ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε57/2017)
4 Οκτωβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
GANNA MAKOVETSKA-GRYNEVYCH,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη 1,
ν.
SERGII GRYNEVYCH,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα.
________________________________________________
Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Α.Γ. Παφίτης & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Φ. Ονουφρίου (κα) για Π.Ν. Ονουφρίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 20/2/2017, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 1118/2016, συμφώνως της οποίας οριστικοποιήθηκαν τα προσωρινά διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς, με τα οποία η Εφεσείουσα εμποδίζετο να μεταβιβάσει επ' ονόματι της κατοικία που βρίσκεται στον Άγιο Τύχωνα Λεμεσού, καθώς και να μεταβιβάσει και/ή εκχωρήσει και/ή επιβαρύνει και/ή υποθηκεύσει την εν λόγω κατοικία.
Η ορθότητα της πιο πάνω Απόφασης προσβάλλεται με τρεις Λόγους Έφεσης. Συγκεκριμένα, η Εφεσείουσα θεωρεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου στην ελληνική γλώσσα, ημερ. 19/4/2016, που συνόδευε την αίτηση του ιδίας ημερομηνίας, υπογράφηκε και/ή καταχωρήθηκε με τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτός δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα (1ος Λόγος Έφεσης) και εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αποφάσισε ότι ο Εφεσίβλητος συμμορφώθηκε με το καθήκον της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων (2ος Λόγος Έφεσης). Επιπλέον, προσβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου καθώς και το εύρημα του ότι πληρούντο οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60 (3ος Λόγος Έφεσης).
Ως εκ της φύσεως και αντικειμένου του προέχει η εξέταση του 1ου Λόγου Έφεσης, ο οποίος βασικά περιστρέφεται γύρω από την απουσία του αναγκαίου πραγματικού υπόβαθρου για τη χορήγηση των αιτούμενων θεραπειών.
Κρίνουμε πρόσφορο να παραθέσουμε τα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν το βάθρο επί του οποίου συζητήθηκε η έφεση από αμφότερα τα διάδικα μέρη.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο Εφεσίβλητος κατάγεται από την Ουκρανία και η μητρική του γλώσσα είναι η ρωσική. Όπως προκύπτει, η ένορκη δήλωση του, η οποία καταχωρήθηκε προς υποστήριξη της Αίτησης του για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα. Ταυτόχρονα με την καταχώριση της ένορκης δήλωσης του Εφεσιβλήτου καταχωρήθηκε και ένορκη δήλωση από κάποια Loubov Degtyarova, τιτλοφορούμενη ως «ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ», στην οποία αυτή, αφού κατέγραψε ότι γνωρίζει πολύ καλά τη ρωσική και την ελληνική γλώσσα και δύναται να μεταφράζει σε δικαστικές διαδικασίες από την ελληνική στη ρωσική και αντιστρόφως, δήλωσε ότι είχε μεταφράσει πιστά στη ρωσική γλώσσα προφορικά στο Εφεσίβλητο, πριν αυτός θέσει την υπογραφή του ενώπιον του Πρωτοκολλητή, τόσο την ένορκη δήλωση του όσο και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτήν.
To πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας τη θέση της Εφεσείουσας ότι, με δεδομένο ότι η ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου είχε συνταχθεί σε γλώσσα μη κατανοητή από τον ενόρκως δηλούντα, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη, την απέρριψε στη βάση του ακόλουθου σκεπτικού:
«Κρίνω πως από τη στιγμή που το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης η οποία έχει συνταχθεί στην ελληνική γλώσσα, έχει μεταφραστεί στον ενάγοντα από την μεταφράστρια Loubov Degtyarova, ο ενάγοντας ήταν σε θέση να υπογράψει τη δήλωση στα Ελληνικά [βλ. Αίτηση Saab Abbas Nazer (2003) 1 Α.Α.Δ. 772]. Συνεπώς ο Λόγος αυτός της ένστασης απορρίπτεται.»
Είναι ορθή η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι, με βάση τη σχετική νομολογία, μία ένορκη δήλωση προσώπου θα πρέπει να γίνεται σε γλώσσα κατανοητή από τον ομνύοντα και αυτή να συνοδεύεται από μετάφραση στην ελληνική καθώς, επίσης, και από σχετική ένορκη δήλωση του μεταφραστή δια της οποίας να βεβαιώνεται το πιστό και αληθές της μετάφρασης. Κατά συνέπεια η ενδεδειγμένη και ορθή διαδικασία σε τέτοια περίπτωση περιλαμβάνει ουσιαστικά την κατάθεση τριών ενόρκων δηλώσεων (βλ. Annual Practice 1995, σελ. 683).
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772:
«Η ένορκη δήλωση συνιστά μαρτυρία και συνεπώς θα πρέπει να είναι συνταγμένη σε γλώσσα κατανοητή στον ενόρκως δηλούντα. Η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να γίνεται στη γλώσσα του και να συνοδεύεται με μετάφρασή της, καθώς και από ένορκη δήλωση του μεταφραστή που να βεβαιώνει τη μετάφραση και να ενσωματώνει ως τεκμήριο, τόσο την πρωτότυπη ένορκη δήλωση, όσο και τη μετάφρασή της (Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 17, παραγρ. 321).»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Λίγο μετά την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) ακολούθησε και η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Φωτίου και της Bianca Bos (2003) 1 Α.Α.Δ. 782, η οποία αφορούσε ένορκη δήλωση που συνόδευε αίτηση για άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση Certiorari, η οποία είχε συνταχθεί στα ελληνικά από μέρους Ολλανδής υπηκόου η οποία δεν γνώριζε ελληνικά. Και σ' εκείνη την υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση δε συνιστούσε ένορκη δήλωση εντός της εννοίας του νόμου, επαναλαμβάνοντας τα εξής:
«Η ένορκη δήλωση θα πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφρασή της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκες δηλώσεις που είναι συντεταγμένες στα ελληνικά από πρόσωπα που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν (Αναφορικά με τον Saab Abbas Nazar (2003) 1 Α.Α.Δ. 772).»
Το ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης, επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Sangaralingam Krishnakanthan (2011) 1 Α.Α.Δ. 7 όπως προκύπτει από το ακόλουθο απόσπασμα:
«Στην προκείμενη περίπτωση, παρόλη την απουσία σχετικής πρόνοιας στους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς, η πρακτική που ακολουθείται και προδιαγράφεται στους παλαιούς αγγλικούς θεσμούς και αναφέρομαι στο Annual Practice 1955, σελ. 683 δίδει κατεύθυνση προς τη σωστή διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί. Η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται στη γλώσσα που αντιλαμβάνεται ο ενόρκως δηλών και να συνοδεύεται από μετάφραση της στα ελληνικά, από πρόσωπο το οποίο γνωρίζει τη συγκεκριμένη γλώσσα και το οποίο με τη δική του ένορκη δήλωση επιβεβαιώνει την ακρίβεια της μετάφρασης. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει τη γλώσσα δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία και δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. (Βλ. Φωτίου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 783). Η σημείωση του πρωτοκολλητή, ότι μεταφράστηκε από ελληνικά σε αγγλικά, που στην προκείμενη περίπτωση όπως υποστήριξε ο συνήγορος του αιτητή, είναι ικανοποιητική για να τεκμηριώσει την αναγκαιότητα ύπαρξης της, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αξία, αφού, στην καλύτερη περίπτωση, βεβαιώνει ότι το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως μεταφράστηκε στον ενόρκως δηλούντα από πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι γνωρίζει την αγγλική γλώσσα. Σκοπός της βεβαίωσης του πρωτοκολλητή (jurat) είναι η αποφυγή με τρόπο αναντίλεκτο οποιωνδήποτε αμφισβητήσεων (El-Boustani (1991) 1 Α.Α.Δ. 736). Αφήνω που μεθοδολογία, όπως η παρούσα, μπορεί να οδηγήσει και να ενισχύσει τη σκέψη ότι ένας ενόρκως δηλών, μπορεί θεωρητικά και να αποφύγει τις συνέπειες ενδεχόμενης διαδικασίας ψευδορκίας, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δηλώσεως δεν του αποδόθηκε σωστά.»
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε προηγούμενη υπόθεση την Valentina Stoeva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1405/2009, ημερ. 10/11/2009, στην οποία απερρίφθη μονομερής αίτηση για έκδοση διατάγματος τερματισμού της κράτησης και αναστολής της διαδικασίας απέλασης, λόγω του ότι η ένορκη δήλωση που την συνόδευε δεν είχε συνταχθεί στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας που ήταν η βουλγαρική, αλλά στην ελληνική γλώσσα.
Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:
«Στην προκείμενη περίπτωση η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι συνταγμένη στην ελληνική γλώσσα. Είναι υπογραμμένη από την αιτήτρια. Υπάρχει πιστοποίηση της υπογραφής της από την πρωτοκολλητή. Ταυτοχρόνως υπάρχει χειρόγραφη σημείωση ότι η ένορκη δήλωση έχει μεταφραστεί από κάποια Dani Προκοπίου στη βουλγαρική γλώσσα. Αυτό υποστήριξε η συνήγορος της αιτήτριας είναι αρκετό, γιατί καταδεικνύει ότι η ένορκη δήλωση μεταφράστηκε στην αιτήτρια στη μητρική της γλώσσα, και μετά απ΄αυτό υπέγραψε τη σχετική ένορκη δήλωση και έθεσε και η πρωτοκολλητής τη σχετική πιστοποίηση. Τέτοια εισήγηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Ένορκη δήλωση που είναι συνταγμένη στα ελληνικά από πρόσωπο που δεν γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, δεν συνιστά, κατά τη γνώμη μου, μαρτυρία η οποία θα μπορεί να ληφθεί υπόψη για σκοπούς αντίκρισης της αίτησης. Συνακόλουθα η προδικαστική ένσταση γίνεται δεκτή και βρίσκω ότι δεν υπάρχει το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που θα μπορούσε να επιτρέψει στο Δικαστήριο να εξετάσει περαιτέρω την ουσία της αίτησης».
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Το ότι στην προκείμενη περίπτωση καταχωρήθηκε μια «ένορκη δήλωση μετάφρασης» από άτομο το οποίο δηλώνει ότι είναι σε θέση να μεταφράζει από την ελληνική στη ρωσική και αντίστροφα και ότι μετάφρασε στον Εφεσίβλητο προφορικά στη ρωσική γλώσσα την ένορκη δήλωση που αυτός καταχώρισε στην ελληνική πριν αυτός θέσει την υπογραφή του σε αυτή, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. Δεν είναι χωρίς λόγο που η νομολογία σταθερά απαιτεί τη σύνταξη μιας ένορκης δήλωσης στη μητρική γλώσσα του ομνύοντα. Αν ήταν διαφορετικά, θα ήταν εύκολο να εγείρονται από ένα ομνύοντα που επιδιώκει να αποστασιοποιηθεί από φερόμενη δήλωση του ζητήματα ως προς την ακρίβεια της μετάφρασης της ένορκης του δήλωσης τα οποία θα ήταν δύσκολο να αντιμετωπισθούν. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Nazar (ανωτέρω) θέτει το ζήτημα ακριβώς στη σωστή του διάσταση:
«Την πεποίθησή μου ότι δεν είναι ανεκτή ένορκη δήλωση σε γλώσσα μη καταληπτή στο δηλούντα, ενισχύει και η σκέψη ότι ο ενόρκως δηλών, στην περίπτωση που η ένορκή του δήλωση δεν είναι αληθής, μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες της ψευδορκίας του, ισχυριζόμενος ότι το περιεχόμενο της δήλωσής του δεν αποδόθηκε σωστά. Με τον ίδιο τρόπο αποφεύγονται και οι συνέπειες της έλλειψης ακρίβειας της μετάφρασης από το μεταφραστή, όταν αυτός δεν βεβαιώνει ενόρκως την ακρίβεια της μετάφρασής του».
Είναι εμφανές από την πιο πάνω ανάλυση ότι στην υπό εξέταση περίπτωση δεν έχει τηρηθεί αυτή η διαδικασία η οποία έχει επιδοκιμαστεί από την πάγια νομολογία, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, με αποτέλεσμα να ελλείπει το πραγματικό υπόβαθρο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει και στοιχειοθετήσει την οριστικοποίηση των αιτούμενων Διαταγμάτων.
Η πιο πάνω διαπίστωση μας σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση έφεσης χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης. Και τούτο γιατί η κατάληξη μας επί του θέματος της ένορκης δήλωσης του Εφεσίβλητου καθιστά μη αναγκαίο να αποφανθούμε επί των υπολοίπων θεμάτων των Εφέσεων, αφού τούτο θα ήταν περιττό.
Ως αποτέλεσμα, η Έφεση επιτυγχάνει και τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα παραμερίζονται στην ολότητά τους.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου ύψους €2500 πλέον ΦΠΑ.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.