ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. E269/2016)
17 Οκτωβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης.
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 04/04/2023
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΜΑΜΕΝΤΟ, ΩΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ
ΤΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΥ
Εφεσείων,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ
Εφεσίβλητης.
Ν. Θρασυβούλου, για Pyrgou, Vakis LLC, για τον Εφεσείοντα.
Α. Παναγή, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με επτά Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), να απορρίψει την αίτηση του και να μην απορρίψει την Αγωγή λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, να μην παραμερίσει την επίδοση του Κλητηρίου που έγινε προς αυτόν στις 3/3/2015 και να μην παραμερίσει το προηγηθέν Διάταγμα σφράγισης και άδειας επίδοσης στο εξωτερικό.
Η Αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους €705.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (εφεξής Επιτροπή), για παραβάσεις του Άρθρου 20(4) του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου του 2005, Ν. 114(Ι)/2005[1] και του Άρθρου 40(1) του Νόμου που Προνοεί για τις Προϋποθέσεις Διαφάνειας αναφορικά με Πληροφορίες που αφορούν Εκδότη του οποίου οι Κινητές Αξίες έχουν εισαχθεί προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά, Ν. 190(Ι)/2007[2]. Ο Εφεσείων δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη Αγωγή στη βάση των προνοιών του Άρθρου 39(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν. 73(Ι)/2009, οι οποίες διαλαμβάνουν ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται από την Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».
Με δεδομένη την εμπλοκή του Εφεσείοντα ως Εναγόμενου προσώπου με κατοικία στην Ελλάδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο εφαρμόζετο στην προκείμενη περίπτωση ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις[3] (εφεξής Κανονισμός 44/2001). Σύμφωνα με το Άρθρο 1.1 ο Κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ενώ δεν καλύπτει φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 2.1, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Με βάση, όμως, το Άρθρο 3.1 τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο με βάση άλλους ειδικούς κανόνες που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και καθορίζονται στα Άρθρα 5-24. Ό,τι έχει, εν προκειμένω, σημασία με βάση τα ζητήματα που εγείρονται, είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5.3 οι οποίες αναφέρουν ότι:
«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:
1. ..
2. ...
3. ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός».
Εξετάστηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το κατά πόσο εφαρμόζετο στην περίπτωση ο Κανονισμός 1393/2007, ο οποίος στο Άρθρο 1.1 διαλαμβάνει ότι:
«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβαστεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii»).»
Με τους Λόγους Έφεσης 1 και 2, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η Αγωγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών 44/2001 και 1393/2007 γιατί αφορούσε σε αστικής φύσεως διαφορά (1ος Λόγος Έφεσης) και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι το αντικείμενο της Αγωγής ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5.3 του Κανονισμού 44/2001 (2ος Λόγος Έφεσης).
Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ότι ήταν η Εφεσίβλητη που έπρεπε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της έχοντας το σχετικό βάρος (3ος Λόγος Έφεσης), ότι λανθασμένα και εντελώς αναιτιολόγητα αποφάσισε ότι «η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στις περιπτώσεις που δύναται να διαταχθεί/επιτραπεί η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας» (4ος Λόγος Έφεσης) και ότι παρέλειψε να εξετάσει την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το Διάταγμα του Δικαστηρίου για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας θα έπρεπε να ακυρωθεί, εφόσον δεν αναφερόταν στην αίτηση ο Κανονισμός 44/2001 (5ος Λόγος Έφεσης). Προσβάλλεται, επίσης, η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει την εισήγηση του Εφεσείοντα για απόρριψη και/ή παραμερισμό του Διατάγματος σφράγισης (6ος Λόγος Έφεσης).
Ο Εφεσείων διατείνεται επίσης ότι παρά το γεγονός ότι η επίδοση έγινε σε πρόσωπο άλλο από τον Εφεσείοντα, χωρίς να εξασφαλιστεί διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να εξετάσει την εισήγηση ότι, υπό τις περιστάσεις, η επίδοση δεν ήταν νομότυπη (7ος Λόγος Έφεσης).
To πρώτο ζήτημα που χρήζει απάντησης είναι η φύση της επίδικης Αγωγής και, ειδικότερα, κατά πόσο αυτή αφορούσε σε διαφορά αστικής ή διοικητικής φύσης έτσι ώστε αυτή να εμπίπτει ή να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001. Είναι σαφές ότι, με δεδομένο ότι η εθνική μας νομοθεσία καθορίζει ως διαδικασία για την είσπραξη διοικητικών προστίμων τη διαδικασία που ακολουθείται για αστικό χρέος, η υπόθεση εξ απόψεως διαδικασίας δεν ήταν διοικητική. Η υπόθεση, ωστόσο, εξ απόψεως ουσίας με βάση τα γεγονότα που την περιέβαλαν, αφορούσε την επιβολή διοικητικών προστίμων στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας και, άρα, ήταν διοικητικής φύσης. Ως τέτοια υπόκειτο σε διοικητικό έλεγχο ως προς τη νομιμότητα της στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου, με βάση τα διαλαμβανόμενα και στο Άρθρο 38(7) του Ν. 73(Ι)/2009[4]. Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη, έχοντας το δικαίωμα δια νόμου να λάβει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη των εν λόγω διοικητικών προστίμων ως αστικό χρέος μέσω αγωγής[5] το εξάσκησε, καταχωρώντας στη συνέχεια αγωγή για την είσπραξη τους, όταν αυτά δεν καταβλήθηκαν, δεν μεταβάλλει την ουσία και τη φύση της υπόθεσης ως προς το τι αυτή αφορούσε.
Στην υπόθεση Stefan Fahnenbrock κ.ά. v. Ελληνικής Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. C-226/13, C-245/13, C-247/13 και C-578/13, το ΔΕΕ επανέλαβε την πάγια νομολογιακή αρχή πως η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», στις οποίες περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001, «πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων»[6].
Στην υπόθεση Ολλανδικό Δημόσιο (Υπουργείο Συγκοινωνιών και Πλωτών Οδών) v. Reinhold Ruffer, C-292/05, η οποία αφορούσε αγωγή του Ολλανδικού κράτους για είσπραξη των δαπανών που προκλήθηκαν λόγω της ανέλκυσης ναυαγίου από πλωτή δημόσια οδό, το ΔΕΕ επεσήμανε πως η ανάθεση της ανέλκυσης ναυαγίου ενέπιπτε σε εκτέλεση υποχρέωσης που είχε στο πλαίσιο των καθηκόντων της ακτοφυλακής, τα οποία της είχαν ανατεθεί για την εν λόγω πλωτή οδό από Συνθήκη, και έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, κρίθηκε ότι το Ολλανδικό κράτος είχε ασκήσει δημόσια εξουσία. Αφού επεσήμανε στη σκέψη 8 ότι «ναι μεν ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφοράς μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν η δημοσία αρχή ενεργεί κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας», ανέφερε τα εξής, στη σκέψη 13, σε ό,τι αφορά την προκείμενη περίπτωση:
«Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση η εκκρεμούσα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφορά δεν αφορά την ίδια την επιχείρηση ανελκύσεως του ναυαγίου αλλά την απόδοση των δαπανών που συνδέονται με την ανέλκυση αυτή και ότι η απόδοση των δαπανών αυτών επιδιώκεται από το Ολλανδικό Δημόσιο με αγωγή εξ αναγωγής και όχι, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο άλλων κρατών μελών, διά της διοικητικής οδού, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το επίδικο ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως των Βρυξελλών».
Στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, τονίσθηκε ότι για τον εντοπισμό μιας πράξεως iure imperii και για την, ως εκ τούτου, μη υπαγωγή της στη Σύμβαση Βρυξελλών - την οποία αντικατέστησε ο Κανονισμός 44/2001 - πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά πρώτον, η δημόσια φύση ενός από τους μετέχοντες στην έννομη σχέση και, κατά δεύτερον, η αιτία και το θεμέλιο της ασκηθείσας αγωγής. Σχετική είναι η παράγραφος 46 στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:
"46. It may be deduced from the case-law cited that, in order to determine whether an act is an act iure imperii and, therefore, not subject to the Brussels Convention, regard must be had, first, to whether any of the parties to the legal relationship are a public authority, and, second, to the origin and the basis of the action brought, specifically to whether a public authority has exercised powers going beyond those existing, or which have no equivalent, in relationships between private individuals. The private' criterion refers to a formal aspect, (38) while the subordination' criterion relates to the basis and nature of the action and to the detailed rules for exercise of the right of action."
Στο Σύγγραμμα Dicey, Morris and Collins, the Conflicts of Laws, 15η Έκδοση, 2015, στην παράγραφο 11-033 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"In most of the Member States and in the EFTA countries claims relating to the exercise of powers by public authorities are usually within the jurisdiction of special administrative courts. But the exclusion of "administrative matters" from the Brussels I Regulation and the Lugano Convention does not relate to the tribunal in which the claim is brought or by which the judgment is given. It relates to the nature of the legal relationship between the parties or the subject-matter of the action."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στο Σύγγραμμα Cheshire, North & Fawcett, Private International Law, 14η Έκδοση, 2008, αναφέρονται, στη σελίδα 215, τα εξής:
"No definition is given of "civil and commercial matters", although Article 1 goes on to say that it does not include "revenue, customs or administrative matters". These words are there to make it clear that public law matters are excluded. The difficulty for English lawyers is that in domestic law the distinction between private and public law is not sharply drawn. In civil law jurisdictions there is a clear distinction between the two, although the same criteria are not always applied when drawing the distinction. Some guidance on this definitional problem was given by the Court of Justice in the leading case of LTU v Eurocontrol where it was held that a Community meaning had to be given "civil and commercial matters", with the result that the Brussels Convention did not apply to the situation where a public authority was acting in the exercise of its powers."
(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Κατ' ακολουθίαν και των πιο πάνω αυθεντιών, στα γεγονότα της υπόθεσης δεν είχαν εφαρμογή ούτε ο Κανονισμός 44/2001, ούτε ο Κανονισμός 1393/2007, εφόσον η βάση της αγωγής προήλθε από ενέργειες της Εφεσίβλητης κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διοικητική φύση της διαφοράς δεν αλλοιώνεται, ούτε μεταβάλλεται από το είδος της διαδικασίας που ακολουθείται για σκοπούς είσπραξης των διοικητικών προστίμων.
Στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, στη σκέψη 41, αναφέρονται τα εξής:
«Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ενάγων ενεργεί βάσει αξιώσεως πηγάζουσας από πράξη δημόσιας εξουσίας αρκεί για να θεωρηθεί ότι η αγωγή του αποκλείεται, ανεξάρτητα από τη φύση της διαδικασίας που του παρέχει προς τούτο το εθνικό δίκαιο, από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rüffer, σκέψεις 13 και 15). Στερείται επομένως οποιασδήποτε σημασίας το γεγονός ότι η ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση περιβάλλεται τον μανδύα αστικής υποθέσεως, υπό την έννοια ότι σκοπεί στην επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες και νυν εφεσείοντες της κύριας δίκης».
Είναι, συνεπώς, κατάληξη μας ότι τόσο ο Κανονισμός 44/2001 όσο και ο Κανονισμός 1393/2007, δεν τύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της Αγωγής και, επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου δεν ήταν ορθή. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 1 επιτυγχάνει. Τούτου δοθέντος, δεν ετίθετο θέμα να ενέπιπτε, η υπό κρίση περίπτωση, στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001 (βλ. Ελευθέριου Χιλιαδάκη v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση αρ. Ε140/2016, ημερ. 5/10/2023). Η κατάληξη αυτή οδηγεί και στην επιτυχία του Λόγου Έφεσης 2.
Στην ίδια βάση και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ορθά δεν αναφερόταν στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ο Κανονισμός 44/2001 εφόσον, δηλ., δεν τύγχανε εφαρμογής. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 5 απορρίπτεται.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην υπό κρίση περίπτωση η Εφεσίβλητη ήτο επιφορτισμένη να καταδείξει πως τα Κυπριακά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον του Εφεσείοντα κάτοικου εξωτερικού. Με βάση τα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για σκοπούς της αίτησης για σφράγιση και, ακολούθως, για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, διαπιστώνεται ότι αυτά αναφέρονταν στην παράλειψη του Εφεσείοντα να καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο που του είχε επιβληθεί από την Εφεσίβλητη. Εφόσον το Άρθρο 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, Ν. 73(Ι)/2009[7] προνοεί για τον τρόπο είσπραξης του διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη καταβολής του, εξυπακούεται πως αυτό επιβάλλει στον επηρεαζόμενο και υποχρέωση καταβολής του διοικητικού προστίμου. Υπό τις περιστάσεις, η παράλειψη καταβολής του ισοδυναμεί με παράβαση εκπλήρωσης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος για το οποίο παρέχεται στην Εφεσίβλητη αγώγιμο δικαίωμα και δη αστική θεραπεία. Η παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν αναφέρεται στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, αναγνωρίζεται, ωστόσο, από τη νομολογία ως αστικό αδίκημα (tort) δυνάμει των αρχών του Κοινοδικαίου το οποίο αποτελεί μέρος του Κυπριακού Δικαίου, βάσει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) (βλ. Κουππαρή ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1780). Δικαιολογείτο, επομένως, η παραχώρηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με βάση τις πρόνοιες της Δ.6, θ.1(f) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[8]. Συνεπώς, απορρίπτονται και οι Λόγοι Έφεσης 3 και 4.
Ο Λόγος Έφεσης 6 ο οποίος αναφέρεται σε παράλειψη εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εισήγησης του Εφεσείοντα ότι δικαιολογείτο υπό τις περιστάσεις η απόρριψη και/ή η ακύρωση του Διατάγματος σφράγισης, εν πρώτοις, όπως ορθά επισημάνθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης, πρωτοδίκως ο Εφεσείων δεν προώθησε, ούτε εξειδίκευσε λόγους που, κατά τον ίδιο, το Διάταγμα σφράγισης θα έπρεπε να ακυρωθεί. Πέραν και ανεξαρτήτως των πιο πάνω και ως αποτέλεσμα των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω, ορθά δεν αναφερόταν στη νομική βάση της αίτησης για σφράγιση ο Κανονισμός 44/2001 εφόσον, δηλ., δεν τύγχανε εφαρμογής. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 6 απορρίπτεται.
Παραμένει προς εξέταση ο Λόγος Έφεσης 7 ο οποίος αφορά στον τρόπο που έλαβε χώρα η επίδοση. Εν πρώτοις και σε συμφωνία με τα όσα υποστηρίχθηκαν από πλευράς Εφεσίβλητης, ουδεμία αναφορά στο ζήτημα αυτό είχε γίνει στο πλαίσιο της Αίτησης παραμερισμού και στην Αγόρευση του Εφεσείοντα πρωτόδικα. Δεν είχε, δηλαδή, εγερθεί τέτοιο ζήτημα πρωτόδικα και, επομένως, δεν κατέστη επίδικο παρά μόνο ετέθη, για πρώτη φορά, στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης. Τούτου δοθέντος, ορθώς δεν απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Περαιτέρω, με δεδομένο ότι δεν ήταν επίδικο ζήτημα πρωτοδίκως, δεν μπορεί να καταστεί επίδικο κατ' έφεση. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 7 είναι άνευ ερείσματος και απορρίπτεται.
Στη βάση όλων των πιο πάνω και, παρά την επιτυχία των Λόγων Έφεσης 1 και 2, είναι η κατάληξη μας ότι ορθά απερρίφθη η αίτηση του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και με διαφορετικό σκεπτικό.
Όσον αφορά τα έξοδα κρίνουμε ορθό και δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα στην παρούσα Έφεση, γι' αυτό δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
[1] (4) Τα πρόσωπα που υπογράφουν το ενημερωτικό δελτίο κατά τα εδάφια (1), (2) και (3) ευθύνονται για την ακρίβεια, πληρότητα, σαφήνεια και επικαιρότητα του.
[2] 40.-(1) Απαγορεύεται όπως οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανακοίνωση ή δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση ή υποβολή στοιχείων ή πληροφοριών, τις οποίες είναι υπόχρεος να ανακοινώνει, δημοσιοποιεί, κοινοποιεί ή υποβάλλει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, να παρέχει και/ ή να επιβεβαιώνει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή πληροφορίες και/ ή να αποκρύπτει στοιχεία και πληροφορίες.
[3] Ο ΕΚ 44/2001 έχει αντικατασταθεί με τον ΕΚ 1215/2012. Δεν αμφισβητήθηκε ότι στα γεγονότα της Αγωγής εφαρμόζετο ενόψει της καταχώρισης της πριν την ημερομηνία που είχε τεθεί σε εφαρμογή ο νέος Κανονισμός.
[4] (7) Οι περί επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε προσφυγή.
[5] Βλ. Άρθρο 39(2) του Ν. 73(Ι)/2009.
[6] Βλ. σκέψη 35.
[7] (2) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Επιτροπή δύναται-
(α) να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·
[8] 1. Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a, Judge whenever-
......................................
(f) the action is founded on a civil wrong committed in Cyprus;