ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 111/2015)
1 Νοεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ. 113
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,
Εφεσείων/Αιτητής,
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ STAVROS HOTEL APARTMENTS LTD,
Εφεσίβλητων/Καθ'ων η Αίτηση.
Α. Γεωργίου για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Δ. Καλλής, για Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση επιδιώκεται η ανατροπή της Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απερρίφθη αίτηση για έκδοση Διατάγματος Εκκαθάρισης της Εφεσίβλητης Εταιρείας, συμφώνως των Άρθρων 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς ευχερέστερης κατανόησης των όσων εγείρονται, η παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης όπως, με αναντίλεκτη μαρτυρία, αυτά τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και αποτυπώθηκαν, στη συνέχεια, στην Απόφασή του.
Κατά το έτος 1988 η Εφεσίβλητη Εταιρεία συνήψε συμφωνία δανείου με την Τράπεζα Κύπρου για το ποσό των Λ.Κ. 660.000. Ένας εκ των εγγυητών, για το όλο ποσό του δανείου, ο οποίος υπέγραψε και σχετική συμφωνία εγγυήσεως με την Τράπεζα Κύπρου για σκοπούς εξασφάλισης της οφειλής της Εφεσίβλητης, ήταν και ο Εφεσείων. Προφανώς, συνεπεία καθυστερήσεων στην αποπληρωμή του δανείου από πλευράς της Εφεσίβλητης, η Τράπεζα Κύπρου καταχώρισε, το 1991, Αγωγή, την υπ' αρ. 7439/1991, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και στις 18/2/1994 εκδόθηκε, στο πλαίσιο αυτής, εκ συμφώνου απόφαση, μεταξύ άλλων, εναντίον της Εφεσίβλητης και του Εφεσείοντα για το ποσό των Λ.Κ. 489.134,88, με τόκο 9% το χρόνο επί ποσού Λ.Κ. 400.604,86. Έναντι της εν λόγω οφειλής, σε χρόνο μετά την έκδοση της απόφασης, καταβλήθηκαν, σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, τα ακόλουθα ποσά: Στις 22/2/1994 ποσό Λ.Κ. 50.000 και στις 27/4/2010 ποσό €649.975. Τα εν λόγω χρηματικά ποσά καταβλήθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου από τον Εφεσείοντα. Με την καταβολή των εν λόγω ποσών αποπληρώθηκε μέρος της οφειλής της Εφεσίβλητης έναντι της Τράπεζας Κύπρου, με αποτέλεσμα να παραμείνει, πάντοτε σε σχέση με την Αγωγή υπ' αρ. 7439/1991, οφειλόμενο ποσό προς την εν λόγω Τράπεζα.
Στις 9/2/2011 μέσω του επιδότη Χ. Κοιλαρά, ο Εφεσείων παρέδωσε στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσίβλητης Εταιρείας, σε κάποια ονόματι Μαρία Γεωργίου, που, σύμφωνα με τον επιδότη, ήταν γραμματέας κάποιας εταιρείας, άλλης από την Εφεσίβλητη, και η οποία δεν ήταν υπάλληλος της Εφεσίβλητης, χωρίς η Μ. Γεωργίου να αποδεχτεί να υπογράψει για σκοπούς παραλαβής της, γραπτή απαίτηση, με την οποία ο Εφεσείων απαιτούσε την πληρωμή από την Εφεσίβλητη προς αυτόν, εντός 21 ημερών από τις 9/2/2011, του ποσού των €735.405,07. Σύμφωνα με την εν λόγω γραπτή απαίτηση του Εφεσείοντα, το εν λόγω ποσό το είχε καταβάλει ο ίδιος προς την Τράπεζα Κύπρου εκ μέρους της Εφεσίβλητης η οποία, στην εν λόγω γραπτή απαίτηση του αναφέρετο ως πρωτοφειλέτιδα της Τράπεζας Κύπρου και ως το πρόσωπο το οποίο όφειλε να καταβάλει τα χρήματα που κατέβαλε ο Εφεσείων.
Η διεύθυνση στην οδό Φλωρίνης 7 στη Λευκωσία, αποτελούσε εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσίβλητης και άλλων εταιρειών.
Μετά την πάροδο των 21 ημερών από τις 9/2/2011 και συγκεκριμένα στις 21/12/2011 και αφού στο μεταξύ η Εφεσίβλητη δεν είχε καταβάλει το ποσό που ο Εφεσείων απαιτούσε, ο τελευταίος καταχώρισε αίτηση, βασιζόμενη, μεταξύ άλλων, στα Άρθρα 211 και 212 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, επιδιώκοντας την έκδοση διατάγματος με το οποίο να εκκαθαριστεί η Εφεσίβλητη λόγω αδυναμίας και/ή ανικανότητας της να πληρώσει το χρέος της προς αυτόν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιλαμβανόμενο της εν λόγω αίτησης, αφού εξέτασε το ζήτημα κατά πόσο ο Εφεσείων αποτελούσε πιστωτή της Εφεσίβλητης, χωρίς να αποφανθεί τελεσίδικα επί του ζητήματος, έκρινε ότι, με δεδομένο ότι η αμφισβήτηση από πλευράς της Εφεσίβλητης, της ιδιότητας του ως πιστωτή ήταν ουσιαστική και προωθείτο επί ευλόγου βάσεως, η ενώπιον του διαδικασία δεν αποτελούσε πρόσφορη διαδικασία μέσω της οποίας να μπορεί να αποφασιστεί και/ή επιλυθεί το ουσιαστικό, αυτό, εγειρόμενο ζήτημα. Πέραν του λόγου αυτού που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αίτηση θα απορρίπτετο και στη βάση ότι η επίδοση της γραπτής απαίτησης, υπό τα περιστατικά της περίπτωσης, δεν ήταν έγκυρη.
Η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται με πέντε συνολικά Λόγους Έφεσης.
Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων προκρίνει ως λανθασμένη την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων δεν αποτελούσε πιστωτή της Εφεσίβλητης από τη στιγμή που αυτός είχε καταβάλει μέρος, μόνο, του χρέους του πρωτοφειλέτη. Ως λανθασμένη προκρίνεται μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η οφειλή τελούσε υπό ουσιαστική αμφισβήτηση η οποία προωθείτο επί ευλόγου βάσεως και ότι, συνεπώς, η διαδικασία ενώπιον του δεν αποτελούσε πρόσφορη διαδικασία προς επίλυση του εγειρόμενου αυτού ουσιαστικού ζητήματος. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδοση της γραπτής απαίτησης δυνάμει του Άρθρου 212(α) του Κεφ. 113 δεν ήταν έγκυρη. Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι, ανεξαρτήτως της εγκυρότητας της επίδοσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν απεφάνθη επί της αδυναμίας καταβολής των υποχρεώσεων της Εφεσίβλητης. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι η μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης καθιστά την Απόφαση εξ υπαρχής άκυρη λόγω παραβίασης του Άρθρου 30 του Συντάγματος.
Σχετικές προς τα υπό εξέταση επίδικα θέματα είναι οι πρόνοιες των Άρθρων 211(ε) και 212(α) και (γ) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Στο Άρθρο 211 καταγράφονται διάφορες περιπτώσεις όπου για κάθε μια από αυτές είναι δυνατόν να εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης. Μια από αυτές είναι η περίπτωση όπου:
«(ε) η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της.»
Οι περιστάσεις οι οποίες, εάν συντρέχουν, μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα η εταιρεία να λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της, παρατίθενται στο Άρθρο 212 του Νόμου το οποίο προβλέπει τα εξής:
«212. Εταιρεία λογίζεται ότι είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της-
(α) αν πιστωτής, με εκχώρηση ή διαφορετικά, που του χρωστεί η εταιρεία ποσό που υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), επέδωσε στην εταιρεία παραδίνοντας στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας απαίτηση η οποία απαιτεί από την εταιρεία να καταβάλει το ποσό που οφείλεται με τον τρόπο αυτό, και η εταιρεία για τις επόμενες τρεις εβδομάδες αμέλησε να καταβάλει το ποσό ή να εξασφαλίσει ή να το διευθετήσει προς εύλογη ικανοποίηση του πιστωτή· ή
(β) αν εκτέλεση ή άλλη διαδικασία που λήφθηκε με δικαστική απόφαση, εντολή ή διάταγμα οποιουδήποτε Δικαστηρίου προς όφελος πιστωτή της εταιρείας, επιστρέφεται ολικά ή μερικά ανικανοποίητη· ή
(γ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα και, για απόφαση κατά πόσο εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά το χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της εταιρείας· ή
(δ) αν αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η αξία των στοιχείων του ενεργητικού της εταιρείας είναι μικρότερη από το ποσό των υποχρεώσεών της, λαμβάνοντας υπόψη τις ενδεχόμενες και μελλοντικές υποχρεώσεις της.»
Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τις πρόνοιες του εδαφίου (α) του Άρθρου 212 του Κεφ. 113, η γραπτή απαίτηση για καταβολή οφειλής που οφείλεται από εταιρεία θα πρέπει να προέρχεται από «πιστωτή». Παρομοίως στο Άρθρο 213(1) του ιδίου Νόμου το οποίο παραθέτει τη διαδικασία υποβολής της αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας προβλέπεται ότι τέτοια αίτηση υποβάλλεται, μεταξύ άλλων, από οποιοδήποτε πιστωτή. Πιστωτής εταιρείας του οποίου το χρέος κατέστη πληρωτέο και δεν μπορεί να εξασφαλίσει πληρωμή δικαιούται να ζητήσει διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας. Η οφειλή προς τον πιστωτή θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη (βλ. Αναφορικά με την εταιρεία Loukos Manufacturers Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 2226 και Re James Millward & Co Ltd (1940) Ch. 333).
Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Palmer's Company Precedents, Part 2 Winding Up, 17n Έκδοση, σελ. 39:
"Α creditor of the company for a sum of money presently and unconditionally due and payable is unquestionably a creditor who can present a petition for winding up."
Τίθεται, επομένως, ευθέως το ερώτημα ποίος θεωρείται «πιστωτής» ή πιο συγκεκριμένα κατά πόσο ο Εφεσείων - Αιτητής στην εκδικασθείσα αίτηση - μπορούσε να θεωρηθεί «πιστωτής».
Ο όρος «πιστωτής» είναι αρκετά ευρύς. Περιλαμβάνει κάθε πρόσωπο στο οποίο η εταιρεία οφείλει καθορισμένο ποσό ή έχει να λαμβάνει καθορισμένο ύψος πίστωσης (βλ. UralMetprom Interdepartmental Concern Oao UralMetprom ν. Besuno Ltd (2014) 1 A.A.Δ. 427).
Στην υπόθεση Σπανού ν. G.I.P. Constructions Ltd (1999) 1 A.A.Δ. 315, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας την έννοια του «πιστωτή» στο Άρθρο 213 (1) επεσήμανε ότι οι πρόνοιες του εν λόγω Άρθρου ήταν ταυτόσημες με τις πρόνοιες του s. 224(1) του Αγγλικού Νόμου Companies Act 1948. Ανέφερε δε τα ακόλουθα σχετικά στη σελ. 321 της απόφασης:
«Ο όρος "πιστωτής", βάσει του ίδιου άρθρου του αγγλικού νόμου, δεν περιλαμβάνει "a person whose debt is substantially disputed even if the company is in fact insolvent" - πρόσωπο του οποίου η οφειλή τελεί υπό ουσιαστική αμφισβήτηση ακόμα και αν η εταιρεία είναι στην πραγματικότητα αφερέγγυα (βλ. Mann v. Golstein [1968] 1 W.L.R. 1091, Re Lympne Investments [1972] 1 W.LR. 523, Palmer's πιο πάνω, σελ. 1127, παρ.85-14 Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 7, para. 1004). Δεν περιλαμβάνει, δηλαδή, πρόσωπο του οποίου αμφισβητείται αυτή τούτη η ιδιότητα του πιστωτή. Δεν περιλαμβάνει, επίσης, πρόσωπο το οποίο έχει βέβαιη απαίτηση για αποζημιώσεις οι οποίες όμως δεν είναι εκκαθαρισμένες (βλ. Re Pen-y-van Colliery Co. [1877] 6 Ch. D. 477).»
Όπως έχει τονιστεί στην αγγλική υπόθεση New Travellers' Chambers Ltd v. Cheese and Green (1894) 70 LT 271, η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην υπόθεση Χατζηγιάννης v. C & J. Kyprianou Promotions Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 991, η υποβολή αίτησης για εκκαθάριση εταιρείας δεν είναι πρόσφορη μέθοδος εκδίκασης αμφισβητούμενης οφειλής. Εάν υφίσταται οποιαδήποτε εύλογη βάση αμφισβήτησης της ύπαρξης του χρέους και όχι, απλώς, του ύψους του, τότε δεν πρέπει να υποβάλλεται τέτοια αίτηση. Στην υπόθεση Χατζηγιάννης (ανωτέρω) τονίσθηκε, επίσης, ότι δεν είναι επιτρεπτό να χρησιμοποιείται καταχρηστικά η διαδικασία υποβολής αίτησης για εκκαθάριση, ως μέθοδος άσκησης πίεσης σε εταιρεία να καταβάλει χρήματα τα οποία αμφισβητεί ότι οφείλει.
Κατά συνέπεια εάν ένας «πιστωτής» έχει λόγους να αναμένει ότι η εταιρεία θα εγείρει πειστική και/ή αληθοφανή (plausible) υπεράσπιση στην απαίτηση του, είναι καλύτερα να καταχωρίσει πρώτα αγωγή και, μετά την εξασφάλιση απόφασης υπέρ του, να καταχωρίσει αίτηση εκκαθάρισης. Σε τέτοια περίπτωση η εταιρεία θα κωλύεται, ως αποτέλεσμα της απόφασης, να αμφισβητήσει, πλέον, την απαίτηση επί της ουσίας.
Το νομικό ερώτημα που εγείρετο, στην υπό εξέταση περίπτωση, ήταν κατά πόσο η καταβολή από τον Εφεσείοντα, ο οποίος ήταν ένας από τους εγγυητές της Εφεσίβλητης Εταιρείας σε σχέση με τη συμφωνία δανείου που η Εφεσίβλητη είχε συνάψει με την Τράπεζα Κύπρου, μέρους της συνολικής οφειλής της Εφεσίβλητης προς την Τράπεζα, για την οποία ευθυνόταν και ο ίδιος ως εγγυητής, τον καθιστούσε πιστωτή για τους σκοπούς της αίτησης που καταχώρισε επιδιώκοντας την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης της Εφεσίβλητης.
Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς, τελικώς, να αποφανθεί επί του πιο πάνω εγειρόμενου νομικού ερωτήματος, εξέφρασε προβληματισμό κατά πόσο ένας εγγυητής ο οποίος έχει αποπληρώσει μέρος, μόνο, της οφειλής που εγγυήθηκε, όπως ήταν η περίπτωση του Εφεσείοντα, θα μπορούσε να απαιτήσει από τον πρωτοφειλέτη την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε. Ο λόγος, δε, που οδήγησε το Δικαστήριο να μην αποφανθεί «τελεσίδικα», όπως το έθεσε, στο ερώτημα κατά πόσο ο Εφεσείων ήταν «πιστωτής», όταν παρέδωσε τη γραπτή του απαίτηση στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσίβλητης, ήταν επειδή η ενώπιον του διαδικασία «και δη η αίτηση που σκοπό έχει την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης εναντίον της καθ΄ης η αίτηση, δεν αποτελεί καλό forum για την απόφανση ή την επίλυση της ουσιαστικής ενώπιον» του «διαφοράς των δύο πλευρών». Θεώρησε ότι, υπό το φως των όσων είχαν υποστηριχθεί εκατέρωθεν από τους συνηγόρους των διαδίκων στο ζήτημα του κατά πόσο ο Εφεσείων ήταν πιστωτής της Εφεσίβλητης, υφίστατο από πλευράς της τελευταίας, ουσιαστική αμφισβήτηση της ιδιότητας του ως πιστωτή η οποία, μάλιστα, προωθείτο επί ευλόγου βάσεως.
Η πιο πάνω θεώρηση του ζητήματος είναι πασιφανώς λανθασμένη και συνιστά έκδηλη παρανόηση των σχετικών νομικών αρχών που διέπουν την περίπτωση. Το πραγματικό υπόβαθρο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν αναντίλεκτο. Δεν αμφισβητείτο ότι ο Εφεσείων, υπό την ιδιότητα του εγγυητή, είχε καταβάλει μέρος της οφειλής της Εφεσίβλητης προς την Τράπεζα. Ό,τι εγείρετο προς απόφανση ήταν το κατά πόσο, υπό τα δοσμένα γεγονότα της περίπτωσης, ο Εφεσείων, από πλευράς νόμου, ενέπιπτε στην έννοια του «πιστωτή» για τους σκοπούς των Άρθρων 211 και 212 του Κεφ. 113. Λανθασμένα, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε, τελικώς, ότι επειδή αμφισβητείτο από την Εφεσίβλητη Εταιρεία η ιδιότητα του Εφεσείοντα ως πιστωτή επί τη βάσει νομικού λόγου, αυτό συνιστούσε, ουσιαστικά, αμφισβήτηση της ίδιας της οφειλής.
Στην υπό κρίση περίπτωση τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 103 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«103. Σε κάθε σύμβαση εγγύησης περιέχεται σιωπηρή υπόσχεση του πρωτοφειλέτη για κάλυψη του εγγυητή, και ο εγγυητής δικαιούται να αναζητήσει από τον πρωτοφειλέτη κάθε ποσό καλώς καταβληθέν από αυτόν δυνάμει της εγγύησης, αλλά δεν δύναται να αναζητήσει ποσό κακώς καταβληθέν.»
(Η έμφαση είναι δική μας)
Όπως ρητά διαλαμβάνεται, ο εγγυητής δικαιούται να ανακτήσει από τον πρωτοφειλέτη οποιοδήποτε ποσό το οποίο πλήρωσε βάσει της εγγύησης. Ο εγγυητής, έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του πρωτοφειλέτη σε περίπτωση που πληρώσει οποιοδήποτε μέρος της οφειλής, νοουμένου, βεβαίως, ότι η οφειλή αυτή κατέστη απαιτητή. To δικαίωμα αυτό προκύπτει μόλις ο εγγυητής πληρώσει στον πιστωτή οτιδήποτε οφείλει ο πρωτοφειλέτης.
Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Davies v Humphreys - [1835-42] All ER Rep 101, «it is clear that each sum the plaintiff, the surety, paid, was paid in case of the principal, and ought to have been paid in the first instance by him, and that the plaintiff had a right of action against him the instant he paid it, for so much money paid to his use». Σε τέτοια περίπτωση ο εγγυητής καθίσταται πιστωτής του πρωτοφειλέτη.
Στην πιο πάνω υπόθεση υπογραμμίστηκε ότι «there is no rule of law which requires the surety to pay the whole debt before he can call for reimbursement». Η εκ μέρους του εγγυητή μερική πληρωμή της οφειλής παρέχει στον εγγυητή δικαίωμα εναντίον του πρωτοφειλέτη για κάλυψη (indemnity) για το ποσό το οποίο κατέβαλε ο εγγυητής προς τον πιστωτή. Δεν ήταν, δηλαδή, αναγκαία η πληρωμή από τον εγγυητή ολόκληρης της οφειλής που αυτός εγγυήθηκε, για να μπορεί να απαιτήσει από τον πρωτοφειλέτη την καταβολή του ποσού που πλήρωσε.
Το πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα Law of Guarantees, 7η Έκδοση των Andrews και Millett, στην παρ. 10-017, είναι απόλυτα κατατοπιστικό:
"The surety is entitled to be fully indemnified to the extent of the loss which he has suffered and no more. The right of each surety is separate and distinct, which means that if there is more than one surety, each may sue the principal for the amount which he has paid, irrespective of whether the guarantee is joint, several or joint and several. A surety may decide to pay off only part of the debt and sue the principal for that part, or he may compromise the claim against him and seek an indemnity in that amount, see, e.g., Lord Newborough v. Schroder (1849) 7 C.B. 342 at 399."
(Η έμφαση είναι δική μας)
Κατ' ακολουθίαν των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 είναι βάσιμοι και επιτυγχάνουν.
Ο Λόγος Έφεσης 3 αφορά στο ζήτημα της επίδοσης της γραπτής απαίτησης και του κατά πόσο, υπό τα περιστατικά της περίπτωσης, ήτο ή όχι νομότυπη.
Όπως προέκυψε, ο ιδιώτης επιδότης παρέδωσε τη γραπτή απαίτηση στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσίβλητης στην οδό Φλωρίνης 7, σε κάποια Μαρία Γεωργίου η οποία, σύμφωνα με τον επιδότη, ήτο γραμματέας κάποιας εταιρείας, άλλης από την Εφεσίβλητη και η οποία δεν αποδέχτηκε να την υπογράψει.
Στο Νόμο και συγκεκριμένα στο Άρθρο 212(α) του Κεφ. 113 υπάρχει σαφής πρόνοια σε σχέση με τη μέθοδο επίδοσης της γραπτής απαίτησης. Η γραπτή απαίτηση επιδίδεται δια της παράδοσης της στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Μάλιστα η επίδοση της Επιστολής Απαίτησης είναι και νομοθετικό προαπαιτούμενο για ενεργοποίηση του Άρθρου 212. Σημειώνεται ότι στο αγγλικό κείμενο του Κεφ. 113 χρησιμοποιείται η φράση «by leaving it», ακριβής μετάφραση της οποίας αποδίδεται με τη λέξη «αφήνοντας» και όχι τη λέξη «παραδίδοντας».
Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Εταιρεία Σκυροποίας «Λεωνίκ» Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1457, το Άρθρο 212(α) σαφώς αναφέρει ως μόνο τρόπο δημιουργίας των προϋποθέσεων για καταχώριση αίτησης διάλυσης μιας εταιρείας την επίδοση της γραπτής απαίτησης στο εγγεγραμμένο της γραφείο. Στην υπόθεση Phasarias (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία δέχθηκε ότι η επίδοση στο διευθυντή της εταιρείας, χωρίς να αναφέρεται ότι αυτή έγινε στο εγγεγραμμένο γραφείο της, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως η δέουσα και η προβλεπόμενη από το Άρθρο 212(α).
Στην υπό κρίση περίπτωση η παράδοση της γραπτής απαίτησης σε φυσικό πρόσωπο το οποίο εργαζόταν στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσίβλητης Εταιρείας συνιστούσε νομότυπη επίδοση. Ουδεμία σημασία είχε ότι το πρόσωπο στο οποίο είχε παραδοθεί η γραπτή απαίτηση δεν ήταν υπάλληλος της Εφεσίβλητης. Ό,τι, εν προκειμένω, είχε σημασία ήταν το γεγονός ότι η γραπτή απαίτηση είχε παραδοθεί σε πρόσωπο το οποίο νομίμως βρισκόταν στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας για σκοπούς της εργασίας της.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 3 είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.
Δεδομένης της επιτυχίας του Λόγου Έφεσης 3 καθίσταται αχρείαστο να εξετάσουμε την εισήγηση του Εφεσείοντα, αντικείμενο του 4ου Λόγου Έφεσης, ότι, ανεξαρτήτως του έγκυρου ή μη της επίδοσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσο υπήρχε από την Εφεσίβλητη εταιρεία αδυναμία ικανοποίησης του χρέους. Το ίδιο αχρείαστη καθίσταται η εξέταση και του 5ου Λόγου Έφεσης, δεδομένου ότι η επιτυχία των Λόγων Έφεσης 1, 2 και 3 σφραγίζει το αποτέλεσμα της παρούσας Έφεσης που είναι ο παραμερισμός της πρωτόδικης Απόφασης, καθώς και της διαταγής εξόδων.
Υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης αναμφίβολα δικαιολογείται η επανεκδίκαση της Αίτησης για έκδοση Διατάγματος Εκκαθάρισης.
Διατάσσεται, επομένως, η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το συντομότερο δυνατό.
Τα έξοδα κατ' έφεση, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €4.800, πλέον Φ.Π.Α. (αν υπάρχει), επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.