ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E61/2016)

 

 

 

 2 Οκτωβρίου, 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΣΩΤΗΡΑΚΗΣ ΔΙΑΚΟΥΡΤΗΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητων.

 

________________________________________________

 

    Εφεσείων παρών προσωπικά.

 

Μ. Παπαευσταθίου (κα) με Στ. Φυλακτού (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

___________________________________________________________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Στις 7/11/2012 οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές καταχώρισαν, στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης αρ. 161/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αίτηση για εγγραφή διαιτητικής απόφασης, μεταξύ άλλων, και εναντίον του Εφεσείοντα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στις 29/3/2013. Στις 3/4/2015, δύο χρόνια μετά την έκδοση του διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης, ο Εφεσείων καταχώρισε αίτηση για παραμερισμό του εν λόγω διατάγματος, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος πληροφορήθηκε για την ύπαρξη του στις 13/5/2014.

 

Η αίτηση του προσέκρουσε στην ένσταση των Εφεσιβλήτων και εν τέλει, κατόπιν ακρόασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε με το αιτιολογικό ότι ο Εφεσείων απέτυχε να πείσει ότι έχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση, ενώ, καθόσον αφορά το ζήτημα της επίδοσης, απεφάνθη ότι, με δεδομένο ότι έγινε σε ενήλικο μέλος της οικογένειας του που διαμένει στην πόλη του, αυτή ήταν νομότυπη.

 

Η αντίδραση του Εφεσείοντα στην απόρριψη της αίτησης για παραμερισμό του επίδικου διατάγματος, εκδηλώθηκε με την καταχώριση της υπό κρίση Έφεσης.

 

Σε αυτή διατείνεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ο Χαράλαμπος Διακουρτής (Καθ'ου η Αίτηση 1) μέλος της οικογένειας του Εφεσείοντα (1ος Λόγος Έφεσης), ότι η επίδοση έγινε νομότυπα (2ος Λόγος Έφεσης), όπως και η διαιτητική διαδικασία (3ος Λόγος Έφεσης), καθώς και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε σε παραμερισμό της απόφασης ex debito justitiae (8ος Λόγος Έφεσης). Επίσης, ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν υπήρχε συζητήσιμη υπεράσπιση (4ος Λόγος Έφεσης), ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι εισπράχθηκε το ποσό του δανείου νόμιμα (5ος Λόγος Έφεσης), ότι ελέγχθηκε η οικονομική κατάσταση της εταιρείας πριν τη δανειοδότηση (6ος Λόγος Έφεσης) και ότι οι Αιτητές/Εφεσίβλητοι δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια               (7ος Λόγος Έφεσης). Προσβάλλεται, επίσης, ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υφίστατο θέμα καταχρηστικών ρητρών και ότι υπήρχε το στοιχείο της γενικότητας και της ασάφειας (9ος Λόγος Έφεσης).

 

Τόσο ο Εφεσείων ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση του προσωπικά, όσο και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων, προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με περιγράμματα αγόρευσης, τα οποία και υιοθέτησαν κατά την επ' ακροατηρίω συζήτηση της Έφεσης.

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 1, 2, 3 και 8 προσβάλλεται το νομότυπο, ουσιαστικά, των επιδόσεων. Ως εκ του αντικειμένου τους, αυτοί θα εξετασθούν σωρευτικώς.

 

Κατ' αρχάς να λεχθεί ότι η αναφορά του επιδότη στην ένορκη του δήλωση ότι επέδωσε στις 16/1/2013 τη γνωστοποίηση για την έκδοση διαιτητικής απόφασης ημερ. 7/11/2012 στο Χαράλαμπο Διακουρτή (Καθ'ου η Αίτηση 1 στη διαδικασία), ο οποίος είναι αδελφός του Εφεσείοντα, δεν αμφισβητείται. Ό,τι αμφισβητείται, εν προκειμένω, είναι η αναφορά του επιδότη ότι η επίδοση έγινε στο χώρο εργασίας του Εφεσείοντα. Προς υποστήριξη του εν λόγω ισχυρισμού του ο Εφεσείων προέβαλε ότι ουδεμία σχέση έχει με το χώρο εργασίας της επιχείρησης στον οποίο έγινε η επίδοση, εφόσον ο ίδιος είναι δημόσιος υπάλληλος και, συγκεκριμένα, καθηγητής στο δημόσιο. Προς επίρρωση δε του εν λόγω ισχυρισμού του, επισύναψε δέσμη με τις καταστάσεις μισθοδοσίας του από την Κυπριακή Δημοκρατία κατά τους μήνες Ιανουάριο του 2013 και Μάρτιο του 2013, κατά τους οποίους έγινε η επίδοση της διαιτητικής απόφασης και της Γενικής Αίτησης στο λανθασμένο, όπως ισχυρίστηκε, τόπο εργασίας. Ήταν η θέση του ότι ουδέποτε ο ίδιος έλαβε γνώση είτε της αίτησης για εγγραφή της διαιτητικής απόφασης, είτε της διαιτητικής απόφασης δηλώνοντας, συγχρόνως, ότι οι σχέσεις του με τον αδελφό του είχαν διασαλευθεί από το 2010 και ότι εσκεμμένα ο αδελφός του δεν τον ενημέρωσε όταν γίνονταν οι σχετικές επιδόσεις.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε δεκτή τη θέση του Εφεσείοντα ότι αυτός εργάζεται στο δημόσιο τομέα και, στη βάση αυτή, δεν έκανε αποδεκτή την αναφορά του επιδότη ότι η επίδοση έγινε στο χώρο εργασίας του. Το γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση του επιδότη δεν γινόταν αναφορά ότι ο Χαράλαμπος Διακουρτή ήταν αδελφός του Εφεσείοντα, δεν κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι συνιστούσε παράλειψη, δεδομένης τη μη αμφισβήτησης από τον Εφεσείοντα της συγγενικής του σχέσης με το Χαράλαμπο Διακουρτή. Δεν έκανε δεκτή, ωστόσο, τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είχε ενημερωθεί από τον αδελφό του για την επίδοση στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:

 

«Η αναφορά του αιτητή ότι ο αδελφός του δεν τον έχει ενημερώσει και μάλιστα εσκεμμένα για να του αποστερήσει το δικαίωμα να παραστεί ως διάδικος, πέραν του γεγονότος ότι αυτή έχει αμφισβητηθεί από πλευράς καθ΄ ων η αίτηση και η αναφορά αυτή είναι πλέον εκτεθειμένη και έκθετη προς απόρριψη, πρωτίστως όμως προκύπτει ότι η επίδοση έγινε νομότυπα, διότι αυτή η επίδοση έγινε σε  ενήλικο μέλος της οικογένειας του εντός της πόλης όπου αυτός διαμένει».

 

 

To ζητούμενο εν προκειμένω είναι κατά πόσο ο Εφεσείων έλαβε, πράγματι, γνώση περί των πιο πάνω διαδικασιών ως εκ της πιο πάνω επίδοσης. Χωρίς την ύπαρξη τέτοιας γνώσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτός παρέλειψε να εμφανιστεί, οπότε το διάταγμα εναντίον του πρέπει να παραμερισθεί. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποδεικνύει ότι στις περιπτώσεις που ο εναγόμενος δεν έλαβε γνώση για την αγωγή ή την πορεία της υπόθεσης, η απόφαση θα πρέπει να παραμερίζεται χωρίς να τίθεται θέμα διακριτικής εξουσίας. Στην υπόθεση Γιωργαλλίδης ν. Χρίστου (1997) 1 Α.Α.Δ. 247, λέχθηκε ότι αντικανονική επίδοση, εκθεμελιώνει τη διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόφαση θα πρέπει να παραμερίζεται αυτοδικαίως (ex debito justitiae).  Διαφορετικά η διατήρηση της εν λόγω απόφασης σε ισχύ, θα συνιστά καταστρατήγηση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης, ότι ουδείς δικάζεται χωρίς να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και να προβάλει την υπεράσπιση του. Όπως, συναφώς, τονίσθηκε στην υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Λεμεσού ν. Chr. P. Michaelides (Estates) Ltd (2002)                  1 Α.Α.Δ 43, 48, και Νέμιτσας ν. Chaparian (2011) 1 Α.Α.Δ. 806, το θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα του διαδίκου να γνωρίζει για τις δικαστικές διαδικασίες που κινούνται εναντίον του, συνδέεται αναπόφευκτα με το δικαίωμα δίκαιης δίκης αφού μόνο έτσι του παρέχεται η δυνατότητα να υπερασπιστεί.

 

Η επίδοση στη συγκεκριμένη περίπτωση έγινε δυνάμει των προνοιών της Δ.5, θ.2(1) και δη της υποπαραγράφου (i)[1] αυτής. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι επίδοση κλητηρίου εντάλματος σε πρόσωπο άλλο από τον ίδιο τον εναγόμενο, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στον πιο πάνω Κανονισμό, είναι, οπωσδήποτε, επιτρεπτή και θεωρείται ότι γίνεται δεόντως (βλ. Θεοδώρου κ.ά. ν. Σ.Π.Ε. Μακράσυκας (2003)                    1 Α.Α.Δ. 1305, σελ. 1312). Εναπόκειται δε στον εναγόμενο να αποδείξει, στη βάση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, ότι αυτός δεν έχει λάβει πραγματική γνώση της εναντίον του αγωγής (βλ. Γεώργιος Δανιήλ v. Eλληνικής Τράπεζας Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 340/2010, ημερ. 17/1/2017, ECLI:CY:AD:2017:A7). 

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η θέση του Εφεσείοντα, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, ήταν ότι δεν είχε ενημερωθεί από τον αδελφό του για την επίδοση με, συνεπακόλουθο, να μην λάβει γνώση για την υπόθεση και τη διαδικασία που αυτή αφορούσε. Για το ζήτημα αυτό υπήρχαν από τη μια η ένορκη δήλωση του Εφεσείοντα στην οποία δήλωνε, ακριβώς, τα πιο πάνω και από την άλλη η ένορκη δήλωση της Στάλως Μαρδαπήττα η οποία ευρίσκετο στην υπηρεσία των Εφεσιβλήτων υπό την ιδιότητα της Υπεύθυνης στο Τμήμα Ανάκτησης των Χρεών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι με μόνη την αμφισβήτηση από τους Εφεσίβλητους της πιο πάνω θέσης χωρίς, προφανώς οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ενώπιον του η οποία να την αντικρούει, άφηνε τη θέση του Εφεσείοντα περί έλλειψης ενημέρωσης «εκτεθειμένη και έκθετη προς απόρριψη». Aυτό ήταν σφάλμα. Στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και της μη αντίκρουσης της εκδοχής του Εφεσείοντα, είτε μέσω αντεξέτασης, είτε με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία, η αξιολογική αυτή διεργασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ευρήματα του δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτά. Σφάλμα ήταν, επίσης, και το ότι εξάρτησε την ύπαρξη γνώσης με το γεγονός ότι η επίδοση έγινε στον αδελφό του Εφεσείοντα και, άρα, νομότυπα. Κατ' ουσίαν σύγχυσε ή, καλύτερα, ταύτισε το νομότυπο μιας επίδοσης με το ουσιαστικό ζήτημα που εγείρετο, εν προκειμένω, ήτοι του κατά πόσο η δικαστική διαδικασία πράγματι περιήλθε σε γνώση του Εφεσείοντα.

Στην υπόθεση Μανώλη ν. Ελληνικής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ, Πολιτική Έφεση αρ. 423/2011, ημερ. 3/2/2017, όπου έτυχε παραμερισμού ερήμην εκδοθείσα απόφαση εναντίον του εφεσείοντα συμφώνως των προνοιών της Δ.17, θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, καθότι το κλητήριο ένταλμα είχε επιδοθεί στον πατέρα του σε χώρο που δεν κατοικούσε ο εφεσείων κατά την επίδοση, με τον πατέρα να μην τον ενημερώνει, το Εφετείο ανέφερε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«Παράδειγμα πρόκλησης ακυρότητας ως εκ της μη επίδοσης της διαδικασίας, η οποία ως εκ τούτου δεν περιέρχεται σε γνώση του εναγομένου, παρέχει η υπόθεση Craig v. Kanssen [1943] K.B. 256, [1943] 1 All ER 108, στην οποία εξηγήθηκε ως κατωτέρω ο λόγος που η παράλειψη επίδοσης εγείρει θεμελιακό ζήτημα:

 

". it is beyond question that failure to serve process where service of process is required goes to the root of our conceptions of the proper procedure in litigation. Apart from proper ex parte proceedings, the idea that an order can validly be made against a man who has had no notification of any intention to apply for it has never been adopted in this country."

 

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Pritchard η φράση ex debito justitiae δεν ταυτίζεται κατ΄ανάγκη με περιπτώσεις ακυρότητας, όπως αφέθηκε να νοηθεί στην υπόθεση Craig, αλλά καλύπτει κάθε περίπτωση που ο εναγόμενος νομιμοποιείται δικαιωματικά σε παραμερισμό.  Όπως το έθεσε ο Upjohn, L.J.:

 

"The phrase means that the [defendant] is entitled as a matter of right to have it set aside ... This means no more than that, in accordance with settled practice, the court can only exercise its discretion in one way, namely by granting the order sought."

 

Εν πάση περιπτώσει, σε ότι αφορά την παράλειψη δέουσας επίδοσης, στην υπόθεση White v. Weston [1968] 2 W.L.R. 1459, που αφορούσε ακριβώς παράλειψη επίδοσης με συνεπακόλουθη έλλειψη γνώσης της διαδικασίας από τον εναγόμενο, ελέχθη ότι υπό τέτοιες περιστάσεις η απόφαση θα έπρεπε να παραμεριστεί ex debito justitiae και ότι η περαιτέρω συζήτηση ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε η περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ακυρότητα ή ως αντικανονικότητα, θα είχε μόνο ακαδημαϊκή σημασία.

 

Η προαναφερθείσα κυπριακή νομολογία υιοθέτησε την αντίληψη του αγγλικού δικαίου πως κακή επίδοση συνιστά θεμελιακό ελάττωμα (fundamental vice) που δημιουργεί υποχρέωση για ex debito justitiae παραμερισμό μιας ερήμην απόφασης.  Έτι περαιτέρω μάλιστα, η νομολογία μας προσέδωσε στο ζήτημα τη συνταγματική διάσταση που προκύπτει από το Άρθρο 30.3(α) και (β) του Συντάγματος, υποδεικνύοντας ότι η δέουσα επίδοση συνδέεται αναπόφευκτα με τη δυνατότητα του ενδιαφερομένου να γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους εγκαλείται στο Δικαστήριο και τη δυνατότητά του, ως θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, να προβάλει την υπεράσπισή του».

 

 

Τέτοια είναι και η υπό κρίση περίπτωση.

 

 

Επακόλουθο των πιο πάνω είναι ότι η πρωτόδικη κρίση περί καλής και νομότυπης επίδοσης πλήττεται συθέμελα. Η έκδοση του διατάγματος εγγραφής και εκτέλεσης της διαιτητικής απόφασης χωρίς να προηγηθεί η δέουσα επίδοση, δικαιολογούσε τον ex debito justitiae παραμερισμό του διατάγματος ως οφειλόμενο χρέος προς τη δικαιοσύνη.

 

 

Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης και των θεμελιακών επιπτώσεων της αποδοχής των Λόγων Έφεσης που αναφέρονται σε κακή επίδοση, λόγω της άγνοιας του Εφεσείοντα ως προς τις σχετικές διαδικασίες ως εκ της επίδοσης που έγινε, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων Λόγων Έφεσης.

 

Η Έφεση επιτυγχάνει.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση,  περιλαμβανομένης και της διαταγής για τα έξοδα, παραμερίζεται. Το ίδιο και το Διάταγμα ημερ. 29/3/2013 που εκδόθηκε  εναντίον του Εφεσείοντα στο πλαίσιο της Γενικής Αίτησης με αρ. 161/2013. Έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και έξοδα της Έφεσης υπέρ του Εφεσείοντα, όπως θα υπολογισθούν, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει. Ο Εφεσείων να καταχωρίσει ένσταση εντός 30 ημερών.

 

 

 

 

 

                                                     Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

                                                     Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                     Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 



[1] "2. (1)  The service shall, whenever it is practicable, be effected by leaving the copy with the person to be served; but if he is not found at his house or at his usual place of employment, the service shall be deemed to be effected if the copy is left-

 

 (i)  with any member of his family of apparently 16 years and upwards then in his town or village or within the lands thereof; or

(ii)  with any person apparently of such age and in charge of the place of his employment; or 

(iii)  with his master in the case of a servant living with his master."

   

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο