ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 33/2015)
1 Νοεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΧΑΡΗΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ,
Εφεσείων/Ενάγων,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Εφεσίβλητων/Εναγομένων.
_____________________________________________________________
Ρ. Βασιλέας για Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον
Εφεσείοντα.
Κ. Χατζηαναστάση (κα) για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 27/10/2014, στην Αγωγή με αρ. 2516/2020 (εφεξής πρωτόδικη Απόφαση), με την οποία η εν λόγω Αγωγή απερρίφθη. Με την εν λόγω Αγωγή ο Εφεσείων αξίωνε ειδικές αποζημιώσεις ύψους €1.0002,86 για βλάβη στο όχημα του λόγω αμέλειας που, κατ' ισχυρισμό, είχαν επιδείξει οι Εφεσίβλητοι κατά την επιχωμάτωση μικρής λακκούβας σε πεζοδρόμιο μετά την αντικατάσταση σωλήνας παροχέτευσης νερού. Το περιστατικό συνέβη έξω από την οικία της μητέρας του Εφεσείοντα όταν αυτός προσπάθησε να οδηγήσει το όχημα του, που ήταν αρχικά σταθμευμένο στο πεζοδρόμιο, επί του πεζοδρομίου στο σημείο όπου είχαν γίνει οι συγκεκριμένες εργασίες.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι στην υπό κρίση περίπτωση οι Εφεσίβλητοι είχαν λάβει τέτοια μέτρα που να διασφαλίζουν την ασφάλεια των πεζών που αναμενόταν ότι θα χρησιμοποιούσαν το δρόμο και ότι δεν αναμενόταν η χρήση του πεζοδρομίου ως χώρος στάθμευσης από τα αυτοκίνητα, για σκοπούς λήψης επιπρόσθετων μέτρων.
Με έξι Λόγους Έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης Απόφασης.
Με τον 1ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως αυθαίρετη και λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ο Εφεσείων θεωρήθηκε μερικώς ειλικρινής. Μέσω του 2ου και του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιχωμάτωση της λακκούβας από τους Εφεσίβλητους ήταν αρκετή για να την καταστήσει ορατή και χωρίς κινδύνους, καθώς και ότι η τοποθέτηση περίφραξης και φωτισμού, ενόσω η λακκούβα παρέμενε σκαμμένη αλλά κλειστή, αποτελούσαν επιπρόσθετα μέτρα των οποίων η μη λήψη δεν αποτέλεσε λόγο για τη ζημιά που προκλήθηκε στον Εφεσείοντα. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η χρήση του πεζοδρομίου ως χώρος στάθμευσης δεν αποτελούσε προβλεπτό γεγονός, έτσι που να καθιστά υποχρέωση των Εφεσίβλητων τη λήψη προστατευτικών μέτρων έναντι των διερχομένων, ενώ με τον 5ο Λόγο Έφεσης το εύρημα ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο επεσυνέβη η ζημιά του Εφεσείοντα ήταν η παρανομία του ιδίου και όχι η αμέλεια των Εφεσίβλητων. Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων είχε συντρέχουσα ευθύνη για το ατύχημα.
Δεδομένου του γεγονότος ότι αντικείμενο του 1ου Λόγου Έφεσης είναι η κατ' ισχυρισμό λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, αρκεί να υπομνήσουμε την πάγια νομολογία με βάση την οποία η αξιολόγηση των μαρτύρων αποτελεί κατεξοχή έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βλέπει και παρακολουθεί τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν, με αποτέλεσμα να πλεονεκτεί έναντι του Εφετείου. Γι' αυτό χρειάζονται ισχυροί λόγοι ανατροπής σε διαπιστώσεις γεγονότων, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας και στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μόνο εκεί όπου τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα που έκανε σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τον Εφεσείοντα στη μαρτυρία που έδωσε, τον έκρινε μερικώς ειλικρινή ή, καλύτερα, μερικώς αναξιόπιστο. Εν πρώτοις είναι νομολογημένο ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς (βλ. Αγαπίου ν. Παναγιώτου (1988) 1 Α.Α.Δ. 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 1 Α.Α.Δ. 207) και δεν είναι επιλήψιμο, μέρος μαρτυρίας να γίνεται αποδεκτό ενώ άλλο να απορρίπτεται. Τούτο, όμως, είναι δυνατό εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση της μαρτυρίας του (Χριστοφή ν. Γρηγορίου (2015) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 2154) και όταν μέσα από μια αξιόπιστη μαρτυρία προσφέρονται στοιχεία τα οποία κρίνονται μη αξιόπιστα και τα οποία δεν αντικρούουν την αξιόπιστη μαρτυρία.
Ό,τι βασικά προσβάλλεται με τον 1ο Λόγο Έφεσης είναι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να κρίνει τον Εφεσείοντα μερικώς αξιόπιστο. Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικώς αναφέρει ότι αυτός ήταν μερικώς ειλικρινής, επισημαίνοντας προς τούτο ότι η μαρτυρία του συνήδε με εκείνη των Μ.Υ.1 και Μ.Υ.2, καθώς και εκείνη του Μ.Ε.2. Στη συνέχεια, ωστόσο, το πρωτόδικο Δικαστήριο, μέσω του ακόλουθου αποσπάσματος στην Απόφαση του, προβαίνει σε καταγραφή των λόγων που θεωρεί τη μαρτυρία του Εφεσείοντα ως μερικώς ειλικρινή:
«Αυτό που πρέπει να λεχθεί όμως είναι ότι ο Ενάγοντας για να βοηθήσει την υπόθεσή του είπε ψέματα ότι η μητέρα του δεν γνώριζε ότι την συγκεκριμένη μέρα θα εκτελούντο εργασίες ενώ προηγουμένως είχε αναφέρει ότι οι γονείς του γνώριζαν ότι είχαν διενεργηθεί εργασίες κάποιες μέρες πριν. Επίσης είχε παραδεχθεί αρχικά ότι η λακκούβα ήταν επιχωματωμένη για να το αρνηθεί στην συνέχεια. Παράλληλα θεωρώ ότι ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο η συγκεκριμένη λακκούβα συνιστούσε κίνδυνο για ένα πεζό αφού ο ίδιος δεν την είχε καν προσέξει για μέρες δεδομένου του γεγονότος ότι οι εργασίες είχαν ολοκληρωθεί στις 24/11/09 και ο ίδιος επισκεπτόταν το σπίτι των γονιών του κάθε μέρα».
Aποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα ότι αυτός ουδέποτε είχε αναφέρει στη μαρτυρία του ότι οι γονείς του γνώριζαν ότι είχαν διενεργηθεί εργασίες κάποιες μέρες πριν το συμβάν. Έχοντας ανατρέξει στα πρακτικά της υπόθεσης δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην αξιολόγηση του μάρτυρα. Όπως προκύπτει από τη γραπτή δήλωση του Εφεσείοντα (Τεκμήριο 1), αυτός είχε καταθέσει ότι «ανέφερα στον πατέρα μου την ατυχία μου με ενημέρωσε ο ίδιος ότι τις προηγούμενες ημέρες το συγκεκριμένο φρεάτιο είχε σκαφτεί από την Υδατοπρομήθεια Λάρνακας κατά την εκτέλεση κάποιων εργασιών τους και θα ήταν σωστό να επικοινωνήσω μαζί τους». Στην αντεξέταση του ενώ αρχικά ανέφερε ότι η μητέρα του πηγαίνει δουλειά στις 09:00 και μπορεί να μην είδε τους υπαλλήλους των Εφεσίβλητων να εργάζονται στο συγκεκριμένο σημείο, σε κατοπινή ερώτηση που του υπεβλήθη ανέφερε ότι «.την προηγούμενη ημέρα εργαζόταν το ΣΥΛ και τους είδε η μητέρα μου», αποδεχόμενος επίσης λίγο αργότερα πάντοτε στο πλαίσιο της αντεξέτασης ότι, «..ο πατέρας μου, μου είπε ότι εργάστηκαν από το ΣΥΛ».
Κατ' ανάλογο τρόπο η θέση του Εφεσείοντα ότι ουδέποτε αρνήθηκε ότι η λακκούβα ήταν επιχωματωμένη ελέγχεται ως ανακριβής, με αποτέλεσμα και σε σχέση με αυτό το ζήτημα να μην διαπιστώνεται οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Όπως συναφώς προκύπτει από την αντεξέταση του Εφεσείοντα αυτός είχε αναφέρει ότι «. τη συγκεκριμένη ημέρα υπήρχαν καταρρακτώδεις νερά, είχε λάντες παντού και δεν φαινόταν η λακκούβα», «δεν αντιλήφθηκα τη λακκούβα», ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της αντεξέτασης ανέφερε ότι, «.η λακκούβα ήταν επιχωματωμένη». Στη δε γραπτή του δήλωση (Τεκμήριο 1) είχε αναφέρει ότι «.πρόσεξα ότι ο μπροστινός τροχός μου έπεσε μέσα σ΄ένα φρεάτιο-λακκούβα γεμάτη νερό η οποία βρισκόταν στο πεζοδρόμιο..»
Ως εκ των ανωτέρω δεν έχουμε διαπιστώσει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και τα Τεκμήρια που είχε ενώπιον του. Συνεπώς ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 2ου και 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επιχωμάτωση της λακκούβας ήτο μέτρο ικανό για να την καταστήσει ορατή και να μην συνιστά κίνδυνο και ότι η παράλειψη τοποθέτησης περίφραξης και φωτισμού από τους Εφεσίβλητους, ενόσω αυτή ήταν σκαμμένη, δεν αποτέλεσε λόγο για τη ζημιά που προκλήθηκε στον Εφεσείοντα. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας των πιο πάνω Λόγων Έφεσης υποστηρίζεται ότι, παρά το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ότι ο καιρός ήταν βροχερός και υπήρχε πιθανότητα περαιτέρω καθίζησης του χώματος και γι' αυτό δεν είχε τοποθετηθεί σκυρόδεμα, παρέλειψε να αξιολογήσει ότι μια τέτοια καθίζηση του χώματος σε συνάρτηση με το χαμηλό φωτισμό του σημείου δημιούργησε κινδύνους για τους διερχόμενους.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγούμενο από τις νομολογιακές αρχές που προσδιορίζουν το καθήκον επιμέλειας και την εκπλήρωση του (βλ. Vakanas v. Thomas (1982) 1 C.L.R. 530, Παπασωζόμενου v. Αναστασίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 329, Στρατμάρκο Λτδ v. Μιχαήλ (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 453 και Χαριλάου v. Νικολάου (20030 1 Α.Α.Δ. 1460) και με παραπομπή στο Σύγγραμμα Halsbury΄s Laws of England, 5η Έκδοση, τόμος 78, σελ.4[1], το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη απόδειξης ότι ο ενάγων ανήκε σε εκείνη την τάξη ατόμων προς τους οποίους ο εναγόμενος όφειλε καθήκον επιμέλειας, επεσήμανε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση οι Εφεσίβλητοι είχαν καθήκον επιμέλειας προς τους χρήστες του πεζοδρομίου, ήτοι τους πεζούς, όχι, όμως, σε οποιοδήποτε απομακρυσμένο χρήστη του πεζοδρομίου. Τονίζοντας, συγχρόνως, ότι δεν αναμένεται η χρήση του πεζοδρομίου ως χώρος στάθμευσης από τα αυτοκίνητα. Δεν είναι, εν προκειμένω, άνευ σημασίας και η πρόνοια του Κανονισμού 58(9)(στ) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών, όπου προβλέπονται τα ακόλουθα:
«(9) Πρόσωπο το οποίο οδηγεί ή έχει την ευθύνη ή τον έλεγχο μηχανοκίνητου οχήματος σε οποιοδήποτε δρόμο, οφείλει να μη σταθμεύει το όχημα ούτε εγκαταλείπει αυτό-
..................
(στ) πάνω σε πεζοδρόμιο ή πεζόδρομο»
Η αμέλεια ως νομική έννοια είναι γνωστή και δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση. Αμέλεια είναι, κατά το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που κωδικοποιεί τις αρχές του Κοινού Δικαίου στον κλάδο αυτό, παράβαση καθήκοντος επιμέλειας που οφείλεται από τον εναγόμενο στον ενάγοντα, η οποία προκαλεί ζημιά στον ενάγοντα. Το καθήκον επιμέλειας, η παράβαση του καθήκοντος αυτού και η επέλευση ζημιάς συνιστούν τα τρία συστατικά που ο ενάγων είναι επιφορτισμένος να αποδείξει προς στοιχειοθέτηση κατ' ισχυρισμό αμέλειας από μέρους του εναγόμενου.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Ξενοφώντος v. K.N. Zoo Bar Restaurant Ltd κ.ά. (2016) 1 Α.Α.Δ. 2786:
«Δεν είναι όμως η έλευση κάθε ζημιάς από τρίτο που καθιερώνει αξίωση αμέλειας. Κατά τη νομολογιακή προσέγγιση της έννοιας της αμέλειας είναι απαραίτητη πρωταρχικά η απόδειξη ότι το άτομο, φυσικό ή νομικό, που προκάλεσε τη ζημιά, όφειλε καθήκον επιμέλειας, έναντι του ζημιωθέντος («duty of care») που περικλείεται στη ρήση του Lord Atkin στην πασίγνωστη υπόθεση Donoghue v. Stevenson [1932] AC 562, με τη χρήση της έννοιας ή κριτηρίου του γείτονα («neighbour principle»). Όπου πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια γειτνίαση με άλλο ώστε το τελευταίο να αντιλαμβάνεται ως θέμα εύλογης αποτίμησης των δεδομένων («reasonable foreseeability»), ότι πράξη ή παράλειψη του πιθανόν να επιφέρει στο πρώτο ζημιά, τότε αναδύεται καθήκον επιμέλειας.
Οι κατηγορίες ή συνθήκες κάτω από τις οποίες μπορεί να εγερθεί τέτοιο καθήκον αναγνωρίστηκε ήδη από την Donoghue v. Stevenson, από τον Lord McMillan, ότι δεν είναι ποτέ στεγανοποιημένες. Η αμέλεια ως έννοια μπορεί να επιδεικνύεται σε μια μεγάλη κατηγορία συνθηκών. Δεν είναι αναγκαίο τα εξεταζόμενα γεγονότα να εντάσσονται σε υποθέσεις όπου και προηγουμένως είχε στοιχειοθετηθεί αμέλεια. Το θέμα εξετάζεται, σύμφωνα με την Anns v. Merton London Borough Council [1978] AC 728, σε δύο στάδια: Πρώτον, κατά πόσο υπάρχει η αναγκαία γειτνίαση ώστε να εγείρεται το ερώτημα ότι η έλλειψη φροντίδας δυνατόν να προκαλέσει ζημιά ως θέμα εύλογης πρόβλεψης. Δεύτερον, αν η απάντηση είναι καταφατική, κατά πόσον υπάρχουν δεδομένα που αδρανοποιούν ή περιορίζουν την έκταση αυτής της επιμέλειας».
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Ξενοφώντος (ανωτέρω), «σήμερα η έννοια της επιμέλειας οριοθετείται από το Caparo test, από την υπόθεση Caparo Industries plc v. Dickman [1990] 1 All E.R. 568[2] και τη σύγχρονη της, Marc Rich & Co. AG v. Bishop Rock Marine Co Ltd [1996] 1 AC 211, ώστε να πρέπει: (1) ο ενάγων να δείξει ότι εμπίπτει στα πρόσωπα που ευλόγως μπορούσαν να επηρεαστούν, ανάλογα με τη ζημιά που έγινε, (2) ότι ενάγων και εναγόμενος βρίσκονται σε σχέση γειτνίασης («proximity») και (3) ότι είναι δίκαιο, ορθό και εύλογο («fair, just and reasonable») να εναποτεθεί καθήκον επιμέλειας υπό τις περιστάσεις».
Με βάση τα πιο πάνω, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το καθήκον επιμέλειας που είχαν οι Εφεσίβλητοι ήτο προς τους πεζούς που διέρχονταν στο πεζοδρόμιο και όχι προς τους οδηγούς που διέρχονταν ή στάθμευαν τα οχήματα τους επί του πεζοδρομίου, η οποία ήτο απολύτως ορθή, θέτει εκ ποδών όσα ο Εφεσείων προσπάθησε να προωθήσει θέμα περί δήθεν αδυναμίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αξιολογήσει τον κίνδυνο που υπήρχε για τους διερχόμενους. Και τούτο για τον απλούστατο λόγο ότι ο Εφεσείων, οδηγώντας το αυτοκίνητο του επί του πεζοδρομίου, δεν ενέπιπτε στην κατηγορία των διερχόμενων πεζών που θα αναμένονταν να χρησιμοποιήσουν το πεζοδρόμιο. Ό,τι, εν προκειμένω, χρειαζόταν να αξιολογηθεί από πλευράς του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι είχαν εκπληρώσει το καθήκον επιμέλειας έναντι εκείνων που αναμενόταν νόμιμα να χρησιμοποιήσουν το πεζοδρόμιο. Αφού διαπίστωσε ότι με την τοποθέτηση περισσότερου άμμου η λακκούβα ήτο ορατή από τους πεζούς, κατέληξε ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν λάβει τέτοια μέτρα που θα διασφάλιζαν την ασφάλεια των πεζών που αναμενόταν ότι θα χρησιμοποιούσαν το πεζοδρόμιο.
Ως εκ των ανωτέρω ο 2ος και 3ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.
Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι ήταν λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η χρήση του πεζοδρομίου ως χώρος στάθμευσης δεν αποτελούσε προβλεπτό γεγονός, έτσι που να καθιστά υποχρέωση των Εφεσίβλητων τη λήψη προστατευτικών μέτρων έναντι όλων των διερχομένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Απόφαση του σημείωσε ότι, «Η οποιαδήποτε μη αναμενόμενη πρακτική των κατοίκων της γειτονιάς, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν αποδείχθηκε, δεν αναμένεται να ήταν στην σκέψη των Εναγομένων έτσι ώστε να λάβουν επιπρόσθετα μέτρα».
Όπως ήδη επισημάνθηκε με αναφορά στην υπόθεση Ξενοφώντος (ανωτέρω), τα κριτήρια που καθορίζουν τη διάγνωση καθήκοντος επιμέλειας συναρτώνται με την ικανοποίηση τριών προϋποθέσεων: Η ζημιά πρέπει να είναι προβλεπτή, πρέπει να υπάρχει σχέση επαρκούς εγγύτητας ή γειτονίας και πρέπει να είναι δίκαιο να τίθεται υποχρέωση επιμέλειας στους ώμους του εναγόμενου.
Με δεδομένο ότι δεν αναμένεται η χρήση του πεζοδρομίου ως χώρος στάθμευσης από οχήματα, ουδεμία σημασία είχε, εν προκειμένω, αν υπήρχε μαρτυρία ότι γινόταν, στην πραγματικότητα, τέτοια χρήση. Έπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς θεμελίωσε την Απόφαση του και επί ενός άλλου λόγου, αυτού που αφορούσε στην παρανομία που προέκυπτε από το ίδιο το γεγονός της στάθμευσης του οχήματος του Εφεσείοντα επί του πεζοδρομίου. Είναι γνωστή η αρχή συμφώνως της οποίας σε κάθε περίπτωση που ο ενάγων έχει λάβει μέρος σε παράνομη δραστηριότητα, το Δικαστήριο δεν θα του προσφέρει θεραπεία αλλά, αντιθέτως, «οφείλει να αποστερήσει τον διάδικο που αναμειγνύεται σε παράνομες ενέργειες από οποιαδήποτε θεραπεία[3]».
Απόλυτα σχετικά είναι και τα όσα καταγράφονται στο Σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 20η εκδ., παρα. 3-05 και παρα. 8-35, σελ 175 και 439, καθώς και στο ακόλουθο απόσπασμα στην σελίδα 439 στο οποίο παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
"Where a claimant's own wrongdoing is intimately connected with his negligence claim against the defendant, he may be denied recovery on the basis of the defence of illegality which is also referred to as the maxim ex turpi causa no oritus action. But the illegality of the claimant's conduct may be reason of denying a duty in the first place......"
(Βλ. Clunis v. Camden & Islington H.A. [1998] Q.B. 987, O v. Ministry of Defence; West v. Ministry of Defence [2006] EWHC 19 (QB) και Gray v. Thames Trains Ltd [2009] UKHL 33).
Το ότι η παρανομία του Εφεσείοντα θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο για να μην του αναγνωριστεί εξ υπαρχής καθήκον επιμέλειας, επισημάνθηκε στην υπόθεση Vellino v. Chief Constable of the Greater Manchester Police [2001] EWCA Civ. 1249 στην οποία, μεταξύ άλλων, λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"If the facts are such that the maxim ex turpi causa non oritur actio is applicable, it does not matter whether the correct legal analysis is that the defendants owed no duty of care, because the third limb of the test in Caparo Industries, namely that it is just fair and reasonable to impose a duty of care, is not satisfied, or that the maxim affords a freestanding reason for holding that the cause of action does not arise or cannot be pursued."
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο μόνος λόγος που επεσυνέβη η ζημιά του Εφεσείοντα ήταν η παρανομία του ιδίου και όχι η αμέλεια των Εφεσίβλητων.
Το σχετικό απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει ως εξής:
«Θεωρώ ότι και στην παρούσα περίπτωση η παράνομη στάθμευση του αυτοκινήτου του ενάγοντα επί του πεζοδρομίου ήταν ο μόνος λόγος που είχε επισυμβεί η ζημιά του και όχι η αμέλεια των εναγομένων στην εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας ή η μη τοποθέτηση οποιωνδήποτε προστατευτικών. Προφανώς το χώμα είχε υποχωρήσει λόγω του βάρους του αυτοκινήτου και όχι λόγω αμέλειας των εναγομένων να μολώσουν επαρκώς την λακκούβα για να μπορούν να διέρχονται οι πεζοί από το συγκεκριμένο μέρος του πεζοδρομίου που είχε καλυφθεί.»
Όπως έχει ήδη πιο πάνω επισημανθεί, δεν ετίθετο ζήτημα ύπαρξης καθήκοντος επιμέλειας έναντι των οδηγών που διέρχονταν ή στάθμευαν τα οχήματα τους επί του πεζοδρομίου. Τέτοιο καθήκον υφίστατο έναντι των διερχόμενων πεζών που αναμένονταν να χρησιμοποιούν το πεζοδρόμιο. Ήταν έναντι των τελευταίων που είχαν ληφθεί προστατευτικά μέτρα.
Υποστηρίχθηκε στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα ότι μπορεί ο Εφεσείων να υπέστη τη ζημιά ενώ οδηγούσε επί του πεζοδρομίου, ωστόσο, η ζημιά του δεν προκλήθηκε επειδή οδηγούσε επί του πεζοδρομίου, αλλά προκλήθηκε επειδή οι Εφεσίβλητοι, κατά παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας, δεν περίφραξαν το χώρο. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε, «η αμέλεια των Εφεσιβλήτων ήταν εκείνη που προκάλεσε το ατύχημα κι όχι η στάθμευση επί του πεζοδρομίου».
Η πιο πάνω προσέγγιση είναι άνευ οποιουδήποτε ερείσματος.
Η μη ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας έναντι του Εφεσείοντα, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, καθιστά παντελώς αχρείαστη την οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση και καθορισμό του λόγου που προκάλεσε τη ζημιά στο όχημά του. Ούτε, βεβαίως, μπορεί να γίνεται αναφορά σε αμέλεια εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, για τον απλούστατο λόγο ότι θέμα αμέλειας εκ μέρους τους θα ετίθετο μόνο κατά την περίπτωση εκείνη όπου υφίστατο καθήκον επιμέλειας το οποίο παραβιάστηκε.
Ως εκ των ανωτέρω ο 5ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων είχε συντρέχουσα ευθύνη για το ατύχημα.
Όπως υποστηρίχθηκε μέσω της αιτιολογίας του πιο πάνω Λόγου, ουδέποτε προωθήθηκε στο Δικαστήριο από πλευράς των Εφεσίβλητων ο ισχυρισμός περί συντρέχουσας ευθύνης, αλλά ούτε και σχετική μαρτυρία που να επιτρέπει στο Δικαστήριο να προβεί σε τέτοιο εύρημα.
Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί τόσο στη βάση του ότι δεν υφίστατο καθήκον επιμέλειας έναντι του Εφεσείοντα, όσο και στη βάση της παρανομίας, έκρινε σκόπιμο «για σκοπούς πληρότητας και μόνο», όπως το έθεσε, να εξετάσει την περίπτωση που «θεωρητικά» οι Εφεσίβλητοι θα είχαν καθήκον επιμέλειας. Υπό αυτά τα δεδομένα και εφόσον η Αγωγή απερρίφθη για τους λόγους που αναφέρθηκαν, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί θεωρητικού πλαισίου δεν μπορεί και δεν θα απασχολήσει στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα ύψους €1.700 (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] "The duty of care. The defendant must owe a duty of care in relation to the general class within which the claimant and the type of damage that has arisen fall before there can be a question of liability to the claimant in question. Where there is no such notional duty to exercise care, negligence in the popular sense has no legal consequence. However strong the facts of the claimant's particular claim, it will fail unless the defendant owes a duty to take care in the kind of relationship in question.........................................................................................................
....................................................................................................................;
the fact that the act of the defendant violated his duty of care to a third person does not enable the person injured by the same act to claim unless he is also within the area of foreseeable danger."
[2] "What emerges is that, in addition to the foreseeability of damage, necessary ingredients in any situation giving rise to a duty of case are that there should exist between the party owing the duty and the party to whom it is owed a relationship characterized by the law as one of 'proximity' or 'neighbourhood' and that the situation should be one in which the court considers it fair, just and reasonable that the law should impose a duty of a given scope on the one party for the benefit of the other."
[3] Δέστε Χριστοδούλου και Lindsay v. Vraets [2009] 1 Α.Α.Δ. 802.