ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 378/2014)
4 Ιουλίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
CYTACOM SOLUTIONS LTD
Εφεσείοντες,
v.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητων.
.....
Χρ. Στρόππος, για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Γ. Κωνσταντινίδης, για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
.....
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, οι Εφεσείοντες/Ενάγοντες («οι Εφεσείοντες»), αντιτίθενται στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») στην Αγωγή 5534/09 («η Αγωγή») που εκδόθηκε την 27.10.14 («η Πρωτόδικη Απόφαση»), με την οποία απορρίφθηκε η αξίωση των Εφεσειόντων για επιδίκαση ποσού €10.560,00 ως αποζημιώσεις για κατ' ισχυρισμόν ζημιές που τους προκάλεσαν οι Εναγόμενοι («οι Εφεσίβλητοι») «... με την προκήρυξη, κατακύρωση και ανάκληση του διαγωνισμού "Προμήθεια και Εγκατάσταση Συστημάτων Τηλεδιάσκεψης" υπ' αριθμό ΥΣΠΤ(7)/016/2008 ...» (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και όσες ακολουθούν).
Δυο λόγια για τα - παραδεκτά εν πολλοίς - γεγονότα.
Τούτο θα συνεισφέρει στην καλύτερη κατανόηση όσων έπονται.
Οι Εφεσείοντες είναι νόμιμη Κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Ασχολούνται με την πώληση, εγκατάσταση ή και συντήρηση τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού. Περί την 16.8.08 οι Εφεσίβλητοι (ΤΕΠΑΚ) προκήρυξαν τον διαγωνισμό ΥΣΠΤ(7)/016/2008 για «Προμήθεια και Εγκατάσταση Συστημάτων Τηλεδιάσκεψης» («ο Διαγωνισμός» ή αναλόγως «η Προσφορά»). Οι Εφεσείοντες υπέβαλαν και αυτοί προσφορά. Οι Εφεσίβλητοι κατακύρωσαν τον Διαγωνισμό στην e-Net Solutions Ltd κατά ή περί την 26.11.08, για το ποσό των €349,230,60 («η Απόφαση»). Την 10.12.08 οι Εφεσείοντες προσέφυγαν στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών («ΑΑΠ») διά της Ιεραρχικής Προσφυγής 100/08 («η Ιεραρχική Προσφυγή»), αιτούμενοι ακύρωση της Απόφασης, υποβάλλοντας προσέτι αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της μέχρι την εξέταση τής Ιεραρχικής Προσφυγής. Την 10.12.08, η ΑΑΠ, με βάση την Ιεραρχική Προσφυγή, αποφάσισε αναστολή της διαδικασίας ανάθεσης ή εκτέλεσης οιασδήποτε πράξης ή απόφασης σχετικώς προς τη διαδικασία ανάθεσης και υπογραφής της αφορώσας σύμβασης μέχρι την 12.12.08. Την 12.12.08, με συγκατάθεση των Εφεσίβλητων, δόθηκε παράταση ισχύος του προσωρινού διατάγματος μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης από την ΑΑΠ. Την 18.3.09 η ΑΑΠ έστειλε επιστολή προς τους Εφεσείοντες και τους Εφεσίβλητους ενημερώνοντας για την ημερομηνία εξέτασης τής Ιεραρχικής Προσφυγής. Με επιστολή ημερομηνίας 13.2.09, οι Εφεσίβλητοι πληροφόρησαν τους Εφεσείοντες ότι την 9.2.09 ανακάλεσαν την Απόφαση εξαιτίας κακής συγκρότησης της προηγούμενης Επιτροπής Προσφορών και πως θα προέβαιναν σε προκήρυξη νέου διαγωνισμού με το ίδιο αντικείμενο και όρους, και ότι όσοι ενδιαφερόμενοι προσφοροδότες πλήρωσαν το ποσό που απαιτείτο εν σχέσει προς την προμήθεια των όρων της Προσφοράς, αυτό θα συμψηφιζόταν με εκείνο που θα ζητείτο να καταβληθεί για τη λήψη των όρων του νέου διαγωνισμού. Οι Εφεσείοντες δεν προσέβαλαν την απόφαση ανάκλησης και επαναπροκήρυξης της Προσφοράς. Ως εκ της ανάκλησης της Απόφασης, οι Εφεσείοντες με επιστολή ημερομηνίας 30.3.09 προς την ΑΑΠ - που κοινοποιήθηκε και προς τους Εφεσίβλητους - πληροφόρησε ότι αποσύρει την Ιεραρχική Προσφυγή επειδή κατέστη άνευ αντικειμένου, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους «... για τις δαπάνες και έξοδα στα οποία [είχαν]υποβληθεί ...». Η Ιεραρχική Προσφυγή αποσύρθηκε τελικώς διά απόφασης τής ΑΑΠ την 31.3.09, δίχως να επιδικαστούν «... έξοδα επί της διαδικασίας ...». Την 30.3.09, οι Εφεσείοντες απαίτησαν από τους Εφεσίβλητους το (επίδικο ποσό) των €10.560,00, ως έξοδα που είχαν υποστεί από τη φερόμενα παράνομη Απόφαση των Εφεσίβλητων. Το ποσό σχετιζόταν, κατά την εκδοχή των Εφεσειόντων, προς την καταβολή €4.260,00 στην AAΠ, €4.000,00 ως εξόδων ετοιμασίας της Προσφοράς, και €2.300,00 ως δικηγορικών εξόδων (συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ). Την 5.6.09 οι Εφεσίβλητοι απέρριψαν γραπτώς την απαίτηση των Εφεσειόντων, με αυτή να μην έχει ικανοποιηθεί.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Αγωγή - και αδρομερώς είναι που συμπυκνώνουμε το σκεπτικό - αποφάνθηκε ότι ο Διαγωνισμός υπαγόταν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου και όχι του ιδιωτικού δικαίου, με τη νομιμότητα της επίμαχης προκήρυξης, να ελέγχεται συμφώνως του διοικητικού δικαίου και ουχί του αστικού δικαίου.
Έκρινε επίσης πως δεν υπήρχε νομικό στήριγμα για την εύρεση καθήκοντος επιμέλειας των Εφεσίβλητων προς τους Εφεσείοντες κατά τη σχέση που κατ' επίφαση δημιούργησε η προκήρυξη του Διαγωνισμού, αφού, ως εξ αυτής και μόνο «... δεν θεωρείται ότι η αναθέτουσα αρχή προσφέρει ή παρέχει υπηρεσίες προς τους διαγωνιζόμενους και δη έναντι αμοιβής ...», για να κατασταλάξει το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως ακολούθως:
«[...] Στην παρούσα υπόθεση, είναι παραδεκτό από μέρους των Εναγόντων ότι αυτοί δεν έχουν προσφύγει κατά της ακύρωσης του επίδικου διαγωνισμού είτε με νέα ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της ΑΑΠ είτε με προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συνεπώς, δεν βλέπω να υπάρχει καθόλου νομικό έρεισμα στη διεκδίκηση αποζημιώσεων για τις απωλεσθείσες δαπάνες τους. Προσωπικά, δεν βλέπω με ποιον άλλο τρόπο εκτός στη βάση ακυρωτικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 59 του Ν.101(Ι)/2003 ή δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, αφορώσας στην ανάκληση της προκήρυξης του διαγωνισμού (δηλ. της ακύρωσης του διαγωνισμού), θα μπορούσε να προωθηθεί η αξίωση για αποζημιώσεις. Κρίνω ότι η αγωγή είναι καταδικαστέα σε απόρριψη [...]».
Οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την Πρωτόδικη Απόφαση.
Το πράττουν με πέντε λόγους έφεσης.
Πιο συγκεκριμένα, προτάσσουν ότι λαθεμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο περιόρισε «... την ευθύνη επιμέλειας και/ή την αμέλεια ή το αγώγιμο δικαίωμα για ζημιά που προκλήθηκε από αμέλεια μόνο στις περιπτώσεις του 51(2) του Κεφ.148 και εσφαλμένα απέρριψε την αγωγή στην βάση ότι δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα λόγω αμελούς πράξης ...» (λόγος έφεσης 1), και πως κατ' ακολουθίαν κακώς «... δεν εξέτασε κατά πόσο οι εφεσίβλητοι ήσαν ένοχοι αμελείας ...» (λόγος έφεσης 2), και ότι λανθασμένα θεώρησε πως δεν δικογραφήθηκε αγώγιμο δικαίωμα «... με βάση το Ν.101(Ι)/2003 ή άλλο αγώγιμο δικαίωμα και εσφαλμένα ευρίσκει ότι δεν υπάρχει αγώγιμο δικαίωμα ...» (λόγος έφεσης 3), με το Πρωτόδικο Δικαστήριο να «... φάσκει και αντιφάσκει στην απόφαση του ...» μια και ενώ «... αποδέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως ειλικρινή, αληθή και αξιόπιστη και ότι τεκμηριώθηκε δεόντως η διενέργεια των δαπανών για τις οποίες αξιώνουν αποζημίωση [στην] τελευταία σελίδα της αποφασίζει ότι δεν θα εξετάσει αν οι αποζημιώσεις που διεκδικούν οι εφεσείοντες αποτελούν «ζημιά» κατά την έννοια του άρθ. 59 του Ν.101(Ι)/2003 και/ή ανακτήσιμη ζημιά ...» (λόγος έφεσης 4), με απόρροια όλων αυτών να απαρτίζει το γεγονός πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο «... εσφαλμένα δεν απέδωσε στους εφεσείοντες τα όσα αξιώναν ...» (λόγος έφεσης 5).
Οι Εφεσίβλητοι, αντικρούοντας τους λόγους έφεσης και τη συνοδευτική επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων, πρότειναν πως η πρωτόδικη απόφανση είναι κατά νόμο και ουσία σωστή για τον λόγο ότι, σε αντίθεση με όσα συζητούν οι Εφεσείοντες, οι πράξεις που καταλογίζουν στους Εφεσίβλητους προέρχονται από την κυρίαρχη δράση των Εφεσίβλητων η οποία ανάγεται στο πεδίο του δημοσίου δικαίου, και πως καμιά πράξη ή παράλειψη τους δεν έγινε επί ιδιωτικού επιπέδου, ή ως πράξη διαχείρισης (fiscus).
Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και τα περιγράμματα αγόρευσης των ευπαίδευτων δικηγόρων, τα οποία επικεντρώθηκαν στην αιτιολογία που συνοδεύει τους λόγους έφεσης.
Ένεκα της αδιαίρετης ουσίας που εκφράζουν, εξετάσαμε τους λόγους έφεσης σωρευτικώς, και καταλήξαμε, με κάθε σεβασμό, πως τούτοι είναι αβάσιμοι, λόγω και του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατόρθωσε να διακρίνει την πεμπτουσία της αντιδικίας και όσων την περιστοίχισαν λειτουργώντας αδιαλείπτως εντός των εξουσιών του.
Εξηγούμε.
Οι Εφεσίβλητοι αποτελούσαν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου κατά το Άρθρο 3(3) του Περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου 198(Ι)/03.
Τουτέστιν, οι Εφεσίβλητοι εντάσσονταν και εντός των εννοιολογικών παραμέτρων των όρων «οργανισμός δημοσίου δικαίου» και «αναθέτουσα αρχή» με βάση το Άρθρο 2 του Περί Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες Νόμου 101(Ι)/03 («ο Ν.101(Ι)/03»).
Η προκήρυξη του Διαγωνισμού, δημόσιος ως ήταν τούτος, συνιστούσε πράξη κανονιστικού περιεχομένου η οποία περίβαλε τη διεξαγωγή του, έστω υπό τις δοσμένες περιστάσεις, κατά τρόπο δεσμευτικό για τα μέρη (Κοινοπραξία «Αθωνική Τεχνική Α.Ε.-Εργοληπτική Εταιρεία Χ.Π.Θ. Αλεξάνδρου Λτδ-Μεσόγειος Α.Ε.», Ε.Δ.Δ. 21/16, ημ. 18.3.22, Papaetis Medical Co Ltd v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 97, 99).
Υπό αυτή την οπτική, η προκήρυξη του Διαγωνισμού, εντάχθηκε, ως ορθώς έκρινε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, με τη νομιμότητα της πράξης να υπόκειται στον έλεγχο του διοικητικού και όχι του αστικού δικαίου (Cydive Ltd v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Π.Ε. 207/12, ημ. 7.6.18, ECLI:CY:AD:2018:A279).
Τα ίδια, αφορούν και στα περί ακύρωσης της Απόφασης και όσα συνέτειναν στη μεμπτή συγκρότηση της Επιτροπής Προσφορών (Κοινοπραξία Παναγιώτης Χαπέσιης & Κώστας Α. Ζαχαρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 59/15, ημ. 4.4.22, ECLI:CY:AD:2022:C139, Γ. Κίρζης και Σία Λτδ ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1899, 1906-1909).
Οι Εφεσείοντες, είχαν τη δυνατότητα βάσει του Άρθρου 56, Ν.101(Ι)/03, να καταχωρίσουν ιεραρχική προσφυγή ενάντια στην απόφαση της ΑΑΠ να ανακαλέσει την Απόφαση ένεκεν της κακής συγκρότησης της Επιτροπής Προσφορών και να επαναπροκηρύξει την Προσφορά, και μετέπειτα, υπό προϋποθέσεις (αναλόγως του αποτελέσματος), να προχωρήσουν με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο για τις όποιες αποζημιώσεις θεωρούσαν πως δικαιούνται κατά το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, με το εκεί παρεχόμενο δικαίωμα να μην συναρτάται προς την παραβίαση αστικού δικαιώματος αλλά προς την ακύρωση της επίδικης απόφασης των Εφεσίβλητων, ενταγμένη ως ήταν τούτη στον τομέα του δημοσίου δικαίου (Δημοκρατία ν. Success Advertising Co Ltd (1996) 1(A) A.A.Δ. 153, 157-158).
Δεν λειτούργησαν έτσι οι Εφεσείοντες.
Είχαν εντούτοις την εκλογή να πράξουν, έτσι ώστε να δρομολογήσουν ό,τι ήταν εφικτό ως προαπαιτούμενο προς την πορεία που επιζητούσαν (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ταλιαδώρου και Άλλων (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 586, 598-600).
Στην Netvision Limited v. Συμβουλίου Προσφορών και Άλλων (2006) 4(Α) Α.Α.Δ. 244, 248-249, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε μονομελή σύνθεση (Νικολάου, Δ.), αποφάσισε και αυτά τα κατ' αναλογίαν σχετικά προς ό,τι εδώ απασχολεί (τηρουμένων πάντοτε κάποιων επουσιωδών διαφοροποιήσεων αναφορικώς προς τα βασικά γεγονότα):
«......................................................................................................................
Το ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση για τον αποκλεισμό των αιτητών ανακλήθηκε εξ ολοκλήρου και κατέστη άκυρη εξ υπαρχής, σήμαινε ότι οι αιτητές επανήλθαν ως υποψήφιοι στο διαγωνισμό. Έτσι, η δαπάνη στην οποία είχαν υποβληθεί σε σχέση με την ετοιμασία και υποβολή της προσφοράς απέκτησε και πάλι νόημα. Το ότι την ανάκληση της απόφασης αποκλεισμού τη διαδέχθηκε αμέσως η ακύρωση του διαγωνισμού δεν μεταβάλλει αυτή την ταξινόμηση της περίπτωσης. Το παράπονο λοιπόν των αιτητών ως προς την εν λόγω δαπάνη, δεν θα μπορούσε να συνδεθεί παρά μόνο με την ακύρωση του διαγωνισμού. Όμως η ακύρωση του διαγωνισμού δεν έχει προσβληθεί.
2. Απομένει το άλλο μέρος της δαπάνης στην οποία αναφέρονται οι αιτητές, ήτοι τα τέλη για την καταχώριση της διοικητικής προσφυγής και τα δικηγορικά έξοδα στη διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών. Πρόκειται για δαπάνη που προέκυψε από την απόφαση του Συμβουλίου να τους αποκλείσει. Είναι προφανές πως η ανάκληση εκείνης της απόφασης καθιστά δεδομένη την υπαιτιότητα της διοίκησης αναφορικά με τις περιστάσεις που είχαν ως αποτέλεσμα τη διοικητική προσφυγή και τη δημιουργία της δαπάνης. Ως προς αυτή λοιπόν την πτυχή δεν υπάρχει ο,τιδήποτε που χρειάζεται να γίνει στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το κατά πόσο αυτή η δαπάνη μπορεί ή όχι να διεκδικηθεί με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος, είναι θέμα που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
.....................................................................................................................».
Η ως άνω απόφαση, επιβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια στην Netvision Ltd v. Συμβουλίου Προσφορών και Άλλων (2008) 3 Α.Α.Δ. 174 (βλ. και Flecha Contracting Ltd v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 602).
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αντίκρυσε τα πράγματα και υπό ένα έτερο φακό - και καθηκόντως βεβαίως αφού τούτη ήταν κατ' ουσίαν και η βάση αγωγής - κρίνοντας ότι ανεξαρτήτως τού καίριου δικαιοδοτικού ζητήματος επί του οποίου είχε πρότερα αποφασίσει (ως συζητήσαμε πιο πάνω), δεν υφίστατο αγώγιμο δικαίωμα για αμέλεια των Εφεσίβλητων, αφού (στα γεγονότα της υπόθεσης), δεν μπορούσε να λογιστεί πως οι Εφεσίβλητοι, ως Αναθέτουσα Αρχή, υπείχαν εν προκειμένω (και κατά τα εδώ αφορώντα γεγονότα), καθήκον επιμέλειας προς τους Εφεσείοντες, το οποίο να παραβίασαν κιόλας σε βαθμό αμέλειας κατά τα προνοούμενα στο Άρθρο 51 του Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ.148.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο είπε και τούτα:
«......................................................................................................................
Αποτελεί σαφή δικαιϊκή αρχή (βλ. την απόφαση ημερ. 31.5.2012 στην Πολιτική Έφεση Αρ. 301/2008, A. Panayides Contracting Limited v M & M Frangos Engineering & Contracting Ltd) ότι στο πλαίσιο του δικαίου των προσφορών, η πρόσκληση για την υποβολή προσφοράς δεν δημιουργεί σύμβαση διότι τέτοια πρόσκληση αποτελεί μόνο πρόσκληση προς προσφορά, με αποτέλεσμα να μην είναι καν αναγκαίο για τον ιδιοκτήτη να αναφέρει ρητώς ότι δεν δεσμεύεται στο να αποδεχθεί τη χαμηλότερη προσφορά, (Halsbury´s Laws of England 4η έκδ., Τόμος 4(3), παρ. 15 και 17). Η αποδοχή της προσφοράς πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και σαφής και αυτό αποδεικνύεται κατά κανόνα με την παραγγελία των προσφερομένων προϊόντων ή την εκτέλεση των εργασιών, (Chitty on Contracts, General Principles, 23η έκδ., παρ. 53).
........................................................................................................................
Δεν είναι τυχαίο, κατά την ταπεινή μου κρίση, το γεγονός ότι το ίδιο το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (όπως ήταν τότε), το έθεσε ως γενική αρχή ότι η επιδίκαση αποζημιώσεων δεν μπορεί να εξαρτάται από την ύπαρξη αμέλειας της αναθέτουσας αρχής και έκρινε ως μη συνάδουσα με το Κοινοτικό δίκαιο και ειδικότερα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ τη νομοθεσία της Πορτογαλίας στο βαθμό που καθόριζε ως προϋπόθεση για την έγερση αγώγιμου δικαιώματος για αποζημιώσεις την απόδειξη αμελούς διαγωγής από μέρους της Αναθέτουσας Αρχής (βλ. την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2004 στην υπόθεση C-275/03, Commission v Portugal, βλ. επίσης το Σύγγραμμα του Αχιλλέα Κ. Αιμιλιανίδη «Κυπριακό Δίκαιο των Δημοσίων Συμβάσεων» Δικαιονομία Νομικές Εκδόσεις, Λευκωσία, 2007, που τη μνημονεύει στη σελ. 337 αυτού. Το Διατακτικό της απόφασης έχει ως εξής
«Η Πορτογαλική Δημοκρατία, παραλείποντας να καταργήσει το νομοθετικό διάταγμα 48 051 της 21ης Νοεμβρίου 1967, το οποίο εξαρτά από την απόδειξη αμέλειας ή δόλου την καταβολή αποζημιώσεως στα πρόσωπα που έχουν υποστεί βλάβη από παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί δημοσίων συμβάσεων ή των εθνικών κανόνων που μεταφέρουν το δίκαιο αυτό στην εθνική έννομη τάξη, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 1, παράγραφος 1, και 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 89/665/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων περί της εφαρμογής των διαδικασιών προσφυγής στον τομέα της σύναψης συμβάσεων κρατικών προμηθειών και δημοσίων έργων.».
Σημειωτέον ότι το Άρθρο 1, παράγραφος 1 της Οδηγίας 89/665/ΕΟΚ καθορίζει ότι꞉
«1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται, όσον αφορά τις διαδικασίες συνάψεως συμβάσεων του δημοσίου που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των οδηγιών 71/305/ΕΟΚ και 77/62/ΕΟΚ, ότι οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι αναθέτουσες αρχές υπόκεινται στην άσκηση αποτελεσματικών και, ιδίως, όσο το δυνατόν ταχύτερων προσφυγών, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα παρακάτω άρθρα, και ιδίως στο άρθρο 2 παράγραφος 7, για το λόγο ότι οι αποφάσεις αυτές παραβιάζουν είτε το κοινοτικό δίκαιο περί συμβάσεων του δημοσίου είτε τους εθνικούς κανόνες που μεταγράφουν το δίκαιο αυτό».
.....................................................................................................................».
Δεν ακούσαμε κάτι από τους Εφεσείοντες που να δικαιολογεί εφετειακή επέμβαση στα ανωτέρω. Απεναντίας, η πρωτόδικη προσέγγιση συγκλίνει επί της εν γένει θεματικής και με άλλη εθνική και ενωσιακή νομολογία (Graz v. Strabag and Others [2010] EUECJ C-314/09 (30 September 2010), Α/φοί Μαυρή Κρεοπωλεία Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 336, 346-357).
Επιπλέον, δεν θα μπορούσε, λελογισμένα και εκ των γεγονότων, να τεθεί σε άλλο επίπεδο συζήτησης το πρωτόδικο συμπέρασμα πως η επιλογή των Εφεσειόντων να μην προσφύγουν κατά της ακύρωσης του Διαγωνισμού, είτε με νέα ιεραρχική προσφυγή στην ΑΑΠ είτε με προσφυγή διά του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος (στο Ανώτατο Δικαστήριο τότε), δεν άφηνε νομικά ερείσματα διεκδίκησης αποζημιώσεων, σε αντιπαραβολή προς το τι θα συνέβαινε ίσως σε περίπτωση «... ακυρωτικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 59 του Ν.101(Ι)/2003 ή δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος, αφορώσας στην ανάκληση της προκήρυξης του διαγωνισμού (δηλ. της ακύρωσης του διαγωνισμού), θα μπορούσε να προωθηθεί η αξίωση για αποζημιώσεις ...».
Πριν από τη δική μας απόληξη - και με ειδικότερη αναφορά στον λόγο έφεσης 4 - παρεμβάλλουμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο διόλου δεν «... φάσκει και αντιφάσκει στην απόφαση του ...» αφού, όπως λέγουν οι Εφεσείοντες, ενώ δέχθηκε τη μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως αξιόπιστη τονίζοντας μάλιστα και πως «... τεκμηριώθηκε δεόντως η διενέργεια των δαπανών για τις οποίες αξιώνουν αποζημίωση [οι Εφεσείοντες] ...», το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε να μην εξετάσει το αν οι διεκδικούμενες αποζημιώσεις «... αποτελούν «ζημιά» ...».
Δεν έχουν έτσι τα πράγματα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εκ καθήκοντος αξιολόγησε τη μαρτυρία των προαναφερθέντων μαρτύρων (United Five Development Co (Holdings) Ltd και Άλλων ν. Stighting Altas Specials, Π.Ε. 316/14, ημ. 15.2.23, ECLI:CY:AD:2023:A52).
Προσθέτως, το Πρωτόδικο Δικαστήριο ουδέποτε διατύπωσε εύρημα ότι «... τεκμηριώθηκε δεόντως η διενέργεια των δαπανών ...» για τις οποίες αξίωναν αποζημίωση οι Εφεσείοντες, μια και ρητώς είναι που ανέφερε (προεκτείνοντας τη σκέψη του), πως δεν περιλαμβάνονταν στις τεκμηριωθείσες επίδικες δαπάνες των Εφεσειόντων «... τα δικηγορικά έξοδα ετοιμασίας και καταχώρισης της ιεραρχικής προσφυγής στην ΑΑΠ και της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα ...».
Οι αναφορές λοιπόν των Εφεσειόντων απέχουν από την πραγματικότητα.
Είχαν έτσι κι αλλιώς χρέος να αποδείξουν τις ζημιές τους οι Εφεσείοντες, και απέτυχαν (Νίκολας ν. Δημοκρατίας (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 983, 1002).
Το κατά πόσο εν τέλει οι εν λόγω ζημιές θα μπορούσαν να συναπαρτίσουν θεωρητικώς ζημιά ή ανακτήσιμη ζημιά κατά έννοια του Άρθρου 59, Ν.101(Ι)/03,[1] συνέθετε περισσότερο θέμα νομικό, με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ήδη αποφανθεί επί του ανυπόστατου της Αγωγής, να προκρίνει, ως είχε ευχέρεια, να μην ενασχοληθεί «... για το αν οι δαπάνες/τα έξοδα για τα οποία οι Ενάγοντες διεκδικούν αποζημιώσεις αποτελούν, ανά είδος, «ζημιά» κατά την έννοια του άρθρου 59 του Ν. 101(Ι)/2003 ή του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος ...».
Καλώς έπραξε μιας και η προβληματική ήταν πια ακαδημαϊκή και άρα απρόσφορη προς επί ματαίω δικαστική εντρύφηση (Αναφορικά με το Διάταγμα στην Αίτηση με Αρ. 34/19, Π.Ε. 16/22, ημ. 5.4.23).
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Τους απορρίπτουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, έξοδα ύψους €3.200,00, συν ΦΠΑ, αν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] «59. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 56, η ακύρωση από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών της πράξης ή απόφασης της αναθέτουσας αρχής δημιουργεί δικαίωμα στον ενδιαφερόμενο σε περίπτωση που έχει υποστεί ζημία από τέτοια πράξη ή απόφαση να αξιώσει αποζημίωση από την αναθέτουσα αρχή με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο».