόμενης 1, η οποία αμέλεια και/ή σοβαρή αμέλεια και/ή παράλειψη προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί στον Ενάγοντα ζημιά και/ή οικονομική ζημιά.

 

[.]

 

(Ζ)      Απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να ακυρώνεται η οποιαδήποτε απόφαση, η οποία λήφθηκε κατά την Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μελών της Εναγόμενης 1 Εταιρείας κατά την 16/02/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 και η οποία αφορούσε την παύση του κ. Τάσου Μιχαηλίδη από το Παλαιχώρι Ορεινής, Λευκωσία, ως Διευθυντή της 1 Εταιρείας.»

 

Για το τι είχε προηγηθεί της καταχώρισης της αγωγής, θα παραθέσουμε αυτολεξεί τα όσα καταγράφονται στην προσβαλλόμενη, με την υπό εκδίκαση έφεση, πρωτόδικη απόφαση.

 

«.. Προκύπτει συνεπώς, και αυτό σε συντομία, ότι στις 12.1.2016 συνεκλήθη το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας με θέμα την παύση του Αιτητή από διευθυντή της.  Στις 12.1.2016 το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε να συγκαλέσει Έκτακτη Γενική Συνέλευση των Μετόχων στις 16.2.2016, με θέματα την παύση του Αιτητή από διευθυντή και διορισμό Διοικητικού Συμβούλου προς πλήρωση της θέσης.  Το σχετικό πρακτικό της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1.  Προστίθεται εδώ ότι ο Αιτητής κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου δεν ήταν παρών, αλλά συμμετείχε σε αυτή μέσω τηλεφώνου, ο οποίος υπέβαλε αρνητική ψήφο στη σύγκληση της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης των Μετόχων.  Κατά τη διάρκεια της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης εγκρίθηκε με οχτώ ψήφους υπέρ και μία εναντίον η παύση του Αιτητή από τη θέση του Διοικητικού Συμβούλου. 

 

Προκύπτει, σύμφωνα με τα πιο πάνω πρακτικά, σελίδα 4, υπ΄ αριθμόν 2, ότι μετά την απόφαση για την παύση του Αιτητή παραχωρήθηκε το δικαίωμα στον Αιτητή να διορίσει ένα Διοικητικό Σύμβουλο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού.  Ο Αιτητής παρέδωσε επιστολή επαναδιορισμού του εαυτού του στην πιο πάνω θέση.  Για τους λόγους που καταγράφονται στο πρακτικό, ο επαναδιορισμός του Αιτητή απερρίφθη από την Έκτακτη Γενική Συνέλευση, η οποία και αποφάσισε με οκτώ ψήφους υπέρ και μία εναντίον όπως η θέση του Αιτητή πληρωθεί ως θέση που κενώθηκε έκτακτα, σύμφωνα με τον Κανονισμό 94 του Καταστατικού της Εταιρείας.  Καταγράφεται επίσης στο πρακτικό η διαφωνία του Αιτητή ως προς το ότι η Γενική Συνέλευση δεν έχει δικαίωμα να απορρίψει τον επαναδιορισμό του.  Εξάγεται επίσης από το Τεκμήριο 2 της ένστασης ότι σε συνεδρία των Διοικητικών Συμβούλων της εταιρείας, ημερομηνίας 29.2.2016, κατ΄ ακολουθία της απόφασης της Έκτακτης Γενικής Συνέλευσης, ομόφωνα αποφασίστηκε ο διορισμός του κ. Λουκή Ταπάκη στη θέση του Διοικητικού Συμβούλου που κενώθηκε έκτακτα, μετά την παύση του ενάγοντα από τη Γενική Συνέλευση της εταιρείας, και η ημερομηνία ισχύος του διορισμού του αποφασίστηκε η 16.2.16. 

 

Στην Αίτηση επισυνάπτονται διάφορα έγγραφα του Γραφείου Εφόρου Εταιρειών, καθώς και η αλλαγή του διευθυντή, η οποία φέρει σφραγίδα ότι λήφθηκε από τον Έφορο Εταιρειών στις 29.3.2016, καθώς και επιστολή της TPLAW SECRETARIAL LTD προς τον Έφορο Εταιρειών, με την οποία κοινοποιείται, στον Έφορο Εταιρειών, ότι δυνάμει γραπτής απόφασης των Διοικητικών Συμβούλων της εταιρείας ημερομηνίας 29.2.2016, ο κ. Λουκής Ταπάκης κατέχει τη θέση του Διοικητικού Συμβούλου από τις 16.2.2016, η οποία ως λέχθηκε φέρει σφραγίδα ότι λήφθηκε από τον Έφορο Εταιρειών στις 29.3.2016.»

 

 

O εφεσείων στις 10.3.2016, είχε εξασφαλίσει, κατόπιν μονομερούς αίτησης, τα ακόλουθα προσωρινά διατάγματα:

 

«ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ το Διοικητικό Συμβούλιο και/ή τη Γενική Συνέλευση των Μελών και/ή Μετόχων της Εναγομένης - Καθ΄ ης η Αίτηση 1 Εταιρείας να προβεί σε οποιαδήποτε απόφαση και/ή τροποποίηση του Καταστατικού της Εταιρείας, με την οποία να διαφοροποιείται και/ή να μειώνεται ο κατώτατος αριθμός των Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω Εταιρείας καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, μέχρι τελικής εκδίκασης και/ή αποπεράτωσης της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ το Διοικητικό Συμβούλιο της Εναγόμενης - Καθ΄ ης η Αίτηση 1 Εταιρείας από το να συνεδριάζει και να λαμβάνει οποιαδήποτε απόφαση επί οποιουδήποτε θέματος εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται με βάση τις πρόνοιες του Καταστατικού της Εναγόμενης εταιρείας και ειδικότερα τις πρόνοιες του Κανονισμού 81 όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί, μέχρι τη τελική εκδίκαση και/ή αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.»

 

 

Επειδή ο εφεσείων θεωρούσε πως δεν υπήρξε συμμόρφωση με τα πιο πάνω, καταχώρισε, στις 26.9.2016, εναντίον των εναγομένων 1-8, εφεσίβλητων, αίτηση παρακοής. Θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί το περιεχόμενο της αίτησης.

 

«(α)  Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η κατάσχεση και/ή μεσεγγύηση (ATTACHMENT AND/OR SEQUESTRATION) της περιουσίας της Εναγόμενης 1 και/ή των Διευθυντών και/ή Αξιωματούχων της Εναγόμενης 1 και/ή επιβολή προστίμου της Εναγόμενης 1 και/ή σύλληψη και/ή η επιβολή προστίμου στους Διευθυντές και/ή Αξιωματούχους της Εναγόμενης 1 για περιφρόνηση του Δικαστηρίου λόγω της αρνήσεως και/ή παραλείψεως της Εναγόμενης 1 και/ή των Διευθυντών και/ή Αξιωματούχων της να συμμορφωθούν με Διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε την 10.03.2016 στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγή και/ή λόγω της παραβιάσεως του Διατάγματος τούτου, το οποίο επιδόθηκε στο εγγεγραμμένο γραφείο τους Εναγόμενης 1 και προσωπικά στους Διευθυντές και/ή στον Γραμματέα της Εναγόμενης 1,                   κ.κ. TPPLAW SECRETARIAL LIMITED, στις 10.03.2016.

 

(β)    Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η σύλληψη και/ή η φυλάκιση των Διευθυντών και/ή Αξιωματούχων της Εναγόμενης 1 λόγω παρακοής του διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδόθηκε την 10.03.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147 στην παρούσα υπόθεση και/ή λόγω αρνήσεως και/ή παραλείψεώς τους να συμμορφωθούν με το Διάταγμα αυτό και/ή για περιφρόνηση του Δικαστηρίου.

 

(γ)    Οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία την οποία το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει δίκαιη και/ή εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

(δ)    Τα έξοδα της παρούσας αίτησης πλέον ΦΠΑ, πλέον έξοδα επίδοσης.

 

Η αίτηση αυτή βασίζεται επί των άρθρων 42 και 43 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (Ν.14/60) (όπως τροποποιήθηκε), επί των Θεσμών της Πολιτικής Δικονομίας Δ.42Α, Θ.1, 2, 3(1) και 13, Δ.48 Θ.1 - 4 επί των γενικών και/ή συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου».

 

 

Η αίτηση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του εφεσείοντα, η οποία καταλαμβάνει 14 δακτυλογραφημένες σελίδες. Στο περιεχόμενο αυτής θα κάνουμε αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.  

 

Οι εφεσίβλητοι  καταχώρισαν κοινή ένσταση, προβάλλοντας οκτώ λόγους για τους οποίους η αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί. Θα αρκεστούμε να παραθέσουμε αυτολεξεί, τον πρώτο και τους τρεις τελευταίους:

 

«(1)     Η αίτηση είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμη και αστήρικτη.

          [.]

(6)   Δεν πληρούνται οι κατά νόμο αναγκαίες προϋποθέσεις αποδοχής της αίτησης και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης των ισχυριζόμενων στην Ένορκη Δήλωση του Ενάγοντα-Αιτητή πράξεων παρακοής του Διατάγματος του Σεβαστού Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/03/2016 (εφεξής «το επίδικο Διάταγμα»).

 

 

(7)   Περαιτέρω ή/και ειδικότερα σε σχέση με τον υπό (6) λόγο:

 

  (i)    Oι Καθ΄ ων η Αίτηση, ουδόλως παραβίασαν τις πρόνοιες του επίδικου Διατάγματος και/ή οι πράξεις ή/και οι ενέργειες τους ήταν σύμφωνες με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας και του Καταστατικού των Καθ΄ ων η Αίτηση 1, περιλαμβανομένου και του Κανονισμού 81 αυτού.

 

(ii)     Oι Καθ΄ ων η Αίτηση συμμορφώθηκαν πλήρως με τις πρόνοιες του επίδικου διατάγματος και/ή το Διοικητικό Συμβούλιο των Καθ΄ ων η Αίτηση 1 συνεδρίασε και/ή έλαβε αποφάσεις σε πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες του επίδικου διατάγματος και/ή του Καταστατικού

 

(iii)    Οι Καθ΄ ων η Αίτηση ουδόλως θέλησαν ή/και είχαν πρόθεση ηθελημένης ή άλλως πως παρακοής ή/και καταστρατήγησης του επίδικου Διατάγματος και/ή επ΄ ουδενί με τη συμπεριφορά τους, λαμβανομένης υπόψη και της συμπεριφοράς του Αιτητή, προέβησαν σε ηθελημένη ανυπακοή του Διατάγματος.

 

(8)   Δεν δίδονται οι αναγκαίες λεπτομέρειες των ισχυριζόμενων παραβάσεων και/ή οι ισχυριζόμενες παραβάσεις του Διατάγματος εδράζονται ή/και συνίστανται σε πιθανολογήσεις ή/και εκτιμήσεις του Αιτητή.»                

 

Η ένσταση υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του κ. Ιορδάνη Ιορδάνους, εφεσίβλητου 2, ο οποίος ήταν μέτοχος, διευθυντής και ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης 1 εταιρείας. Και αυτού η Ένορκη Δήλωση ήταν πολυσέλιδη. Θα αρκεστούμε να αναφέρουμε πως με αυτήν υιοθετούσε και επαναλάμβανε το περιεχόμενο των λόγων ένστασης, και όχι μόνο.

Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα, ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 12.6.2017, απέρριψε την αίτηση καταδικάζοντας τον αιτητή στα έξοδα, τα οποία μάλιστα διέταξε να είναι πληρωτέα αμέσως. Ο εφεσείων, με έξι  λόγους έφεσης, οι οποίοι μαζί με την αιτιολογία τους καλύπτουν δεκαοκτώ δακτυλογραφημένες σελίδες, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση. Ουσιαστικά η θέση του είναι πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, τελώντας υπό νομική και πραγματική πλάνη, παρερμήνευσε τόσο τις πρόνοιες του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος, όσο και τις πρόνοιες του Καταστατικού της εφεσίβλητης 1 εταιρείας, με αποτέλεσμα να αποφασίσει «εντελώς εσφαλμένα ότι οι εναγόμενοι δεν παρέβηκαν το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 10.3.2016» (τρίτος λόγος έφεσης). Σε άλλους λόγους έφεσης, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, καταχωρίστηκε από συνήγορο, άλλον από αυτόν που παρουσίασε την έφεση ενώπιον μας, θα κάνουμε αναφορά όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνώριζε πολύ καλά πως οι διαδικασίες παρακοής, είναι διαδικασίες ποινικής φύσεως, κάτι που σχολίασε και στην απόφασή του. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γ. Μ. Πική, τότε Προέδρου Επαρχιακού Δικαστηρίου,  «Sentencing in Cyprus» του 1978, «. it must be mentioned that contempt proceedings are proceedings of a criminal nature with the exception of cases of contempt in the face of the court, the procedure applicable to criminal cases must be followed and applied». Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να παραπέμψει στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Poliakova (Αρ. 1) (2011) 1(Α) A.A.Δ.  356, στην οποία επαναλαμβάνεται ότι:

 

«Η διαδικασία της αστικής παρακοής προσομοιάζει της ποινικής διαδικασίας όχι μόνο λόγω του γεγονότος ότι επιφέρει ανάλογες σοβαρές είτε οικονομικές κυρώσεις υπό τύπο προστίμου ή κατάσχεση περιουσίας, είτε ακόμη και στέρηση ελευθερίας με φυλάκιση, αλλά και διότι όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του ποινικού δικαίου πρέπει να ικανοποιούνται. (In re Bramblevale Ltd (1970) Ch. 18 και Savings and Investment Bank Ltd v. Gasco (No 2) (1988) 1 All E.R. 975).

 

[.]»

 

 

Παρέπεμψε ακόμη και στην υπόθεση Παπαχρυστοστόμου ν. Σιδερά (1993) 1 Α.Α.Δ 309, όπου και εκεί είχε λεχθεί πως:

 

«Παρά τον αστικό χαρακτήρα της διαδικασίας για καταφρόνηση και το μανδύα της πολιτικής δικαιοδοσίας που την περιβάλλει το αίτημα για καταδίκη για ανυπακοή διατάγματος του δικαστηρίου αποβλέπει στην τιμωρία του παραβάτη. Κατά συνέπεια η αίτηση για καταδίκη προσλαμβάνει το χαρακτήρα κατηγορίας η απόδειξη της οποίας  υπόκειται στους κανόνες που διέπουν την απόδειξη ποινικού αδικήματος, δηλαδή απόδειξη της κατηγορίας γενικά και των συστατικών της στοιχείων ειδικά, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»

 

 

 

Στην Krashias Shoe Factory v. Adidas (1989)1(Ε) A.A.Δ 750, υποδεικνύεται, με αναφορά στις Αγγλικές αποφάσεις Chiltern DC v. Keane [1985] 2 All E.R. 74 και Attorney-General v. Leveller [1979] 1 All E.R. 74, ότι οι παραβιάσεις ενός διατάγματος, θα πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο. 

 

Στη Murrel ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ 217, το Εφετείο σημείωσε, σε ποινική υπόθεση εκεί, πως «. η αξιόποινη πράξη για την οποία διωκόταν ο κατηγορούμενος δεν είχε εξειδικευθεί στις λεπτομέρειες. Η υποχρέωση για την παροχή λεπτομερειών του αδικήματος δεν εκπληρώνεται με τον ορισμό σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή του αδικήματος, όπως είχε συμβεί σ΄ αυτή την περίπτωση (πράξη μη αναγόμενη σε υπαίτιο αμέλεια)». Τα ίδια βεβαίως ισχύουν, κατ΄ αναλογίαν, και σε αιτήσεις παρακοής.

 

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη προσέγγιση, πως ένας αιτητής σε τέτοιες αιτήσεις, θα πρέπει να εξειδικεύει στην αίτησή του την κατ΄ ισχυρισμόν παρακοή του διατάγματος. Η φύση της διαδικασίας και οι κυρώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν, μη αποκλειομένης και της επιβολής ποινής φυλάκισης, επιβάλλουν τη σχολαστική τήρηση των Δικονομικών Κανόνων. Εν προκειμένω, ο εφεσείων το μόνο που είχε καταγράψει στην αίτησή του, ήταν ότι η εφεσίβλητη 1 εταιρεία και/ή οι διευθυντές και/ή οι αξιωματούχοι αυτής, αρνήθηκαν να «συμμορφωθούν με το διάταγμα του Δικαστηρίου που εκδόθηκε την 10.3.2016 ..». Ουδέποτε διευκρινίστηκε στην αίτηση, πώς, πότε και με ποίον τρόπο η εφεσίβλητη 1 εταιρεία και/ή οι Διευθυντές της και/ή οι Αξιωματούχοι της, παρήκουσαν το εκδοθέν διάταγμα. Η κατ΄ ισχυρισμόν παρακοή ουδέποτε εξειδικεύτηκε.

 

Ασφαλώς και δεν ήταν υποχρέωση εκάστου καθ΄ ου η αίτηση-εφεσίβλητου (οκτώ τον αριθμό), να μελετήσει τις 14 σελίδες της Ένορκης Δήλωσης που υποστήριζε την αίτηση, για να εντοπίσει ποια ακριβώς ήταν η παρακοή που του καταλογιζόταν, η οποία έπρεπε, να είχε εξειδικευθεί ευθύς εξ αρχής στην αίτηση παρακοής. Όταν μάλιστα αυτή η κατ΄ ισχυρισμόν παρακοή, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις του εφεσείοντα, έλαβε χώρα σε διαφορετικές ημερομηνίες και αφορούσε όχι μόνο σε διαφορετικές κατ΄ ισχυρισμόν παράνομες αποφάσεις, αλλά και σε κατ΄ ισχυρισμόν παράνομες προχρονολογημένες αποφάσεις ή παράνομα προχρονολογημένα έγγραφα «. με σκοπό να νομιμοποιήσουν παράνομες ενέργειες και/ή αποφάσεις και/ή συνεδρίες σε παρακοή και ξεκάθαρη καταστρατήγηση, τόσο του Καταστατικού του ΟΣΕΛ, όσο και των μονομερώς εκδοθέντων διαταγμάτων του Σεβαστού Δικαστηρίου, ημερ. 10.3.2016 .»    (παράγρ. 14 από την Ένορκη Δήλωση του εφεσείοντα).

 

Αφήνουμε βεβαίως κατά μέρος πως στην Ένορκη Δήλωση του εφεσείοντα (παράγρ. 34), ανεπίτρεπτα υπήρχαν διαζευκτικοί ισχυρισμοί σε σχέση με το ποιος είχε λάβει τις αποφάσεις, αφού ο εφεσείων είχε ισχυριστεί πως                  «Η εναγόμενη - Καθ΄ ης η Αίτηση 1 Εταιρεία και/ή οι Διευθυντές και/ή ο Γραμματέας και/ή οι Αξιωματούχοι της Εναγόμενης - Καθ΄ ης η Αίτηση Εταιρείας Καθ΄ ων η Αίτηση 2 έως 8 και/ή οποιοιδήποτε εξ αυτών . συνεδρίασαν και/ή αποφάσισαν». 

 

Όπως εύστοχα τέθηκε στη Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 247, και επαναλαμβάνεται σε αρκετές μεταγενέστερες αποφάσεις, «Έκαστος έχει το βασικό ανθρώπινο δικαίωμα να πληροφορηθεί για τα δικαστικά μέτρα εναντίον του, τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και να προβάλει τους ισχυρισμούς του (βλ. Άρθρο 30.3 (α) και (β) του Συντάγματος)». Η πιο πάνω ουσιώδης παράλειψη του εφεσείοντα στην αίτηση, ήταν, εν προκειμένω, αρκετή για να οδηγήσει στην απόρριψή της.

 

Συνεπώς, ήταν βάσιμοι οι λόγοι ένστασης 1 και 8 των εφεσίβλητων.  Κατ΄ επέκταση, ήταν ορθή η επί τούτου προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο βεβαίως δεν χρειαζόταν να παραπέμψει, εις επίρρωση της προσέγγισής του, στα όσα ισχύουν στην Αγγλία και ειδικότερα στην εκεί Οδηγία Πρακτικής (Practice Direction), κάτι για το οποίο παραπονείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Κατά την άποψή μας, υπήρχε και άλλο πρόβλημα, εξίσου σοβαρό. Στο εκδοθέν προσωρινό διάταγμα, ημερομηνίας 10.3.2016, το οποίο ο εφεσείων επικαλέστηκε για να τιμωρηθούν οι εφεσίβλητοι, και ειδικότερα στο δεύτερο μέρος αυτού, δεν είχε διευκρινιστεί τι όφειλαν οι εφεσίβλητοι  να είχαν κάνει ή να μην είχαν κάνει.

 

Στη  Safarino Shoe Industry v. Sunshoes Ltd (1984) 1 A.A.Δ 738, λέχθηκε πως «Αn order of the Court is no less a command of the law than the provisions of a statute, more direct still in that it specifies what ought to be done or what ought not to be done».

 

Στην Poliakova (ανωτέρω), επαναλαμβάνεται ότι: «. τα διατάγματα θα πρέπει να εξειδικεύονται με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια ώστε να μην αφήνεται αμφιβολία ως προς το ποιες πράξεις απαγορεύονται και υπό ποία ιδιότητα», και στη Yugos Finance BV κ.ά. ν. Halebay Holdings LTD (2013) 1 (A) A.A.Δ. 569, ότι «Το Δικαστήριο, για να προχωρήσει σε καταδίκη θα πρέπει να έχει ενώπιον του ικανοποιητική μαρτυρία επί των ακολούθων σημείων: (α) ότι οι όροι του διατάγματος είναι ξεκάθαροι και αδιαμφισβήτητοι .»

 

Εν προκειμένω, το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα εμπόδιζε το Διοικητικό Συμβούλιο της Εφεσίβλητης 1 να συνεδριάζει και να λαμβάνει αποφάσεις «εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται με βάση τις πρόνοιες του Καταστατικού της εναγόμενης εταιρείας και ειδικότερα τις πρόνοιες του Κανονισμού 81, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί». Τι ακριβώς προέβλεπαν οι Κανονισμοί και ειδικότερα ο Κανονισμός 81, και πώς έπρεπε αυτοί να εφαρμόζονταν από τους εφεσίβλητους, δεν διευκρινίστηκε στο διάταγμα.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέθηκε από τους εφεσίβλητους το Καταστατικό της εταιρείας (Τεκμήριο 3 στην Ένορκη Δήλωση που υποστήριζε την ένσταση). Στην πρωτόδικη απόφαση καταγράφεται ο Κανονισμός 81 του Καταστατικού, τον οποίο παραθέτουμε.

 

«81.  Εκτός αν η Τάξη Α μετόχων σε γενική συνέλευση με ειδικό ψήφισμα αποφασίσει διαφορετικά, ο αριθμός των Συμβούλων δεν θα είναι κατώτερος των οχτώ.  Ο αριθμός των Συμβούλων που προέρχεται από την Τάξη Α μετόχων δεν θα είναι κατώτερος των οχτώ.  Ο αριθμός των Συμβούλων που θα προέρχεται από την Τάξη Β και Γ μετόχων θα αποφασίζεται εκάστοτε από το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας με δικαίωμα παύσης ή ανάκλησής του τηρουμένων των προνοιών του Καταστατικού και του Νόμου.  Οι υπογραφείς του Ιδρυτικού Εγγράφου οι κληρονόμοι, διάδοχοι και εκδοχείς αυτών διατηρούν πάντοτε το δικαίωμα διορισμού από ένα εκ των οκτώ (8) Συμβούλων ως ακολούθως:» 

 

 

Περαιτέρω, οι Κανονισμοί 94 και 100 του Καταστατικού είχαν ως εξής:

 

«94.   Οι Σύμβουλοι θα μπορούν οποτεδήποτε και από καιρό σε καιρό να διορίζουν οποιοδήποτε πρόσωπο στη θέση του Συμβούλου, είτε προς το σκοπό πλήρωσης θέσης που κενώθηκε έκτακτα είτε επιπρόσθετα προς τους υπάρχοντες Συμβούλους, σε τρόπο όμως που ο συνολικός αριθμός των Συμβούλων να μην υπερβαίνει, κατά οποιοδήποτε χρόνο, τον αριθμό που καθορίζεται σύμφωνα με το Καταστατικό αυτό. Σύμβουλος που έχει διορισθεί με τον τρόπο αυτό, θα κατέχει το αξίωμα του Συμβούλου μόνο μέχρι την αμέσως επόμενη ετήσια γενική συνέλευση, οπότε θα δικαιούται σε επανεκλογή.

[.]  

 

«100.  Οι Εναπομείναντες Σύμβουλοι μπορούν να ενεργούν παρά το γεγονός ότι έχει κενωθεί θέση στο Συμβούλιο. Αν ο αριθμός των Συμβούλων μειωθεί κάτω από τον επιτρεπόμενο αριθμό Συμβούλων, που σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καταστατικού αυτού συνιστούν απαρτία για συνεδριάσεις των Συμβούλων, οι εναπομείναντες Σύμβουλοι ή Σύμβουλος θα δικαιούνται να ενεργούν για το σκοπό της αύξησης του αριθμού των Συμβούλων στον κατώτατο αυτό αριθμό, ή για τη σύγκληση γενικής συνέλευσης της Εταιρείας και για κανένα άλλο σκοπό». 

 

 

Οι εφεσίβλητοι θεωρούν πως εφήρμοσαν πλήρως τους Κανονισμούς του Καταστατικού της εταιρείας και κατ΄ επέκταση ουδέποτε παρήκουσαν το εκδοθέν προσωρινό διάταγμα. Πιο συγκεκριμένα, η θέση τους ήταν πως ουδέποτε ελήφθη απόφαση για μείωση του κατώτατου αριθμού των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας.  Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τις θέσεις τους, στις 29.2.2016, και μετά την παύση του εφεσείοντα από τη θέση του Διοικητικού Συμβούλου, απόφαση η οποία υπερψηφίστηκε από όλους εκτός από τον εφεσείοντα, η κενωθείσα θέση πληρώθηκε «. κατόπιν έγγραφης απόφασης των Διοικητικών Συμβούλων των καθ΄ ων η αίτηση 1, ημερ. 29.2.2016, ECLI:CY:AD:2016:D147, με την οποία διορίστηκε ο κ. Λουκής Ταπάκκης ως Διοικητικός Σύμβουλος των καθ΄ ων η αίτηση 1 στη θέση του Διοικητικού Συμβούλου που κενώθηκε έκτακτα μετά την παύση του ενάγοντα. Ως ημερομηνία ισχύος του εν λόγω διορισμού του κ. Ταπάκη, καθορίστηκε η ημερομηνία παύσης του ενάγοντα από τη θέση του Διοικητικού Συμβούλου, ήτοι ημερομηνία ισχύος του διορισμού καθορίσθηκε η 16/02/2016, που όπως τυγχάνω νομικής συμβουλής είναι η πρακτική που ακολουθείται από το Τμήμα του Εφόρου Εταιρειών, ήτοι η ημερομηνία ισχύος διορισμού Διοικητικού Συμβούλου σε αντικατάσταση παυθέντος Διοικητικού Συμβούλου καθορίζεται πάντοτε η ημερομηνία παύσης του, ανεξάρτητα από την ημερομηνία κοινοποίησης στον Έφορο Εταιρειών .».

Σημειώνεται εδώ, για ό,τι αξίζει, πως ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δόθηκε η δυνατότητα στον εφεσείοντα να ασκήσει το δικαίωμα διορισμού άλλου Διοικητικού Συμβούλου, δικαίωμα που αδιαμφισβήτητα είχε, αλλά αυτός επέλεξε να προτείνει εκ νέου τον εαυτό του, κάτι που δεν έγινε δεκτό από τη Γενική Συνέλευση, η οποία θεώρησε πως ο επαναδιορισμός του, αμέσως μετά την παύση του λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, θα καταργούσε «το απόλυτο δικαίωμα της Γενικής Συνέλευσης να διορίζει και να παύει Διοικητικούς Συμβούλους».     

 

Ο εφεσείων θεωρεί ότι οι εφεσίβλητοι με τον τρόπο που ενήργησαν, δεν συμμορφώθηκαν με το εκδοθέν διάταγμα και τους Κανονισμούς του Καταστατικού της εταιρείας, στους οποίους αυτό παραπέμπει. Όλα αυτά βεβαίως θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, εάν στο εκδοθέν διάταγμα προσδιορίζονταν με ακρίβεια ποιες αποφάσεις ή πράξεις έπρεπε ή δεν έπρεπε να ληφθούν ή διενεργηθούν από τους εφεσίβλητους, και όχι να γινόταν αναφορά, με γενικότητα, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, μπορεί μεν να συνεδριάζει και να λαμβάνει αποφάσεις, αλλά θα πρέπει να συμμορφώνεται με τις πρόνοιες του Καταστατικού της.                   Η ερμηνεία των προνοιών του Καταστατικού της εταιρείας, δεν έπρεπε να είχε αφεθεί στους διαδίκους.

 

Το τελευταίο μας φέρνει και στο ηθελημένο της παρακοής.  Είναι γνωστό ότι για να στοιχειοθετηθεί καταφρόνηση, δεν αρκεί το αποτέλεσμα της ανυπακοής. Πρέπει αυτή να συνοδεύεται από πρόθεση καταστρατήγησης του διατάγματος του Δικαστηρίου. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αποδεικνύεται ηθελημένη ανυπακοή (Yugos[1] (ανωτέρω)).  

 

Εν προκειμένω, οι εφεσίβλητοι όχι μόνο αρνήθηκαν ότι είχαν προβεί σε ηθελημένη παρακοή του διατάγματος, αλλά ισχυρίστηκαν πως ουδέποτε το είχαν παραβιάσει. Όπως χαρακτηριστικά είχαν αναφέρει, στην παράγρ. 4(7) της Ένορκης Δήλωσης που υποστήριζε την ένστασή τους:

 

«i.       Oι Καθ΄ ων η Αίτηση, ουδόλως παραβίασαν τις πρόνοιες του επίδικου Διατάγματος και/ή οι πράξεις ή/και οι ενέργειες τους ήταν σύμφωνες με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας και του Καταστατικού των Καθ΄ ων η Αίτηση 1, περιλαμβανομένου και του Κανονισμού 81 αυτού.

 

ii.       Οι Καθ΄ ων η Αίτηση συμμορφώθηκαν πλήρως με τις πρόνοιες του επίδικου διατάγματος και/ή το Διοικητικό Συμβούλιο των Καθ΄ ων η Αίτηση 1 συνεδρίασε και/ή έλαβε αποφάσεις σε πλήρη συμμόρφωση με τις πρόνοιες το επίδικου διατάγματος και/ή του Καταστατικού.

 

iii.      Oι Καθ΄ ων η Αίτηση ουδόλως θέλησαν ή/και είχαν πρόθεση ηθελημένης  ή άλλως πως παρακοής ή/και καταστρατήγησης του επίδικου Διατάγματος και/ή επ'  ουδενί με τη συμπεριφορά τους, λαμβανομένης υπόψη και της συμπεριφοράς του Αιτητή, προέβησαν σε ηθελημένη ανυπακοή του Διατάγματος.»

 

 

Υπό το φως των πιο πάνω, εναπόκειτο στον εφεσείοντα να αποδείξει την υπόθεσή του, ο οποίος ουδέποτε επεδίωξε είτε να αντεξετάσει την άλλη πλευρά είτε να καταχωρίσει συμπληρωματική Ένορκη Δήλωση (Κώστα ν. Κώστα (2003)1 (Α) Α.Α.Δ. 269). Το βάρος απόδειξης, και μάλιστα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, όπως πολύ ορθά κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν και παρέμεινε στους ώμους του εφεσείοντα, ο οποίος δεν κατάφερε να το αποσείσει. Συνεπώς, ήταν ορθή και η κατάληξη του ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν παραβιάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το εκδοθέν διάταγμα.

 

Δύο λόγια και για τον τέταρτο λόγο έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στο πλαίσιο εκδίκασης της αίτησης παρακοής, όφειλε να είχε «αξιολογήσει και ή αντλήσει πληροφόρηση και/ή γεγονότα από προηγούμενες και/ή ήδη καταχωρισθείσες και/ή άλλες ένορκες δηλώσεις και/ή δηλώσεις και/ή μαρτυρία του εναγόμενου-καθ΄ ου η αίτηση 2 ., οι οποίες βρίσκονταν ήδη ενώπιον του και/ή στο φάκελο της υπόθεσης».

 

Εάν το πρωτόδικο Δικαστήριο έπραττε αυτό που ο εφεσείων εισηγείται, θα διέπραττε σφάλμα. Σε τέτοια περίπτωση, οι εφεσίβλητοι, ή τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς, αφού η αίτηση παρακοής δεν στρεφόταν μόνο εναντίον του εφεσίβλητου 2, δεν θα είχαν δίκαιη δίκη, αφού ενδεχομένως αυτοί να καταδικάζονταν στη βάση γεγονότων και ισχυρισμών, για τους οποίους ουδέποτε τους δόθηκε η δυνατότητα να τοποθετηθούν στο πλαίσιο της αίτησης παρακοής, η οποία, ως ελέχθη, είναι μία ανεξάρτητη διαδικασία, ποινικής φύσεως, και κατ΄ επέκταση θα πρέπει να ικανοποιούνται όλα τα τυπικά και ουσιαστικά εχέγγυα του Ποινικού Δικαίου. Εν πάση περιπτώσει, συνεκτίμηση του μαρτυρικού υλικού εκ μέρους των εφεσίβλητων, απεκάλυπτε άρνηση των ισχυρισμών του εφεσείοντα για παρακοή του διατάγματος.     

 

Όλοι οι λόγοι έφεσης, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά, είναι αβάσιμοι.

 

Η έφεση απορρίπτεται. Ο εφεσείων καταδικάζεται στα έξοδα της έφεσης, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου



[1]   Τυχόν παράβαση των όρων ενός διατάγματος χωρίς πρόθεση ή κατά τυχαίο τρόπο, δεν επιφέρει βεβαίως την καταδίκη του καθ΄ ου, εφ΄ όσον η συμπεριφορά του δεν κατέδειξε είτε αδιαφορία προς το διάταγμα, είτε εκ προθέσεων καταστρατήγηση των όρων του (Fairclough & Sons v. Manchester Ship Canal Co. (No.2) [1897] Sol Jo 225 και Borrie & Lowe 2η έκδ. σελ. 400-1). 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο