ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E56/2017)
26 Οκτωβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΝΕΟΦΥΤΟΣ Κ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ
Εφεσείοντας,
ν.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ
Εφεσίβλητου.
........
Μ. Μενελάου, για Χ. Ιωαννίδου & Μ. Μενελάου, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Καΐλης, για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης με την οποία παραμερίστηκε η επίδοση της αγωγής στον Εφεσίβλητο στην Ελλάδα. Η επίδοση έγινε κατόπιν δικαστικού διατάγματος το οποίο εξεδόθη στα πλαίσια μονομερούς αίτησης. Με το εν λόγω διάταγμα δίδετο άδεια για την επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και του κλητηρίου εντάλματος εκτός δικαιοδοσίας και για την υποκατάστατη επίδοση του, καθώς επίσης προνοούσε όπως η επίδοση γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθμ. 1393/2007 περί Επιδόσεως και Κοινοποιήσεως στα Κράτη Μέλη Δικαστικών και Εξωδίκων Πράξεων σε Αστικές ή Εμπορικές Υποθέσεις. Είναι κοινό έδαφος ότι στην υπό κρίση περίπτωση ο Εφεσείων (ενάγων) προέβη στην επίδοση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφορών (courier).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αφενός η επίδοση έγινε μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφορών η οποία δεν είναι επιτρεπτή μέθοδος επίδοσης με βάση το Ελληνικό δίκαιο και αφετέρου δεν υπήρχε μαρτυρία ως προς το ποια έγγραφα επιδόθηκαν στον Εφεσίβλητο. Κατέληξε επίσης ότι η επίδοση έπρεπε να είχε γίνει με βάση το άρθρο 4 του ΕΚ 1393/2007 και τη Δ.6 θ.6 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και ότι η διενεργηθείσα επίδοση ήταν ουσιαστικά παράτυπη και ως τέτοια έπρεπε να παραμεριστεί.
Ο Εφεσείων προσβάλλει την εν λόγω ενδιάμεση απόφαση με συνολικά οκτώ λόγους έφεσης, κάποιοι εκ των οποίων συνδέονται μεταξύ τους. Οι λόγοι έφεσης θα τύχουν εξέτασης όχι με τη σειρά προβολής τους αλλά όπως κρίνουμε ορθότερο.
Το άρθρο 14 του ΕΚ 1393/07, στο οποίο γίνεται αναφορά στο διάταγμα, προνοεί όπως «Κάθε κράτος μέλος δύναται να επιδίδει ή να κοινοποιεί δικαστικές πράξεις απευθείας διά των ταχυδρομικών υπηρεσιών σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επισήμανε ότι οι Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί έχουν αυξημένη ισχύ έναντι του ημεδαπού δικαίου, με παραπομπή στην υπόθεση Ironhold Estates Ltd, T/A Henipa Hotel v. Travelworld Vacation Ltd (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 452.
Όπως αναφέρεται στο προοίμιο του Κανονισμού, παράγραφος (2), αυτός θεσπίστηκε με στόχο την καλύτερη και ταχύτερη διαβίβαση μεταξύ των κρατών μελών των δικαστικών και εξώδικων πράξεων που επιδίδονται και κοινοποιούνται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Αυτό τονίστηκε και στις υποθέσεις V.K.C. Quality Investments Ltd v. Shammusi-Deen Alabi Shitta Bey (2014) 1(A) Α.Α.Δ. 475 και Alpha Bank Cyprus Ltd v. Si Senh Dau κ.ά. (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1935. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε επίσης στην υπόθεση Consortia Europe Ltd v. Fregata Holdings Ltd (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2308, στην οποία λέχθηκε ότι ο σκοπός του ΕΚ 1393/07 δεν είναι να καθιερώσει ένα αποκλειστικό τρόπο ή μέσo διαβίβασης και επίδοσης δικαστικών εγγράφων, αλλά να ορίσει άλλους τρόπους προς τούτο και ότι ο Κανονισμός δεν καταργεί ούτε απαγορεύει τη μεθοδολογία που προνοείται από τη Δ.6 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Εξού και το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο Κανονισμός δεν αναιρεί τη δυνατότητα επίδοσης της ειδοποίησης του κλητηρίου αντί του ίδιου του κλητηρίου.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν προσκόμισε ως αποδεικτικό υλικό τα έγγραφα τα οποία απέστειλε στον Εφεσίβλητο μέσω της υπηρεσίας ταχυμεταφορών δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του φακέλου της αγωγής. Εντός του φακέλου, υπήρχε καταχωρημένη ένορκη δήλωση του Εφεσείοντος με την οποία αυτός βεβαίωνε ότι επιδόθηκαν στον Εφεσίβλητο ειδοποίηση κλητηρίου εντάλματος, το διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και για υποκατάστατη επίδοση, η σχετική αίτηση και πιστοποιημένο κλητήριο ένταλμα. Ο Εφεσείων επισύναψε ως τεκμήρια τις αποδείξεις αποστολής και παραλαβής των εν λόγω εγγράφων αναφορικά με τον Εφεσίβλητο. Ως εκ τούτου, στην υπό κρίση περίπτωση υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία ότι έγινε επίδοση τόσο της ειδοποίησης όσο και του κλητηρίου, όπως αναφερόταν ρητώς στο διάταγμα. Σημειώνεται ότι και στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd (ανωτέρω) έγινε επίδοση ειδοποίησης του κλητηρίου και πιστού αντιγράφου του κλητηρίου και το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε εσφαλμένη την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ήταν αναγκαία η επίδοση της ειδοποίησης και πως η αποστολή αντιγράφου του κλητηρίου παραβίαζε τη Δ.6 θ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς την κατάληξη του πως ο Εφεσείων παρέλειψε να παρουσιάσει μαρτυρία για το ποια έγγραφα επέδωσε, ούτως ώστε να μπορούσε να αποφασίσει κατά πόσο αυτά είχαν αποσταλεί δυνάμει της Δ.6 θ.6. Ο πρώτος και ο έκτος λόγος έφεσης κρίνονται βάσιμοι.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση πως το άρθρο 14 του ΕΚ 1393/07 δεν τύγχανε εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση ενόψει της μαρτυρίας που προσκομίστηκε από τον Εφεσίβλητο ότι η επίδοση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφοράς δικογράφου αστικής φύσεως δεν συνιστά έγκυρη επίδοση σύμφωνα με το Ελληνικό δίκαιο. Η εν λόγω μαρτυρία ήταν γνωμάτευση από διδάκτορα νομικής και δικηγόρο με άδεια άσκησης του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε επίσης πως η επίδοση με βάση το διάταγμα έπρεπε να είχε γίνει σύμφωνα με το άρθρο 4 του ΕΚ 1393/2007.
Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως το άρθρο 14 του ΕΚ 1393/2007 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση δεν υποστηρίζεται από τα ενώπιον του δεδομένα. Δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης πως η Ελλάδα ως κράτος μέλος δεσμεύεται από τον εν λόγω Κανονισμό και δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία πως αυτή εξέφρασε οποιαδήποτε επιφύλαξη ή ένσταση ως προς την εφαρμογή του Κανονισμού ή έστω κάποιων άρθρων αυτού. Η προσαχθείσα μαρτυρία για το ότι δεν επιτρέπεται η επίδοση με υπηρεσία ταχυμεταφοράς δεν επηρεάζει ούτε καταργεί από μόνη της την εφαρμογή του άρθρου 14, το οποίο η Ελλάδα, ως κράτος μέλος, έχει δεσμευτεί να εφαρμόζει εφόσον το εν λόγω άρθρο αποτελεί μέρος του Κανονισμού. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση V.K.C. Quality Investments Ltd (ανωτέρω), τα Δικαστήρια θα πρέπει να ερμηνεύουν και εφαρμόζουν τον ΕΚ 1393/07 έχοντας υπόψιν την ύπαρξη του ενιαίου Ευρωπαϊκού χώρου και την ανάγκη για διασφάλιση της ενιαίας εσωτερικής αγοράς με στόχο την επιτάχυνση και βελτίωση του τρόπου επίδοσης μεταξύ των κρατών μελών.
Δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του δικηγόρου του Εφεσίβλητου πως ο Κανονισμός δεν επιτρέπει την απ' ευθείας επίδοση παρά μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, παραπέμποντας στην παράγραφο (18) του προοιμίου και στο άρθρο 15 του Κανονισμού. Η παράγραφος (18) και το άρθρο 15 αναφέρονται σε απ' ευθείας επίδοση μέσω δικαστικών επιμελητών ή άλλων αρμόδιων κρατικών λειτουργών, και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.
Στο προοίμιο του Κανονισμού, στην παράγραφο (17) αναφέρεται ρητώς ότι κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να μπορεί να επιδίδει ή κοινοποιεί πράξεις σε κατοίκους άλλου κράτους μέλους απευθείας μέσω των ταχυδρομικών υπηρεσιών, με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής ή ισοδύναμο έγγραφο, εξού και προφανώς η συμπερίληψη του άρθρου 14 το οποίο επιτρέπει κάτι τέτοιο.
Το ζήτημα του κατά πόσο η διαταχθείσα και ή η διενεργηθείσα επίδοση επιτρέπεται με βάση το Ελληνικό δίκαιο θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε σημασία στην περίπτωση επίδοσης με βάση το Τμήμα 1 του Κανονισμού, άρθρα 1-11, το οποίο αφορά σε άλλο τρόπο επίδοσης μέσω των οριζομένων από κάθε κράτος μέλος υπηρεσιών διαβίβασης και παραλαβής. Είναι σε αυτό το μέρος του Κανονισμού που περιλαμβάνεται και το άρθρο 4 το οποίο προνοεί για τη διαβίβαση απευθείας δικαστικών πράξεων μέσω των προαναφερόμενων υπηρεσιών και το οποίο ουδεμία σχέση και εφαρμογή έχει στην προκειμένη περίπτωση. Σε εκείνη την περίπτωση επίδοσης, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 7, σύμφωνα με το οποίο η επίδοση γίνεται από την υπηρεσία παραλαβής σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους παραλαβής, ή με την ειδική μέθοδο που ζήτησε η υπηρεσία διαβίβασης, και εφόσον δεν αντιβαίνει στο δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους. Το άρθρο 14 περιλαμβάνεται στο Τμήμα 2 του Κανονισμού το οποίο τιτλοφορείται «Άλλοι τρόποι διαβίβασης και επίδοσης ή κοινοποίησης δικαστικών πράξεων» και σαφώς αφορούν επιπρόσθετους τρόπους επίδοσης. Σημειώνουμε ότι σε αυτό το Τμήμα περιλαμβάνεται και το άρθρο 15, το οποίο ρητώς προνοεί για την επίδοση μέσω δικαστικών λειτουργών «αν αυτό επιτρέπεται από τη νομοθεσία του συγκεκριμένου κράτους μέλους», φράση η οποία παραλείπεται από το άρθρο 14. Εδώ αξίζει να αναφερθούμε εκ νέου στην υπόθεση V.K.C. Quality Investments Ltd (ανωτέρω), στην οποία λέχθηκε ότι η προσέγγιση του ΕΚ 1393/07 δεν πρέπει να είναι τυπολατρική και περιοριστική, αγνοώντας το φιλελεύθερο πνεύμα του.
Σύμφωνα με όσα αναφέρουμε ανωτέρω, θεωρούμε εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 14 δεν τύγχανε εφαρμογής και ότι η επίδοση έπρεπε να γίνει με βάση το άρθρο 4 του ΕΚ 1393/2007. Ουσιαστικά το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε το σκέλος του διατάγματος που αφορά στον τρόπο επίδοσης στον Εφεσίβλητο και αντικατέστησε αυτόν με τη δική του εκτίμηση, αγνοώντας την ύπαρξη ενός εν ισχύι διατάγματος το οποίο καθόριζε τον τρόπο επίδοσης. Αυτό απολήγει στην αναθεώρηση του διατάγματος από ομόβαθμο Δικαστήριο, κάτι το οποίο δεν είναι επιτρεπτό καθότι τέτοια εξουσία παρέχεται μόνο στο Εφετείο και στο Ανώτατο Δικαστήριο, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή της Κ.Χ. Περατικός Λτδ v. Περατικού κ.ά., Πολ. Αίτηση Αρ. 32/2019, ημερ. 17.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:D149.
Οι πιο πάνω επισημάνσεις μας ως προς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 βρίσκουν έρεισμα στο σύγγραμμα Κανονισμός (ΕΚ) 1393/2007, Κανονισμός Επιδόσεων, Κατ' άρθρο ερμηνεία, Π. Αρβανιτάκης και Ε. Βασιλακάκης, όπου στη σελίδα 23 αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Συγχρόνως με τον κύριο τρόπο διαβιβάσεως των προς επίδοση εγγράφων μέσω των υπηρεσιών διαβίβασης και παραλαβής (άρθρ., 2, 4-11), ο Κανονισμός καθιερώνει μια σειρά άλλων, παράλληλων, απολύτως ισοδύναμων και χωρίς καμία ιεράρχηση μεταξύ τους, άμεσων ή έμμεσων τρόπων επιδόσεως. Ως έμμεσοι, εναλλακτικοί τρόποι επιδόσεως εισάγονται η μέσω προξενικής ή διπλωματικής οδού (άρθρ. 12) και η διά διπλωματικών ή προξενικών υπαλλήλων επίδοση (άρθρο 13), ενώ στους άμεσους τρόπους επιδόσεως συγκαταλέγονται η ταχυδρομική επίδοση (άρθρ. 14) και η απευθείας επίδοση μέσω δικαστικού επιμελητή ή άλλου αρμόδιου υπαλλήλου του κράτους μέλους παραλαβής (άρθρ. 15).»
Ακολούθως γίνεται ειδική ανάλυση του άμεσου τρόπου επίδοσης με ταχυδρομική επίδοση η οποία προνοείται στο άρθρο 14 του Κανονισμού και η οποία, ως αναφέρεται, έχει αναγνωριστεί και από τη νομολογία στην Ελλάδα.
Στις σελίδες 168-169, δίδεται η ερμηνεία του όρου «ταχυδρομικές υπηρεσίες» ο οποίος περιλαμβάνει και τις υπηρεσίες ταχυμεταφορών. Το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται αυτούσιο:
«Ως «ταχυδρομικές υπηρεσίες» για τις ανάγκες ερμηνείας του άρθρ. 14 νοούνται οι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, οι οποίοι διαθέτουν την απαραίτητη άδεια ώστε αν οργανώσουν τη συστημένη ταχυδρομική υπηρεσία που προβλέπει η προκείμενη διάταξη. Ενόψει των σχετικών διευκρινίσεων της Προτάσεως Κανονισμού, συνάγεται ότι η εμβέλεια του όρου δεν εξαντλείται μόνον στους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια της καθολικής ταχυδρομικής υπηρεσίας. . είναι διερευνητέο κατά πόσον είναι επιτρεπτή η διαβίβαση του επιδοτέου εγγράφου μέσω ιδιωτικών φορέων γενικής άδειας. Το ερώτημα διατηρεί αξιόλογη πρακτική σημασία δοθέντος ότι υπό καθεστώς γενικής άδειας λειτουργούν στην Ελλάδα οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην παροχή υπηρεσιών ταχυμεταφοράς (courier). Ως προς το σχετικό προβληματισμό προτείνεται υπό το ελληνικό δίκαιο η καταφατική εκδοχή. Η καταφατική ερμηνευτική εκδοχή φαίνεται να βρίσκει επαρκές έρεισμα και στη διατύπωση της προκείμενης διατάξεως η οποία αρκείται και στη βεβαίωση της παραλαβής με «ισοδύναμο έγγραφο» προς απόδειξη παραλαβής. Δεδομένου ότι η επίδοση μέσω courier παρέχει συνήθως υψηλά εχέγγυα για την πραγματική παράδοση του εγγράφου στον παραλήπτη έναντι της αποστολής με συστημένη επιστολή επί αποδείξει ορθότερη παρίσταται η εκδοχή ότι καλύπτεται και αυτή από το νοηματικό εύρος των «ταχυδρομικών υπηρεσιών» σύμφωνα με την προκείμενη διάταξη.»
Είναι γεγονός ότι το διάταγμα ημερ. 26.4.2016 αφορούσε και άλλους εναγόμενους, τους εναγόμενους 5, 10 και 14. Στο ίδιο το συνταχθέν διάταγμα, μετά την παράγραφο για τη διαταγή όπως η επίδοση στους εναγόμενους 5, 7, 10 και 14 γίνει σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14 του ΕΚ 1393/07, ακολουθεί παράγραφος με διαταγή όπως για τους εναγόμενους 5, 10 και 14 η επίδοση γίνει σύμφωνα με τους Θεσμούς και με υποκατάστατη επίδοση μέσω αγγελιοφόρων (courier) και όπως τα έγγραφα που θα επιδοθούν να συνοδεύονται από αγγλική μετάφραση.
Από τη στιγμή, όμως, που το άρθρο 14 περιλαμβάνει την επίδοση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφορών, η παράλειψη ρητής αναφοράς για αυτόν τον τρόπο επίδοσης και στον Εφεσίβλητο (εναγόμενο 7) δεν διαφοροποιεί την κατάσταση και ουδόλως αναιρεί τη διαταγή για επίδοση σύμφωνα με το άρθρο 14 η οποία εξακολουθεί να ισχύει. Η διατύπωση του διατάγματος δεν αλλοιώνει το διάταγμα και το περιεχόμενο του αναφορικά με τον Εφεσίβλητο.
Με βάση όσα αναφέρουμε ανωτέρω, θεωρούμε ότι η διαταχθείσα με βάση το άρθρο 14 του Κανονισμού επίδοση συμπεριελάμβανε την επίδοση μέσω υπηρεσίας ταχυμεταφορών, την οποία η Ελλάδα συμφώνησε να ακολουθήσει, και δεν τύγχανε εφαρμογής το άρθρο 4. Επομένως οι περί του αντιθέτου διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίνονται εσφαλμένες και οι λόγοι έφεσης 2 - 5 είναι βάσιμοι.
Στην προκειμένη περίπτωση, η επίδοση έγινε με ένα εκ των τρόπων που προβλέπονται στο άρθρο 14 του Κανονισμού και παρουσιάστηκε η σχετική μαρτυρία προς απόδειξη της επίτευξης αυτής, μέσω της περιγραφής των εγγράφων που επιδόθηκαν και της παρουσίασης της απόδειξης αποστολής και παραλαβής. Για τους σκοπούς του άρθρου 14, παρουσιάστηκε απόδειξη παραλαβής και θα μπορούσε ακόμη να λεχθεί πως παρουσιάστηκε ισοδύναμο έγγραφο το οποίο δείχνει την παραλαβή των εγγράφων αναφορικά με τον Εφεσίβλητο. Αυτή η μαρτυρία είναι ικανή να καταδείξει ότι η επίδοση έγινε δεόντως. Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε μαρτυρία πως ο Εφεσίβλητος αποδέχθηκε την επίδοση χωρίς να εγείρει ζήτημα αποδοχής της επίδοσης, ως ορίζει το άρθρο 8 και πάλι κρίνεται λανθασμένη. Το εν λόγω άρθρο αφορά στην επίδοση που γίνεται με τον τρόπο που περιγράφεται στο Τμήμα 1, το οποίο δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ενώ για την επίδοση η οποία διενεργείται δυνάμει του άρθρου 14, απαιτείται μόνο η απόδειξη παραλαβής ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο.
Όπως έχει λεχθεί στις υποθέσεις Φραγκέσκου κ.ά. v. Γρηγορίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1765 και Karim v. Κοδινάρη (1994) 1 Α.Α.Δ. 36, στις περιπτώσεις επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας και ή υποκατάστατης επίδοσης, το κύριο ερώτημα είναι κατά πόσο ο προσφερόμενος τρόπος θα θέσει κατά λογική προοπτική, αν όχι βεβαιότητα, το κλητήριο υπόψιν του εναγόμενου. Ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως των πιο πάνω διαπιστώσεων μας, κρίνουμε ορθό να αναφέρουμε ότι ο σκοπός της επίδοσης δεν είναι άλλος από τη λήψη γνώσης από το εμπλεκόμενο ή ενδιαφερόμενο μέρος των δικαστικών εγγράφων, κάτι το οποίο σαφώς έχει επιτευχθεί στην προκειμένη περίπτωση.
Διαπιστώνουμε ότι η επίδοση έγινε καθόλα ορθώς και σύμφωνα με το διάταγμα του Δικαστηρίου και επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να καταλήξει ότι αυτή ήταν κανονική και να απορρίψει την αίτηση. Επομένως και ο λόγος 7 κρίνεται βάσιμος.
Ενόψει της κατάληξης της αίτησης, εσφαλμένη είναι και η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία θα πρέπει να τα επωμιστεί ο διάδικος που έχει αποτύχει, ήτοι ο Εφεσίβλητος. Ως εκ τούτου και ο όγδοος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αίτηση απορρίπτεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον του Εφεσίβλητου όπως υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο. Η διαδικασία στην αγωγή αναφορικά με τον Εφεσίβλητο θα πρέπει να συνεχίσει με τον δέοντα τρόπο και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση.
Επιδικάζονται €2.000 έξοδα της Έφεσης υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον του Εφεσίβλητου, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ