ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ                                           

(Πολιτική Έφεση Αρ. 138/2022)

 

22 Νοεμβρίου, 2023

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ EΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, 2. Δ.Δ., 3. Γ.Δ., 4. Ε.Σ., 5. Μ.Ι. ΚΑΙ 6. Τ.Μ., ΕΚ ΠΑΡΟΥ, ΟΔΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ 16, ΜΕΓΑΡΟ ΤΡΥΦΩΝΟΣ, ΓΙΑ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/03/2022

.......................

 

 

Η. Στεφάνου μαζί με Γ. Νεάρχου, για Ηλίας Α. Νεάρχου Δ.Ε.Π.Ε, για τους Αιτητές.

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την υπό κρίση Έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, με την οποία απέρριψε τη μονομερή αίτηση των Εφεσειόντων για επέκταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης για χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης προνομιακού εντάλματος Certiorari.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε το πραγματικό υπόβαθρο στο οποίο βασιζόταν η μονομερής αίτηση, όπως αυτό αναφερόταν στην ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα 3 που συνόδευε την αίτηση. Το παραθέτουμε συνοπτικά:

1)    Η Αιτήτρια 1 είναι δικηγορική εταιρεία, οι Αιτητές 2-4 δικηγόροι και οι Αιτήτριες 5 και 6 γραμματειακό προσωπικό της εν λόγω εταιρείας. Οι Αιτητές 2 και 3 είναι διευθυντές και μέτοχοι της Αιτήτριας 1.

 

2)    Μεταξύ 29 και 31 Ιουλίου του 2021 εκτελέστηκαν τρία εντάλματα έρευνας στο δικηγορικό γραφείο της Αιτήτριας 1 για τα οποία υπήρξαν διάφορες δικαστικές διαδικασίες, κάποιες εκ των οποίων ακόμη εκκρεμούν. Οι έρευνες της Αστυνομίας βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.

 

3)    Οι Αιτητές έλαβαν γνώση του διατάγματος ημερ. 21.3.2022 που επέτρεπε την πρόσβαση σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, στις 13.4.2022 όταν τους επιδόθηκε η προβλεπόμενη από τον Νόμο έκθεση.

 

4)    Οι δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν επιστολή ημερ. 15.4.2022 προς τον Πρωτοκολλητή του Ποινικού τμήματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, με την οποία ζητούσαν αντίγραφα των δύο διαταγμάτων, των σχετικών αιτήσεων, των όρκων και των υπόλοιπων εγγράφων.

 

5)    Αντίγραφο του διατάγματος παραδόθηκε στις 19.4.2022 στους δικηγόρους των Αιτητών, οι οποίοι με τη σειρά τους το κοινοποίησαν αυθημερόν στους Αιτητές.

 

6)    Αμέσως δόθηκαν οδηγίες στους δικηγόρους των Αιτητών για την εξέταση της νομιμότητας του εκδοθέντος διατάγματος και όπως προβούν στις δέουσες ενέργειες για την προσβολή του.

 

7)    Η αίτηση για άδεια καταχώρισης Certiorari ήταν έτοιμη κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για επέκταση της προθεσμίας, ήτοι στις 13.5.2022, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως τεκμήριο.

8)    Οι Αιτητές έλαβαν γνώση της ύπαρξης του διατάγματος μετά από παρέλευση 23 ημερών από την έκδοση του και γνώση του περιεχομένου του και της αίτησης, μετά από 30 μέρες από την έκδοση του.

 

9)    Από τη μέρα λήψης του αντιγράφου του διατάγματος μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για επέκταση του χρόνου, παρήλθαν 24 μέρες, ενώ είχαν μεσολαβήσει και οι διακοπές του Πάσχα.

 

 

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, η αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο δυνατό και εν πάση περιπτώσει όχι πέραν των 45 ημερών από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία αν καταδειχθούν «εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρίσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Puhler, Πολ. Έφεση Αρ. 404/2019, ημερ. 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421, στην οποία επεξηγείται ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις», ως «υφιστάμενες περιστάσεις, οι οποίες παρεμποδίζουν τον αιτητή από του να αποταθεί έγκαιρα στο Δικαστήριο προς διεκδίκηση θεραπείας».

Με τον μοναδικό λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την αίτηση. Οι Εφεσείοντες αναγνωρίζουν ότι το ζήτημα εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εισηγούνται ότι λανθασμένα την άσκησε, εφαρμόζοντας ένα υπέρμετρα αυστηρό κριτήριο, καταλήγοντας να απορρίψει την αίτηση.

Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, λανθασμένα αγνόησε κάποια αυτόδηλα γεγονότα. Ένα εξ αυτών αφορά στο ότι οι Εφεσείοντες, χωρίς οποιαδήποτε ευθύνη, έλαβαν γνώση του περιεχομένου του διατάγματος, σχεδόν ένα μήνα μετά την έκδοση του και το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα τους θεώρησε υπεύθυνους για την πάροδο της εν λόγω περιόδου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επεσήμανε ότι ο Κανονισμός 5(2) επιτρέπει την κατ'  εξαίρεση επέκταση του χρόνου καταχώρισης αίτησης και ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις δεν πρέπει μόνο να υφίστανται αλλά και δικαιολογημένα να εμποδίζουν τον αιτητή να καταχωρίσει την αίτηση εντός της προθεσμίας.

Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ενώ οι Εφεσείοντες είχαν εξασφαλίσει αντίγραφο του διατάγματος από τις 19.4.2022, «για άγνωστο λόγο άφησαν να παρέλθει χρονική περίοδος 24 ημερών εφόσον η υπό κρίση αίτηση κατεχωρήθη μόλις στις 13/5/2022 και αφού, εν τω μεταξύ παρήλθε η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό προθεσμία». Γι' αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι ενώ «οι Αιτητές έλαβαν εγκαίρως γνώση για την έκδοση του επίδικου Διατάγματος, ουδεμία εξήγηση δίδεται για την παράλειψη τους να ενεργήσουν άμεσα για σκοπούς προσβολής του», πλην της αναφοράς ότι από τη μέρα λήψης του πιστού αντιγράφου του διατάγματος παρήλθαν «μόλις 24 ημέρες ενώ είχαν μεσολαβήσει και οι αργίες του Πάσχα». Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημειώνει επίσης πως οι Εφεσείοντες δεν αναφέρθηκαν σε οποιεσδήποτε εξαιρετικές περιστάσεις που να τους παρεμπόδιζαν να καταχωρίσουν την αίτηση τους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει πως δεν είναι αντιληπτή η θέση των Εφεσειόντων πως «ενήργησαν χωρίς χρονοτριβή» εφόσον καταχώρισαν την αίτηση σε 24 μέρες από τη μέρα που έλαβαν γνώση του περιεχομένου του διατάγματος.

Με βάση τα όσα ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν διαφαίνεται πως το Δικαστήριο εξέλαβε ότι οι Εφεσείοντες έλαβαν γνώση του διατάγματος σε χρόνο πριν από αυτόν που οι ίδιοι επικαλέστηκαν ή ότι οι Εφεσείοντες φέρουν οποιαδήποτε ευθύνη για το πότε πληροφορήθηκαν και έλαβαν αντίγραφο του διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αμφισβήτησε τους ισχυρισμούς των Εφεσειόντων για την ημερομηνία λήψης αντιγράφου του διατάγματος και γνώσης του περιεχομένου αυτού και της σχετικής αίτησης. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη λήψη «έγκαιρης γνώσης» σαφώς και αφορά στη γνώση των Εφεσειόντων εντός ακόμη της προθεσμίας των 45 ημερών που προνοείται για την καταχώριση αίτησης, χωρίς όμως σε οποιοδήποτε σημείο της απόφασης του να θεωρεί τους Εφεσείοντες υπεύθυνους για τον χρόνο κατά τον οποίο πληροφορήθηκαν για το διάταγμα. Όπως θα εξηγηθεί κατωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από την ημερομηνία που οι Εφεσείοντες έλαβαν αντίγραφο του διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση της προθεσμίας.

Ούτε και η εισήγηση των Εφεσειόντων πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψιν ότι η αίτηση για άδεια ήταν έτοιμη για καταχώριση κατά την υποβολή της αίτησης για επέκταση, κρίνεται βάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ρητή αναφορά σε αυτό το ζήτημα, πλην όμως είναι διάχυτο στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψιν του πως η αίτηση ήταν έτοιμη για καταχώριση, πλην όμως επεσήμανε πως οι Αιτητές χρειάστηκαν 24 μέρες για την καταχώριση της αίτησης για επέκταση, χωρίς να προβάλουν οποιαδήποτε εξήγηση γι'  αυτή την καθυστέρηση και κυρίως χωρίς να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολόγηση για τις ενέργειες τους κατά τον εναπομείναντα χρόνο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας των 45 ημερών. Άλλωστε εκείνο το οποίο έχει σημασία έχει η καταχώριση της αίτησης για άδεια και όχι κατά πόσο αυτή ήταν έτοιμη ή όχι.

Αποδίδεται επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως λανθασμένα δεν έλαβε υπόψιν τη φύση της υπόθεσης, ήτοι ότι εγείρονταν πολύπλοκα και θεμελιώδη νομικά ζητήματα, ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση ήταν πολυσέλιδη (56 σελίδες πλέον η συμπληρωματική ένορκη δήλωση) και ότι στο διάστημα που μεσολάβησε, ετοιμάστηκε τόσο η αίτηση για άδεια όσο και η πολυσέλιδη ένορκη δήλωση για άδεια.

Θεωρούμε αβάσιμη και αυτή την εισήγηση. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ιστορικό των γεγονότων και τον διαρρεύσαντα χρόνο μέχρι τη λήξη της προθεσμίας των 45 ημερών, χωρίς οι Αιτητές να προβάλουν οποιονδήποτε και δη ικανοποιητικό λόγο για την καταχώριση της αίτησης για επέκταση μετά τη λήξη της προθεσμίας. Επομένως, αν και είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η προτεινόμενη προς καταχώριση αίτηση για άδεια, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς καθοδηγήθηκε από το σύνολο των γεγονότων ενώπιον του.

Θεωρούμε ότι παρόλο που η αίτηση για χορήγηση άδειας ήταν όντως πολυσέλιδη και αφορούσε νομικά ζητήματα, εντούτοις οποιαδήποτε διαπίστωση αναφορικά με το πώς ενήργησαν οι Εφεσείοντες και ή οι δικηγόροι τους από τη μέρα λήψης γνώσης του διατάγματος μέχρι και την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης για επέκταση θα ήταν ένα αυθαίρετο συμπέρασμα εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο δεν θα έβρισκε έρεισμα στα υπό κρίση γεγονότα. Οι Εφεσείοντες παρέμειναν παντελώς σιωπηλοί αναφορικά με το τι έκαναν μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση. Προφανώς και ασχολήθηκαν με την ετοιμασία και σύνταξη της αίτησης για άδεια για να ήταν έτοιμη μέχρι την υποβολή της αίτησης για επέκταση, πλην όμως στην απουσία οποιουδήποτε ισχυρισμού ως προς το τι μεσολάβησε από τη γνώση μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα προέβαινε απλώς σε αυθαίρετες εικασίες.

Εκείνο το οποίο ορθώς τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η παντελής απουσία επεξήγησης του τι έλαβε χώρα, λαμβάνοντας ως αφετηρία την ημερομηνία λήψης γνώσης του διατάγματος μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση. Αναμφίβολα, όπως αναγνώρισε και ο δικηγόρος των Εφεσειόντων κατά την αγόρευση του ενώπιον μας, οι Εφεσείοντες είχαν τη δυνατότητα να αποταθούν για επέκταση της προθεσμίας πριν ακόμη τη λήξη αυτής, καταδεικνύοντας έτσι το στάδιο στο οποίο ενδεχομένως να βρίσκονταν οι μέχρι τότε ενέργειες τους και γιατί χρειάζονταν περισσότερο χρόνο. Η παράλειψη αυτή, όπως και η γενική και αόριστη αναφορά του Εφεσείοντα 3 στην αίτηση για επέκταση, ότι η απουσία γνώσης δεν τους επέτρεπε να ενεργήσουν εντός των 45 ημερών, δεν είναι ικανές να καταδείξουν εκείνες τις εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες απαιτούνται για την επέκταση της προθεσμίας καταχώρισης της αίτησης. Με άλλα λόγια, το χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τη λήψη γνώσης μέχρι και την καταχώριση της αίτησης για επέκταση ορθώς κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν ήταν τέτοιο που να οδηγούσε αυτομάτως και χωρίς την παροχή οποιασδήποτε εξήγησης στην κατάδειξη εξαιρετικών περιστάσεων που καθιστούσαν αδύνατη την καταχώριση της αίτησης για άδεια εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.

Η απόδοση από τους Αιτητές στο πρωτόδικο Δικαστήριο της παράλειψης να λάβει υπόψη ότι από τις εναπομείνασες μέρες μέχρι τη λήξη της προθεσμίας, οι πέντε εξ αυτών ήταν αργίες, ήτοι 22-25 Απριλίου και η 1η Μαΐου, δεν διαφοροποιεί τις πιο πάνω διαπιστώσεις του.

Εκείνο το οποίο βασικά εισηγούνται οι Εφεσείοντες είναι ότι, στα πλαίσια εξέτασης αιτήματος για επέκταση της προθεσμίας, το Δικαστήριο θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός της ημερομηνίας λήψης γνώσης του διατάγματος σε συνάρτηση με την προβλεπόμενη προθεσμία των 45 ημερών. Οι Αιτητές ουσιαστικά επιχειρούν να εξισώσουν την έναρξη της προθεσμίας των 45 ημερών με την ημερομηνία γνώσης του διατάγματος και όχι με τις δικές τους ενέργειες από την ημερομηνία γνώσης μέχρι και την καταχώριση της αίτησης. Τούτο, όμως, δεν συνάδει με τον Κανονισμό 5 ο οποίος θέτει ως ορόσημο για την έναρξη της προθεσμίας την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος και όχι τη λήψη γνώσης περί αυτών. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση M.A. Christodoulou Investments Ltd v. Αδελφοί Ανδρέου & Σταύρου Χρίστου (Εμπόροι) Λτδ, Πολ. ΄Εφεση Αρ. 280/21, ημερ. 8.2.2023: 

«. Ό,τι είναι σημαντικό για σκοπούς προθεσμίας είναι πως ο χρόνος προς καταχώρηση αίτησης για παροχή άδειας αρχίζει, όπως διαλαμβάνει, ο ειδικός περί τούτου, Κανονισμός 5(1), από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Υπάρχει δε δυνατότητα παράτασης του χρόνου, με βάση τον Κανονισμό 5(2), εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν την καταχώρηση αίτησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. ΄Ετσι θα έπρεπε να είχε πράξει η πλευρά της Εφεσίβλητης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό της έλλειψης γνώσης των κρίσιμων γεγονότων. Δεν το έπραξε όμως και αυτό ήταν μοιραίο.»

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία έχει διαμορφωθεί από τη θέσπιση του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, κατά την εξέταση αίτησης για επέκταση, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη την ημερομηνία λήψης γνώσης της απόφασης ή διατάγματος και να συνεκτιμήσει παράλληλα τις ενέργειες του αιτητή από την εν λόγω ημερομηνία μέχρι και την καταχώριση της αίτησης επέκτασης. Σε περίπτωση που διαφανεί ότι ο αιτητής δεν ενήργησε με την απαραίτητη σπουδή, αφότου έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ή διατάγματος, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης εξυπηρετείται με την επέκταση του χρόνου.

Το επιχείρημα των Εφεσειόντων ότι δεν έχει εντοπιστεί νομολογία στην οποία αίτηση επέκτασης να απερρίφθη λόγω της παρόδου 24 ημερών από τη λήψη γνώσης περί της προσβαλλόμενης απόφασης δεν δύναται να θεωρηθεί ως στοιχείο το οποίο από μόνο του και απαρέγκλιτα οδηγεί στην έγκριση της αίτησης. Όπως διαφαίνεται από τη νομολογία, η κάθε περίπτωση εξετάζεται στη βάση των δικών της δεδομένων.

Η απόφαση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Αδελφοί Ανδρέας & Σταύρος Χρίστου (Έμποροι) Λίμιτεδ, Πολ. Αίτηση Αρ. 112/2021, ημερ. 10.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:D391, την οποία επικαλούνται οι Αιτητές προς υποστήριξη των θέσεων τους, έχει ανατραπεί κατ'  έφεση στην υπόθεση M.A. Christodoulou Investments Ltd v. Αδελφοί Ανδρέου & Σταύρου Χρίστου (Έμποροι) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 280/2021, ημερ. 8.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:D48. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

«Υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι οι Κανονισμοί 14 και 15 του προαναφερθέντος Κανονισμού παρείχαν την ευχέρεια στο Δικαστήριο, προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, να θεωρήσει την ενώπιόν του αίτηση ως εμπρόθεσμη. ΄Εκρινε ο αδελφός Δικαστής ότι «. κάτω από τις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις η καταχώρηση Αίτησης για παράταση χρόνου θα ήταν μια γραφειοκρατική ενέργεια η οποία το μόνο που θα επιτύγχανε θα ήταν η σπατάλη χρόνου και εξόδων.».

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση. Ό,τι είναι σημαντικό για σκοπούς προθεσμίας είναι πως ο χρόνος προς καταχώρηση αίτησης για παροχή άδειας αρχίζει, όπως διαλαμβάνει, ο ειδικός περί τούτου, Κανονισμός 5(1), από την ημερομηνία έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης. Υπάρχει δε δυνατότητα παράτασης του χρόνου, με βάση τον Κανονισμό 5(2), εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν την καταχώρηση αίτησης εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας. ΄Ετσι θα έπρεπε να είχε πράξει η πλευρά της Εφεσίβλητης, προβάλλοντας τον ισχυρισμό της έλλειψης γνώσης των κρίσιμων γεγονότων. Δεν το έπραξε όμως και αυτό ήταν μοιραίο. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν υπήρχε περιθώριο άλλο, παρά απόρριψης της αίτησης, αφού είχε παρέλθει η προθεσμία προς καταχώρησή της, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία και αναφερόμαστε στην απόφαση Manuel Puhler, Πολ.εφ. 404/2019, 10.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:A421, είναι θέμα ουσίας, άμεσα συνυφασμένο με την προνομιακή διαδικασία που λάμβανε χώραν ενώπιον του Δικαστηρίου.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Puhler (ανωτέρω), και ορθώς επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται ή όχι κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά, με παραπομπή στην υπόθεση Αναφορικά με το Μιχάλη Μιχαήλ, Πολ. Έφεση 345/2013, ημερ 31.1.2015, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Κατ΄ αρχάς, αποτελεί νομολογιακή κατίσχυση ότι τα προνομιακά εντάλματα παρέχονται ή όχι κατά προνόμιο και όχι δικαιωματικά. Η οποιαδήποτε σημειωθείσα καθυστέρηση στην αναζήτηση της λήψης της άδειας δυνατόν να εξουδετερώσει αυτό το προνόμιο.»

 

H αναφορά από τον δικηγόρο των Εφεσειόντων στην υπόθεση Tele2 Sverige AB v. Post - och telestyrelsen κ.ά, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις C-203/15 και C698/15, ημερ. 21.12.2016, για το δικαίωμα προσφυγής το οποίο ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 15(2) της Οδηγίας 2002/58/ΕΚ σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) σε συνδυασμό με το άρθρο 22 της Οδηγίας 95/46/ΕΚ για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, δεν αλλοιώνει ούτε επηρεάζει το δικαίωμα και τον τρόπο προσφυγής στο Δικαστήριο για την προσβολή διατάγματος πρόσβασης σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.

Θεωρούμε ορθή την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούσαν την έγκριση της αίτησης για παράταση.

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο