ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E200/2017)

 

 

24 Οκτωβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

1.   Α. Β.,

2.   Γ. Δ., ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΗΣ Α.Β. ΠΟΥ ΑΣΚΕΙ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ,

3.   Ε.Ζ., ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΚΑΙ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΗΣ Α.Β. ΠΟΥ ΑΣΚΕΙ ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ,

 

Εφεσείοντων,

ν.

 

Η. Θ.,

 

Εφεσίβλητης.

 

____________________

 

Ο Εφεσείων 1 παρουσιάζεται προσωπικά.

Ουδεμία εμφάνιση για τις Εφεσείουσες 2 και 3

Η. Καραβιώτου (κα), για την Εφεσίβλητη.

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Ενάγων 1 στην πρωτόδικη διαδικασία είναι ο πατέρας των δύο ανήλικων κοριτσιών τα οποία, σύμφωνα με το κλητήριο ένταλμα, ενάγουν μέσω του ως Ενάγουσες 2 και 3.  Εναγόμενη 2 είναι η εν διαστάσει σύζυγος του Ενάγοντα 1 και μητέρα των ανήλικων.  Εναγόμενη 1 είναι η μητέρα μιας άλλης ανήλικης, φίλης των θυγατέρων του Ενάγοντα 1.

 

Η αγωγή καταχωρίστηκε με κλητήριο ένταλμα γενικά οπισθογραφημένο με αξιούμενες θεραπείες την απόδοση αποζημιώσεων για σεξουαλική παρενόχληση των δύο αδελφών και διάταγμα που να απαγορεύει στην Εναγόμενη 1 να πλησιάζει τις αδελφές και να αποδέχεται όπως επισκέπτονται την κατοικία της.

 

Αυθημερόν με την καταχώριση της αγωγής καταχωρίστηκε και μονομερής αίτηση για την έκδοση ανάλογου προσωρινού διατάγματος, η οποία όμως διατάχθηκε να επιδοθεί.

 

Η Εναγόμενη 1 ανταποκρίθηκε με την καταχώριση αίτησης ημερ.3.10.2017 με την οποία ζητούσε την απόρριψη, τη διαγραφή και τον παραμερισμό τόσο του κλητηρίου εντάλματος εναντίον της, στη βάση ότι δεν αποκάλυπτε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της, όσο και της αίτησης για το προσωρινό διάταγμα.  Σε σχέση με τον Ενάγοντα 1 στη βάση ότι δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του, αναφορικά δε με τις ανήλικες αδελφές στη βάση ότι δεν νομιμοποιούνταν να την εναγάγουν μόνο μέσω του πατέρα τους, αλλά θα έπρεπε μέσω και των δύο κηδεμόνων τους.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει το ζήτημα σε σχέση με τον Ενάγοντα 1, στη βάση δηλαδή ότι η Εναγόμενη 1 δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του, αφού αποφάσισε μόνο το ζήτημα που εγειρόταν σε σχέση με τις ανήλικες αδελφές.  Εντούτοις, ανέστειλε την αγωγή εξολοκλήρου, δηλαδή και στην έκταση που αφορούσε και τη δική του αξίωση.

 

Σε σχέση με τις ανήλικες αποφάνθηκε ότι ο Εναγόμενος 1 θα μπορούσε, έστω εκ των υστέρων να αποταθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο για να εξασφαλίσει σχετικό διάταγμα και ανέστειλε την αγωγή ώστε να δοθεί, όπως ανέφερε, η ευκαιρία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να επιληφθεί του θέματος και μέχρι τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

 

      Η πρωτόδικη απόφαση δεν άφησε κανένα ευχαριστημένο.  Οι Ενάγοντες (στην Ειδοποίηση Έφεσης αναφέρονται όλοι) εφεσίβαλαν την απόφαση με επτά λόγους έφεσης, ενώ η Εναγόμενη 1, Εφεσίβλητη, καταχώρισε Ειδοποίηση Αντέφεσης με εννέα λόγους.

 

    Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης 5, αφού, αν επιτύχει, η πρωτόδικη απόφαση θα ακυρωθεί και δεν θα απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης και της αντέφεσης.

 

        Με αυτόν προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε να ακουστεί η αίτηση που καταχωρίστηκε εκ μέρους της Εφεσίβλητης από δικηγόρο ο οποίος δεν είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης ή σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία.

 

    Πράγματι, δεν είχε καταχωριστεί σημείωμα εμφάνισης από την Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε. που υπογράφουν ως «Δικηγόροι της Αιτήτριας» την αίτηση ημερ.3.10.2017.  Κανένα σημείωμα εμφάνισης δεν είχε καταχωριστεί για την Εφεσίβλητη.  Ήταν μόνο μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης και την καταχώριση της έφεσης την 28.11.2017, που την 6.12.2017 καταχωρίστηκε σημείωμα εμφάνισης από την Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε. για την Εφεσίβλητη.

 

    Η Εφεσίβλητη υποδεικνύει ότι ο Εφεσείων δεν είχε εγείρει τέτοιο ζήτημα στην πρωτόδικη διαδικασία, αυτό είναι ακριβές, και υποστηρίζει ότι, ως εκ τούτου, το Εφετείο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει το ζήτημα κατ' έφεση. 

 

    Κατά κανόνα, δεν είναι επιτρεπτή η κατ' έφεση εξέταση ζητήματος που δεν ηγέρθη  πρωτοδίκως (Favero General Trading Ltd v. Medousa Constructions Ltd (2012) 1(Γ) A.A.Δ. 2476, 2482) εκτός και αν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, που άπτεται του θεμελίου της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου (Παναγιώτου v. Χ΄΄Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362, 368) και το εγειρόμενο ζήτημα είναι τέτοιο.

 

    Η υπόθεση Τούλλα Τρύφωνος το γένος Κυρ. Μακρίδη ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.411/2011, ημερ.27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132, αφορούσε στον παραμερισμό «εκ συμφώνου» απόφασης στη βάση ότι ο δικηγόρος που εμφανίστηκε για την εναγόμενη και δήλωσε τον συμβιβασμό δεν είχε εξουσιοδότηση.  Δεν είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης με διοριστήριο και η εναγόμενη αμφισβητούσε ότι τον είχε εξουσιοδοτήσει.   Γίνεται στην απόφαση του Εφετείου (της πλειοψηφίας) αναφορά στη σημασία του σημειώματος εμφάνισης και του έντυπου διορισμού δικηγόρου που θα πρέπει να το συνοδεύει όταν ο διάδικος θα εκπροσωπείται από δικηγόρο.  Αναφέρεται ότι αποτελεί βασική αρχή ότι η εξουσιοδότηση του δικηγόρου να ενεργεί για τον πελάτη του πηγάζει από το διοριστήριο του και υποδεικνύεται ότι η αρχή αυτή αντανακλάται όχι μόνο στη Δ.16, Θ.11 αλλά είναι διάχυτη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Αναφέρεται η Δ.2, Θ.14 η οποία επιβάλλει στον Πρωτοκολλητή να μη δέχεται προς καταχώριση αγωγές που παρουσιάζονται από δικηγόρο, εκτός αν συνοδεύονται από διοριστήριο και η Δ.35, Θ.31 η οποία ορίζει ότι καμιά έφεση δεν καταχωρείται από δικηγόρο εκτός αν συνοδεύεται από τύπο διορισμού δικηγόρου.  Σε σχέση με την Δ.35, Θ.31, γίνεται αναφορά στην ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ κ.ά. v. Lakis Georgiou Construction Ltd (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 2054, στην οποία θεωρήθηκε (απόφαση πλειοψηφίας) ότι η έφεση ήταν έγκυρη, έστω και αν είχε καταχωριστεί χωρίς να συνοδεύεται από διοριστήριο.  Η παράλειψη θεωρήθηκε ως θεραπεύσιμη παρατυπία, εφόσον ο ενδιαφερόμενος διάδικος, ο Επίσημος Παραλήπτης ο οποίος στο μεταξύ είχε διοριστεί ως προσωρινός εκκαθαριστής της εφεσείουσας εταιρείας, είχε εμφανιστεί δια εκπροσώπου ενώπιον του Εφετείου δηλώνοντας την επιθυμία του να εκπροσωπηθεί στην έφεση.  Διευκρίνισε, μάλιστα, ότι είχε εξουσιοδοτήσει τους δικηγόρους της εταιρείας, δίδοντας τους διοριστήριο, ώστε να τον εκπροσωπήσουν ως εκκαθαριστή, πλην όμως το διοριστήριο, για άγνωστους για τον ίδιο λόγους δεν υπήρχε στο φάκελο του Δικαστηρίου.  Σχολιάζεται στην Τρύφωνος ότι είναι υπ΄αυτές τις όλως ιδιαίτερες συνθήκες και τονίζοντας ότι επρόκειτο για περίπτωση εκ των υστέρων έγκρισης της καταχώρισης της έφεσης που, με αναφορά σε αντίστοιχη αγγλική νομολογία, κρίθηκε ότι επρόκειτο για θεραπεύσιμη παρατυπία, διακρίνοντας την, στη βάση ότι εκεί επρόκειτο για εκ των υστέρων επικύρωση και υιοθέτηση της έφεσης από τον επηρεαζόμενο διάδικο.

 

    Στην απόφαση της μειοψηφίας στην Τρύφωνος  μνημονεύεται η Charalambos Michael v. Prezou Kyriacou and Others (1969) 1  C.L.R. 463, 464-6, όπου το Εφετείο, έχοντας διαπιστώσει ότι πρωτόδικα δεν είχε καταχωριστεί διοριστήριο έγγραφο από το δικηγόρο του εναγόμενου, κάλεσε το δικηγόρο και, αφού βεβαιώθηκε ότι αυτός εκπροσωπούσε τον εναγόμενο, προχώρησε στην εκδίκαση της έφεσης, επιτρέποντάς του να εμφανιστεί και να αγορεύσει στο στάδιο εκείνο.

    Στην ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ, στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρθηκε ότι είχε πεδίο εφαρμογής η Danish Mercantile Co Ltd a.o. v. Beaumont a.a. [1951] 1 All.E.R. 925 η οποία αφορούσε αγωγή που είχε καταχωριστεί χωρίς εξουσιοδότηση από την ενάγουσα εταιρεία και όπου είχε κριθεί ότι η μεταγενέστερη έγκριση της καταχώρησης της από τους εκκαθαριστές της εταιρείας είχε θεραπεύσει την παρατυπία.

 

    Στα περιστατικά της ενώπιον μας περίπτωσης, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία ότι οι Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε. ήταν εξουσιοδοτημένοι και εκπροσωπούσαν την Εφεσίβλητη στην πρωτόδικη διαδικασία.  Η ίδια δεν αρνήθηκε ποτέ την εξουσιοδότηση της προς τους αναφερόμενους δικηγόρους.  Αντίθετα με την καταχώριση του σημειώματος εμφάνισης, μαζί με διοριστήριο, έστω και μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αυτή επιβεβαιώθηκε.  Η περίπτωση έχει καθοριστικά κοινά στοιχεία με την ΔΗ.ΜΑ.ΡΩ Λτδ, όπως επισημάνθηκαν στην Τρύφωνος και διέκριναν την τελευταία από την πρώτη. 

 

    Κάτω από τις όλως ιδιαίτερες περιστάσεις που παρουσιάζονται στην παρούσα υπόθεση, κρίνουμε ότι θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι η πρωτόδικη διαδικασία που εξελίχθηκε και αποπερατώθηκε χωρίς να επισημανθεί η παράλειψη, μπορεί να διασωθεί, ώστε να εξετάσουμε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, όπως αμφισβητείται μέσα από τους υπόλοιπους λόγους έφεσης και την αντέφεση.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η επιχειρηματολογία του Εφεσείοντα, ότι εφόσον η μητέρα των ανήλικων είχε συνενωθεί ως Εναγόμενη 2, θα ήταν παράλογο να χρειάζεται η συγκατάθεση της για την αγωγή που στρεφόταν και εναντίον της, δεν ήταν βάσιμη.  Παρέπεμψε στο άρθρο 5(1) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990, Ν.216/1990, το οποίο προνοεί ότι:

«(α) Η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο ("γονική μέριμνα") είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων οι οποίοι το ασκούν από κοινού.

(β) Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει τον προσδιορισμό του ονόματος, την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του».

 

    Παρέπεμψε ακόμη στην Οικονομίδη κ.ά. ν. Landmark Securities, Πολ. Έφ. Αρ.Ε7/2013, ημερ.23.3.2017, ECLI:CY:AD:2017:A105, όπου επισημάνθηκε ότι η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια ρυθμίζει το ζήτημα της εκπροσώπησης ανηλίκου σε δικαστική διαδικασία.  Είχε εκεί αναφερθεί ότι:

« . παρά το ότι από πλευράς της Δ.9 κ.12 ερμηνευομένης κατά το κοινοδίκαιο, θα μπορούσε να αρκεί η εκπροσώπηση των ανηλίκων από τη μητέρα τους ως ενήλικο πρόσωπο, ικανό ως προς τα έξοδα έναντι της άλλης πλευράς, σύμφωνα πλέον με τον Νόμο, τέτοια εκπροσώπηση, ως πτυχή της άσκησης γονικής μέριμνας, θα έπρεπε να γίνει από κοινού με τον πατέρα.  Η σύγκρουση συμφερόντων πατέρα-ανηλίκων για την οποία έγινε λόγος, δεν δικαιολογεί από μόνη της τη μη εφαρμογή ρητής νομοθετικής πρόνοιας.  Απαιτείται απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου κατά το άρθρο 7».

 

    Το επικαλούμενο άρθρο 7 του Ν.216/1990 προνοεί ότι:

 

«Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς».

 

 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι δύο ανήλικες αδελφές δεν νομιμοποιούνταν στην έγερση αγωγής μόνο μέσω του πατέρα τους και ότι προς τούτο θα απαιτείτο σχετική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου, που δεν υπήρχε. 

 

    Κατέληξε περαιτέρω ότι αυτό δεν καθιστούσε την αγωγή απαράδεκτη, αλλά ότι επρόκειτο για αντικανονικότητα που μπορούσε να θεραπευτεί.  Βασίστηκε και πάλι στα όσα σχετικά είχαν λεχθεί στην Οικονομίδη.  Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την εφετειακή απόφαση:

 

«Ο διάχυτος σκοπός του Νόμου, φανερός ειδικά στα άρθρα 6 και 7, είναι σαφώς η διασφάλιση του συμφέροντος του τέκνου.  Η παράλειψη, εν προκειμένω, της μητέρας να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο για απόφαση κατά το συμφέρον των ανηλίκων, δεν μπορεί να οδηγήσει σε a priori  εξουδετέρωση αυτού τούτου του ζητουμένου, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στο αρμόδιο δικαστήριο να αποφασίσει. 

 

Έτσι, παρά τη διαφοροποίηση που επέφερε ο Νόμος στη ρύθμιση του κοινοδικαίου, όπου το ζητούμενο ήταν η εξασφάλιση των τυχόν εξόδων του εναγομένου, τώρα που το ζητούμενο είναι η διασφάλιση του συμφέροντος του ανηλίκου, έτι περαιτέρω η παράλειψη δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακυρότητα.

 

Θα πρέπει να δοθεί η ευκαιρία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να αποφασίσει. Εκεί αρμόζει να τεθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε ενώπιον μας ο [αναφέρεται το όνομα του δικηγόρου των εφεσείοντων]. 

 

Εν κατακλείδι, αφενός απορρίπτεται η εισήγηση περί απαράδεκτης έφεσης και αφετέρου, η έφεση αναστέλλεται, ώστε να δοθεί η ευκαιρία να επιληφθεί του θέματος το Οικογενειακό Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς, κατά τα προβλεπόμενα από το άρθρο 7, μέχρι τη σχετική απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου».

 

 

    Με το λόγο έφεσης 1 ο Εφεσείων προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 8 του Ν.216/1990

 

    Το άρθρο 8 του Ν.216/1990 προβλέπει ότι:

 

«Ο καθένας από τους γονείς επιχειρεί και μόνος του πράξεις αναφερόμενος στη γονική μέριμνα εφόσο πρόκειται για συνήθεις πράξεις επιμέλειας του προσώπου του τέκνου ή για πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα».

 

 

 

    Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι η καταχώριση της αγωγής ήταν πράξη που είχε επείγοντα χαρακτήρα, ωστόσο όπως προκύπτει από τα γεγονότα, όπως ο ίδιος τα επικαλέστηκε στην ένορκη του δήλωση στην ένσταση του, από 3.9.2017 είχε προβεί σε καταγγελία στην Αστυνομία εναντίον της Εφεσίβλητης για σεξουαλική παρενόχληση των θυγατέρων του, στη βάση υλικού που του είχε δοθεί από τον Ιούλιο.  Υπήρχε επομένως το χρονικό περιθώριο να ζητηθεί η σχετική άδεια του Οικογενειακού Δικαστηρίου στη βάση του περιεχόμενου της ένορκης δήλωσης που είχε ετοιμαστεί και καταχωρίστηκε προς υποστήριξη της αίτησης του για προσωρινά διατάγματα.  Καταλήγουμε ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης ήταν τέτοιες που η καταχώριση της αγωγής δεν είχε επείγοντα χαρακτήρα σε βαθμό που να δικαιολογεί την καταχώριση της με τον τρόπο που έγινε, δηλαδή χωρίς την άδεια του Οικογενειακού Δικαστηρίου.  Ο λόγος έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

    Στο λόγο έφεσης 2, επαναλαμβάνεται η ίδια επιχειρηματολογία που είχε αναπτυχθεί και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη βάση ότι θα ήταν παράλογο να ζητηθεί η συγκατάθεση της μητέρας για να εναχθεί η ίδια.

 

    Το ζήτημα δεν πρέπει να αντικρίζεται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του άρθρου 7 του Ν.216/1990.  Οι ιδιάζουσες περιστάσεις θα μπορούσαν να είχαν τεθεί υπόψη του Οικογενειακού Δικαστηρίου με σχετική αίτηση του Εφεσείοντα.  Ο λόγος έφεσης 2 απορρίπτεται. 

 

    Με αυτό το υπόβαθρο, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέκρινε την Οικονομίδη στη βάση ότι η μητέρα ήταν διάδικο μέρος στην αγωγή.  Ο συναφής λόγος έφεσης 3 επίσης απορρίπτεται.

 

    Με το λόγο έφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε θεραπεία η οποία δεν είχε ζητηθεί με την αίτηση.  Ανέστειλε την αγωγή, ενώ αυτό που ζητείτο ήταν η απόρριψη της.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε την εξουσία να μην αποδώσει την θεραπεία που επιζητείτο, αλλά την αρμόζουσα στις περιστάσεις της υπόθεσης, που ήταν και λιγότερο δραστική από αυτή που είχε ζητηθεί.  Και δεν νομιμοποιείται να παραπονείται ο Εφεσείων γιατί του δόθηκε η ευχέρεια να αποταθεί για άδεια στο Οικογενειακό Δικαστήριο.  Ο λόγος έφεσης 4 επίσης απορρίπτεται.

 

    Για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, απορρίπτεται και ο λόγος έφεσης 7, με τον οποίο προσβάλλεται η διαταγή εξόδων εναντίον του Εφεσείοντα, στη βάση ότι επειδή αποδόθηκε θεραπεία που δεν αναφερόταν στην αίτηση, δεν θα έπρεπε να επιδικαστούν έξοδα.

 

    Αβάσιμος είναι και ο λόγος έφεσης 6 με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι «δεν αξιολόγησε και δεν έκανε κανένα εύρημα ως προς τα συμφέροντα των ανηλίκων».  Ανεξάρτητα από τη φύση της, όσο σοβαρή και αν μπορεί να φαίνεται να είναι μια υπόθεση, αυτό δεν επιτρέπει παρέκκλιση από τις προβλεπόμενες διαδικασίες.

 

    Καταλήγουμε ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

 

    Με το λόγο αντέφεσης 1 προσβάλλεται η απόφαση για αναστολή της αγωγής αντί για την απόρριψη της.  Με το συναφή λόγο αντέφεσης 8 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε την Οικονομίδη εσφαλμένα.  Οι λόγοι δεν ευσταθούν.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατευθύνθηκε ορθά από την Οικονομίδη όπως έχει πιο πάνω εξηγηθεί και η κατάληξη του ήταν επιτρεπτή.  Οι λόγοι αντέφεσης 1 και 8 απορρίπτονται.

 

    Με το λόγο αντέφεσης 4 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει ότι η αγωγή στηριζόταν «σε ιδιωτική συνομιλία μεταξύ των Εναγομένων 1 και 2, η οποία λήφθηκε παράνομα από την Εναγόμενη 2».  Ο λόγος είναι αβάσιμος.  Η αποδεχτότητα της όποιας μαρτυρίας θα προσκόμιζε ο Εφεσείων προς απόδειξη της απαίτησης του ήταν ζήτημα που θα εξεταζόταν κατά τη δίκη, όταν και εφόσον επιχειρείτο η προσκόμιση της όποιας μαρτυρίας.  Ο λόγος αντέφεσης 4 απορρίπτεται.

 

    Ούτε και ο λόγος αντέφεσης 5 ευσταθεί.  Το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, Ν.14/1960, δεν είχε εφαρμογή στην προς εκδίκαση αίτηση.  Εφαρμογή θα είχε στην αίτηση του Ενάγοντα 1 για προσωρινά διατάγματα, στην οποία δεν είχε καταχωριστεί ένσταση και δεν ήταν προς ακρόαση.  Επομένως, και ο λόγος αντέφεσης 5 απορρίπτεται.

 

    Με το λόγο αντέφεσης 6 η Εφεσίβλητη παραπονείται ότι εσφαλμένα η αναστολή της αγωγής δεν διατάχτηκε υπό όρους, με αποτέλεσμα η αγωγή να παραμείνει μετέωρη.  Είχε ωστόσο η ίδια την ευχέρεια, στην περίπτωση που ο Ενάγοντας 1 δεν αποτεινόταν στο Οικογενειακό Δικαστήριο μέσα σε εύλογο χρόνο, να ζητήσει από το πρωτόδικο Δικαστήριο την απόρριψη της αγωγής.  Ο λόγος αντέφεσης 6 επίσης απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος αντέφεσης 7 αναφέρεται στην αίτηση για προσωρινά διατάγματα και υποστηρίζεται η θέση ότι θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.  Εφόσον όμως δεν απορρίφθηκε η αγωγή η διαδικασία της αίτησης εκείνης παρέμενε εκκρεμούσα.  Ο λόγος αντέφεσης 7 απορρίπτεται.

 

    Με το λόγο αντέφεσης 9 προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε θεραπεία η οποία δεν είχε ζητηθεί με την αίτηση.  Ισχύουν τα όσα έχουμε αναφέρει σε σχέση με το λόγο έφεσης 4.  Ο λόγος αντέφεσης 9 απορρίπτεται.

 

    Αναφορικά με τους λόγους αντέφεσης 2 και 3 και την παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει το ζήτημα σε σχέση με τον Εφεσείοντα 1, στη βάση δηλαδή ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε καθήκον επιμέλειας έναντι του, έχουμε ήδη αναφερθεί.  Επομένως, οι λόγοι αντέφεσης 2 και 3 επιτυγχάνουν. 

    Καταλήξαμε σχετικά ότι δεν ενδείκνυται να ασκήσουμε την εξουσία μας δυνάμει του άρθρου 25(3) του Ν.14/1960 και να αποφασίσουμε το ζήτημα με το οποίο δεν ασχολήθηκε καθόλου το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Δεν είναι αδιάφορο ότι κατά τη συζήτηση της έφεσης αμφότερες οι πλευρές είχαν αρχικά εκδηλώσει διάθεση να αποσύρουν έφεση και αντέφεση αντίστοιχα, διαφώνησαν όμως στο ζήτημα των εξόδων και δεν υλοποίησαν την πρόθεση τους.  Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν θα ενδιατρίψει επί ζητήματος που φαίνεται να μην ενδιαφέρει τα μέρη, παρά μόνο σε σχέση με τα έξοδα.  Έχουν τη δυνατότητα να αποσύρουν την ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου διαδικασία.  Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα διαφανεί και κατά πόσο ο Εφεσείων 1 έχει απευθυνθεί στο Οικογενειακό Δικαστήριο και αν η υπόθεση έχει αντικείμενο.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

    Η αντέφεση επιτυγχάνει ως προς τους λόγους αντέφεσης 2 και 3 και η υπόθεση παραπέμπεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, στον ίδιο Δικαστή, για να αποφανθεί αναφορικά με την απαίτηση του Εφεσείοντα.

 

    €2.000 συνολικά έξοδα στην έφεση και αντέφεση, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης-Εφεσείουσας στην αντέφεση και εναντίον του Εφεσείοντα 1 -Εφεσίβλητου στην αντέφεση. 

   

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο