ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                       

        (Πολιτική Έφεση Αρ. E197/2017)

 

 

 18 Οκτωβρίου, 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΦΥΡΙΛΛΑ

 

                                              Εφεσείοντα,

 

v.

 

1.    ΜΑΡΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

2.    ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΙΣΣΑ

                                                                                      Εφεσίβλητων.

...............

 

Εφεσείοντας παρών, εμφανίζεται προσωπικά.

Α. Γεωργίου, για τους Εφεσίβλητους.

.....

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

      ΔΑΥΙΔ, Δ.: Ο εφεσείων, ενάγοντας στην Αγωγή Αρ. 4325/2016, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, στο εξής «το Πρωτόδικο Δικαστήριο» επιδιώκει την ανατροπή της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 17.10.2017, με την οποία το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση του για διαγραφή της Υπεράσπισης των εναγόμενων, στο σύνολό της, «ως σκανδαλώδους και/ή επιπόλαιης και/ή καταχρηστικής και/ή ενοχλητικής και/ή ως γενικής και/ή ως αόριστης και ως μη συνάδουσας με τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και/ή ως μη αποκαλύπτουσας βάση υπεράσπισης και/ή ως εμποδιζόμενης να εγερθεί δυνάμει του δόγματος του αποκλεισμού (estoppel).» Με την ίδια απόφαση, απορρίφθηκε επίσης, διαζευκτικό αίτημα του εφεσείοντα για διαγραφή της συντριπτικής πλειοψηφίας των παραγράφων της ως άνω Υπεράσπισης. 

      Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, προκρίνει ο εφεσείων, λανθασμένα, παράτυπα και αντικανονικά θεώρησε ότι δεν είχε τη σύμφυτη εξουσία, στη βάση εξωγενούς μαρτυρίας η οποία τέθηκε υπόψη του, να αποφασίσει κατά πόσο η Υπεράσπιση, ως ψεύτικη, θα έπρεπε να διαγραφεί ως «καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου» (1ος Λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, λανθασμένα, παράτυπα και αντικανονικά αξιολόγησε το περιεχόμενο των δικογράφων, με αποτέλεσμα να μην διατάξει τη διαγραφή του ισχυρισμού των εφεσίβλητων ότι μπορούσαν να δώσουν νομικές συμβουλές βασιζόμενοι σε νομολογία που αποφασίστηκε οκτώ μήνες περίπου μεταγενέστερα (2ος Λόγος Έφεσης).

      Το ιστορικό της υπόθεσης, αποκαλύπτει ότι μέσω της Αγωγής Αρ. 4325/2016, ο εφεσείοντας αξιώνει εναντίον των εφεσίβλητων αποζημιώσεις, τις οποίες εδράζει σε διάφορες βάσεις, αποδίδοντας σε αυτούς επαγγελματική αμέλεια και μη επίδειξη εύλογης επιμέλειας, καθ' ον χρόνο υπό την ιδιότητα τους ως δικηγόροι, τον εκπροσωπούσαν ως εναγόμενο στην Αγωγή Αρ. 2903/2007, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Περαιτέρω, αποτελεί δικογραφημένη του θέση ότι οι εφεσίβλητοι παραβίασαν το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη και/ή επιμελή εκπροσώπηση, διεκδικώντας προς τούτο παραδειγματικές και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις.

      Ο εφεσείων, σημειώνοντας τη συνάφεια των λόγων έφεσης προχώρησε στην κοινή ανάπτυξή τους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζει, στο πλαίσιο της αίτησης παραμερισμού, όφειλε να αξιολογήσει την εξωγενή μαρτυρία που παρουσιάστηκε για την προώθηση του ισχυρισμού του περί ψεύτικης Υπεράσπισης. Παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, υπέδειξε πως κάτι τέτοιο δεν αποτελεί καινοφανή πρακτική. Στην υπό εξέταση περίπτωση, σημειώνει, οι εφεσίβλητοι, μέσω της Υπεράσπισης που καταχώρισαν στην Αγωγή Αρ. 4325/2016, προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι οι αρχικές συμβουλές τους προς τον εφεσείοντα, στο πλαίσιο της Αγωγής Αρ. 2903/2007, στηρίζονταν στην νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου, ειδικότερα στην υπόθεση Στέλιος Σιαμμάς ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2008) 1(Β) Α.Δ.Δ. 1021, η οποία σε μεταγενέστερο στάδιο ανατράπηκε, μέσω συγκεκριμένης, μεταγενέστερης απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε το 2011. Ωστόσο, επισημαίνει, η υπόθεση Στέλιος Σιαμμάς (ανωτέρω) την οποία οι εφεσίβλητοι επικαλούνται, εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση υπεράσπισης στην Αγωγή Αρ. 2903/2007. Υποδεικνύει προς τούτο ότι η εν λόγω απόφαση δημοσιεύτηκε τροποποιούμενη στις 16.10.2008, πραγματικότητα που αποκλείει την δυνατότητα να αποτέλεσε βάση για την Υπεράσπιση στην Αγωγή Αρ. 2903/2007, η οποία καταχωρήθηκε οκτώ μήνες προηγουμένως, ήτοι στις 13.02.2008. Η προβολή της συγκεκριμένης, ψεύτικης υπεράσπισης, καταλήγει, πέραν του κινδύνου υποβάθμισης της δικαστικής διαδικασίας, προσβάλλει την ίδια τη δικαιοσύνη. Είναι γι' αυτό το λόγο που η Υπεράσπιση των εφεσίβλητων θα έπρεπε «να διαγραφεί ως καταχρηστική της διαδικασίας του Δικαστηρίου».

      Στον αντίποδα των πιο πάνω, ο ευπαίδευτος συνήγορος για την πλευρά των εφεσίβλητων, υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν καθ' όλα ορθή. Το τελευταίο, δικαιολογημένα κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης διαγραφής ενός λιτού και περιεκτικού δικογράφου, ως χαρακτήρισε το δικόγραφο των εφεσίβλητων στην Αγωγή Αρ. 4325/2016. Σε σχέση με το ζήτημα της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης στην υπόθεση Στέλιος Σιαμμάς (ανωτέρω) και της δυνατότητας ή μη να προβληθεί αυτή στην ως άνω Υπεράσπιση, ως προκρίνεται το ζήτημα από την πλευρά του εφεσείοντα, παρέπεμψε στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη απόφαση, η οποία δημοσιεύτηκε τόσο στον τόμο του 2007 όσο και στον τόμο του 2008 των Αποφάσεων Ανώτατου Δικαστηρίου, εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 2007, χρόνος που δικαιολογεί την συμπερίληψή της και την ανάλογη παραπομπή σε αυτή στην σχετική Υπεράσπιση των εφεσίβλητων, η οποία καταχωρήθηκε στις 29.02.2008.

      Δεδομένη είναι η εξουσία του Δικαστηρίου να προστατεύει τον εαυτό του και τη διαδικασία από καταχρηστικά εκδηλούμενες συμπεριφορές και πρακτικές. Είναι γεγονός ότι η προβολή μιας ψεύτικης (sham) Υπεράσπισης, στις κατάλληλες περιπτώσεις, δυνατόν να ενεργοποιήσει την ως άνω, σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ανακοπής καταχρηστικών πρακτικών και διαδικασιών. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το Δικαστήριο θα μπορούσε να διατάξει ακόμα και τη διαγραφή μιας ψεύτικης Υπεράσπισης, η οποία κρίνεται ότι προωθείται καταχρηστικά. Αυτονόητο είναι, βέβαια, πως μια τέτοια δραστική εξουσία, θα πρέπει να ασκείται στις κατάλληλες περιπτώσεις, με περίσκεψη και φειδώ και όπου είναι ξεκάθαρο ότι πρόκειται για καταχρηστικά προωθούμενη ψεύτικη Υπεράσπιση.

      Η περίπτωση που εδώ απασχολεί, δεν είναι τέτοια. Ως τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου και εύκολα διαπιστώνεται από τους σχετικούς τόμους δημοσίευσης των Αποφάσεων Ανώτατου Δικαστηρίου 2007 και 2008, η απόφαση Στέλιος Σιαμμάς (ανωτέρω), στην οποία, ως η εισήγηση του εφεσείοντα, δεν θα μπορούσε να γίνεται αναφορά και να παραπέμπει η Υπεράσπιση των εφεσίβλητων στην Αγωγή Αρ. 4356/2026 (και ως εκ τούτου, σύμφωνα με τον εφεσείοντα θα έπρεπε να οδηγήσει στην αιτούμενη διαγραφή της ως ψεύτικης Υπεράσπισης και καταχρηστικά προωθούμενης), εκδόθηκε στις 10.12.2007, σε χρόνο δηλαδή προγενέστερο της καταχώρησης της Υπεράσπισής στην Αγωγή Αρ. 2903/2007, ήτοι στις 29.02.2008.

      Το γεγονός ότι στην ως άνω Υπεράσπιση καταγράφεται ως τόμος δημοσίευσης της ως απόφασης, ο τόμος (2008) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1021, δεν διαφοροποιεί το πιο πάνω γεγονός. Πέραν του ότι η ως άνω απόφαση, δημοσιοποιήθηκε πράγματι στον τόμο του 2008 ως παραπέμπει η Υπεράσπιση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη δημοσίευση, πέραν του γεγονότος ότι ως ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επιβεβαιώνεται η 10/12/2007, παράλληλα, εντοπίζεται σχετική σημείωση του εκδότη, μέσω της οποίας επεξηγείται πως «(Παραλήφθηκε στο Τμήμα Νομικών Εκδόσεων στις 17 Οκτωβρίου 2008, προς αντικατάσταση αυτής που δημοσιεύτηκε στο βιβλίο (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268)». Παρεμβάλλεται πως και στον σχετικό τόμο έκδοσης του 2007, όπου είχε αρχικά δημοσιοποιηθεί η ως άνω απόφαση, εντοπίζεται ως ημερομηνία έκδοσης της, η 10.12.2007, ημερομηνία προγενέστερη της καταχώρησης της Υπεράσπισης των εφεσειόντων στο πλαίσιο της οποίας γίνεται αναφορά στην ως άνω απόφαση.

      Η ως άνω πραγματικότητα, είναι φανερό ότι κλονίζει εκ προοιμίου την σχετική επιχειρηματολογία του εφεσείοντα στην οποία και επικεντρώθηκε για την προώθηση της θέσεις του περί ψεύτικης Υπεράσπισης εκ μέρους των εφεσίβλητων, καθιστώντας εκ των πραγμάτων αχρείαστη την ενασχόληση με το ρητορικό ερώτημα που έθεσε στο πλαίσιο της ανάπτυξης των θέσεων του κατά πόσο «Δεν συνιστά υποβάθμιση της δικαστικής διαδικασίας και της δικαιοσύνης όταν θα ερωτώνται οι εφεσίβλητοι πως γνώριζαν από τις 13.02.2008, νομολογία που αποφασίστηκε 16.10.2008?»

      Με δεδομένες τις ως άνω επισημάνσεις, θα πρέπει παράλληλα να σημειωθεί πως δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση των κανόνων σύνταξης των δικογράφων, η οποία θα δικαιολογούσε την αιτούμενη εκ μέρους του εφεσείοντα παρέμβαση του Δικαστηρίου. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με παραπομπή στις σχετικές για το ζήτημα νομικές αρχές, σε συνδυασμό θεωρούμενες με το προσβαλλόμενο δικόγραφο και υποδεικνύοντας το αυτονόητο, ότι δηλαδή θα ήταν ανεπίτρεπτη σε εκείνο το στάδιο η αξιολόγηση τυχόν αντικρουόμενων δικογραφημένων θέσεων και ισχυρισμών των πλευρών, χωρίς παράλληλα να διαπιστώνει πως η προβαλλόμενη από τους εφεσείοντες Υπεράσπιση στερείται, αδιαμφισβήτητα, νομικού ή πραγματικού ερείσματος κατά τρόπο που αναντίλεκτα καθίστατο ανυπόστατη, καθόλα ορθά κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Διαφορετική προσέγγιση και κατάληξη, υπό τις περιστάσεις, ως εύστοχα σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, θα απέληγε σε δυσμενή επηρεασμό του Συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του διαδίκου να προβάλει την Υπεράσπιση του.

      Αναπόδραστη κατάληξη όλων των πιο πάνω, είναι πως η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη.

      Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίων του εφεσείοντα και προς όφελος των εφεσίβλητων, ύψους €2.200 πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει.

                                               

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                     

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο