ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική Έφεση Αρ. 222/2015
22 Nοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΙΑ ΠΗΛΙΝΑ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη,
ν.
PASCAL EDUCATION LTD,
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας
__________________
Γ. Παπαθεοδώρου, για την Εφεσείουσα.
Λ. Χατζηπέτρου για Λεωνίδας Χατζηπέτρου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
__________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη εταιρεία παρέχει εκπαιδευτικές υπηρεσίες, και προς τούτο λειτουργεί, και είναι ιδιοκτήτρια, μεταξύ άλλων, των Ιδιωτικών Σχολείων και/ή Σχολών, γνωστές ως «Pascal English School» και «Ελληνική Σχολή ΠΑΣΚΑΛ». Η εφεσείουσα είναι καθηγήτρια μαθηματικών. Κατά ή περί τις 16.10.2008, καταρτίστηκε μεταξύ της εφεσίβλητης και της εφεσείουσας γραπτή σύμβαση εργοδότησης, σύμφωνα με την οποία η εφεσείουσα θα εργοδοτείτο από την εφεσίβλητη ως καθηγήτρια μαθηματικών, για δύο έτη. Η σύμβαση προέβλεπε πως η κλίμακα μισθοδοσίας του καθηγητή είναι Α2 και πως ο συμπεφωνημένος μηνιαίος μισθός της εφεσείουσας θα ήταν 1 202 ευρώ.
Σύμφωνα με τον όρο 2.6 της καταρτισθείσας γραπτής σύμβασης εργοδότησης:
«2.6 [.]
Σε περίπτωση που ο Καθηγητής τερματίσει παράνομα τη Συμφωνία, τα δύο μέρη συμφωνούν τα ακόλουθα:
(α) ότι είναι πρακτικά αδύνατο να υπολογιστεί η ζημιά στο Σχολείο, ιδιαίτερα αφού παράνομος τερματισμός θα φέρει δυσμενέστερες συνέπειες στο σχολείο όσο πλησιάζει το τέλος της σχολικής χρονιάς,
(β) είναι πολύ δύσκολο να αποδειχθεί με μαρτυρία στο δικαστήριο το ύψος της ζημιάς που θα υποστεί η Εταιρεία και δικαστική διαμάχη θα επιφέρει δυσανάλογα έξοδα και στα δύο μέρη.
Ως εκ τούτου προσυμφωνείται η ακόλουθη αποζημίωση που θα καταβληθεί από τον Καθηγητή προς την Εταιρεία σε περίπτωση παράνομου/αντισυμβατικού τερματισμού της Συμφωνίας από μέρους του Καθηγητή: (α) Σε περίπτωση που ο παράνομος τερματισμός γίνει εντός των πρώτων τριών μηνών του σχολικού έτους, τότε ο Καθηγητής θα καταβάλει αποζημίωση ύψους €1.000, (β) σε περίπτωση που ο τερματισμός γίνει μετά τους πρώτους τρεις μήνες της σχολικής χρονιάς αλλά πριν την αρχή του έβδομου μήνα, ο Καθηγητής θα καταβάλει αποζημίωση ύψους €2.000, (γ) σε περίπτωση που παράνομος τερματισμός γίνει μετά τον έκτο μήνα της σχολικής χρονιάς, ο Καθηγητής θα καταβάλει αποζημίωση ύψους €2.000, (γ) σε περίπτωση που παράνομος τερματισμός γίνει μετά τον έκτο μήνα της σχολικής χρονιάς, ο Καθηγητής θα καταβάλει αποζημίωση ύψους €3.000.»
Επειδή η εφεσίβλητη θεώρησε πως η εφεσείουσα τερμάτισε παράνομα τη σύμβαση εργοδότησης εντός των πρώτων τριών μηνών του Σχολικού Έτους 2008, κινήθηκε δικαστικώς εναντίον της, καταχωρώντας, στις 10.3.2009, αγωγή. Ήταν η δικογραφημένη της θέση πως η εφεσείουσα κατά/ή περί τις 17.11.2008 τερμάτισε μονομερώς, παράνομα και αντισυμβατικά την επίδικη σύμβαση, και ως εκ τούτου, αξίωσε το ποσό των €1.000, για το οποίο γίνεται ειδική αναφορά στη σύμβαση ως συμπεφωνημένη αποζημίωση. Αξίωσε ακόμη, σωρευτικά ή διαζευκτικά, γενικές αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης.
Η εφεσείουσα, με το δικόγραφό της είχε αρνηθεί όλες τις θεραπείες. Ήταν η δικογραφημένη της θέση πως:
«(α) Κατά ή περί τις 14.11.2008 εξεδήλωσε την πρόθεσή της όπως υποβάλει αμέσως την παραίτησή της. Ακολούθως μετά από συνάντηση που έλαβε χώρα μεταξύ της ιδίας και αρμόδιου λειτουργού της [εφεσίβλητης] την ίδια ημέρα, δηλαδή γύρω στις 14.11.2008, συμφωνήθηκε όπως εάν αυτή παρατείνει την παραμονή και εργασία της στην [εφεσίβλητη] για λίγο χρονικό διάστημα, και τη βοηθήσει να εξεύρει άλλο άτομο για να την αντικαταστήσει, τότε η [εφεσίβλητη] δεν θα είχε καμία ένσταση ούτε οποιαδήποτε αξίωση από την [εφεσείουσα], η οποία θα απαλλασσόταν από οποιαδήποτε ευθύνη που απέρρεε δυνάμει των όρων εργοδότησής της.
(β) Η [εφεσείουσα] ενήργησε ως πιο πάνω, και παρέτεινε την παραμονή και εργασία της στην εφεσίβλητη και εντός χρονικού διαστήματος 15 ημερών περίπου πρότεινε στην εφεσίβλητη δύο άλλους καθηγητές για εργοδότηση από τους οποίους αυτή εργοδότησε τον ένα στη θέση της.»
Συνεπεία των πιο πάνω, υποστήριξε, με το δικόγραφό της, πως η εφεσίβλητη δεν ενομιμοποιείτο να αξιώνει κατ΄ επίκληση της γραπτής σύμβασης εργοδότησης τη συμπεφωνημένη αποζημίωση των 1 000 ευρώ, αλλά ούτε και οποιοδήποτε άλλο ποσό, αφού ουδεμία ζημιά υπέστη. Κατ΄ επέκταση, ήταν η θέση της πως η αγωγή θα έπρεπε να απορριφθεί ως «ουσιαστικά και νομικά αβάσιμη, επιπόλαια, καταπιεστική και εκδικητική».
Η εφεσίβλητη δεν καταχώρισε Απάντηση στην Υπεράσπιση.
Κατά την ακροαματική διαδικασία που έλαβε χώρα, εκ μέρους της εφεσίβλητης κατέθεσε ως μάρτυρας ο κ. Γρηγόρης Μαρκίδης (Μ.Ε.1), υπεύθυνος προσωπικού, ενώ μαρτυρία έδωσε και η ίδια η εφεσείουσα. Να αναφέρουμε εδώ πως ο εν λόγω μάρτυρας δεν αμφισβήτησε πως η εφεσείουσα εν τέλει δεν υπέβαλε αμέσως την παραίτησή της ούτε ότι αυτή υπέδειξε στην εφεσίβλητη δύο καθηγητές μαθηματικών, με την τελευταία να εργοδοτεί τον ένα εκ των δύο. Υποστήριξε όμως πως μετά που η εφεσείουσα είχε εκφράσει την πρόθεσή της να υποβάλει αμέσως την παραίτησή της, είχε καταρτιστεί προφορική συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, κατά ή περί τις 18.11.2008, στη βάση της οποίας η εφεσείουσα θα απαλλασσόταν από την πιο πάνω υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης «εάν εξασφαλιζόταν η ομαλή αντικατάστασή της» από άλλο καθηγητή μαθηματικών. Ο τότε ευπαίδευτος συνήγορος υπεράσπισης, κάλεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αγνοήσει τη μαρτυρία που αφορούσε σε «ομαλή αντικατάσταση», αφού αυτή, ως ανέφερε, ήταν εκτός δικογραφημένων θέσεων της εφεσίβλητης. Πράγματι, η τελευταία με το δικόγραφό της, ουδέποτε εξήρτησε την καταβολή αποζημιώσεων από την προφορική συμφωνία με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, και κατ΄ επέκταση ουδεμία αναφορά είχε κάνει στο δικόγραφό της πως δεν τηρήθηκαν τα όσα προφορικά είχαν συμφωνηθεί και πιο συγκεκριμένα, πως δεν υπήρξε «ομαλή αντικατάσταση» της εφεσείουσας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως εξής (παραθέτουμε αυτολεξεί το συγκεκριμένο μέρος της απόφασής του):
«Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε ότι η προσαγωγή μαρτυρίας από τον ΜΕ1 περί ύπαρξης συμφωνίας για αποδέσμευση από τον όρο 2.6 της σύμβασης εργοδότησης υπό την προϋπόθεση της «ομαλής αντικατάστασης της Εναγόμενης» είναι δικονομικά απαράδεκτη και ως τέτοια μη επιτρεπτή. Τούτο διότι, ενώ η Ενάγουσα είχε την ευκαιρία να θέσει με Απάντηση στην Υπεράσπιση της Εναγομένης τον ισχυρισμό της αυτό, εντούτοις παρέλειψε να το πράξει (ήτοι παρέλειψε να δικογραφήσει τέτοια εκδοχή με την καταχώρηση δικόγραφου Απάντησης).
Κρίνω πως το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν καταχώρησε δικόγραφο Απάντησης για να αρνηθεί ρητά την εκδοχή της Υπεράσπισης για ύπαρξη προφορικής συμφωνίας για αποδέσμευση από τον όρο 2.6 υπό συγκεκριμένη προϋπόθεση, συνάδει με το γεγονός ότι ο ΜΕ1 προσήλθε και παραδέχθηκε την ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας. Επομένως, στην έκταση αυτή, η μαρτυρία του ΜΕ1 εξακολουθεί να βρίσκεται στις ράγιες των δικογράφων.
Στο βαθμό, όμως, που με την προφορική του μαρτυρία ο ΜΕ1 εισήξε την εκδοχή ότι η συμφωνία για αποδέσμευση από τον όρο 2.6 θα ίσχυε μόνον υπό την προϋπόθεση (αίρεση) της «ομαλής αντικατάστασης» της Εναγομένης, αναγνωρίζω ότι η μαρτυρία του αυτή υπερβαίνει ή/και παρεκκλίνει από τη δικογραφηθείσα εκδοχή της Υπεράσπισης, η οποία δικογράφησε ως μόνη προϋπόθεση την παροχή βοήθειας από την Εναγόμενη προς την Ενάγουσα για εξεύρεση πιθανών αντικαταστατών της. Η μη δικογράφιση της συγκεκριμένης εκδοχής του ΜΕ1 περί «ομαλής αντικατάστασης» δεν θα μπορούσε απαραιτήτως να διασωθεί από το γεγονός και μόνο ότι δεν υπήρξε δικογραφημένη άρνηση της Έκθεσης Υπεράσπισης, αφού τέτοια εκδοχή δεν προκύπτει ευθέως από την Έκθεση Υπεράσπισης.
Ωστόσο, εκείνο που εν τέλει διασώζει, κατά την κρίση μου, τη μαρτυρία του ΜΕ1 επ' αυτού του θέματος είναι το γεγονός ότι η ίδια η Εναγόμενη κατέληξε να δίδει κατά την αντεξέτασή της μαρτυρία, η οποία επιβεβαιώνει ότι, όχι μόνον ο ΜΕ1, αλλά και η ίδια, αντελήφθησαν και συμφώνησαν ότι ο όρος 2.6 θα ήταν τυπικού χαρακτήρα και δεν θα εφαρμόζετο, νοουμένου ότι εξασφαλίζετο η ομαλή αντικατάστασή της. Αναλύω πιο κάτω τα σημεία στα οποία στηρίζω τη διαπίστωσή μου αυτή꞉ .»
Με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε την πιο πάνω προσέγγιση του εσφαλμένη. Δεν θα πούμε πολλά για τη σημασία της δικογραφίας, η οποία συχνά υποτιμάται. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1 Α.Α.Δ. 836, τα λέγει όλα:
«Η δικογραφία συνιστά το θεμέλιο της δίκης και αποτελεί το αποκλειστικό μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Η σημασία των εγγράφων προτάσεων συνοψίζεται στο απόσπασμα που ακολουθεί από την απόφαση Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (Πολιτική Έφεση 7367, αποφασίστηκε στις 14/1/90 και θα δημοσιευτεί στους τόμους (1990) 1 Α.Α.Δ.):-
"Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επιδίκων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Th. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R., 180, (βλέπε επίσης Christakis Loucaides v. CD. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R., 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής."»
Εν προκειμένω, τα γεγονότα ήταν απλά. Επίδικο θέμα ήταν αν κατά ή περί τις 17.11.2008, η εφεσείουσα τερμάτισε μονομερώς και αντισυμβατικά την καταρτισθείσα γραπτή σύμβαση εργοδότησης, ημερ. 16.10.2008. Αυτή τη θέση είχε προβάλει στο δικόγραφό της η εφεσίβλητη για να διεκδικήσει θεραπείες, την οποία η εφεσείουσα, με το δικό της δικόγραφο, είχε αρνηθεί. Σε αυτά θα έπρεπε να είχε επικεντρωθεί και περιοριστεί το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Τουναντίον, αγνοώντας τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων, εξέτασε κατά πόσο υπήρξε ομαλή αντικατάσταση της εφεσείουσας, θέμα στο οποίο ουδέποτε είχε κάνει αναφορά η εφεσίβλητη στο δικόγραφό της, και κατ΄ επέκταση ουδέποτε είχε δοθεί η δυνατότητα στην εφεσείουσα να τοποθετηθεί με το δικό της δικόγραφό. Αδικαιολόγητα προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο είχε δημιουργηθεί κενό στο διδακτικό πρόγραμμα και προσωπικό της εφεσίβλητης. Όπως χαρακτηριστικά κατέγραψε στην απόφασή του:
«Παρά την προφορική διαβεβαίωση την οποία εντοπίζω να είχε δώσει ο ΜΕ1 στην Εναγόμενη κατά ή περί τις 18.11.2008, ήτοι μετά την παράδοση της επιστολής παραίτησής της, ότι η Ενάγουσα δεν θα επέμενε σε εφαρμογή του όρου 2.6, εάν η ίδια βοηθούσε ώστε η αντικατάστασή της να γινόταν ομαλά, κρίνω ότι εκ των πραγμάτων δεν υπήρξε ομαλή αντικατάστασή της. Η ίδια αποχώρησε στις 30.11.2008 και ο αντικαταστάστης που εισηγήθηκε ανέλαβε καθήκοντα την 1.1.2009. Παρέμεινε κενό στο διδακτικό πρόγραμμα και προσωπικό της Ενάγουσας κατά τη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου του Δεκεμβρίου. Δεν μπορεί υπό τις συνθήκες αυτές να βασίζεται η Εναγόμενη στη διαβεβαίωση που είχε λάβει από τον ΜΕ1 για μη εφαρμογή του όρου 2.6.»
Η εφεσίβλητη όμως με το δικόγραφό της ουδέποτε αξίωσε την καταβολή αποζημιώσεων επειδή υπήρξε «κενό στο διδακτικό πρόγραμμα και προσωπικό της ενάγουσας κατά τη διάρκεια της εξεταστικής περιόδου του Δεκεμβρίου», εύρημα στο οποίο προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο για να τη δικαιώσει επιδικάζοντας προς όφελός της όχι το ποσό των 1 000 ευρώ που αξίωνε ως συμπεφωνημένες αποζημιώσεις, αλλά το ποσό των 700 ευρώ. Το ποσό αυτό της επιδικάστηκε για την αναστάτωση που βρήκε ότι της προκλήθηκε, χωρίς όμως η εφεσίβλητη να είχε δικογραφήσει κάτι τέτοιο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και την απόφαση της εφεσίβλητης να μην εργοδοτήσει ενωρίτερα τον καθηγητή μαθηματικών, κ. Προκοπίου, που η εφεσείουσα της υπέδειξε, και με τον οποίο η εφεσίβλητη είχε συνέντευξη πρόσληψης στις 25.11.2008, δηλαδή εντός της περιόδου προειδοποίησης. Δεν ήταν όμως ορθό να επεκταθεί σε θέματα για τα οποία δεν είχε δοθεί ενώπιόν του μαρτυρία, αποκαλώντας μάλιστα αυτά, θέματα που αφορούν στην «κοινή εμπειρία από την καθημερινή μας ζωή». Όπως χαρακτηριστικά κατέγραψε στην απόφασή του:
«Ούτε μπορώ να δεχθώ ως λογική την εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης ότι ήταν επιλογή της ενάγουσας να μην εργοδοτήσει τον Γιώργο Προκοπίου με άμεση ισχύ τον Δεκέμβριο. Λαμβάνω συναφώς, υπόψη ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο, ως ήταν παραδεκτό από την εναγόμενη, εργαζόταν σε άλλη εταιρεία και χρειαζόταν να δώσει στον νέο του εργοδότη προειδοποίηση δύο εβδομάδων. Αν από τις 4.12.2008 που υπέγραψε συμβόλαιο με την Ενάγουσα, έδιδε δύο εβδομάδες στον παλαιό του εργοδότη, θα κατέληγε να μπορεί να αρχίσει να εργάζεται για την Ενάγουσα στις 18.12.2008. Ως ζήτημα κοινής εμπειρίας από την καθημερινή μας ζωή, όλοι γνωρίζουμε ότι μέχρι τότε τα σχολεία ολοκληρώνουν την εξεταστική περίοδο προκειμένου να κλείσουν για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Επομένως, θα ήταν ανώφελη η έναρξη της υπηρεσίας του κ. Προκοπίου στις 18.12.2008 και δεν θα αναπλήρωνε το κενό της Εναγομένης.»
Εν κατακλείδι, βρίσκουμε πως η εφεσίβλητη, η οποία είχε και το βάρος απόδειξης, δεν κατάφερε να αποδείξει τις δικογραφημένες θέσεις της. Οι λόγοι έφεσης ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο επεκτάθηκε σε θέματα που δεν ήταν επίδικα, δικαιώνοντας μάλιστα την εφεσίβλητη για λόγους που η ίδια ουδέποτε επικαλέστηκε, είναι βάσιμοι. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης, δέκα τον αριθμό.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολό της. Η αγωγή απορρίπτεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται στα έξοδα της αγωγής, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας 2 500 ευρώ, έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου