ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E406/2016)
2 Οκτωβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΕΥΑΓΟΡΟΥ ΧΑΤΖΗΤΤΟΦΗ,
Εφεσείων/Εναγόμενος,
ν.
ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,
Εφεσίβλητων/Εναγόντων.
________________________________________________
Γ. Χριστοφίδης με Χ. Μεττή (κα) για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Αρμεύτη (κα) με Χρ. Λουγκρίδου (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Εφεσίβλητους.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση Έφεσης είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο) ημερ. 25/11/2016, στην Αγωγή υπ' αρ. 420/2016 (εφεξής Αγωγή) με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση του Εφεσείοντα/Αιτητή για διαγραφή και/ή απόρριψη και/ή αναστολή της Αγωγής λόγω κατ' ισχυρισμό παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος των Εφεσιβλήτων/Καθ'ων η Αίτηση.
Στην Αγωγή ο Εφεσείων ενάγετο ως εγγυητής της Εναγόμενης 1 Εταιρείας δυνάμει Συμφωνίας Εγγύησης, ημερ. 2/12/1997 και Σύμβασης και Δήλωσης Υποθηκεύσεως Ακινήτου ιδίας ημερομηνίας που παραχώρησε ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων του ως εγγυητής και με την οποία υποθήκευσε προς όφελος της Ενάγουσας Τράπεζας ακίνητη ιδιοκτησία του. Η εγγύηση αφορούσε στις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς την Τράπεζα στη βάση συμφωνίας παραχώρησης πίστωσης σε τρεχούμενο λογαριασμό. Η Εναγόμενη 1 δεν ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της και θεωρώντας τον Εφεσείοντα υπόλογο να αποπληρώσει το χρέος της, οι Εφεσίβλητοι καταχώρησαν την Αγωγή εναντίον μεταξύ άλλων Εναγομένων και του Εφεσείοντα.
Στην Αγωγή ο Εφεσείων καταχώρησε Υπεράσπιση. Σε κατοπινό στάδιο καταχωρήθηκε εκ μέρους του Αίτηση με την οποία εξαιτείτο Διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο να διαγράφεται η Αγωγή και η Έκθεση Απαίτησης των Εναγόντων «ως ανυπόστατου και/ή ως στερημένου οιουδήποτε νομικού ερείσματος και/ή ως ενοχλητική και/ή ως καταχρηστική», καθώς και Διάταγμα για απόρριψη της Αγωγής ως αντικανονικής και παράτυπης.
Δύο ήταν τα σημεία που είχε προβάλει ο Εφεσείων στο πλαίσιο της εν λόγω Αίτησης. Το πρώτο ήταν ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Τράπεζας εναντίον του είχε παραγραφεί και το δεύτερο ότι η Αγωγή ήταν πρόωρη και κατά παράβαση δεσμευτικής δήλωσης της Τράπεζας να καταβάλει τα δικηγορικά έξοδα του Εφεσείοντα στην Αγωγή υπ' αρ. 2014/2013 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας σε περίπτωση νέας αγωγής. Είναι το πρώτο που θα μας απασχολήσει στην παρούσα Έφεση.
Ως προς το ζήτημα της παραγραφής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 7(1) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, Ν. 66(Ι)/2012, καθώς και του Άρθρου 3 του ιδίου Νόμου, έκρινε ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Τράπεζας δεν ήταν παραγραμμένο κατά την 29/2/2016 που η Αγωγή είχε καταχωριστεί. Επεσήμανε προς τούτο ότι η επιφύλαξη του Άρθρου 3, που εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 207(Ι)/2015 στις 23/12/2015 και ίσχυε κατά την 29/2/2016 που είχε καταχωριστεί η Αγωγή, οδηγούσε στο ότι η αξίωση θα παραγραφόταν έξι χρόνια μετά από την 1/1/2016 και, συνεπώς, δεν ήταν παραγραμμένη κατά την 29/2/2016.
Με τρεις Λόγους Έφεσης (1ο, 2ο και 3ο) ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα:
· Αποφάσισε ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσίβλητης δεν ήταν παραγραμμένο κατά το χρόνο καταχώρησης της Αγωγής βάσει των Άρθρων 3, 7(1) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, ο οποίος τροποποιήθηκε με το Νόμο 207(Ι)/2015 (1ος Λόγος Έφεσης).
· Ερμήνευσε την επιφύλαξη του Άρθρου 3 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012, η οποία εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 207(Ι)/2015 την 23/12/2015 και, βάση της ερμηνείας αυτής, αποφάσισε ότι η αξίωση της Εφεσίβλητης θα παραγραφόταν έξι χρόνια μετά την 1/1/2016 και δεν ήταν παραγραμμένη κατά την 29/2/2016 που καταχωρήθηκε η Αγωγή (2ος Λόγος Έφεσης).
· Αναβίωσε το παραγραφέν αγώγιμο δικαίωμα που είχε ήδη παραγραφεί με την έναρξη της ισχύος της νομοθεσίας, υιοθετώντας με λανθασμένο τρόπο τη νομολογία (3ος Λόγος Έφεσης).
Κεντρικός άξονας και των τριών πιο πάνω Λόγων Έφεσης, οι οποίοι είναι συναφείς, είναι ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012, όπως αυτός τροποποιήθηκε με το Νόμο 207(Ι)/2015.
Αποτέλεσε βασική εισήγηση από μέρους του Εφεσείοντα ότι κρίσιμος χρόνος για σκοπούς υπολογισμού του χρόνου παραγραφής είναι, εν προκειμένω, αυτός που μεσολαβεί μεταξύ του τερματισμού της σύμβασης δανείου και της καταχώρησης της Αγωγής στις 29/2/2016. Σύμφωνα με την εν λόγω εισήγηση, με δεδομένο ότι ο τερματισμός της σύμβασης έλαβε χώρα στις 4/3/2003, όταν, όπως υποστηρίχθηκε, ίσχυε το Κεφ.15 που καθόριζε χρόνο παραγραφής έξι χρόνια από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος[1], κατά το χρόνο που εγέρθηκε η Αγωγή το 2016, ήτοι 13 έτη μετά τον τερματισμό, το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσίβλητης είχε παραγραφεί. Όπως τονίστηκε στο πλαίσιο προώθησης της εν λόγω εισήγησης, το ισχυριζόμενο αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσίβλητης ήταν παραγραμμένο πριν την εφαρμογή του Νόμου περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012. Επιπλέον, προβλήθηκε ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί εφαρμογής του Άρθρου 3 του Νόμου 66(Ι)/2012, ως αυτό είχε τροποποιηθεί με το Νόμο 207(Ι)/2015, σε ένα αγώγιμο δικαίωμα το οποίο είχε ήδη παραγραφεί, είναι εσφαλμένη εφόσον ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Η πιο πάνω εισήγηση δεν γίνεται αποδεκτή για τους λόγους που θα εξηγήσουμε.
Όπως είναι νομολογημένο, το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού μέτρου και είναι «με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής (που) εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ τούτου παραγραφεί.» (βλ. Όμηρος Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636).
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Δημητρίου v. Δημητρίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 834:
«Ουδεμία αμφιβολία υπάρχει, και επί τούτου συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, στις 2 Ιουνίου 2004, που κατατέθηκε από την εφεσίβλητη η εναρκτήρια αίτηση, ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου, βρισκόταν σε ισχύ η πριν την τροποποίηση με το Νόμο 169(Ι)/2006, διατύπωση του Άρθρου 15 του Ν. 232/91 που προνοούσε:...»
«Η αξίωση κρίνεται παραγεγραμμένη, με βάση το Άρθ.15 του Ν.232/91, όπως ίσχυε την ημερομηνία καταχώρησης της αίτησης».[2]
Ως εκ των ανωτέρω, κρίσιμος χρόνος για σκοπούς προσδιορισμού του δικαίου που ίσχυε ήταν ο χρόνος καταχώρησης της Αγωγής, ήτοι 29/2/2016.
Η ιστορική πορεία των σχετικών νομοθεσιών αποκαλύπτει ότι οι πρόνοιες του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ.15, που αποτελούσε τη βασική νομοθεσία επί του ζητήματος της παραγραφής, εφαρμόστηκαν για μικρό χρόνο αφού μετά τα γεγονότα του 1963 τέθηκαν σε αναστολή με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964, ο οποίος μαζί με τους τροποποιητικούς αυτού Νόμους (Νόμοι 1964-1982) καταργήθηκαν με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002), ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1/6/2005. Ωστόσο το Κεφ.15 δεν αφέθηκε ουσιαστικά να επανέλθει σε ισχύ αφού ακολούθησαν διαδοχικές αναστολές των προνοιών του Ν.110(Ι)/2002.
Την 1/7/2012 με τον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012) καταργήθηκε τόσο το Κεφ.15, όσο και ο Ν. 110(Ι)/2002.
Με δεδομένο ότι η Αγωγή αφορούσε σύμβαση, όταν αυτή καταχωρήθηκε στις 29/2/2016, τύγχανε εφαρμογής το εδάφιο (1) του Άρθρου 7 του Ν. 66(Ι)/2012 που διαλαμβάνει τα ακόλουθα:
«Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), καμιά αγωγή που αφορά σύμβαση δεν εγείρεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής».
Όπως δε ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ημέρα συμπλήρωσης της βάσης αγωγής ήταν ο τερματισμός της συμφωνίας παροχής πίστωσης προς την Εναγόμενη 1.
Αναφορικά με την έναρξη του χρόνου παραγραφής, σχετικό είναι το Άρθρο 3 του Ν. 66(Ι)/2012 το οποίο προνοεί ότι:
«Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής:
Σημειώνεται ότι το αγώγιμο δικαίωμα της παράβασης σύμβασης δεν εμπίπτει στις ειδικές προθεσμίες των Άρθρων 24 και 29.
Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η επιφύλαξη του Άρθρου 3 του Νόμου 66(Ι)/2012 εισήχθη με το Ν. 207(Ι)/2015 στις 23/12/2015 και, συνεπώς, ίσχυε κατά τις 29/2/2016 που είχε καταχωρηθεί η Αγωγή.
Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε η πλευρά της Εφεσίβλητης, λέμε ότι η αναφορά στην πρωτόδικη Απόφαση ότι χωρίς την επιφύλαξη του Άρθρου 3 το αγώγιμο δικαίωμα ήταν παραγραμμένο, πέραν του ότι αποτελεί εν παρόδω αναφορά (obiter dictum) και όχι μέρος του σκεπτικού της απόφασης (ratio decidendi), ουδόλως επηρεάζει τα ανωτέρω, εφόσον κατά τον ουσιώδη χρόνο εφαρμογή είχε η επιφύλαξη του Άρθρου 3. Ό,τι έχει, εν προκειμένω, σημασία είναι το ποιος νόμος εφαρμόζετο κατά το χρόνο καταχώρησης της Αγωγής και κατά πόσο, με βάση τον ισχύοντα Νόμο, το αγώγιμο δικαίωμα της Εφεσίβλητης είχε παραγραφεί.
Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636, «. η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί απαίτηση με προγενέστερο Νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο Νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής εδώ στα οκτώ έτη. Κατά κανόνα, η περίοδος παραγραφής αρχίζει να μετρά από τη στιγμή που προκύπτει η αιτία της αγωγής. Ωστόσο, διαφορετική ρύθμιση του θέματος μπορεί να γίνει διά νόμου. Στην προκείμενη περίπτωση, το κρίσιμο χρονικό σημείο έναρξης της περιόδου παραγραφής είναι, σύμφωνα με το νόμο, η ημέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή και αυτό βεβαίως, σε συνάρτηση με την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής. Με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ του νόμου παραγραφεί. Αν η διαπίστωση είναι ότι η συγκεκριμένη απαίτηση όντως έχει παραγραφεί τότε σαφώς δεν υφίσταται αγώγιμο δικαίωμα προς διεκδίκηση της παραγεγραμμένης απαίτησης. Κατά το χρόνο που καταχωρήθηκε η αγωγή βρισκόταν σε ισχύ το Άρθρο 26 του νόμου με το οποίο, καθώς έχει ειπωθεί, τροποποιήθηκε ο χρόνος παραγραφής απαίτησης που πηγάζει από χρηματιστηριακή συναλλαγή έτσι ώστε αυτή να παραγράφεται μετά πάροδο οκτώ ετών από τη μέρα που καταρτίστηκε η συναλλαγή».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα χωρίς να αγνοεί την πιο πάνω νομολογία με παραπομπή στην Μιχαήλ ν. Ανδρέου, Πολιτική Έφεση Αρ. 229/2014, ημερ. 19/1/2022, ECLI:CY:AD:2022:A17, υποστήριξε ότι η τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 207(Ι)/2015 στο Άρθρο 3 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 δεν έχει αναδρομική ισχύ. Επικαλέστηκε, συναφώς, το ακόλουθο απόσπασμα:
«Η προσέγγιση της πλευράς της εφεσείουσας περί αναδρομικότητας του Νόμου 66(Ι)/2012 παραμένει μετέωρη, δεδομένου ότι ο υπό αναφορά Νόμος δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση, αφού θεσπίστηκε και τέθηκε σε ισχύ μετά τον ουσιώδη χρόνο της αγωγής. Το Άρθρο 29 του υπό συζήτηση Νόμου επιδρά στο Άρθρο 68 του Κεφ. 148 μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν.66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1.7.2012. Εν πάση όμως περιπτώσει, οιαδήποτε νομοθετική πρόνοια προς παραγραφή αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορεί παρά να είναι ουσιαστικού δικαίου και όχι διαδικαστικού, αφού επηρεάζει το δικαίωμα διαδίκου προς έγερση ισχυρισμού περί παραγραφής, με όλες τις δραστικές παρεπόμενες συνέπειες, δικαίωμα που δεν αφορά ζήτημα διαδικασίας».
Με κάθε σεβασμό προς την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντα, η εν λόγω υπόθεση διαφοροποιείται από την υπό κρίση περίπτωση. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αστικό αδίκημα όπου το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα είχε προκύψει την 1/2/2006. Όταν καταχωρήθηκε η αγωγή στις 27/7/2010 τύγχανε εφαρμογής το Άρθρο 68(α) του Κεφ.148 το οποίο καθόριζε προθεσμία για έγερση της αγωγής την περίοδο των δύο ετών «μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή», με αποτέλεσμα η προθεσμία να εκπνεύσει την 1/2/2008 και το αγώγιμο δικαίωμα να παραγραφεί. Η κατάργηση του Άρθρου 68 του Κεφ.148 μέσω του Άρθρου 29 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012, Ν. 66(Ι)/2012, εφαρμόζετο μόνο σε σχέση με πράξη ή παράλειψη που επεσυνέβη κατά ή μετά την έναρξη της ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012, ήτοι κατά ή μετά την 1/7/2012. Είναι σαφές ότι στην εν λόγω υπόθεση υπήρχε ρητή πρόνοια στη βάση της οποίας ο νομοθέτης είχε προνοήσει τη μη αναβίωση αγώγιμου δικαιώματος το οποίο είχε παραγραφεί πριν την έναρξη της ισχύος του Ν. 66(Ι)/2012. Στην υπό κρίση περίπτωση, ωστόσο, δεν υπάρχει ανάλογη ή αντίστοιχη πρόνοια σε σχέση με το Κεφ.15 το οποίο είχε καταργηθεί στην ολότητα του, και αυτό μέσω του Άρθρου 29 του Ν. 66(Ι)/2012, ενώ όταν είχε καταχωρηθεί η Αγωγή το 2016 βρισκόταν σε ισχύ ο Ν. 66(Ι)/2012.
Είναι, κατά την άποψη μας, σαφές ότι η προσέγγιση στην υπόθεση Μιχαήλ (ανωτέρω), η οποία φαίνεται να αντιμετωπίζει το ζήτημα της παραγραφής ως ουσιαστικού παρά ως δικονομικού ή διαδικαστικού χαρακτήρα, θα πρέπει να ιδωθεί εντός του πλαισίου των ιδιαίτερων της γεγονότων και δεν επηρεάζει το λόγο της Χριστοδουλίδης (ανωτέρω), ως έχει εκτεθεί ανωτέρω.
Με βάση τα πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 1, 2, 3 απορρίπτονται.
Ως αποτέλεσμα ούτε ο Λόγος Έφεσης 5, συμφώνως του οποίου προβάλλεται ως εσφαλμένη η επιδίκαση εξόδων εναντίον του Εφεσείοντα στη βάση του λανθασμένου, όπως αναφέρεται, αποτελέσματος, έχει οποιοδήποτε έρεισμα.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα €1500, πλέον ΦΠΑ σε βάρος του Εφεσείοντα.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] Άρθρο 3(1)(d) του Κεφ.15:
"any book debt due to or from a bank, after the expiration of six years from the date on which the cause of action accrued";
[2] Δέστε, επίσης, Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636 και Χαραλαμπίδης v. Louis Hotels Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2013, ημερ.4/10/2019.