ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

        (Πολιτική Έφεση Αρ. E321/2016)

 

5 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

MΙΧΑΛΗΣ ΧΑΤΖΗΣΟΛΩΜΟΥ

                                      

                                       Εφεσείοντας,

ν.

 

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΙΑΜΙΣΙΗ

                                                               Εφεσίβλητου.

......

 

Σ. Αργυρού, για Σωτήρης Αργυρού Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Δ. Συρίμης, για τον Εφεσίβλητο.

........................

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η υπό κρίση Έφεση στρέφεται εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέστησε απόλυτα τα προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα αποξένωσης της περιουσίας του Εφεσείοντος μέχρι του ποσού των €295.000.

Η εν λόγω απόφαση προσβάλλεται με έξι λόγους έφεσης. Συγκεκριμένα, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο πως εσφαλμένα έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος προσήλθε με καθαρά χέρια και ότι υπήρξε πλήρης και δίκαιη αποκάλυψη εκ μέρους του και πως εσφαλμένα έκρινε ότι ικανοποιείτο η πρώτη και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Ν.14/60. Αποδίδεται επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο η λανθασμένη εκτίμηση της ενώπιον του μαρτυρίας, ότι έλαβε υπόψιν ισχυρισμούς οι οποίοι δεν αποτελούν μαρτυρία καθότι προβλήθηκαν κατά τις αγορεύσεις και ότι η εν λόγω απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

Η απαίτηση του Εφεσίβλητου στρέφεται εναντίον του Εφεσείοντος και ακόμα ενός φυσικού προσώπου (Εναγόμενου 2), εναντίον του οποίου η αίτηση για προσωρινά διατάγματα απεσύρθη, με την οποία αξιώνει το ποσό των €445.000 το οποίο οι τελευταίοι κατ' ισχυρισμό του απέσπασαν δυνάμει ψευδών παραστάσεων και αναληθών, παραπλανητικών και ή πλαστών και κατασκευασμένων εγγυήσεων εκ μέρους τους.

Η θέση του Εφεσίβλητου είναι πως κατόπιν παρότρυνσης του Εφεσείοντος, οι δύο τους συνεργάστηκαν για την εμπορία ακατέργαστων διαμαντιών με σκοπό την αποκόμιση κέρδους. Σε αυτά τα πλαίσια, ο Εφεσείων σύστησε στον Εφεσίβλητο τον Εναγόμενο 2 ως έμπειρο γεωλόγο. Κατόπιν συζήτησης και πίεσης εκ μέρους του Εφεσείοντος και του Εναγομένου 2, συμφώνησε όπως και οι τρεις καταβάλουν χρήματα για την αγορά από τη Χαράρε ενός δέματος από ακατέργαστα διαμάντια αξίας €1εκ. σε χαμηλότερη τιμή. Σύμφωνα πάντα με τον Εφεσίβλητο, αυτός δέχθηκε να καταβάλει χρήματα κατόπιν διαβεβαίωσης από τον Εφεσείοντα για το αξιόπιστο του Εναγομένου 2 και υπό τον όρο της παροχής σε αυτόν διαμαντιών ίσης αξίας ως εξασφάλιση. Ως εκ τούτου ο Εφεσίβλητος κατέβαλε στον Εφεσείοντα συνολικά το ποσό των €450.000 και παρέλαβε από αυτόν τρία διαμάντια με τα πιστοποιητικά τους, κατ' ισχυρισμό ισότιμης αξίας. Τελικώς, ο Εφεσείων και ο Εναγόμενος 2 ενημέρωσαν τον Εφεσίβλητο ότι η αγορά του δέματος ναυάγησε και ότι ο Εναγόμενος 2 θα προέβαινε σε άλλη πράξη στη Νότιο Αφρική. Αντί αυτού και παρά τις οχλήσεις του Εφεσίβλητου για επιστροφή των χρημάτων του, ο Εφεσείων του είπε ψέματα ότι ο Εναγόμενος 2 δεν βρισκόταν στην Κύπρο, ενώ είχαν έρθει εδώ μαζί, και δεν τήρησε τις διαβεβαιώσεις του προς τον Εφεσίβλητο πως θα του επέστρεφε τα χρήματα. Ο Εφεσίβλητος έλαβε εκτίμηση από ειδικούς σύμφωνα με την οποία τα διαμάντια που του δόθηκαν ήταν πολύ χαμηλότερης αξίας. Εξού και ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι ο Εφεσείων και ο Εναγόμενος 2 συνωμότησαν με στόχο να αποκομίσουν κέρδος εις βάρος του και κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία. Έκτοτε ο Εναγόμενος 2 αναζητείται από την Αστυνομία.

Ο Εφεσείων, με τη σειρά του, ισχυρίζεται ότι η συμφωνία για την αγορά του δέματος έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου του Εφεσίβλητου και ότι η δική του εμπλοκή ήταν η απλή γνωριμία του Εναγομένου 2 προς τον Εφεσίβλητο στον οποίο ο Εφεσείων είπε ότι ο ίδιος δεν κατείχε γνώσεις περί ακατέργαστων διαμαντιών. Ο Εφεσείων δέχεται ότι επιβεβαίωσε την αξιοπιστία του Εναγομένου 2, κάτι το οποίο μετέφερε στον Εφεσίβλητο ο οποίος είχε και απ' ευθείας καθημερινή επαφή με τον Εναγόμενο 2 την οποία ο Εφεσίβλητος απέκρυψε από το Δικαστήριο. Βασικά ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι αυτός ήταν απλώς μέρος της συμφωνίας για την εισαγωγή διαμαντιών και αυτός που σύστησε τον Εφεσίβλητο με τον Εναγόμενο 2 και ότι παρέδωσε τα διαμάντια στον Εφεσίβλητο εκ μέρους του Εναγομένου 2. Η δική του συμμετοχή ήταν μόνο η καταβολή του ποσού των €100.000 για την εισαγωγή, επεξεργασία και πώληση των διαμαντιών με το ανάλογο κέρδος. Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο Εφεσίβλητος αποκρύπτει πως κατόπιν της αποτυχίας της αγοράς του δέματος, του είπε να κρατήσει τα χρήματα για ακόμα δύο βδομάδες, ενώ ο ίδιος μεσολάβησε για να επιστραφούν στον Εφεσίβλητο €150.000. Κατά την επιστροφή των χρημάτων, ο Εφεσίβλητος άρχισε να του φωνάζει και έτσι ο Εφεσείων πανικοβλήθηκε και γι' αυτό απέκρυψε ότι ο Εναγομένος 2 βρισκόταν στην Κύπρο. Ο Εφεσίβλητος ζητούσε, ανεπιτυχώς, τα υπόλοιπα χρήματα του από τον Εναγόμενο 2 εφόσον αυτός τα κρατούσε. Ο Εφεσείων έκανε πολλές προσπάθειες για να πείσει τον Εναγόμενο 2 να του επιστρέψει τα χρήματα, πλην όμως ο Εφεσίβλητος προσπάθησε μέσω του υπόκοσμου να αποσπάσει τα χρήματα που κατείχε ο Εναγόμενος 2, με σκοπό να μπλέξει και τον ίδιο.

Στα πλαίσια της αίτησης για προσωρινά διατάγματα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα του κατά πόσο ο Εφεσίβλητος απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα και προσήλθε με καθαρά χέρια. Αφού το Δικαστήριο παρέθεσε τη σχετική νομολογία ως προς το ζήτημα, κατέληξε ότι τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα δεν είναι «. τέτοιας σπουδαιότητας . ώστε αν αποκαλύπτονταν θα επηρέαζε την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου».

      Ως τέτοιο γεγονός κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ο ισχυρισμός του Εφεσείοντος πως ο Εφεσίβλητος είπε στον Εναγόμενο 2 να κρατήσει τα χρήματα μέχρι το τέλος Μαΐου. Στον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι αυτός ο ισχυρισμός καταδεικνύει πως ο Εφεσείων δεν έλαβε οποιοδήποτε ποσό, ούτε και είχε πρόσβαση σε αυτό, αλλά αντίθετα πως ήταν ο Εναγόμενος 2 που κρατούσε τα χρήματα που κατέβαλε ο Εφεσίβλητος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο Εφεσίβλητος δεν απέκρυψε τέτοιο γεγονός. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι ο ισχυρισμός του Εφεσίβλητου πως μετά το πρόβλημα που προέκυψε με τα διαμάντια στη Χαράρε ενημερώθηκε ότι ο Εναγόμενος 2 θα πήγαινε στη Νότιο Αφρική για παρόμοια πράξη, υποδηλώνει πως ο Εφεσίβλητος αποδέχεται αυτό το γεγονός, ήτοι ότι ο Εναγόμενος 2 κρατούσε τα χρήματα, εξού και ζήτησε την επιστροφή των €150.000. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει πως είναι η συνέχεια των γεγονότων που έχει ουσιαστική σημασία και που οδήγησαν τον Εφεσίβλητο να αποταθεί σε ειδικό, ακολούθως στην Αστυνομία και τελικά στο Δικαστήριο.

      Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εκτίμησε ορθώς τη σημασία αυτού του ισχυρισμού, υπό το φως της σχετικής νομολογίας. Όπως προκύπτει από την υπόθεση Ρένα Αριστοτέλους Λτδ κ.ά. v. Benfleet Enterprises Ltd κ.ά. (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 280, στην οποία παρέπεμψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ουσιώδη είναι τα γεγονότα εκείνα που δυνατόν να επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύλογα έκρινε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν αποτελούσε αποσιώπηση, αλλά αναγνώριση της κατακράτησης των χρημάτων μέχρι τη νέα προσπάθεια αγοράς διαμαντιών από τη Νότιο Αφρική. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απομόνωσε και περιορίστηκε στην εξέταση αυτού του γεγονότος αλλά ορθά έκρινε πως ουσιώδη ήταν όλα τα κατ' ισχυρισμό γεγονότα που ακολούθησαν. Αυτά τείνουν να καταδείξουν την συμμετοχή του Εφεσείοντος πέραν της απλής χρηματικής συνεισφοράς του στη συμφωνία εμπορίας των διαμαντιών.

      Στον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται επίσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε επιλεκτική αναφορά στη μαρτυρία του Αστυνομικού ο οποίος κατέθεσε κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης του Εφεσείοντος και σε ισχυρισμούς του τελευταίου τους οποίους ο Εφεσίβλητος είχε υποχρέωση να αποκαλύψει. Αυτή η αναφορά παραμένει παντελώς γενική και αόριστη και ως τέτοια δεν δύναται να εξεταστεί.

      Κρίνουμε σκόπιμο όμως να επισημάνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τη μαρτυρία του Αστυνομικού η οποία δόθηκε κατά τη διαδικασία προσωποκράτησης και την οποία παρουσίασε ο Εφεσείων στην ένσταση του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μάλιστα παρατήρησε ότι ο Εφεσείων επισύναψε αυτή αποσπασματικά λόγω του ότι παρουσίασε μόνο την κυρίως εξέταση και όχι την αντεξέταση του Αστυνομικού. Παρόλο που επισήμανε ότι το τεθέν ενώπιον του υλικό είναι ελλιπές, και πάλι ασχολήθηκε με την εν λόγω μαρτυρία, διαπιστώνοντας στον βαθμό που επιτρέπεται σε τέτοιας φύσης διαδικασία, ότι ο ισχυρισμός πως ο Εφεσείων ζήτησε από τον Εφεσίβλητο πιστοποιητικό αυθεντικότητας του ενός διαμαντιού γιατί βρήκε αγοραστή στην Αθήνα, και ο οποίος κατ' ισχυρισμό δεν αποκαλύφθηκε από τον Εφεσίβλητο, δεν είναι ουσιώδης αλλά αφορά το ιστορικό και άσχετες με την ουσία των γεγονότων λεπτομέρειες. Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη διαπίστωση πως η μαρτυρία του Αστυνομικού φαίνεται να συνάδει με τον βασικό κορμό της εκδοχής του Εφεσίβλητου στην ένορκη του δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για προσωρινά διατάγματα.

      Στον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται επίσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία και ειδικότερα ότι δεν έλαβε υπόψιν τις θέσεις του Εφεσείοντος και τις απειλές που δέχθηκε από πρόσωπο του υπόκοσμου.

      Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε πτυχή της ενώπιον του μαρτυρίας και προέβη στις διαπιστώσεις του πάντα στα πλαίσια και για σκοπούς της υπό κρίση ενδιάμεσης διαδικασίας. Η παραπομπή στη μαρτυρία του Εφεσείοντος και λήφθηκε υπόψιν και συνεκτιμήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο περιορίστηκε στις αναγκαίες διαπιστώσεις για να καταλήξει κατά πόσο δικαιολογείται η οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων. Θεωρούμε ότι οι εισηγήσεις του δικηγόρου του Εφεσείοντος σε σχέση με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε και από τις δύο πλευρές θα συνιστούσαν ουσιαστική αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας και όχι εξέταση της στον βαθμό που απαιτείται και επιτρέπεται για σκοπούς της υπό κρίση ενδιάμεσης διαδικασίας.

      Είναι γνωστή η νομική αρχή πως σε αιτήσεις για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της μαρτυρίας ούτε και σε τελική αξιολόγηση για σκοπούς τελικώς ευρημάτων παρά μόνο σε μια θεώρηση αυτής για να διαπιστώσει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Ελευθεριάδου v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. Ε23/2016, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A216, Ιορδάνους v. PS Seamless Gutters Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 4/2022, ημερ. 8.11.2022 και Rostovtsev v. Shchukin, Πολ. Έφ. Αρ. Ε415/16, ημερ. 5.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A282. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ιορδάνους (ανωτέρω) είναι διαφωτιστικό:

«Συνεπώς, όταν τα Δικαστήρια καλούνται να εξετάσουν κατά πόσο ικανοποιείται η εν λόγω προϋπόθεση, θα πρέπει να αποφεύγουν να υπεισέρχονται σε βάθος στο μαρτυρικό υλικό που τίθεται ενώπιον τους. Δεν εκδικάζεται σ΄ αυτό το στάδιο η διαφορά, και δεν καθορίζονται από αυτό το πρόωρο στάδιο δικαιώματα και υποχρεώσεις (Jonitexo Ltd v. Adidas (1984) 1 CLR 263). Μάλιστα στην υπόθεση Milton Investment Company Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd (2014) 1(Α) ΑΑΔ 731, 740, τονίστηκε πως τα Δικαστήρια δεν πρέπει να αφήνουν να αιωρείται ούτε καν σκιά ότι έχουν αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης. 

 

«. το Δικαστήριο, κατά την εκδίκαση αίτησης για προσωρινό διάταγμα, πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης καθότι αυτό γίνεται κατά τη δίκη της ουσίας της υπόθεσης. Πρόκειται, να τονίσουμε, για αρχή που πρέπει να τηρείται με ευλάβεια και κατά το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, το Δικαστήριο όχι μόνο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει στα προαναφερθέντα συμπεράσματα, αλλά και να μην αφήνει να αιωρείται η σκιά ότι έχει αποφασίσει την ουσία της υπόθεσης ή κάποια ουσιώδη πτυχή της».»

 

 

      Επί τούτου θεωρούμε παντελώς άστοχη την παραπομπή από τον δικηγόρο του Εφεσείοντος στην υπόθεση Χριστοδούλου κ.ά. v. Vraets (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 802, η οποία αφορά μεν παρόμοιες βάσεις αγωγής, αλλά η έφεση στρέφεται εναντίον της τελικής απόφασης επί της ουσίας της αγωγής.

Με γνώμονα τις πιο πάνω νομικές αρχές και πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω, κρίνουμε αβάσιμο και τον δεύτερο λόγο έφεσης ως προς το εσφαλμένο της διαπίστωσης περί ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 του Ν.14/60. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Θεοδοσιάδου κ.ά. v. Themis Portfolio Management Holdings Limited, Πολ. Έφ. Αρ. Ε51/2022, ημερ. 3.2.2023, για σκοπούς ικανοποίησης της πρώτης προϋπόθεσης, είναι αρκετό να αποκαλύπτεται, με βάση τα δικόγραφα, συζητήσιμη υπόθεση. Ορθώς επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι βάσεις αγωγής στις οποίες εδράζεται η Αγωγή, ήτοι δόλος, απάτη, απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και συνωμοσία, αποτελούν καλώς αναγνωρισμένες από τον Νόμο βάσεις απαίτησης.

  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και τον ισχυρισμό περί παρανομίας της συμφωνίας, λόγω του ότι τα διαμάντια θα εισάγονταν στην Κύπρο κατά παράβαση του περί της Εφαρμογής του Συστήματος Πιστοποίησης της Διαδικασίας Κίμπερλυ στο Διεθνές Εμπόριο Ακατέργαστων Διαμαντιών, στο πλαίσιο της Εφαρμογής του Συναφούς Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Νόμου του 2004, Ν.266(Ι)/04. Επί τούτου, κατ΄ αρχάς σημειώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα πως τα άρθρα 23 και 65 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τύγχαναν εφαρμογής, ως η εισήγηση του Εφεσείοντος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε απλώς την εισήγηση του δικηγόρου του Εφεσίβλητου στην αγόρευση του για την εφαρμογή αυτών των άρθρων και των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σε απάντηση του ισχυρισμού του Εφεσείοντος για την παρανομία της συμφωνίας.

      Κατά την εξέταση του ισχυρισμού περί παρανομίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην ενώπιον του μαρτυρία, σύμφωνα με την οποία τα διαμάντια που θα αγοράζονταν θα εξάγονταν νόμιμα από την Αφρική χωρίς να υπάρχει μαρτυρία για την εισαγωγή τους στην Κύπρο, και, ορθά κατά την άποψη μας, σημείωσε ότι σε αυτό το στάδιο δεν μπορεί να γίνει εις βάθος ανάλυση. Σημειώνουμε ότι ο εν λόγω Νόμος συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της ένστασης.

      Ο τρίτος λόγος έφεσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψιν την αγόρευση του Εφεσείοντος η οποία και δεν αποτελεί μαρτυρία δεν ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τις εν λόγω εισηγήσεις οι οποίες αφορούσαν επιχειρήματα και νομικές τοποθετήσεις που προέκυπταν από την τεθείσα μαρτυρία, και δεν αποτελούσαν μαρτυρία.

      Αναφορικά με την τρίτη προϋπόθεση, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από τη νομολογία ως προ το ότι η ύπαρξη περιουσίας δεν παρέχει από μόνη της τα εχέγγυα ικανοποίησης τυχόν απόφασης. Έλαβε υπόψιν τον ισχυρισμό του Εφεσίβλητου περί βεβαιότητας αποξένωσης της περισσότερης περιουσίας του. Ορθώς έκρινε ότι το ζητούμενο δεν ήταν ο κίνδυνος αποξένωσης περιουσίας αλλά το ενδεχόμενο μη ικανοποίησης τυχόν δικαστικής απόφασης σε περίπτωση αποξένωσης, το οποίο επικαλέστηκε ο Εφεσίβλητος. Σχετικές είναι οι υποθέσεις C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 785 και Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 598. Επομένως, παρά την παρουσίαση από τον Εφεσείοντα πιστοποιητικού απολαβών και εγγραφής ακίνητης περιουσίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε αυτή την προϋπόθεση στα ορθά πλαίσια. Επομένως, ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

      Ο πέμπτος και ο έκτος λόγος έφεσης αφορούν στην έλλειψη αιτιολόγησης της απόφασης και παραπέμπουν στα ανωτέρω. Αυτά έχουν ήδη κριθεί ανεδαφικά και αβάσιμα. Επιπλέον αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε πτυχή της ενώπιον του μαρτυρίας και αιτιολόγησε την κάθε του διαπίστωση, στον βαθμό που απαιτείται για τέτοιας φύσης ενδιάμεση διαδικασία. Επομένως, βρίσκουμε ότι η εν λόγω απόφαση είναι καθόλα ορθή.

      Ως εκ τούτου η Έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €3.500 εναντίον του Εφεσείοντος και υπέρ του Εφεσίβλητου, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

         

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

       

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο