ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 177/2015)
22 Νοεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΤΣΙΑΚΚΙΡΟΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ
ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ
ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΜΙΧΑΛΗ ΓΑΒΡΙΗΛ,
Εφεσείοντες/Ενάγοντες,
ν.
ATLANTIC INSURANCE CO LTD,
Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.
________________________________________________
Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Μιτσίδου (κα), για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
____________________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της Απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην έγερση της Αγωγής με την οποία αξιώνονταν, μεταξύ άλλων, αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ασφαλιστικής κάλυψης η οποία είχε υπογραφεί μεταξύ της Εναγόμενης Ασφαλιστικής Εταιρείας και της εταιρείας Μιχαλάκης Γαβριήλ & Υιοί Λτδ.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης, κρίνεται επιβεβλημένη η συνοπτική παράθεση των παραδεκτών και μη αμφισβητούμενων γεγονότων της υπόθεσης.
Οι Εφεσείοντες είναι διαχειριστές της Περιουσίας του αποβιώσαντος Μιχαλάκη Γαβριήλ (εφεξής «αποβιώσας») ο οποίος εργάζετο ως εργοδηγός στην Εταιρεία Μιχαλάκης Γαβριήλ & Υιοί Λτδ (εφεξής «Εταιρεία») και ο οποίος απεβίωσε συνεπεία τραυματισμού του σε εργατικό ατύχημα το οποίο επεσυνέβη στις 16/5/2009 καθ' ον χρόνο εργαζόταν στο γκαράζ το οποίο διατηρούσε η εν λόγω Εταιρεία.
Η Εταιρεία, η οποία είναι οικογενειακή εταιρεία με εργοδοτούμενους, κατά τον ουσιώδη χρόνο, τον αποβιώσαντα και δύο εκ των υιών του, καθώς και τη σύζυγο του, είχε συμφωνήσει με την Εφεσίβλητη, η οποία είναι Ασφαλιστική Εταιρεία, την ασφαλιστική κάλυψη της ευθύνης εργοδότη βάσει Ασφαλιστηρίου εγγράφου τιτλοφορούμενου «Συμφωνία Ασφαλιστικής Καλύψεως Ευθύνης Εργοδότη» έναντι συγκεκριμένου ασφαλίστρου.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το κατά πόσο είχε αποδειχθεί αιτία αγωγής εμπίπτουσα στο πεδίο της ασφαλιστικής σύμβασης, έκρινε σκόπιμο να διακριβώσει πρώτα τα συμβαλλόμενα μέρη στην εν λόγω Σύμβαση και αν ο αποβιώσας αποτελούσε «ασφαλισμένο πρόσωπο», έτσι ώστε οι Εφεσείοντες, ως Διαχειριστές της περιουσίας του, να διαθέτουν αγώγιμο δικαίωμα ευθέως κατά της Εφεσίβλητης. Η κατάληξη του ήταν ότι τα συμβαλλόμενα μέρη στην επίδικη Συμφωνία ήταν η Εταιρεία από τη μια πλευρά και η Εφεσίβλητη από την άλλη και ότι δεν υφίστατο οποιοσδήποτε ενοχικός δεσμός μεταξύ του αποβιώσαντος εργοδοτούμενου και της Εφεσίβλητης, με αποτέλεσμα οι Εφεσείοντες να μην νομιμοποιούνται στην έγερση της Αγωγής.
Η ορθότητα της πιο πάνω Απόφασης προσβάλλεται με δύο Λόγους Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς το εύρημα του ότι οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούντο στην καταχώριση της Αγωγής και/ή ότι δεν υφίστατο οποιοσδήποτε ενοχικός δεσμός μεταξύ του αποβιώσαντος εργοδοτούμενου και της Ασφαλιστικής Εταιρείας των Εφεσιβλήτων, με συνέπεια οι Εφεσείοντες να μην νομιμοποιούνται στην έγερση της Αγωγής την οποία και εσφαλμένα απέρριψε. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση τους ότι το ίδιο θα μπορούσε να επιτρέψει την τροποποίηση της Αγωγής προκειμένου να προστεθούν ως συνεναγόμενοι οι εργοδότες του αποβιώσαντος, αφ' ης στιγμής δεν είχε, ουσιαστικά, αμφισβητηθεί εκ μέρους της Εφεσίβλητης η ύπαρξη ευθύνης των εργοδοτών του αποβιώσαντος.
Στο πλαίσιο προώθησης του 1ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι αν το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγιζε ορθώς την υπόθεση, θα εύρισκε ότι εφαρμόζετο η αγγλική υπόθεση Post Office v. Norwich Union Fire Insurance Society [1967] 1 Lloyd's Rep 216, με βάση την οποία, όπως υποστηρίχθηκε, το τρίτο πρόσωπο, δηλαδή ο ασφαλισμένος, δικαιούται να κινηθεί απευθείας εναντίον των ασφαλιστών εάν και εφόσον αποδειχθεί η ευθύνη του ασφαλιζόμενου. Έγινε δε αναφορά στο αιτητικό 13Β της Αγωγής, με το οποίο επιζητείτο δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσας απεβίωσε συνεπεία εργατικού ατυχήματος υπό συνθήκες οι οποίες καθιστούσαν την Εφεσίβλητη υπόχρεα προς αποζημίωση, δυνάμει του ασφαλιστηρίου συμβολαίου το οποίο υπεγράφη μεταξύ της Εφεσίβλητης και της Εταιρείας, για να υποστηριχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι με την Αγωγή αναζητείτο η διάγνωση της ευθύνης τόσο της Εταιρείας, ήτοι του ασφαλιζόμενου, όσο και των Εφεσιβλήτων, ήτοι των ασφαλιστών, για το ατύχημα για συγκεκριμένο ποσό με βάση το συγκεκριμένο ασφαλιστήριο. Όπως υποστηρίχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθώς το γεγονός ότι, αφ' ης στιγμής οι Εφεσείοντες νομιμοποιούνταν στην αξίωση με βάση το πιο πάνω αιτητικό, δικαιούνταν, σύμφωνα με τα γεγονότα που είχε ενώπιον του, στην επιτυχία της Αγωγής τους.
Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη της επίδικης Συμφωνίας Ασφαλιστικής Καλύψεως Ευθύνης Εργοδότη ήταν, από τη μια πλευρά, η Εταιρεία, ως ασφαλισμένο πρόσωπο, και, από την άλλη πλευρά, η Εφεσίβλητη, ως η ασφαλιστική εταιρεία που ανέλαβε την παροχή της ασφαλιστικής κάλυψης.
Όπως πολύ ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με βάση την αρχή του ενοχικού δεσμού ή της συμβατικής σχέσης (privity of contract), μόνο οι συμβαλλόμενοι είναι μέρη της σύμβασης και μόνο αυτοί μπορούν να ενάγουν και να ενάγονται αναφορικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση.
Επανερχόμενοι στην επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων και στην επίκληση της υπόθεσης Post Office v. Norwich Union Fire Insurance Society [1967] 1 Lloyd's Rep 216, είναι σημαντικό θεωρούμε εξαρχής να αναφερθούμε κατά πρώτο, στα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης και, κατά δεύτερο, στο τι πραγματικά έχει αποφασιστεί.
Στην υπόθεση εκείνη μια κατασκευαστική εταιρεία, η A.J.G. Potter & Sons Ltd, στο πλαίσιο των εργασιών της προκάλεσε ζημιά σε καλώδιο του Ταχυδρομείου (Post Office). Το Ταχυδρομείο αξίωσε από την εν λόγω εταιρεία το ποσό της ζημιάς του και η τελευταία, η οποία είχε συμφωνία με ασφαλιστική εταιρεία για κάλυψη, αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε ευθύνη. Η εταιρεία αυτή στη συνέχεια τέθηκε υπό εκκαθάριση. Ακολούθησε καταχώριση αγωγής από μέρους του Ταχυδρομείου εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας. Αποφασίστηκε ότι το Ταχυδρομείο δεν μπορούσε να εγείρει απευθείας αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας στη βάση των προνοιών του Third Parties (Rights Against Insurers) Act 1930, συμφώνως του οποίου διαλαμβάνεται η μεταβίβαση των δικαιωμάτων του ασφαλισμένου με βάση τη σύμβαση ασφάλισης σε τρίτο πρόσωπο προς το οποίο υπέχει ευθύνη, σε περίπτωση που ο ασφαλισμένος πτωχεύει, αν είναι φυσικό πρόσωπο, ή τίθεται σε εκκαθάριση, αν είναι νομικό πρόσωπο. Και τούτο, μέχρις ότου διακριβωθεί η ευθύνη του ασφαλιζόμενου, στην προκείμενη περίπτωση της εταιρείας A.J.G. Potter & Sons Ltd, έναντι του τρίτου προσώπου. Με άλλα λόγια, το Ταχυδρομείο, το επηρεασθέν πρόσωπο, δεν μπορούσε να εγείρει αγωγή εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας, παρά μόνο στην περίπτωση εκείνη που το ίδιο το ασφαλιζόμενο πρόσωπο, η εταιρεία A.J.G. Potter & Sons Ltd, θα μπορούσε να εναγάγει την ασφαλιστική της εταιρεία για σκοπούς κάλυψης (indemnity). Και αυτό μόνο εφόσον αποδεικνύετο η ευθύνη της έναντι του Ταχυδρομείου, δηλαδή του επηρεασθέντος προσώπου είτε κατόπιν απόφασης Δικαστηρίου, είτε κατόπιν απόφασης σε διαιτησία, είτε κατόπιν συμφωνίας.
Tο ζήτημα τέθηκε ως ακολούθως στην εν λόγω απόφαση από το Λόρδο Denning M.R.:
"It seems to me that A. J. G. Potter & Sons Ltd., acquire only a right to sue for the money when their liability to the injured person has been established so as to give rise to a right of indemnity. Their liability to the injured person must be ascertained and determined to exist, either by judgment of the court or by an award in an arbitration or by agreement. Until that is done, the right to an indemnity does not arise. I agree with the statement by DEVLIN, J., in West Wake Price & Co. v. Ching:
"The assured cannot recover anything under the main indemnity clause or make any claim against the underwriters until the assured have been found liable and so sustained a loss."
Under s. 1 of the Act of 1930 the injured person cannot sue the insurance company except in such circumstances as the insured himself could have sued the insurance company. Potters could have sued for an indemnity only when their liability to the third person was established and the amount of the loss ascertained .... the insured cannot sue for an indemnity until his own liability to the third person is ascertained."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην ουσία εκείνο που αποφασίστηκε ήταν ότι η αγωγή από το Ταχυδρομείο ήταν πρόωρη εφόσον το επηρεασθέν πρόσωπο δεν μπορούσε να είναι σε καλύτερη θέση από το ασφαλισμένο πρόσωπο, δηλ. την εταιρεία A.J.G. Potter & Sons Ltd, η οποία δεν δύνατο να εναγάγει την ασφαλιστική εταιρεία μέχρις ότου η ευθύνη της και το ποσό της ευθύνης της διακριβωθεί.
Κατ' ανάλογο τρόπο αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα από το Λόρδο Salmon L.J.:
"Whether or not there is any legal liability, however, and, if so, the amount due from Potters to the Post Office can, in my view, only be finally ascertained either by agreement between Potters and the Post Office or by an action or arbitration D between Potters and the Post Office. It is quite unheard of in practice for any insured to sue his insurers in a money claim when the actual loss against which he wishes to be indemnified has not been ascertained. I have never heard of such an action, and there is nothing in law that makes such an action possible".
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην ίδια υπόθεση τονίσθηκε, επίσης, ότι η σωστή διαδικασία για το τρίτο πρόσωπο που έχει επηρεασθεί, είναι να εναγάγει το υπαίτιο πρόσωπο και, αφού εξασφαλίσει απόφαση εναντίον του, τότε να υποβάλει την απαίτηση του στην ασφαλιστική εταιρεία. Δεν είναι ορθή η έγερση αγωγής από το τρίτο πρόσωπο απευθείας εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας. Σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την πιο πάνω απόφαση:
"The right procedure is for the injured person to sue the wrongdoer, and having got judgment against the wrongdoer, then make his claim against the insurance company. This attempt to sue the insurance company, the defendants, direct (before liability is established) is not correct. I would, therefore, allow the appeal."
Υπό το φως όλων των ανωτέρω είναι σαφές ότι η πιο πάνω υπόθεση ουδόλως υποβοηθεί την επιχειρηματολογία των Εφεσειόντων ως προς τη νομιμοποίηση των Εφεσειόντων στην έγερση της Αγωγής κατά της Εφεσίβλητης, Ασφαλιστικής Εταιρείας.
Με δεδομένο ότι στην υπό εξέταση περίπτωση στο Πιστοποιητικό Ασφάλισης το οποίο είχε εκδοθεί δυνάμει της επίδικης Σύμβασης Ασφάλισης αναφέρετο ότι αυτό είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του περί Υποχρεωτικής Ασφάλισης των Εργοδοτών Νόμου του 1989 (Ν. 174/1989), ως τροποποιήθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά προχώρησε και εξέτασε κατά πόσο, εκ του Νόμου, δημιουργείτο οποιοσδήποτε ενοχικός δεσμός μεταξύ των εργοδοτουμένων - που είναι τρίτα άτομα στην όψη της Σύμβασης - και της Ασφαλιστικής Εταιρείας.
Όπως προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, διαλαμβάνεται η υποχρέωση του εργοδότη να είναι ασφαλισμένος έναντι της ευθύνης του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε κάθε εργοδοτούμενο του ενώ, καθόσον αφορά την ευθύνη του ασφαλιστή, αυτή περιορίζεται στην κάλυψη του εργοδότη σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο. Δεν επεκτείνεται, δηλαδή, προς όφελος του εργοδοτούμενου.
Το σημαντικό για σκοπούς της παρούσας Έφεσης είναι ότι ο πιο πάνω Νόμος, με βάση τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 9(1) του Νόμου, προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής απόφασης εναντίον του ασφαλισμένου προσώπου και υπέρ του εργοδοτούμενου, τρίτου προσώπου, προκειμένου η ασφαλιστική εταιρεία να καταβάλει το επιδικασθέν ποσό στον εργοδοτούμενο, δηλ. το τρίτο πρόσωπο. Συγκεκριμένα το Άρθρο 9(1) καθορίζει ότι:
«9.-(1) Αν, μετά την έκδοση πιστοποιητικού ασφάλισης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 5, εκδοθεί δικαστική απόφαση, αναφορικά με ευθύνη που καλύπτεται υποχρεωτικά από ασφαλιστήριο που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου και η οποία καλύπτεται από τους όρους του εκδοθέντος ασφαλιστηρίου, εναντίον του ασφαλισμένου από το ασφαλιστήριο προσώπου, τότε, ο ασφαλιστής ανεξάρτητα από το γεγονός ότι έχει το δικαίωμα να ακυρώσει ή ότι δυνατόν να ακύρωσε το ασφαλιστήριο, οφείλει, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, να καταβάλει στα πρόσωπα υπέρ των οποίων εκδόθηκε η δικαστική απόφαση το σύμφωνα με αυτή επιδικασθέν ποσό σε σχέση με την ευθύνη, περιλαμβανομένων και των πληρωτέων για έξοδα ποσών ως και ποσών πληρωτέων δυνάμει οποιουδήποτε νόμου που αφορά στην καταβολή τόκων επί του επιδικασθέντος ποσού».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Τα πιο πάνω είναι σαφές ότι παραπέμπουν σε αγωγή η οποία καταχωρήθηκε από τον εργοδοτούμενο εναντίον του εργοδότη, με τον ασφαλιστή να υποχρεούται να πληρώσει τυχόν απόφαση εναντίον ασφαλισμένου εργοδότη και όχι σε αγωγή που καταχωρήθηκε από τον εργοδοτούμενο εναντίον του ασφαλιστή.
Η μόνη περίπτωση για την οποία υπάρχει στο Νόμο ρητή πρόβλεψη για τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων του εργοδότη ως ασφαλισμένου προσώπου προς τον εργοδοτούμενο, είναι εκείνη όπου ο ασφαλισμένος εργοδότης είναι εταιρεία η οποία τελεί υπό υποχρεωτική εκκαθάριση δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 10(1)(β) του Νόμου. Η εν λόγω πρόνοια έχει ως ακολούθως:
«10.-(1) Όταν σύμφωνα με ασφαλιστήριο που έχει εκδοθεί για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ένα πρόσωπο (που στο εξής θα αναφέρεται ως "ο ασφαλισμένος") ασφαλισθεί για την ευθύνη του που δυνατόν να αναφυεί έναντι εργοδοτουμένων, τότε-
(α)...............
(β) αν ο ασφαλισμένος είναι εταιρεία, σε περίπτωση που ήθελε εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή ψηφισθεί απόφαση για εκούσια εκκαθάριση της υπό εκκαθάριση εταιρείας αυτής ή ήθελε προσηκόντως διορισθεί εκκαθαριστής ή διαχειριστής των εργασιών ή των επιχειρήσεων της υπό εκκαθάρισης εταιρείας ή σε περίπτωση που ήθελε αναληφθεί κατοχή, από ή για λογαριασμό των κατόχων ομολόγων εξασφαλισμένων με κυμαινόμενη επιβάρυνση, οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου περιλαμβανόμενου ή υποκείμενου στην επιβάρυνση, αν είτε πριν είτε μετά που θα επισυμβεί οποιαδήποτε από τις πιο πάνω περιπτώσεις αναφυεί οποιαδήποτε τέτοια ευθύνη του ασφαλισμένου, τα δικαιώματα του έναντι του ασφαλιστή δυνάμει του ασφαλιστηρίου αναφορικά με την ευθύνη αυτή θα μεταβιβασθούν και θα περιέλθουν, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αντίθετη διάταξη σε οποιοδήποτε νόμο, στον εργοδοτούμενο έναντι του οποίου έχει αναφυεί η ευθύνη αυτή.»
Μάλιστα, με τη μεταβίβαση στον εργοδοτούμενο των δικαιωμάτων που ο ασφαλισμένος έχει έναντι του ασφαλιστή δυνάμει του ασφαλιστηρίου, ο ασφαλιστής υπέχει την ίδια ευθύνη έναντι του εργοδοτούμενου που θα υπείχε έναντι του ασφαλισμένου (βλ. εδάφιο (4) του Άρθρου 10 του Νόμου[1]). Σε μια τέτοια περίπτωση ο εργοδοτούμενος νομιμοποιείται να εγείρει αξίωση για αποζημιώσεις απευθείας κατά του ασφαλιστή, νοουμένου, ωστόσο, ότι έχει αποδειχθεί η ευθύνη του εργοδότη έναντι του εργαζόμενου και έχει καθορισθεί το ποσό.
Όπως προκύπτει από τις πιο πάνω διατάξεις του Νόμου και όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εκτός στην περίπτωση μεταβίβασης στον εργοδοτούμενο των δικαιωμάτων του εργοδότη δυνάμει της σύμβασης ασφάλισης, ο ενοχικός δεσμός ή η συμβατική σχέση (privity of contract) παραμένει μόνο μεταξύ του εργοδότη ασφαλισμένου και του ασφαλιστή.
Η πιο πάνω προσέγγιση συνάδει και με τη σχετική νομολογία. Στην υπόθεση Carpenter v. Ebblewhite and Others (1939) 1 K.B. 347, αποφασίστηκε ότι δεν μπορεί να εγερθεί διαφορά μεταξύ του ενάγοντα και των ασφαλιστών εκτός μετά από την έκδοση απόφασης υπέρ του ενάγοντα σε αγωγή μεταξύ του ενάγοντα και του εναγόμενου και τη θεμελίωση δικαιώματος κάλυψης (indemnity) από τον εναγόμενο εναντίον των ασφαλιστών[2]. Τα νομολογηθέντα στην Carpenter (ανωτέρω), υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Παγκυπριακή Ασφαλιστική Λτδ ν. Χρίστου Μηνά (2003) 1 Α.Α.Δ. 1818, όπου το αίτημα της ασφαλιστικής εταιρείας να παρέμβει ως διάδικος στην υπόθεση απορρίφθηκε στη βάση του ότι δεν υφίστατο διαφορά μεταξύ του ασφαλιστή και άλλων εναγομένων.
Στη βάση όλων των πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι Εφεσείοντες δεν νομιμοποιούνταν στην έγερση αγωγής εναντίον της Ασφαλιστικής Εταιρείας.
Ούτε η θέση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε παραγνωρίσει το γεγονός και δεν εξέτασε το αιτητικό 13Β, συμφώνως του οποίου διεκδικείτο η έκδοση αναγνωριστικής απόφασης ότι ο αποβιώσας είχε απωλέσει τη ζωή του ένεκα ευθύνης του εργοδότη και υπό συνθήκες που καθιστούσαν την Εφεσίβλητη υπόχρεα προς αποζημίωση στη βάση της συμφωνίας ασφαλιστικής κάλυψης, έχει οποιοδήποτε έρεισμα. Η επίδικη Αγωγή δεν στρεφόταν εναντίον της εργοδότριας Εταιρείας, ούτε είχε ως βάση αγωγής την αμέλεια και/ή την παράβαση θέσμιου καθήκοντος του εργοδότη έναντι του αποβιώσαντα. Η επίδικη Αγωγή είχε ως αιτία αγωγής και/ή βασίστηκε στην παράβαση της Ασφαλιστικής Σύμβασης Καλύψεως η οποία είχε καταρτισθεί μεταξύ της Εταιρείας και της Εφεσίβλητης. Εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη έχει καταγραφεί, δεν θα μπορούσε να υφίσταται διαφορά μεταξύ των διαχειριστών του αποβιώσαντα, των Εφεσειόντων και της Ασφαλιστικής Εταιρείας, της Εφεσίβλητης, παρά μόνο μετά την εξασφάλιση απόφασης υπέρ των διαχειριστών του σε αγωγή που κινήθηκε από τους διαχειριστές εναντίον της εργοδότριας εταιρείας και τη θεμελίωση του δικαιώματος κάλυψης της εργοδότριας εταιρείας από την Ασφαλιστική Εταιρεία.
Στη βάση όλων των πιο πάνω ο 1ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση τους για προσθήκη της εργοδότριας εταιρείας ως συνεναγομένης αφ' ης στιγμής, ως διατείνονται, ουσιαστικά, δεν είχε αμφισβητηθεί η ύπαρξη ευθύνης εκ μέρους της Εφεσίβλητης.
Εν πρώτοις, η αναφορά των Eφεσειόντων σε μη αμφισβήτηση της ευθύνης από μέρους της Εφεσίβλητης δεν είναι ορθή. Όπως ορθώς υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Ασφαλιστική Εταιρεία, δηλ. η Εφεσίβλητη, ουδέποτε αποδέχτηκε ότι για την πρόκληση του επίδικου δυστυχήματος ευθύνεται η εργοδότρια εταιρεία.
Όσον αφορά την ουσία του ζητήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έχοντας κατά νου τις πρόνοιες της Δ.9, θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που εφαρμόζονταν κατά τον επίδικο χρόνο και καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία, (PT Kiani Kertas v. Interorient Navigation Company Limited κ.ά. (2001) 1 Α.Α.Δ. 1475), απέρριψε το αίτημα, εντοπίζοντας, ως καθοριστικούς παράγοντες προς τούτο την αναγκαιότητα προσθήκης νέας αιτίας αγωγής, το καθυστερημένο στάδιο της δίκης και την ενδεχόμενη παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος που είχε ο αποβιώσας εναντίον της εργοδότριας εταιρείας.
Όπως προκύπτει και σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίχθηκαν από πλευράς Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλες τις σχετικές με το ζήτημα παραμέτρους, προέβη στην ενδεδειγμένη διεργασία για να διαπιστώσει κατά πόσο, στην προκείμενη περίπτωση, πληρούνταν τα κριτήρια για προσθήκη συνεναγόμενου.
Ως εκ τούτου και ο 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζουμε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3000 πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] (4) Με τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων, σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή το εδάφιο (2) και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12, ο ασφαλιστής υπέχει την ίδια ευθύνη έναντι του εργοδοτουμένου που θα υπείχε έναντι του ασφαλισμένου:
Νοείται ότι, αν η ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου υπερβαίνει την ευθύνη του ασφαλισμένου έναντι του εργοδοτουμένου, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δε θα επηρεάσουν τα δικαιώματα του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή σε ό,τι αφορά το υπερβαίνον ποσό:
Νοείται περαιτέρω ότι, αν η ευθύνη του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου είναι λιγότερη της ευθύνης του ασφαλισμένου έναντι του εργοδοτουμένου, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δε θα επηρεάσουν τα δικαιώματα του εργοδοτουμένου έναντι του ασφαλισμένου σε ό,τι αφορά το υπόλοιπο.
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
[2] "It seems to be that no dispute can arise between the plaintiffs and the insurance company until after the disposal of the action by the plaintiffs against the defendant. Ebblewhite in favour of the plaintiffs and the establishment of a right of indemnity by Ebblewhite against the insurance company."