ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε196/2017)
5 Oκτωβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
ΑΝΤΡΗ (ΚΑΤΙΡΗ) ΛΑΜΠΡΟΥ,
Εφεσείουσα/Εναγόμενη 1
ν.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΦΑΙΔΩΝΟΣ, ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ CSP CITY LIVING,
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
_________________________
Σ. Αργυρού για Σωτήρης Αργυρού & Συνεταίροι ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Χρ. Χριστοφόρου για Χρίστος Σ. Χριστοφόρου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.
_________________________
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρίστηκε στις 18.2.2016, ο εφεσίβλητος, αδειούχος και εγγεγραμμένος κτηματομεσίτης, αξίωνε εναντίον της εφεσείουσας (εναγόμενης 1) και εναντίον νομικού προσώπου (εναγόμενου 2), αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, θεραπείες σε σχέση με την πώληση ακινήτου της εφεσείουσας στο νομικό πρόσωπο έναντι του τιμήματος πώλησης των Λ.Κ.1.710.000 (€2.921.708,40). Οι θεραπείες αφορούσαν σε «συμφωνηθείσα και/ή εύλογη αμοιβή και/ή προμήθεια για παρασχεθείσες κτηματομεσιτικές υπηρεσίες του ενάγοντα στις εναγόμενες 1 και 2 και/ή ως αμοιβή και/ή εύλογη και/ή προμήθεια .... και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση των συμφωνιών και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού (unjust enrichment) και/ή ως αποζημιώσεις για ποσό ή όφελος που οι εναγόμενες 1 και 2 έχουν προσποριστεί εις βάρος του ενάγοντα χωρίς χαριστική αιτία ή/και ως ποσό που έχουν υποχρέωση να αποκαταστήσουν και/ή αποζημιώσουν τον ενάγοντα και/ή άλλως πως». Υπήρχε και αξίωση για αποζημιώσεις συνεπεία δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων, η οποία όμως στη συνέχεια απεσύρθη.
Το νομικό πρόσωπο καταχώρισε δικόγραφο Υπεράσπισης με το οποίο αρνήθηκε τις αξιώσεις του εφεσίβλητου. Η εφεσείουσα ενώ καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης στις 10.3.2016, δεν καταχώρισε δικόγραφο Υπεράσπισης, ως οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας προνοούν. Όταν ο εφεσίβλητος καταχώρισε στις 30.6.2016 αίτηση για απόφαση εναντίον της, λόγω μη καταχώρισης εκ μέρους της Υπεράσπισης, αυτή αντέδρασε με την καταχώριση, στις 17.11.2016, αίτησης διά κλήσεως, με την οποία αξίωνε αρκετές θεραπείες, το περιεχόμενο των οποίων παραθέτουμε αυτολεξεί:
«(Α) Διάταγμα με το οποίο να απορρίπτεται και/ή να παραμερίζεται και/ή να ακυρώνεται η αγωγή και/ή το κλητήριο ένταλμα και/ή τη μέχρι σήμερα διαδικασία στην παρούσα αγωγή ως παραγραφείσα και/ή αντικανονική και/ή ως αντιβαίνουσα στους Νόμους και Κανονισμούς καθώς και στους Δικαστικούς Θεσμούς και συγκεκριμένα στο άρθρο 7(2) του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (66(Ι)/2012).
(Β) Διάταγμα με το οποίο να απορρίπτεται και/ή να παραμερίζεται και/ή να ακυρώνεται η αγωγή και/ή το κλητήριο ένταλμα και/ή τη μέχρι σήμερα διαδικασία στην παρούσα αγωγή λόγω ουσιώδης παρατυπίας και/ή λόγω του ότι αυτό καταχωρήθηκε με λάθος τύπο καθ' ότι επ' αυτού υπάρχουν ισχυρισμοί και/ή λεπτομέρειες δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων.
(Γ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται όπως η περαιτέρω διαδικασία στην αγωγή υπ' αριθμό 463/2016 σταματήσει (be stayed) και/ή ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης για απόρριψη της αγωγής λόγω παραγραφής της απαίτησης.
(Δ) Διάταγμα και/ή οδηγίες του Δικαστηρίου αναστολή (be stayed) της αίτησης για απόφαση λόγω μη καταχώρησης υπεράσπισης ημερομηνίας 30/06/2016 μέχρι την εκδίκαση της παρούσας.
(Ε) Διάταγμα και/ή οδηγίες του Δικαστηρίου για χορήγηση παράτασης του χρόνου καταχώρησης της υπεράσπισης μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης.
Διαζευκτικά και/ή επιπρόσθετα με το (Β):
(Ζ) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η διαγραφή μέρους επί του Ειδικώς Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος και/ή ο αποκλεισμός και/ή ακύρωσης και/ή παραμερισμός των παραγράφων υπ' αριθμόν 13 και των Λεπτομερειών δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων των Εναγομένων 1 και/ή Εναγομένων 2 με στοιχεία (Α), (Β), (Γ), (Δ), (Ε) καθώς και επί της παραγράφου 15, το σημείο (Γ), με το οποίο οι Ενάγοντες αξιούν την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων για δόλο και/ή απάτη καθ' ότι το κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε είναι ειδικώς οπισθογραφημένο και συνεπακόλουθα οι παράγραφοι αυτοί αντίκειται στις πρόνοιες της Διαταγής 2 θεσμού 6(4) της Πολιτικής Δικονομίας.
(Η) Οποιαδήποτε περαιτέρω ή άλλη θεραπεία, ήθελε κρίνει το Σεβαστό Δικαστήριο ως εύλογη και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
(Θ) Τα έξοδα της αίτησης πλέον Φ.Π.Α. πλέον τα έξοδα επίδοσης.»
Δεν χρειάζεται να σχολιάσουμε το περιεχόμενο των αιτούμενων θεραπειών. Ούτε κατά πόσο αυτές ήταν ορθό να είχαν περιληφθεί σε μίαν αίτηση, και βεβαίως δεν ενδιαφέρει κατά πόσο στη συνέχεια η θεραπεία υπό (Β) απεσύρθη, ενώ η θεραπεία υπό (Ζ) έγινε δεκτή. Θα προσθέσουμε μόνο πως ο εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει ένσταση προβάλλοντας εννέα λόγους, ανάμεσα σε αυτούς και ότι η αίτηση ήταν «κατά νόμο και ουσία αβάσιμη», ότι με την αίτηση η εφεσείουσα επεδίωκε να λάβει αθέμιτο διαδικαστικό πλεονέκτημα, και πως «τα όσα επικαλείται στην αίτησή της θα μπορούσαν να εγερθούν σε μορφή προδικαστικών σημείων στην έκθεση υπεράσπισής της χωρίς να προκαλείται καθυστέρηση στη διαδικασία». Στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ένσταση γινόταν αναφορά, ανάμεσα σε άλλα, πως η αιτήτρια εμποδίζετο να αξιώνει τις συγκεκριμένες θεραπείες, αφού δεν είχε καταχωρίσει δικόγραφο Υπεράσπισης, ως όφειλε. Ουδείς λόγος ένστασης απεσύρθη. Εκείνο που απλώς έγινε στη συνέχεια, ήταν να προβεί σε δήλωση ο ενιστάμενος πως «ο χρόνος γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος ήταν ο Φεβράρης του 2008».
Το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 26.10.2017, απέρριψε την αίτηση, καταδικάζοντας την αιτήτρια στα έξοδα, αφού βρήκε, για λόγους που καταγράφει, πως «το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα δεν ήταν παραγεγραμμένο κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής». Η αιτήτρια, με ένα λόγο έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πιο πάνω απόφαση.
Να υπενθυμίσουμε πως με την παραγραφή, μία αξίωση παύει να είναι δικαστικά επιδιώξιμη, επειδή ο δικαιούχος παρέλειψε να την ασκήσει εντός του χρόνου που προβλέπει ο νόμος. Με άλλα λόγια, ο υπόχρεος δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να εκπληρώσει την υποχρέωση του. Ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν.66(Ι)/2012, ρυθμίζει το θέμα της παραγραφής. Οι αξιώσεις παραγράφονται μετά από χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος και τούτο για να προστατευθεί μία κατάσταση που διαμορφώθηκε λόγω της μακροχρόνιας απραξίας του δικαιούχου. Να σημειώσουμε πως με την συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής, δεν αποσβένεται η αξίωση, εξού και ο νόμος στο άρθρο 19 ρητά ορίζει, πως «πληρωμές που έγιναν από τον οφειλέτη εν αγνοία της συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής δεν είναι ανακτήσιμες».
Στο άρθρο 20 του νόμου γίνεται ρητή αναφορά πως τα Δικαστήρια δεν εξετάζουν αυτεπάγγελτα την παραγραφή «δικαιώματος έγερσης αγωγής», αφού το θέμα πρέπει να δικογραφείται από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον (άρθρο 21 του Νόμου). Στο άρθρο 22 του νόμου, γίνεται αναφορά σε παράταση του χρόνου παραγραφής και ειδικότερα ότι τα Δικαστήρια μπορούν να επεκτείνουν τον προβλεπόμενο από τον νόμο χρόνο παραγραφής. Ρητά αναφέρεται πως η αίτηση για επέκταση μπορεί να υποβληθεί είτε με εναρκτήρια κλήση, πριν από την έγερση της αγωγής είτε με παρεμπίπτουσα αίτηση, μετά τη δικογράφηση της παραγραφής από τον αντίδικο.
Να σημειώσουμε πως ήδη από το 1994, πριν δηλαδή από την θέσπιση του συγκεκριμένου νόμου, στην υπόθεση Φεσσάς κ.ά. Α. ν. Κασάπη (1994)1 Α.Α.Δ. 337, αποφασίστηκε πως: «αν ο διάδικος υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή δεν την εγείρει στο δικόγραφό του, τότε η υπόθεση προχωρεί σε εκδίκαση». Λίγα χρόνια μετά, στην υπόθεση Χατζηστυλλής ν. Papadema κ.ά. (2000)1 Α.Α.Δ. 551, επαναλαμβάνονται τα πιο πάνω, με αναφορά στην υπόθεση Κασάπη (ανωτέρω), για να προστεθεί πως «η Πολιτική δικαιοδοσία διέπεται από τους δικούς της Κανόνες». Και στην Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1(Α) A.A.Δ 636, το θέμα της παραγραφής εξετάστηκε και αποφασίστηκε, αφού προηγουμένως είχε εγερθεί από τον εναγόμενο στην Υπεράσπιση του.
Να υπενθυμίσουμε πως η Υπεράσπιση (Defence), η οποία προβλέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, είναι δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των αξιώσεων του ενάγοντα (Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γεν. Εισ. της Δημοκρατίας (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, Μελάς ν. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826, 836). Εν προκειμένω, η εφεσείουσα ουδέποτε είχε καταχωρίσει δικόγραφο Υπεράσπισης και συνεπώς ουδέποτε είχε δικογραφήσει θέμα παραγραφής έναντι των αξιώσεων του εφεσίβλητου. Κατ΄ επέκταση, δεν είχαν τεθεί δεόντως οι θέσεις της σε σχέση με τις αξιώσεις του εφεσίβλητου και συνεπώς η παραγραφή δεν ήταν επίδικο θέμα. Να επαναλάβουμε το γνωστό, πως τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τη δικογραφία, η οποία και συνιστά το θεμέλιο της δίκης (Βραχίμη ν. Κουλουμπρή (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 836). Το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε απορρίψει την αίτηση μόνο και μόνο γι΄ αυτό τον λόγο, κάνοντας δεκτούς τους σχετικούς λόγους ένστασης του εφεσίβλητου ότι η αίτηση της εφεσείουσας ήταν νόμω αβάσιμη, αφού ουδέποτε αυτή είχε δικογραφήσει θέμα παραγραφής. Να προσθέσουμε εδώ πως, αφού το θέμα της παραγραφής δικογραφηθεί δεόντως, είναι δυνατόν, στην κατάλληλη περίπτωση, να εξεταστεί και κριθεί προδικαστικά (Μιχαήλ ν. Ανδρέου, Πολ. Έφεση Αρ. 229/2014, ημερ. 19.1.2022, ECLI:CY:AD:2022:A17).
Να σημειώσουμε πως όχι τυχαία ο νόμος προβλέπει πως η παραγραφή πρέπει να δικογραφείται από διάδικο που έχει έννομο συμφέρον. Έχει ήδη γίνει αναφορά στο άρθρο 22 του νόμου, το οποίο παρέχει το δικαίωμα σε διάδικο να υποβάλει παρεμπίπτουσα αίτηση, μετά τη δικογράφηση της παραγραφής, για επέκταση του χρόνου της παραγραφής. Με τον τρόπο που ενήργησε η εφεσείουσα, στέρησε από τον Εφεσίβλητο αυτό το δικαίωμα, το οποίο βεβαίως ουδέποτε χρειάστηκε να επικαλεστεί, αφού η αίτηση εν τέλει απερρίφθη. Αν όμως γινόταν δεκτή, τότε ο εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να ασκήσει, εάν βεβαίως επιθυμούσε, το δικαίωμα του για καταχώριση «παρεμπίπτουσας αίτησης», ως προβλέπεται στο άρθρο 22 του νόμου.
Τέλος, να προσθέσουμε, για ό,τι αξίζει, πως με την αίτηση η εφεσείουσα αξίωνε διάταγμα του Δικαστηρίου «με το οποίο να απορρίπτεται και/ή παραμερίζεται και/ή ακυρώνεται η αγωγή», και όχι αναστολή της δικαστικής διαδικασίας, Κασάπη (ανωτέρω).
Υπό το φως των πιο πάνω, η αίτηση ημερ. 17.11.2016 της εφεσείουσας, απορρίπτεται, όχι όμως για τους λόγους που αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αλλά για τους πιο πάνω λόγους. Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμένει ισχυρή.
Με δεδομένο ότι ενώπιον μας και οι δύο πλευρές δεν επικεντρώθηκαν στις πιο πάνω πρόνοιες του νόμου, θεωρούμε ορθό και δίκαιο να μην εκδώσουμε και δεν εκδίδουμε διαταγή ως προς τα έξοδα της έφεσης.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/ΣΓεωργίου