ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Άρθρο 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις)
(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 109/17)
30 Noεμβρίου, 2023
[ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΣΑΝΤΗΣ, ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Εφεσειόντων,
v.
ΝΕΕΤΑ FRANCISA FERNANDO KANDANA ARACHCHIGE,
Εφεσίβλητης.
---------------
Γ. Χατζηχάννα (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα, για τους εφεσείοντες.
Γ. Βαλιαντής με Χρ. Παρασκευά (κα) για Λ. Παπαφιλίππου & Σία ΔΕΠΕ, για την εφεσίβλητη.
--------------------
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη κατάγεται από την Σρι Λάνκα. Ήρθε στην Κύπρο και εργάστηκε, αρχής γενομένης από 26.2.2009, εξασφαλίζοντας σειρά από προσωρινές άδειες παραμονής και εργασίας ως οικιακή βοηθός.
Στις 18.6.2014, έχοντας συμπληρώσει πέντε χρόνια, οκτώ μήνες και 15 ημέρες παραμονής στην Κύπρο, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος.
Η αίτηση της απορρίφθηκε για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν διότι ενώ η παραμονή της ήταν αδιάλειπτη για όλη την παραπάνω περίοδο, δεν ήταν ταυτοχρόνως και νόμιμη για όλη την περίοδο αυτή, διότι σε διάστημα μεταξύ δύο αδειών παραμονής που εξασφάλισε και ειδικότερα κατά την περίοδο από 3.10.2013 μέχρι 8.11.2013 παρέμεινε στην Κύπρο χωρίς άδεια. Ο δεύτερος ήταν διότι δεν διέθετε σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους.
Ακολούθησε προσφυγή την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση αφού εξέτασε μόνο τον πρώτο λόγο για τον οποίο είχε απορριφθεί η αίτηση της εφεσίβλητης, όχι το δεύτερο αν και είχε αποτελέσει και αυτός επίδικο ζήτημα.
Οι προϋποθέσεις για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, σε σχέση με το λόγο που το δικαστήριο περιορίστηκε, ήτοι η νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή, διέπονται από τις πρόνοιες των άρθρων 18Θ και 18Η του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), τα οποία ενσωματώθηκαν στο Νόμο για σκοπούς εναρμόνισης του με την Οδηγία 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με το Καθεστώς Υπηκόων Τρίτων Χωρών οι οποίοι είναι επί μακρόν διαμένοντες.
Το άρθρο 4 της Οδηγίας με τίτλο «Διάρκεια Παραμονής» προβλέπει στην παράγραφο 1:
«Τα κράτη μέλη παρέχουν το καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στους υπηκόους τρίτων χωρών που διαμένουν στην επικράτεια τους νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα πέντε τελευταία έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»
Το άρθρο 18Η(1) αναφέρει:
«Η Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης παραχωρεί το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος σε υπηκόoυς τρίτων χωρών πoυ διαμένουν στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές νόμιμα και αδιάλειπτα κατά τα τελευταία πέντε έτη αμέσως πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης.»
Το άρθρο 18Θ, εισάγοντας τις υπόλοιπες προϋποθέσεις, αναφέρει:
«18Θ.-(1) Ο υπήκοος τρίτης χώρας που διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης, κατά την έννοια των άρθρων 18Ζ και 18Η, μπορεί να αποκτήσει το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος. Το αντίστοιχο καθεστώς έχει προσωποπαγή χαρακτήρα. Για την απόκτηση του πιο πάνω αναφερόμενου καθεστώτος πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις-[.]»
Είναι σαφής από τα παραπάνω η διττή, συντρέχουσα, προϋπόθεση για αδιάλειπτη και για νόμιμη παραμονή για περίοδο τουλάχιστον πέντε χρόνων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε τη θέση της εφεσίβλητης ότι εφόσον εκ των υστέρων εγκρίθηκε αίτηση της για «παράταση» της άδειας της, αυτό ήταν αρκετό για να καλύψει αναδρομικά την περίοδο που παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο. Παράλληλα επικαλούμενη την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Grbusic (2017) 3 AAΔ 496, κατέληξε ότι οι εφεσείοντες ενήργησαν υπό πλάνη περί τον Νόμο και τα πράγματα εφόσον η μεταγενέστερη «ανανέωση» της άδειας της εφεσίβλητης ανατρέχει στη λήξη της προηγούμενης άδειας με αποτέλεσμα τη νομιμοποίηση της παραμονής της.
Η απόφαση προσβάλλεται με τέσσερις λόγους έφεσης. Η ουσία έγκειται στο κατά πόσο η μεταγενέστερη έκδοση άδειας, παρά τη διακοπή της νόμιμης παραμονής που μεσολάβησε, εξαλείφει τη διαπραχθείσα παρανομία μετατρέποντας αναδρομικά την παράνομη παραμονή σε νόμιμη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αναφερόμενο σε συγκρουόμενη νομολογία παρέπεμψε σε αποφάσεις εκδοθείσες υπό μονομελή σύνθεση, στα πλαίσια της αναθεωρητικής, τότε, δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Συγκρουόμενη νομολογία όμως δεν υπάρχει. Παρέπεμψε λ.χ. στην απόφαση Nana Sikharulidze v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 701/2009, ημερ. 16.9.2010, η οποία ανετράπη από την Ολομέλεια στις 13.12.2016, σε χρόνο προγενέστερο της εκκαλούμενης απόφασης ημερ. 9.11.2017 (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Nana Sikharulidze (2016) 3 ΑΑΔ 598). Θα πρέπει πάντως να σημειώσουμε ότι η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσειόντων δεν παρέπεμψε το πρωτόδικο δικαστήριο στην καίρια αυτή απόφαση της Ολομέλειας, ο δε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης, στήριξε την επιχειρηματολογία του τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον μας, στην ανατραπείσα ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.
Η απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Sikharulidze στηρίχθηκε μάλιστα σε ακόμα παλαιότερη απόφαση της Ολομέλειας, στη Δημοκρατία ν. Ζ.Μ. (2011) 3 ΑΑΔ 20 (η οποία αναφέρθηκε από τη δικηγόρο των εφεσειόντων στο πρωτόδικο δικαστήριο), έστω και αν αυτή αφορούσε σε αίτηση για σκοπούς πολιτογράφησης, όπως και η απόφαση Δημοκρατία ν. Nimal Jayaweera (2014) 3 ΑΑΔ 299, στην οποία επίσης παρέπεμψε η Ολομέλεια.
Με τις παραπάνω αποφάσεις η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ερμήνευσε το νόμο κατά τρόπο αυθεντικό καθιερώνοντας την ακόλουθη σταθερή νομολογιακή αρχή:
Η διακοπή της νομιμότητας της διαμονής αναιρεί τη δυνατότητα έγκρισης αίτησης για παραχώρηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Η παραχώρηση άδειας παραμονής στη βάση εκπρόθεσμης αίτησης δεν μπορεί να αναιρέσει τον παράνομο χαρακτήρα παραμονής χωρίς άδεια, μετατρέποντας την εκ των υστέρων από παράνομη σε νόμιμη. Ειδικότερα, η περιορισμένη διακοπή της νόμιμης παραμονής, έστω και αν είναι τυπικής φύσεως, οφειλόμενη στην παράλειψη υποβολής εγκαίρως αίτησης και δοθέντος ότι στη συνέχεια παραχωρείται άδεια, δεν διαφοροποιεί τα πράγματα (βλ. Iryna Salangina v. Δημοκρατίας (2010) 4 ΑΑΔ 224, απόφαση Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσειόντων είχε παραπέμψει το πρωτόδικο δικαστήριο. Η Ολομέλεια στην υπόθεση Sikharulidze παρέπεμψε και κατ' ουσίαν θεμελίωσε την απόφαση της στην υπόθεση Salangina.
Στην αιτιολογική σκέψη (6) της Οδηγίας σημειώνεται ότι η νόμιμη και αδιάλειπτη παραμονή απαιτείται ώστε να καταδεικνύεται η εδραίωση του προσώπου στη χώρα. Θα πρέπει όμως, σημειώνεται περαιτέρω, να προβλέπεται κάποια ευελιξία ώστε να λαμβάνονται υπόψη περιστάσεις που μπορούν να αναγκάζουν το πρόσωπο να αναχωρεί προσωρινά από την επικράτεια. Κατ' ακολουθίαν, η Οδηγία παρέχει την ευχέρεια στα Κράτη Μέλη να προβλέπουν, υπό προϋποθέσεις, ότι κάποιες περίοδοι απουσίας από την επικράτεια τους δεν θα διακόπτουν την απαιτούμενη περίοδο των πέντε χρόνων (άρθρο 4). Τέτοια ρύθμιση περιλήφθηκε στο δικό μας Νόμο (άρθρο 18Η(2)(β)).
Παρατηρούμε έτσι ότι, ενώ παρέχεται τέτοια ευχέρεια για θεσμοθετημένη κατ' εξαίρεση απόκλιση σε ό,τι αφορά στην προϋπόθεση της αδιάλειπτης παρουσίας, για την έτερη προϋπόθεση, της νόμιμης διαμονής, δεν προβλέπεται εξαίρεση ή δυνατότητα χαλάρωσης. Ακόμα και για περιορισμένα χρονικά διαστήματα που ευλόγως δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν το επιδιωκόμενο που είναι «η εδραίωση του προσώπου στη χώρα». Το γράμμα όμως της Οδηγίας και του εναρμονιστικού Νόμου είναι σαφές. Η δε εναρμόνιση των προϋποθέσεων απόκτησης του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος, είναι ζήτημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των Κρατών Μελών (αιτιολογική σκέψη (17)). Στην ίδια αιτιολογική σκέψη αναγνωρίζεται η ευχέρεια στα κράτη για εφαρμογή ευνοϊκότερων εθνικών διατάξεων, νοουμένου όμως ότι οι άδειες που τυχόν θα χορηγούνται με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις δεν θα παρέχουν το δικαίωμα διαμονής σε άλλα Κράτη Μέλη (βλ. επίσης αιτιολογική σκέψη (17)). Συνεπώς, πέραν του σαφούς γράμματος της Οδηγίας και του Νόμου, προκύπτει εξίσου σαφώς η επιδίωξη για ενιαία σε όλα τα κράτη μέλη σταθερή αντιμετώπιση, χωρίς αποκλίσεις, των αιτήσεων σε περιπτώσεις που παρεμβάλλεται διακοπή της νόμιμης διαμονής.
Ως προς τη μη λήψη μέτρων για την περίοδο της παράνομης παραμονής στην Sikharulidze λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ούτε η μη λήψη μέτρων εκ μέρους της Διοίκησης, σε σχέση με την παράνομη παραμονή, ενδύει με το μανδύα της νομιμότητας την χωρίς άδεια παραμονή της εφεσίβλητης. Το να μην ασκήσει η Διοίκηση της εξουσίες που της παρέχονται από το Νόμο δεν συνεπάγεται αποδοχή της παράνομης παραμονής. Όπως εύστοχα παρατηρείται στη Salangina:
«η απόφαση για λήψη ή όχι τέτοιων μέτρων έχει αναφορά στα δικά της κριτήρια και όχι αποκλειστικά στα δεδομένα της εν λόγω παράνομης παραμονής. Δεν μπορούσαν λοιπόν να δημιουργούντο εύλογες προσδοκίες στην αιτήτρια για παραγνώριση της παράνομης παραμονής της για σκοπούς της Οδηγίας και του Νόμου ώστε να τίθετο θέμα αντιφατικής συμπεριφοράς».
Ούτε τίθεται θέμα αντίθεσης προς την αρχή της χρηστής διοίκησης ή της καλής πίστης .»
Η υπόθεση Grbusic (ανωτέρω), στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο, περιορίζεται στα ιδιαίτερα γεγονότα της. Στον εφεσίβλητο στην υπόθεση εκείνη είχε παραχωρηθεί αρχικά άδεια παραμονής μέχρι τις 28.2.2003. Στη συνέχεια, στις 8.5.2003, η άδεια του ανανεώθηκε μέχρι τις 27.2.2008. Στην άδεια αναγραφόταν όχι μόνο ότι «ισχύει μέχρι 27.2.2008» αλλά και ότι η ισχύς της είναι «για πέντε χρόνια». Πριν τη λήξη της εν λόγω άδειας παραμονής του υπέβαλε αίτηση για απόκτηση του καθεστώτος του επί μακρόν διαμένοντος. Η αίτηση του απερρίφθη διότι παρέμεινε παράνομα στην Κύπρο για την περίοδο 28.2.2003 - 28.3.2003. Η Ολομέλεια έκρινε ότι η έκδοση της νέας άδειας, ανανέωση (όπως την χαρακτηρίζει), ανατρέχει πίσω στη λήξη της προηγούμενης άδειας με ουσιαστική νομιμοποίηση της παραμονής του εφεσίβλητου, εφόσον η άδεια είχε δοθεί με ισχύ μέχρι 27.2.2008 με την περαιτέρω παρατήρηση ότι είχε ισχύ για πέντε χρόνια, παρά το γεγονός ότι εκδόθηκε 8.5.2003. Ο συνδυασμός των δύο αναφορών οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ανέτρεχε για περίοδο πέντε χρόνων πριν από τις 27.2.2008, ορισθείσα ημερομηνία λήξης της άδειας. Αυτός ήταν ο λόγος που κρίθηκε, στη συγκεκριμένη εκείνη περίπτωση και μόνο, ότι η άδεια κάλυπτε ρητά την παράνομη περίοδο 28.2.2003 - 28.3.2003.
Όπως αναφέραμε στην αρχή, το δικαστήριο δεν εξέτασε το δεύτερο λόγο για τον οποίο είχε απορριφθεί η αίτηση. Θυμίζουμε ότι αφορούσε στις πρόνοιες του άρθρου 18Θ του Νόμου περί σταθερών και τακτικών οικονομικών πόρων. Έκρινε το δικαστήριο ότι εν όψει της κατάληξης του αναφορικά με τον πρώτο λόγο απόρριψης «η εξέταση των άλλων λόγων ακυρότητας καθίσταται αλυσιτελής». Η κρίση αυτή του δικαστηρίου προσβάλλεται με την έφεση.
Δικαίως, διότι εάν τώρα αποφασίζαμε ότι συντρέχει η προϋπόθεση της νόμιμης και αδιάλειπτης παραμονής, θα παρέμενε χωρίς δικαστική απόφανση το δεύτερο σκέλος της απορριπτικής διοικητικής πράξης. Συνεπώς η πτυχή αυτή δεν ήταν «αλυσιτελής», αλλά αναγκαία να αποφασιστεί για σκοπούς πληρότητας της απόφασης. Είναι τώρα, με βάση την κατάληξη της τελεσίδικης απόφασης για τη νομιμότητα του πρώτου λόγου απόρριψης του αιτήματος της εφεσίβλητης, που όντως καθίσταται περιττή η εξέταση της νομιμότητας του δεύτερου λόγου εφόσον, ούτως ή άλλως, επικυρώνεται η απόρριψη του αιτήματος επί του πρώτου λόγου.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Τα έξοδα €4.000 επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης.
Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.
Ν. Σάντης, Δ.
Μ. Καλλιγέρου, Δ.
/φκ