ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 134/2015)
8 Νοεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΣΑΒΒΑΣ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ,
Εφεσείων/Ενάγων
ν.
1. SUPHIRE (VENTURE CAPITAL) LTD,
2. ΙΩΑΝΝΗ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Εφεσίβλητων/Εναγομένων
_________________________
Ν. Κληρίδης για Lefkos Clerides & Sons LLC και Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Γεωργίου για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρισε στις 2.6.2008, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, αξίωνε εναντίον των εφεσίβλητων, αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, το ποσό των ΛΚ 175.000 και/ή το ισόποσο σε ευρώ (€299,005.25), ποσό το οποίο κατέβαλε για την αγορά 175.000 μετοχών «οι οποίες εξεδόθησαν και/ή παρεδόθησαν κατά ή περί την 10.5.2000 από τους εναγομένους προς τον ενάγοντα, υπό τη ρητή προϋπόθεση και/ή κατόπιν παραστάσεων των εναγομένων ότι οι μετοχές θα εισήγοντο εις το Χρηματιστήριον Αξιών Κύπρου, πράγμα το οποίο ουδέποτε έλαβεν χώραν». Αξίωνε ακόμη αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας, για δόλο, απάτη, κλπ.
Στην Έκθεση Απαίτησης, η οποία καταχωρίστηκε στη συνέχεια, γινόταν αναφορά πως οι εφεσίβλητοι είχαν ενθαρρύνει και/ή παροτρύνει τον εφεσείοντα να αγοράσει μετοχές και/ή τίτλους μετοχών της εφεσίβλητης 1 «. με την προοπτική και/ή με παραστάσεις και/ή διαβεβαιώσεις εισαγωγής των εν λόγω τίτλων στο ΧΑΚ εντός έξι μηνών και/ή εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία αγοράς τους και/ή να αγοράσει μετοχές και/ή τίτλους μετοχών της εναγόμενης αρ. 1 και ότι θα του απέφεραν πολλά κέρδη». Σύμφωνα πάντα με τις δικογραφημένες θέσεις του εφεσείοντα, είναι στη βάση των πιο πάνω διαβεβαιώσεων και/ή παραστάσεων και/ή υποσχέσεων που αυτός κατέβαλε το ποσό των ΛΚ175.000 για την αγορά 175.000 μετοχών της εφεσίβλητης 1.
Άνευ βλάβης των πιο πάνω θέσεών του, καταγραφόταν στο δικόγραφο πως οι πιο πάνω παραστάσεις και/ή διαβεβαιώσεις «έγιναν ψευδώς και/ή κατά τρόπο παραπλανητικό και/ή προς τον σκοπό κακόβουλης παρότρυνσης του ενάγοντα από τους εναγομένους ομού και/ή κεχωρισμένως και/ή είναι αποτέλεσμα και/ή προϊόν ψευδών παραστάσεων και/ή δόλου και/ή απάτης των εναγομένων σε βάρος του ενάγοντα». Παρατίθενται από το δικόγραφο, οι λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων.
«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΔΟΛΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΠΑΤΗΣ ΚΑΙ/Ή ΨΕΥΔΩΝ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ:
(α) Εδήλωσαν ότι δήθεν επίκειτο η εισαγωγή των ως άνω μετοχών στο Χ.Α.Κ. ενώ εγνώριζαν ότι τούτο δεν ήταν δυνατό και/ή ότι εξαρτάτο από ενέργειες δικές των, τις οποίες δεν είχαν πρόθεση και/ή διάθεση και/ή ικανότητα να πράξουν.
(β) Ανέλαβαν την υποχρέωση και/ή παρέστησαν στον ενάγοντα ότι εντός έξι μηνών και/ή εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία αγοράς των τίτλων μετοχών της εναγομένης αρ. 1 οι σχετικοί τίτλοι θα εισαχθούν στο Χ.Α.Κ. ενώ δεν είχαν πρόθεση και/ή ούτε διάθεση και/ή εγνώριζαν ότι τούτο δεν θα ελάμβανε χώραν.
(γ) Απέκρυψαν από τον ενάγοντα την πραγματική οικονομική και/ή άλλη σχετική κατάσταση με βάση την οποία εγνώριζαν και/ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι καθιστούσαν την εισαγωγή των στο Χ.Α.Κ. αδύνατη και/ή προβληματική.
(δ) Αν και ουδέποτε είχαν πρόθεση να εισάξουν τις μετοχές τους στο Χ.Α.Κ. και/ή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα προς τούτο, οι εναγόμενοι παρέστησαν εν τούτοις εαυτούς έτοιμους και/ή ικανούς να πράξουν τούτο.
(ε) Παρέπεισαν ως εκ των ανωτέρω (α) - (δ) τον ενάγοντα να καταβάλει το ποσόν των £175,000 σε ευρώ €299,005.25 για αγορά 175,000 μετοχών της εναγομένης αρ. 1, ενώ δεν είχαν πρόθεση να προχωρήσουν στην εισαγωγή των μετοχών αυτών στο Χ.Α.Κ και/ή δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα και/ή ικανότητα και/ή εγνώριζαν ότι η ένταξη της εναγομένης στο ΧΑΚ ήταν αδύνατη και/ή προβληματική με δική τους υπαιτιότητα.»
Οι εφεσίβλητοι, με κοινό δικόγραφο, αρνήθηκαν τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, με τους οποίους αυτός είχε επικαλεστεί παράβαση σύμβασης και/ή δόλο και/ή απάτη και/ή ψευδείς παραστάσεις, κλπ. Περαιτέρω, στην παράγρ. 26 του δικογράφου τους, είχαν προβάλει και την ακόλουθη υπεράσπιση:
«26. Άνευ βλάβης και/ή χωρίς επηρεασμό των πιο πάνω οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο Ενάγοντας κωλύεται από το να απαιτεί οποιοδήποτε ποσό από τους Εναγόμενους αφού κατά ή περί την 6/11/2003 και προς πλήρη ικανοποίηση οποιασδήποτε απαίτησης του από την Εναγόμενη αρ. 1 έλαβε το ποσό των £15,000 δυνάμει της επιταγής της Τράπεζας Κύπρου με αριθμό 32131120 η οποία εκδόθηκε προς όφελος του από την εταιρεία Suphire (Asset Management) Ltd, μεταβιβάζοντας ταυτόχρονα 15,000 μετοχές εκ των 175000 μετοχών που κατείχε στην Εναγομένη αρ. 1 και υπογράφοντας ταυτόχρονα σχετική απόδειξη.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να διακρίνει και να καταγράψει στην απόφασή του τις αιτίες αγωγής. Για την παράβαση σύμβασης εκ μέρους των εφεσίβλητων, σημείωσε τα ακόλουθα:
«. Όμως η διαζευκτική αυτή βάση αγωγής δεν προωθήθηκε από τον συνήγορο του ενάγοντα κατά την τελική του αγόρευση, ο οποίος περιορίστηκε μόνο σε ισχυρισμούς για διάπραξη αστικών αδικημάτων. Ανέφερε μάλιστα ο συνήγορος ότι από την δοθείσα μαρτυρία δεν δύναται να εκληφθεί ότι υπήρχε οιαδήποτε έγκυρη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων.»
Η πιο πάνω διαπίστωσή του όχι μόνο δεν προσβάλλεται με την έφεση, αλλά με αυτήν ρητά αναφέρεται πως «Ήταν σαφής η θέση του εφεσείοντος ότι στην παρούσα υπόθεση δεν είχε καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση, καθότι οι εφεσίβλητοι είχαν ουσιαστικά ξεγελάσει και εξαπατήσει τον εφεσείοντα, η υπόθεση του οποίου στηρίζετο στο δόλο, την απάτη και τις ψευδείς παραστάσεις των εφεσίβλητων».
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν ως μάρτυρες, ο εφεσείων και ο εφεσίβλητος 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σε γενικές γραμμές την προσαχθείσα μαρτυρία, την οποία στη συνέχεια αξιολόγησε στο σύνολό της, ως όφειλε. Καθοδηγούμενο από τη νομολογία που αφορά στην αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας, βρήκε πως ο εφεσείων δεν ήταν μάρτυρας αληθείας και κατ΄ επέκταση, απέρριψε τη μαρτυρία του. Δεν ήταν μόνο η κακή εντύπωση που του έκανε από το εδώλιο του μάρτυρα, αλλά και άλλοι λόγοι, για τους οποίους δεν μπορούσε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του, τους οποίους και κατέγραψε. Ενδεικτικά και μόνο παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από το σχετικό μέρος της απόφασής του:
«Ήταν η θέση του ενάγοντα ότι δεν γνώριζε τίποτα από χρηματιστήριο και ότι ήταν οι παραστάσεις του εναγομένου 2 που τον έπεισαν να αγοράσει μετοχές. Δήλωσε μάλιστα ότι δεν είναι επενδυτής και αρνήθηκε υποβολή ότι ζήτησε να ανοίξει επενδυτικό λογαριασμό για να παίξει στο χρηματιστήριο. Δέχθηκε όμως στην συνέχεια μετά από υποβολές του συνηγόρου υπεράσπισης ότι πήρε επενδυτικό δάνειο £200.000,00 με εξασφάλιση τις επίδικες μετοχές της εναγομένης 1. Ισχυρίστηκε επιπλέον χωρίς να είναι πειστικός ότι ο εναγόμενος 2 ως χρηματιστής του, χειριζόταν τον επενδυτικό λογαριασμό και αυτός απλά υπέγραφε τις εντολές χωρίς να γνωρίζει περισσότερες λεπτομέρειες. Ήταν η θέση του ότι ήταν ο εναγόμενος 2 και όχι ο ίδιος που έπαιζε στο χρηματιστήριο με τα χρήματα του ενάγοντα. Ισχυρίστηκε δε ότι υπέγραφε όλα τα έγγραφα που του έφερνε ο εναγόμενος 2 χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει τι αγόραζε και τι πωλούσε. Ανέφερε επί του προκειμένου ότι είχε εμπιστοσύνη στον εναγόμενο 2 ως χρηματιστής του που ήταν. Παρά τις πιο πάνω θέσεις του, ο ενάγοντας δέχθηκε στην συνέχεια υποβολή ότι ο εναγόμενος 2 δεν υπήρξε ποτέ χρηματιστής του.
Πέραν των πιο πάνω αντιφάσεων, ο μάρτυρας δήλωσε επανειλημμένα άγνοια για το γεγονός της παραχώρησης σε αυτόν επενδυτικού δανείου ύψους £200.000,00 με εγγύηση τις επίδικες μετοχές, ρίχνοντας πάντα το φταίξιμο στον εναγόμενο 2, στον οποίο είχε όπως είπε εμπιστοσύνη.
Να σημειώσω εδώ ότι θεωρώ σχήμα οξύμωρο και εν πάση περιπτώσει όχι ιδιαίτερα πειστικό το γεγονός, κάποιος να δανείζεται ένα τόσο μεγάλο ποσόν εν αγνοία του. Ανεξαρτήτως τούτου, η εντύπωση που μου δόθηκε είναι ότι οι θέσεις του ενάγοντα στο θέμα αυτό, αποσκοπούσαν στο να αποφύγει να απαντήσει σε υποβολές ότι η αγορά των μετοχών έγινε για τους σκοπούς του επενδυτικού δανείου και όχι ως ιδιωτική τοποθέτηση όπως ο ίδιος αρχικά ισχυρίστηκε. Με τον τρόπο αυτό εξηγείται και η επιμελής απόκρυψη στην κυρίως εξέταση του, του γεγονότος ότι οι επίδικες μετοχές ενεχυριάσθηκαν, προκειμένου ο ίδιος να εξασφαλίσει επενδυτικό δάνειο. Αντιθέτως ανέφερε ότι έγινε κάτοχος μετοχών που δεν του ήταν χρήσιμες και ουδέποτε ήθελε αφού δεν εισήχθησαν στο χρηματιστήριο. .»
Για τον εφεσίβλητο 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως αυτός του έκανε θετική εντύπωση ως μάρτυρας. Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση πως αυτός ήταν πειστικός ως προς τη θέση του ότι ουδέποτε είχε προβεί σε οποιανδήποτε παράσταση προς τον εφεσείοντα είτε αναφορικά με τον χρόνο εισαγωγής των μετοχών της εφεσίβλητης 1 στο Χρηματιστήριο είτε αναφορικά με την αξία των μετοχών της. Ακόμη, ότι αυτός «έκαμε πλήρη αναφορά σε όλο το πλέγμα των συμβατικών σχέσεων των διαδίκων μετά την αγορά των επίδικων μετοχών. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην ενεχυρίαση των μετοχών για σκοπούς επενδυτικού δανείου, αλλά και στην επιστροφή στον ενάγοντα του ποσού των £15.000,00 δυνάμει ισχύουσας κατά τον επίδικο χρόνο νομοθεσίας. Ειδικότερη αναφορά έγινε και στην απόδειξη - δήλωση (τεκμ. 10) που υπέγραψε ο ενάγων και σύμφωνα με την οποία δεν είχε καμία άλλη απαίτηση από την εναγομένη 1 εταιρεία.»
Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του, ήταν ηλίου φαεινότερον ότι ο εφεσείων δεν είχε προσκομίσει αξιόπιστη μαρτυρία για να αποδείξει ότι ξεγελάστηκε και/ή εξαπατήθηκε από τους εφεσίβλητους. Ως ήτο αναμενόμενο, η αγωγή απερρίφθη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε όμως την αγωγή και για τον λόγο ότι ο εφεσείων υπέγραψε και παρέδωσε στους εφεσίβλητους το έγγραφο (Τεκμήριο 10), στο περιεχόμενο του οποίου θα κάνουμε αναφορά στη συνέχεια.
Ο εφεσείων δεν έμεινε ικανοποιημένος από την πρωτόδικη απόφαση, εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης, όπου με δύο λόγους ζητά την ανατροπή της ως εσφαλμένης. O πρώτος λόγος έφεσης έχει ως εξής:
«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε την εκδοχή των εφεσιβλήτων και/ή απέρριψε την εκδοχή και την μαρτυρία του εφεσείοντος και εν πάση περιπτώσει εσφαλμένως κατέληξε στο εύρημα περί αξιοπιστίας της μαρτυρίας των εφεσιβλήτων, ενώ αυτό δεν εδικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις, την ποιότητα της μαρτυρίας και τα γεγονότα της υπόθεσης. Τα ευρήματα αξιοπιστίας του Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένα και εσφαλμένη ήταν η προσέγγιση για την αξιοπιστία του εφεσίβλητου αρ. 2, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα ευρήματα και να προτιμήσει τη μαρτυρία των εφεσιβλήτων απορρίπτοντας την αγωγή.»
Ακολουθεί η αιτιολογία του, η οποία καταλαμβάνει οκτώ ξεχωριστές παραγράφους, τις οποίες δεν χρειάζεται να παραθέσουμε.
Ο κ. Ευσταθίου, αγορεύοντας ενώπιον μας προς υποστήριξη του πιο πάνω λόγου έφεσης, ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως ο εφεσείων «. ήταν ένας χωρικός, ο οποίος δεν ήξερε καλά-καλά να μιλά. Έφυγε από τη Φοίτη της Πάφου στα 12-13 του, πήγε στην Αφρική και ήρθε πίσω και εκατασπαράξαν τον οι λύκοι». Για να προσθέσει, πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο τον έκρινε αναξιόπιστο μάρτυρα, αφού ουσιαστικά δεν είχε αντιληφθεί την απλότητα και την ταπεινότητά του, και κατ΄ επέκταση τη φιλαλήθεια που τον διέκρινε, καθ΄ ον χρόνο έδιδε μαρτυρία ενώπιόν του. Ως ελέχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως ο εφεσείων δεν ήταν μάρτυρας αληθείας και κατ΄ επέκταση πως τα όσα είχε ισχυριστεί περί εξαπάτησής του από τους εφεσίβλητους, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Να επαναλάβουμε το χιλιοειπωμένο, πως είναι τα πρωτόδικα Δικαστήρια που έχουν την ευθύνη για τη διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων, αφού αυτά είναι που βλέπουν, ακούουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν. Όπως εύστοχα τέθηκε στη Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδη (1990) 1 Α.Α.Δ. 1026, 1034:
«Η απροθυμία του Εφετείου να διασαλεύσει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τα πρωτογενή γεγονότα αντανακλά το πλαίσιο του δικαστικού μας συστήματος που θέτει ως κριτή των γεγονότων το πρωτόδικο δικαστήριο».
Το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης, βρίσκεται στους ώμους αυτού που προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας, εν προκειμένω, του εφεσείοντα.
Αφού έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολό της, καταλήγουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους έκρινε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα. Εν κατακλείδι, βρίσκουμε πως όλα τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, όχι μόνο δεν αντιστρατεύονται την κοινή λογική, αλλά είναι εύλογα και δικαιολογημένα, και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι:
«ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ
Εσφαλμένα αποφάσισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο εφεσείων κωλύεται στην προώθηση της αγωγής λόγω της ανεπιφύλακτης δήλωσης των Τεκμηρίων 8, 10 και 12 και γενικά όλων των γραπτών δηλώσεων όπως και εσφαλμένα και/ή λανθασμένα και/ή πεπλανημένα και/ή αδικαιολόγητα, χωρίς επαρκή και/ή καθόλου αιτιολογία και/ή σε αντίφαση με τα υπόλοιπα ευρήματά του απέρριψε την αγωγή του Εφεσείοντα καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως ο Εφεσείοντας απέτυχε να αποδείξει την ύπαρξη απάτης από την Εφεσίβλητη εταιρεία και το Διευθυντή της καθώς και ύπαρξη σύμβασης μεταξύ Εφεσείοντα και εφεσίβλητων ως προς τον χρόνο εισαγωγής της εφεσίβλητης αρ. 1 στο ΧΑΚ αλλά ούτε και για την αξία των μετοχών της.»
Κατ΄ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συνέπλεξε το θέμα της κατ΄ ισχυρισμόν απάτης με το θέμα της υπογραφής και παράδοσης του εγγράφου, Τεκμήριο 10, σύμφωνα με το οποίο:
«ΔΗΛΩΣΗ/ΑΠΟΔΕΙΞΗ
Εγώ ο Σωκράτους Σάββας έλαβα το ποσό των £15.000 (Δεκαπέντε Χιλιάδων Λιρών) από την Εταιρεία SUPHIRE VENTURE (CAPITAL) LTD και ως εκ τούτου, η μεταξύ μας συμφωνία για παραχώρηση εκ εμού 15.000 μετοχών, ακυρώνεται.
Με την παρούσα, δηλώνω ότι δεν έχω καμία απαίτηση από την Εταιρεία SUPHIRE VENTURE (CAPITAL) LTD, είτε αυτή είναι παρούσα, είτε αυτή είναι μέλλουσα.
Περαιτέρω, μεταβιβάζω τις πιο πάνω μετοχές μου, δυνάμει του Παραρτήματος Α.
[.]»
Η υπογραφή και παράδοση στους εφεσίβλητους του εν λόγω εγγράφου, με το πιο πάνω περιεχόμενο, τέσσερα περίπου χρόνια μετά την αγορά των μετοχών, συνιστούσε πρόσθετο λόγο για απόρριψη της αγωγής, όταν μάλιστα η δικογραφημένη θέση του εφεσείοντα, την παράγρ. 11 της Έκθεσης Απαίτησής του, ήταν πως κατά ή περί τα τέλη του 2002, δηλαδή πριν από την υπογραφή του πιο πάνω εγγράφου, σε συνάντηση μεταξύ του ιδίου και του εφεσίβλητου 2 «συμφωνήθηκε όπως οι εναγόμενοι αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως επιστρέψουν το ποσό των £175,000 και/ή το ισόποσο σε ευρώ €299,005.25 στον ενάγοντα σε διάφορες δόσεις».
Να προσθέσουμε ακόμη, πως όταν οι εφεσίβλητοι δικογράφησαν δεόντως ότι ο εφεσείων εμποδιζόταν να εγείρει οποιαδήποτε αξίωση λόγω της υπογραφής του πιο πάνω εγγράφου, ο τελευταίος ουδέν ανέφερε σε σχέση με αυτό το θέμα στην Απάντηση στην Υπεράσπιση, την οποία, ειρήσθω εν παρόδω, καταχώρισε ένα και πλέον έτος μετά την καταχώριση του δικογράφου της Υπεράσπισης. Αλλά και όταν ο εφεσείων κλήθηκε να σχολιάσει, αντεξεταζόμενος, το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου που υπέγραψε, αρκέστηκε να αναφέρει, απευθυνόμενος προς τον ευπαίδευτο συνήγορο που τον αντεξέταζε «Αν είσαστε εσείς θα χαρίζατε τα λεφτά και να παίρνατε £15.000 και £5.000 και θα λέγατε «ευχαριστώ» δεν θέλω τα λεφτά;». Όμως στο έγγραφο που υπέγραψε, μετά την κατ΄ ισχυρισμόν εξαπάτησή του από τους εφεσίβλητους, ρητά καταγραφόταν πως με την είσπραξη του ποσού των €15.000 ουδεμία άλλη απαίτηση έχει «είτε αυτή είναι παρούσα είτε αυτή είναι μέλλουσα». (Σάββα ν. Συμβ. Κεντρ. Σφαγείου (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 618).
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το εν λόγω έγγραφο, είναι επίσης ορθή, και δικαιολογημένα απέρριψε την αγωγή και για αυτόν τον λόγο. Και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου