ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2023)
30 Νοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ EΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ CBA GLOBAL SUPPLIERS SERVICES LTD (HE 325603) ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10/02/2022 ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΑΙΤΗΣΗΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗΣ 386/18 ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ E-S STS OPERATIONS LTD (HE 320244)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 251 (5), (8) & (10) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟΥ, ΤΟ ΘΕΣΜΟ 3 ΤΗΣ ΔΙΑΤΑΞΗΣ 48 ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6.1 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ «ΑΚΥΡΩΣΗ» ΤΗΣ ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 27/05/2020 ΚΑΙ ΤΗΝ «ΕΠΙΚΥΡΩΣΗ» ΤΗΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΗΣ ΤΗΣ LEDRA ENA SHIPPING (CY) LTD (HE 274151) ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΣΟ ΤΩΝ €76,242.83
........................
Χρ. Νεοφύτου μαζί με Γ. Μιχαηλίδου (κα), για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Ν. Ιωάννου (κα) μαζί με Μ. Ζωμενή (κα), για Α.Γ. Φράγκος & Σία ΔΕΠΕ., για την Εφεσίβλητη 1.
Ω. Χρίστου (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με την οποία απέρριψε αίτηση της Εφεσείουσας, CBA GLOBAL SUPPLIERS SERVICES LTD, για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση και ή τον παραμερισμό εκ συμφώνου διατάγματος με το οποίο μειώθηκε η επαλήθευση του ποσού υπέρ της Εφεσίβλητης 1, LEDRA ENA SHIPPING (CY) LTD, στα πλαίσια της διαδικασίας εκκαθάρισης της εταιρείας Ε-S STS Operations Ltd (E-S).
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως δεν υπήρξε σοβαρή παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης και εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έγκριση της αίτησης και πως η Εφεσείουσα δεν ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο οποίο η αίτηση της Εφεσίβλητης 1 για μείωση του ποσού επαλήθευσης έπρεπε να επιδοθεί. Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο στάληκε στην Εφεσείουσα από τον Εφεσίβλητο 2, Επίσημο Παραλήπτη, αναφορικά με την επαλήθευση της Εφεσίβλητης 1 αποτελεί απόφαση του Εφεσίβλητου 2 και πως το εκ συμφώνου διάταγμα αποτελεί δικαστική, και δη αιτιολογημένη, απόφαση. Με τον τελευταίο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα αποφάσισε πως οι λόγοι στην έκθεση η οποία συνόδευε την αίτηση για έκδοση Certiorari είχαν διαφοροποιηθεί από αυτούς για τους οποίους είχε δοθεί η άδεια για την καταχώριση της εν λόγω αίτησης.
Αναφορικά με τον τρίτο λόγο έφεσης, αυτός κρίνεται παντελώς ανεδαφικός. Στην ανάπτυξη των λόγων έφεσης, η Εφεσείουσα αναγνωρίζει ότι υπήρξαν διαφοροποιήσεις στην έκθεση των γεγονότων, εφόσον η ίδια δέχεται ότι υπήρξαν κάποιες «πολύ μικρές και περιορισμένες διατυπώσεις προς υποστήριξη της Αίτησης δια κλήσεως και με σκοπό και κίνητρο το πλήρες ξεκαθάρισμα των επίδικων θεμάτων για ορθή απονομή της δικαιοσύνης», οι οποίες κατά την εισήγηση της δεν επηρεάζουν την ουσία των λόγων.
Επομένως, ήταν απολύτως ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη διαφορά του περιεχομένου της έκθεσης γεγονότων, λόγω προσθαφαιρέσεων, από εκείνο στην έκθεση γεγονότων που συνόδευε την αίτηση για άδεια. Ορθώς επίσης ανέφερε ότι η δικαιοδοσία έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων δεν μπορεί να ασκείται για λόγους άλλους από εκείνους για τους οποίους δόθηκε η άδεια, με παραπομπή σε σχετική νομολογία. Παρά την εν λόγω διαπίστωση του, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως η Εφεσείουσα όφειλε να αναφέρει τις αλλαγές στο Δικαστήριο, κάτι το οποίο ούτε και η Εφεσίβλητη 1 έπραξε, πλην όμως ρητώς αναγνώρισε ότι επειδή «οι υπό αναφορά αλλαγές δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν εδώ ουσιωδώς τα πράγματα», δεν έδωσε άλλη διάσταση στο θέμα. Επομένως το ζήτημα ουδόλως επηρέασε την περαιτέρω έκβαση της αίτησης και την όποια απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για σκοπούς εξέτασης των δύο πρώτων λόγων έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά το πραγματικό υπόβαθρο που οδήγησε στην καταχώριση της αίτησης, αντικείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.
Κατόπιν δημοσίευσης διατάγματος εκκαθάρισης της E-S στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, η Εφεσίβλητη 1 αποφάσισε την επαλήθευση απαίτησης που είχε εναντίον της και στις 18.1.2019 ο Εφεσίβλητος 2 αποδέχθηκε ποσό εκ €120.236,90 ως επαληθευμένο χρέος προς όφελος της Εφεσίβλητης 1. Στις 27.5.2020 ο Εφεσίβλητος 2 κοινοποίησε προς την Εφεσίβλητη 1 ειδοποίηση για μείωση του επαληθευμένου ποσού σε €630, με τη δικαιολογία ότι απουσίαζαν αποδεικτικά στοιχεία που είχαν ζητηθεί από την Εφεσίβλητη 1 σχετικά με ενοίκια και ότι υπήρχαν τιμολόγια στο όνομα της E-S μετά που η τελευταία αδρανοποιήθηκε και ή κατέστη ακέφαλη. Στις 16.6.2020 η Εφεσίβλητη 1 καταχώρισε αίτηση με την οποία ζητούσε βασικά την έκδοση διατάγματος ακύρωσης της ειδοποίησης ημερ. 27.5.2020 και επικύρωση της ειδοποίησης και ή απόφασης ημερ. 18.1.2019 για την επαλήθευση του χρέους της E-S προς αυτή, στη βάση του ότι ο Εφεσίβλητος 2 ουδέποτε κοινοποίησε στην ίδια απαίτηση για επιπλέον στοιχεία ή αναζήτησε οποιαδήποτε επιπρόσθετα έγγραφα. Ο Εφεσίβλητος 2 καταχώρισε ένσταση, όμως μετά την προσκόμιση στοιχείων, εκδόθηκε εκ συμφώνου διάταγμα ως ακολούθως:
«Δικαστήριο: ενόψει των δηλώσεων αλλά ενόψει και των δηλώσεων διά μέσου του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα οποία αποστάληκαν χθες στο Δικαστήριο εκδίδεται εκ συμφώνου διάταγμα με το οποίο η ειδοποίηση του Επίσημου Παραλήπτη ημερ. 27.05.20 ακυρώνεται. Εκδίδεται εκ συμφώνου επίσης διάταγμα με το οποίο επικυρώνεται ότι το ποσό, το επαληθεύσιμο χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς τους Αιτητές είναι το ποσό των €76.242,83.»
Εν τω μεταξύ, η Εφεσείουσα, μέσω των δικηγόρων της, με επιστολή ημερ. 6.3.2020 προς τον Εφεσίβλητο 2, ζήτησε να απορριφθεί η υποβληθείσα από την Εφεσίβλητη 1 επαλήθευση ως «επίπλαστη, παράνομη» και εσκεμμένα προβληθείσα. Ο Εφεσίβλητος 2 απέστειλε στους δικηγόρους της Εφεσείουσας ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 27.5.2020, στο οποίο αναφέρεται στην επιστολή τους ημερ. 6.3.2020 και τους πληροφορεί ότι «μετά από επανεξέταση της εν λόγω επαλήθευσης, ο Επίσημος Παραλήπτης απέρριψε το ποσό των €122,472.83 λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τα ενοίκια και έκδοσης τιμολογίων μετά που αδρανοποιήθηκε ή/και κατέστησε ακέφαλη η εταιρεία».
Στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου λόγου έφεσης, αποτελεί εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η επιστολή της ημερ. 6.3.2020 αποτελούσε ένσταση εκ μέρους της αναφορικά με την επαλήθευση του ποσού της Εφεσίβλητης 1 η οποία μάλιστα έγινε δεκτή από τον Εφεσίβλητο 2. Αυτό, σύμφωνα με την Εφεσείουσα, την καθιστά ενδιαφερόμενο μέρος αναφορικά με την επαλήθευση του ποσού της Εφεσίβλητης 1 και επομένως η προαναφερόμενη αίτηση της τελευταίας για την ακύρωση της δεύτερης ειδοποίησης και επικύρωση της πρώτης ειδοποίησης για την επαλήθευση έπρεπε να της είχε επιδοθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με επιμέλεια την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε στην προκειμένη περίπτωση και τη φύση αυτής, με ειδική αναφορά στις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες.
Ορθώς αναγνώρισε το δικαίωμα της Εφεσείουσας ως πιστωτή της E-S, δυνάμει του άρθρου 251(5) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, να έχει πρόσβαση και εξετάζει τις επαληθεύσεις άλλων πιστωτών «πριν από την συνέλευση πιστωτών, και σε κάθε εύλογο χρόνο». Ορθή ήταν επίσης η διαπίστωση του πως η κατ' ισχυρισμό της Εφεσείουσας υποβολή ένστασης ως προς την επαλήθευση του ποσού της Εφεσίβλητης 1 δεν καλύπτεται από κάποια σχετική νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια. Επομένως, τέτοια διαδικασία δεν υφίσταται για να παρέχει οποιοδήποτε δικαίωμα στην Εφεσείουσα και, κυρίως, να την καθιστά ενδιαφερόμενο μέρος στην όποια διαδικασία της Εφεσίβλητης 1 αναφορικά με την επαλήθευση του ποσού υπέρ της αναφορικά με την υπό εκκαθάριση εταιρεία E-S.
Η παραπομπή από την Εφεσείουσα στην υπόθεση Αναφορικά με την εταιρεία S. M. Tryfon Manufacturing Ltd (Μετονομασθείσα εις S. M. T. Manufacturing Ltd (Σε Εκκαθάριση), Πολ. Έφεση Αρ. 238/2011, ημερ. 14.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A79, είναι παντελώς άστοχη. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε προφορική υποβολή ένστασης ως προς το ποσό επαλήθευσης χρέους πιστωτή κατά τη διάρκεια συνέλευσης των πιστωτών και μετόχων υπό εκκαθάριση εταιρείας, ενώ η υπό κρίση περίπτωση δεν αφορά σε συνέλευση πιστωτών.
Από τη στιγμή που η αποστολή από την Εφεσείουσα της επιστολής ημερ. 6.3.2020 δεν αποτελεί ένσταση στη βάση κάποιας νομοθετικής ή κανονιστικής πρόνοιας, τότε και η απάντηση του Εφεσίβλητου 2 προς αυτή, μέσω του ηλεκτρονικού μηνύματος ημερ. 27.5.2020, δεν αποτελεί απόφαση του στην ένσταση της. Όπως φαίνεται και από το περιεχόμενο αυτού, πρόκειται για μια απαντητική ειδοποίηση προς την Εφεσείουσα, με την οποία απλώς της κοινοποιήθηκε η απόφαση του Εφεσίβλητου 2 για την επαλήθευση υπέρ της Εφεσίβλητης 1 και οι λόγοι γι' αυτή (οι οποίοι ήταν παντελώς άσχετοι με τις θέσεις της Εφεσείουσας), χωρίς οποιαδήποτε αναγνώριση ότι επρόκειτο περί ένστασης εκ μέρους της Εφεσείουσας η οποία έτυχε εξέτασης.
Ο χαρακτηρισμός από το πρωτόδικο Δικαστήριο του εν λόγω ηλεκτρονικού μηνύματος ως «σχετικής (γραπτής) ειδοποίησης/απόφασης» κρίνεται ορθός υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων μας. Κρίνουμε εύστοχη την αναλογία με τις υποθέσεις στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και οι οποίες αφορούν την επίδοση κλητηρίου εντάλματος, επίδοση εγγραφής αλλοδαπής απόφασης και επίδοση της ειδοποίησης ΙΑ, στις οποίες τονίστηκε ότι ο στόχος της επίδοσης είναι η λήψη γνώσης από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Επομένως, συγκλίνουμε με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κοινοποίηση της επαλήθευσης στην Εφεσείουσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, και όχι με συστημένη επιστολή ως απαιτείται από τον Κανονισμό 30 του περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμών 1933-1999, δεν προκάλεσε οποιοδήποτε ρήγμα στην ουσία του πράγματος.
Ήταν καθόλα εύστοχη η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε για την επαλήθευση αναφορικά με τους Εφεσίβλητους 1 και 2, ως περιγράφεται ανωτέρω, έγινε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 251(3) και (7)-(10) του Κεφ. 113. Η αίτηση ημερ. 16.6.20 η οποία καταχωρίστηκε από την Εφεσίβλητη 1 έγινε στη βάση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 251(7)-(10)(α) του Κεφ. 113. Όπως ορθώς ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτά ρυθμίζουν τον τρόπο κατάληξης επί της επαλήθευσης, παρέχοντας τη δυνατότητα στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή να ζητά σε οποιοδήποτε στάδιο την προσαγωγή δικαιολογητικών στοιχείων και την υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση του επί της επαλήθευσης εντός 21 ημερών, καθώς επίσης το δικαίωμα στον πιστωτή ο οποίος επηρεάζεται, ή στον εγγυητή, να προσφύγει στο Δικαστήριο με αίτηση, όταν δεν ικανοποιείται από την εν λόγω απόφαση. Το άρθρο 251(9) του Κεφ. 113 παρέχει την ευχέρεια απόσυρσης ή διαφοροποίησης, καθ' οιονδήποτε χρόνο, επαλήθευσης πιστωτή με τη σύμφωνη γνώμη του εκκαθαριστή. Είναι ορθή η εισήγηση της Εφεσείουσας ότι η αίτηση της Εφεσίβλητης 1 δεν βασίστηκε στο άρθρο 251(10)(β) του Κεφ. 113, το οποίο αφορά σε αίτηση του πιστωτή όταν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής «αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος» της επαλήθευσης. Παρά ταύτα, η ένσταση η οποία καταχωρίστηκε από τον Εφεσίβλητο 2 στην εν λόγω αίτηση στηριζόταν και στο άρθρο 251(10)(β). Επομένως ήταν καθόλα ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καταχώριση της αίτησης ημερ. 16.6.2020 ήταν η πρέπουσα διαδικασία «με υπόψη και το Άρθρο 251(9), Κεφ.113 - αλλά και εν γένει το Άρθρο 251, Κεφ.113 (στο υπόλοιπο περιεχόμενο του) - τις πρόνοιες του οποίου το Κατώτερο Δικαστήριο ως συνεπάγεται, ερμήνευσε και προσέγγισε σωρευτικά και όχι μεμονωμένα, χωρίς να υποδειχθεί κάποιο έκδηλο σφάλμα στην αντιμετώπιση του αιτητή».
Σε όλη αυτή την προαναφερόμενη διαδικασία και στα πλαίσια της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι το μόνο μέρος που επηρεαζόταν από την απόφαση του Εφεσίβλητου 2 ήταν η Εφεσίβλητη 1 εφόσον η απόφαση «αφορούσε στο δικό τους λαβείν και χρέος».
Η πρόσθετη αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η E-S «φέρεται να διέθετε περιουσία προς ικανοποίηση των εξασφαλισμένων πιστωτών», δεν επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ούτως ώστε ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας ότι δεν ήταν εξασφαλισμένη πιστωτής να μην διαφοροποιεί όσα ανέφερε το Δικαστήριο ως προς την ακολουθητέα διαδικασία και ότι η Εφεσείουσα δεν είναι ενδιαφερόμενο ή επηρεαζόμενο πρόσωπο.
Είναι υπό το φως όλων των πιο πάνω δεδομένων, που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα δεν κατέδειξε επαρκώς με ποιον τρόπο συνιστά επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο και δεν τεκμηρίωσε την επιχειρηματολογία της με επάρκεια ως προς τη νομοθετική και κανονιστική πράξη επί της οποίας στηρίζεται.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε ακόμη ένα στοιχείο το οποίο κλίνει υπέρ της άποψης του πως η Εφεσείουσα δεν είναι ενδιαφερόμενο μέρος στην αίτηση ημερ. 15.6.2020. Αυτό είναι το ότι η Εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για ακύρωση της επαλήθευσης χρέους των πιστωτών COMAP, οι οποίοι ήταν αυτοί που υπέβαλαν την αίτηση εκκαθάρισης, και επέδωσε την αίτηση μόνο στη COMAP και τον Εφεσίβλητο 2, ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εφεσίβλητη 1 εμφανιζόταν ως εξασφαλισμένη πιστωτής της E-S. Σε αίτηση της Εφεσίβλητης 1 να παρέμβει στην εν λόγω αίτηση, η Εφεσείουσα προέβαλε ένσταση υποστηρίζοντας πως η Εφεσίβλητη 1 δεν ήταν ενδιαφερόμενο πρόσωπο και δεν επηρεάζονταν τα δικαιώματα της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς παρατήρησε ότι αυτή η στάση και δικονομική αντίληψη της Εφεσείουσας «απέχει από την κατ' επίφασιν δεδηλωμένη πρόθεση τους να εξασφαλίσουν τα δικαιώματα τους, ως κατ' ισχυρισμόν επηρεαζόμενα πρόσωπα στην παρούσα περίπτωση».
Εξού και η τελική κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως η εισήγηση της Εφεσείουσας για την αποστέρηση των δικαιωμάτων της να ενστεί στο ποσό της επαλήθευσης, δεν αντικατοπτρίζει τη νομική και πραγματική διάσταση του θέματος καθότι δεν δύναται να θεωρηθεί ενδιαφερόμενο μέρος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προφανώς, είναι με βάση το άρθρο 251(5) του Κεφ. 113 που ορθώς επεσήμανε ότι η Εφεσείουσα είχε δικαίωμα να λάβει αντίγραφα των επιπρόσθετων εγγράφων τα οποία ζήτησε ο Εφεσίβλητος 2 και να καταχωρίσει οποιοδήποτε διάβημα έκρινε πρόσφορο ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια της αίτησης εκκαθάρισης της E-S. Το κατά πόσο υπήρχαν ή όχι τέτοια επιπρόσθετα έγγραφα δεν ενέχει σημασία για την εν λόγω διαπίστωση του Δικαστηρίου ως προς τα δικαιώματα της Εφεσείουσας.
Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ενόψει όσων αναφέρονται ανωτέρω και ειδικότερα ότι η Εφεσείουσα δεν είναι ενδιαφερόμενο μέρος στην αίτηση ημερ. 16.6.2020, καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση με την εισήγηση της ότι το εκ συμφώνου διάταγμα στα πλαίσια της εν λόγω αίτησης δεν αποτελεί απόφαση και ή αιτιολογημένη απόφαση, που αποτελεί τον δεύτερο λόγο έφεσης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €3.000 εναντίον της Εφεσείουσας και υπέρ της Εφεσίβλητης 1, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει. Αναφορικά με τον Εφεσίβλητο 2, ο οποίος περιορίστηκε στην απλή παρακολούθηση της διαδικασίας εν αναμονή της απόφασης επί της έφεσης, κρίνεται ορθό όπως μην εκδοθεί διαταγή για έξοδα.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/κβπ