ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E396/2016)
12 Οκτωβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ
Εφεσείοντας/Εναγόμενος
ν.
ΟLYMPIC INSURANCE COMPANY LTD
Εφεσίβλητων/Εναγόντων
........
Α. Τσάρκατζης για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.
Θ. Ιωαννίδης για Θεόδωρος Ιωαννίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης με την οποία κατέστη απόλυτο το προσωρινό διάταγμα για την απαγόρευση αποξένωσης και ή επιβάρυνσης της ακίνητης περιουσίας του Εφεσείοντος στον Λυθροδόντα.
Οι λόγοι Έφεσης εστιάζονται στη μη ικανοποίηση του κατεπείγοντος για την έκδοση του διατάγματος μονομερώς, στη μη ύπαρξη δικαιοδοσίας έκδοσης του και στην παραβίαση του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην υποβολή της σχετικής αίτησης. Καταλογίζεται επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο η μη αιτιολόγηση της απόφασης ως προς την ικανοποίηση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ.3) του 1998, Ν.14/60.
Για σκοπούς εξέτασης της Έφεσης, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε συνοπτικά το ιστορικό της διαδικασίας η οποία οδήγησε στην έκδοση της υπό κρίση ενδιάμεσης απόφασης.
Στις 22.4.2015 οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν αγωγή με την οποία αξιώνουν το ποσό των €308.735,22 με τόκο προς 8% ως οφειλόμενα ασφάλιστρα εναντίον νομικού προσώπου (Εναγομένων 1), το οποίο ενεργούσε ως ασφαλιστικός τους πράκτορας δυνάμει συμφωνίας, και του Εφεσείοντος (Εναγομένου 2) και της Εναγομένης 3 ως εγγυητών της εν λόγω συμφωνίας. Ο Εφεσείων φέρεται ως διευθυντής των Εναγομένων 1 και η Εναγομένη 3 είναι η σύζυγος του.
Με την καταχώριση της αγωγής, οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν μονομερή αίτηση για την έκδοση προσωρινού διατάγματος μη αποξένωσης και ή επιβάρυνσης ολόκληρης της ακίνητης περιουσίας του Εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο το εξέδωσε μονομερώς. Ο Εφεσείων καταχώρισε ένσταση. Οι Εφεσίβλητοι διαπίστωσαν ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση δεν ήταν υπογεγραμμένη από την αναφερόμενη ως ενόρκως δηλούσα και έτσι απέσυραν την αίτηση άνευ βλάβης με δικαίωμα καταχώρισης νέας.
Ακολούθησε η καταχώριση της μονομερούς αίτησης ημερ. 1.7.2016, με την οποία ζητείτο το ίδιο διάταγμα περιοριζόμενο, αυτή τη φορά, σε μέρος της ακίνητης περιουσίας του Εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλι το εξέδωσε μονομερώς. Ο Εφεσείων καταχώρισε ένσταση και κατόπιν εκδίκασης της αίτησης, στις 9.11.2016 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφαση του, έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος προς διασφάλιση ικανοποίησης τυχόν απόφασης ήθελε εκδοθεί υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντος.
Όπως αναφέρουμε ανωτέρω, ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος που να δικαιολογούσε την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος μονομερώς.
Στην προσβαλλόμενη απόφαση, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι τρεις προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60, παρέθεσε αυτούσιο το άρθρο 9 του Κεφ. 6.
Το άρθρο 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα μονομερώς «όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις».
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο για την έκδοση μονομερούς διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9 του Κεφ. 6. Αυτό λέχθηκε στην υπόθεση Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598 στην οποία αναφέρθηκαν τα εξής:
«Μόνο, εφόσο καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία του εναγομένου. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρηθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση.»
Στην υπόθεση Αμβροσιάδου v. Coward (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 78, λέχθηκε ότι το κατεπείγον εξετάζεται πρώτο, εφόσον αφορά δικαιοδοτικό όρο, και ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60.
Οι πιο πάνω νομικές αρχές επαναλήφθηκαν στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Βγενόπουλος κ.ά. v. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. Ε141/2014 και Ε142/2014, ημερ. 13.9.2023.
Το ζήτημα του επείγοντος ηγέρθη ως λόγος ένστασης. Από τη στιγμή που το ζήτημα είχε εγερθεί και ήταν αντικείμενο της αίτησης, τότε ανεξαρτήτως της έκδοσης μονομερώς του διατάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εκ νέου κατά πόσο πράγματι συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος που να δικαιολογούσε τη μονομερή του έκδοση. Σε περίπτωση που διαπίστωνε ότι δεν ικανοποιείτο το επείγον, τότε έπρεπε να προχωρήσει, δίχως άλλο, σε ακύρωση του. Αυτή η εξουσία, ακόμη και αυτεπάγγελτη, του Δικαστηρίου περιγράφεται στις υποθέσεις Stavros Hotels Apartments Ltd κ.ά. (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 389 και Aspis Liberty Life Insurance Public Co Ltd v. Σιακατίδου (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 637 . Στην τελευταία μάλιστα υπόθεση το Εφετείο επέκρινε ξανά την ευκολία με την οποία πρωτόδικα εκδίδονταν διατάγματα μονομερώς χωρίς την εξέταση του κατά πόσο συνέτρεχε το στοιχείο του επείγοντος για την έκδοση τους. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι διαφωτιστικό:
«Έχει επικριθεί επανειλημμένως από το Εφετείο το οποίο είχε κατακρίνει την ευκολία με την οποία εκδίδονται διατάγματα επί μονομερούς αίτησης ως θέμα συνήθους τακτικής, χωρίς εκείνο τον ιδιαίτερο προβληματισμό που η φύση του θέματος απαιτεί για να καταδειχθεί αν πράγματι το ζήτημα είναι επείγον έτσι «που να παραγνωρίζεται θεμελιακή σημασία του κατεπείγοντος ως δικαιοδοτικού όρου, τακτική μάλιστα που απολήγει συχνά σε εξευτελισμό της διαδικασίας αφού με δεδομένη πλέον την έκδοση του διατάγματος ex parte η τελική κρίση παρατείνεται αδικαιολογήτως,» (Αμβροσιάδου (ανωτέρω)). Το κατεπείγον ως δικαιοδοτικός όρος μπορεί να κρίνεται και στα πλαίσια της έφεσης κατά της απόφασης οριστικοποίησης του, εφόσον μάλιστα είχε εγερθεί και πρωτοδίκως και εγείρεται κατ' έφεση (Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, 1462).
Ένα Δικαστήριο όταν επιλαμβάνεται μονομερούς αίτησης και παραχωρεί το διάταγμα δύναται να επανεξετάσει μετά από καταχώριση σχετικής ένστασης όλα τα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος του χρόνου, ως στοιχείο που εμπίπτει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, ώστε να καταλήξει να επικυρώσει ή να ακυρώσει ένα διάταγμα υπό το φως του συνόλου των γεγονότων που έχουν τεθεί ενώπιον του και από τους δύο πλέον διαδίκους.»
Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το άρθρο 9 του Κεφ. 6, εντούτοις δεν ασχολήθηκε καθόλου με το στοιχείο του επείγοντος, παρά μόνο με τις υπόλοιπες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για να δικαιολογείται η οριστικοποίηση ενός προσωρινού διατάγματος. Δεν διαφεύγει την προσοχή μας ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τον ισχυρισμό των Εφεσίβλητων πως υπάρχει άμεση ανάγκη να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα καθότι μέχρι την εκδίκαση και περάτωση της αγωγής, υπάρχει ορατός και σοβαρός κίνδυνος ο Εφεσείων να αποξενώσει ή επιβαρύνει την περιουσία του. Αυτός ο ισχυρισμός, όμως, παρέμεινε στην σφαίρα της απλής αναφοράς από το Δικαστήριο, χωρίς οποιαδήποτε εξέταση ή περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα.
Η υπό κρίση περίπτωση διαχωρίζεται από την υπόθεση DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. Ε166/2019, ημερ. 15.10.2020, ECLI:CY:AD:2020:A347, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα εφόσον ικανοποιήθηκε ότι αυτή περιείχε την ορθή ανάλυση, χωρίς ρητή αναφορά στις περιστάσεις που λήφθηκαν υπόψιν. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα:
«Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν εξέτασε σε ξέχωρο κεφάλαιο ή με ρητές αναφορές την ύπαρξη ιδιαίτερων περιστάσεων. Όμως, όλο το κείμενο της απόφασης διαπνέεται ακριβώς από την ανάλυση των ιδιαίτερων εκείνων περιστάσεων που οδήγησαν ευθύς εξ αρχής το Δικαστήριο στη μονομερή έκδοση και εν τέλει στην οριστικοποίηση του διατάγματος.»
Εδώ δεν υπάρχει οτιδήποτε στην απόφαση που να καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο με αυτό το ζήτημα. Επομένως, καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο συνέτρεχε το στοιχείο του επείγοντος που δικαιολογούσε τη μονομερή έκδοση του διατάγματος.
Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, προχωρούμε να εξετάσουμε κατά πόσο συνέτρεχε το επείγον για την έκδοση μονομερώς του διατάγματος.
Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση, οι Εφεσίβλητοι αναφέρουν τα εξής:
«38. Είναι άμεση ανάγκη και επείγον να εκδοθεί το αιτούμενο Διάταγμα γιατί μέχρι την εκδίκαση και περάτωση της αγωγής αυτής υπάρχει ορατός και σοβαρός κίνδυνος ο Εναγόμενος 2 να αποξενώσει ή επιβαρύνει ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο αποχωριστεί την κατοχή της ακίνητης περιουσίας του ώστε η απαίτηση της Αιτήτριας να παραμείνει ανικανοποίητη και θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη μετά την εκδίκαση της αγωγής αφού οι Εναγόμενοι 1, 2 και 3 δεν έχουν οποιαδήποτε άλλη κινητή ή ακίνητη περιουσία από την οποία να μπορεί η Αιτήτρια να ικανοποιήσει το εξ αποφάσεως χρέος της.
39. Εάν αφεθεί ο Εναγόμενος 2 να αποξενώσει τα περιουσιακά του στοιχεία τότε δεν θα υπάρχει καμία περίπτωση για να εισπράξει το λαβείν της η Αιτήτρια.»
Αυτός ο ισχυρισμός είναι εντελώς γενικός και αόριστος καθότι εκφράζει ένα αβέβαιο ενδεχόμενο το οποίο δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία υπό τη μορφή αφενός οποιασδήποτε ενέργειας ή πρόθεσης αποξένωσης ή επιβάρυνσης από πλευράς του Εφεσείοντος και αφετέρου της άμεσης ανάγκης παρέμβασης του Δικαστηρίου για να αποτρέψει τυχόν αποξένωση ή επιβάρυνση. Σημειώνεται ότι η εν λόγω περιουσία ήταν δεσμευμένη από προηγούμενο προσωρινό διάταγμα το οποίο και ακυρώθηκε με την απόσυρση της πρώτης αίτησης και δεν προβλήθηκε οποιοσδήποτε λόγος που να καταδείκνυε το επείγον επανέκδοσης αυτού μονομερώς λόγω άμεσου κινδύνου αποξένωσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας από πλευράς του Εφεσείοντος.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας βρίσκουν έρεισμα στην προαναφερόμενη υπόθεση Resola (ανωτέρω) στην οποία ο ισχυρισμός στην ένορκη δήλωση του εφεσίβλητου (αιτητή) πως είχε πληροφορηθεί από φιλικούς προς τους εκεί εφεσείοντες (καθ' ων η αίτηση) κύκλους ότι καθυστερούν να τον πληρώσουν καθώς προσπαθούν να αποξενώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να μην ικανοποιήσουν τυχόν απόφαση ήθελε εκδοθεί υπέρ του, κρίθηκε ως αόριστος. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε επίσης την πρωτόδικη διαπίστωση πως δεν είχε προσαχθεί μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει πρόθεση εκ μέρους των καθ' ων για την πώληση του ακινήτου, η οποία (διαπίστωση) κατέρριπτε την ύπαρξη του επείγοντος στην έκδοση του διατάγματος μονομερώς.
Η απόφαση Resola (ανωτέρω) υιοθετήθηκε στην υπόθεση Κιτρομηλίδου άλλως Κουτσού v. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 1165, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε λανθασμένη την εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του επείγοντος για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:
«Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν την επείγουσα ανάγκη για την παροχή θεραπείας με μονομερή αίτηση, περιέχονται, κατά κύριο λόγο, στην ακόλουθη παράγραφο της ένορκης δήλωσης της εφεσίβλητης:-
«Το αιτούμενο Διάταγμα είναι επείγον να εκδοθεί λόγω του ότι όπως ανέφερα και πιο πάνω στην Ένορκη Δήλωση μου υπάρχει μεγάλο οφειλόμενο χρέος προς τους Ενάγοντες γύρω στις Λ.Κ.485,000 για το οποίο ποσό οι Ενάγοντες δεν έχουν και/ή δεν θα έχουν οποιασδήποτε μορφής εμπράγματη εξασφάλιση. Η Εναγόμενη 2 ενδέχεται μόλις λάβει γνώση της διαδικασίας να προβεί σε πώληση ή μεταβίβαση των εν λόγω μετοχών της με αποτέλεσμα να καταστεί αδύνατη η εκτέλεση της απόφασης.»
Παρόμοιο περιεχόμενο, και μάλιστα πιο λεπτομερές και πιο ισχυρό, περιείχε και η ένορκη ομολογία που κατατέθηκε στην υπόθεση Resola (πιο πάνω). Το Εφετείο θεώρησε τον ισχυρισμό αυτό ότι «είναι, αφ' εαυτού αόριστος και δεν αποκαλύπτει την πηγή πληροφοριών του ενάγοντα.»
Στην παρούσα υπόθεση η εφεσίβλητη βασίζει το κατεπείγον, πρώτο στο ύψος του ανασφάλιστου χρέους και δεύτερο στο ενδεχόμενο η εφεσείουσα να μεταβιβάσει τις μετοχές. Αλλά το ανασφάλιστο χρέος είναι, εκ των ουκ άνευ, προϋπόθεση για την έκδοση οποιουδήποτε προσωρινού διατάγματος και δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι καταδεικνύει το κατεπείγον. Και το ενδεχόμενο όμως μεταβίβασης των μετοχών είναι μια αόριστη πιθανότητα που δεν βασίζεται έστω και σε οποιεσδήποτε ενδείξεις, ότι η εφεσείουσα επείγεται να μεταβιβάσει τις μετοχές μιας οικογενειακής εταιρείας, ιδιοκτήτριας μιας πολυκατοικίας στην λεωφόρο Στασίνου, στην οποία, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της εφεσείουσας, διατηρεί και την οικογενειακή της στέγη.»
Σε αντιδιαστολή με τις πιο πάνω υποθέσεις, διακρίνεται στη βάση των περιστάσεων της η υπόθεση Ιερά Μητρόπολη Πάφου v. Aristo Developers Ltd (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1377, στην οποία κρίθηκε ικανοποιητικός ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή τους αίτηση ότι η εφεσείουσα είχε προχωρήσει σε συνεργασία με εταιρεία ανάπτυξης γης και είχαν ήδη πωλήσει διάφορα τεμάχια γης, εισπράττοντας το τίμημα χωρίς να καταβάλλεται η οφειλή στους εφεσίβλητους. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αυτή η δήλωση επαρκούσε για να καταδειχθεί το επείγον της έκδοσης του διατάγματος.
Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, καταλήγουμε ότι κατά το στάδιο εξέτασης της μονομερούς αίτησης, δεν προσκομίστηκε μαρτυρία η οποία ήταν ικανή να καταδείξει το επείγον της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος μονομερώς. Οι ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου στηρίζονταν σε μια εντελώς θεωρητική, αβέβαιη και αόριστη πιθανότητα αποξένωσης ή επιβάρυνσης της υπό κρίση περιουσίας. Αυτοί δεν καταδεικνύαν την άμεση ανάγκη χορήγησης θεραπείας καθότι παρέπεμπαν σε ένα βάθος χρόνου, εφόσον ο επικαλούμενος ορατός και σοβαρός κίνδυνος καθοριζόταν όχι άμεσα αλλά μέχρι την εκδίκαση και περάτωση της Αγωγής.
Συναφής με το άρθρο 9 του Κεφ. 6 είναι και ο δεύτερος λόγος έφεσης, σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα μονομερώς λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην καταχώριση της αίτησης, ούτως ώστε να μην συνέτρεχε το στοιχείο του επείγοντος για τη χορήγηση άμεσης και μονομερώς θεραπείας.
Στην υπόθεση Rapp v. Sinden κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. Ε191/14, ημερ. 20.3.2020, ECLI:CY:AD:2020:A106, τονίστηκε ότι «. η καθυστέρηση μπορεί να έχει καταλυτική σημασία και να ανατρέπει το στοιχείο του κατεπείγοντος που συνιστά δικαιοδοτικό όρο στην περίπτωση που το διάταγμα ζητείται με μονομερή αίτηση ή να αναδεικνύει πως το ζήτημα κατέληξε να είναι επείγον ως αποτέλεσμα αυτής της ιδίας της καθυστέρησης. Ωστόσο η καθυστέρηση έχει και αφ' εαυτής σημασία, ασύνδετη με το στοιχείο του κατεπείγοντος .. Το θέμα της καθυστέρησης, ως δικαιοδοτικός όρος δυνάμει του άρθρου 9 του Κεφ.6, δεν πρέπει να συγχέεται με το θέμα της καθυστέρησης που λαμβάνεται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου, ως μέρος των γενικότερων αρχών του δικαίου της επιείκειας.»
Σχετικές με το θέμα της καθυστέρησης είναι οι υποθέσεις Ρένα Αριστοτέλους Λτδ. κ.ά. ν. Benfleet Enterprises Ltd. κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 280, Parico Aluminium Designs Ltd. v. Muskita Aluminium Co. Ltd. κ.ά. (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015 και Σάββα v. Τηλεμάχου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2081. Ιδιαίτερα χρήσιμη καθοδήγηση ως προς το θέμα της καθυστέρησης και του επείγοντος προσφέρει επίσης η πιο πρόσφατη υπόθεση CJSC "TV Company Stream" κ.ά. v. Content Union S.A., Πολ. Έφ. Ε34/18 (σχ. με Ε35/18), ημ. 8.4.21.
Επιπρόσθετα με τα όσα αναφέρουμε ανωτέρω για το επείγον, επισημαίνουμε ότι, στον βαθμό που ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά την καθυστέρηση στην καταχώριση της πρώτης αίτησης ημερ. 22.4.2015, θεωρούμε ότι αυτός δεν δύναται να εξεταστεί στα πλαίσια της παρούσας Έφεσης η οποία στρέφεται εναντίον της απόφασης στην αίτηση ημερ. 1.7.2016.
Όσον αφορά το ζήτημα της καθυστέρησης στην καταχώριση της αίτησης ημερ. 1.7.2016, έχουμε υπόψιν πως υπήρχε το προγενέστερο διάταγμα το οποίο απαγόρευε την αποξένωση ή επιβάρυνσης της περιουσίας του Εφεσείοντος. Με δεδομένο, όμως, ότι εκείνο το διάταγμα ακυρώθηκε και καταχωρίστηκε νέα αίτηση, 14 μήνες μετά την καταχώριση της αγωγής, σε συνάρτηση με την απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας περί προσπάθειας ή πρόθεσης άμεσης αποξένωσης ή επιβάρυνσης, δεν υπήρχε οτιδήποτε το επείγον που να δικαιολογούσε την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος μονομερώς στα πλαίσια της δεύτερης αίτησης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, θεωρούμε ότι το συνολικό χρονικό διάστημα των 14 μηνών που παρήλθε από την καταχώριση της αγωγής είναι υπερβολικά μεγάλο για να δικαιολογεί το επείγον της έκδοσης του διατάγματος μονομερώς.
Για όλους τους λόγους που εξηγούνται ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εξέταση των υπόλοιπων λόγων έφεσης.
Ως εκ τούτου η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και το εκδοθέν διάταγμα ακυρώνεται.
Επιδικάζονται €2.500 έξοδα Έφεσης υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον των Εφεσίβλητων, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ