ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 360/2016)

 

 

 5 Οκτωβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

 

Εφεσείοντα,

 

ν.

 

 

  1. ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ Α. ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗ,

  2. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ,

  3. ΟΛΓΑΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

  4. ΒΑΣΟΥ ΠΑΝΤΕΛΙΔΗ,

  5. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

  6. ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗ,

  7. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

  8. FRANCIS WALKER,

  9. SYLVIA DALTON,

10. ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

11. CRESTOFER KARSERA,

12. OLGA DALTON,

13. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

14. ΝΙΚΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΝΑΓΙΔΗ,

 

 

Εφεσίβλητων.

 

 

 

 

Αίτηση ημερ. 28.3.2023 για επαναφορά της έφεσης

 

____________________

 

 

Μ. Αναστασίου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του  Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

Κ. Μιχαηλίδης με Μ. Κατσελλή (κα) για  Κυριάκο Θ. Μιχαηλίδη και Σία, για τους Καθ΄ων η Αίτηση-Εφεσίβλητους 2, 3, 4, 8, 9, 11, 12.

Γ. Παναγίδης για Christos Patsalides LLC, για τους τους Καθ΄ων η Αίτηση-Εφεσίβλητους 5, 7, 10, 13, 14.

Ε. Νικολαΐδου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση-Εφεσίβλητους 1,6.

 

 ____________________

           

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Ο Γενικός Εισαγγελέας αιτείται την επαναφορά της έφεσης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο, που απορρίφθηκε την 19.5.2022 λόγω μη εμφάνισης του ως Εφεσείοντα κατά την προδικασία.  Με την ίδια αίτηση ζητά και την τροποποίηση του τίτλου της.

 

Η έφεση είχε απορριφθεί δυνάμει του Καν.11(β) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, που προνοεί ότι: «Παράλειψη εμφάνισης του εφεσείοντος κατά την προδικασία, συνεπάγεται την απόρριψη της έφεσης, εκτός αν το Εφετείο κρίνει ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει την αναβολή της προδικασίας σε μελλοντική ημερομηνία». 

 

Η Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα υποστηρίζεται με ένορκη δήλωση κτηματολογικής λειτουργού.  Πρόδηλα γιατί η υπόθεση αφορούσε σε απαλλοτριώσεις και είχε εμπλοκή το Κτηματολόγιο.  Αυτό όμως αφορούσε στην ουσία των σχετικών παραπομπών και στη συνέχεια της έφεσης και όχι τα ζητήματα που αφορούν την Αίτηση για επαναφορά της έφεσης.

 

Σε κάθε περίπτωση, η ομνύουσα αναφέρεται στο λόγο που δεν εμφανίστηκε ο Εφεσείων τη 19.5.2022 στην προδικασία, όπως τον πληροφορήθηκε από το δικηγόρο της Δημοκρατίας που είχε ετοιμάσει την Αίτηση και χειρίζεται την υπόθεση.  Προηγουμένως, αναφέρει, την υπόθεση χειριζόταν άλλη δικηγόρος της Δημοκρατίας, η κα Μ. Σ. Λοττίδη.  Εξηγεί λοιπόν ότι:

 

«. μετά την αποχώρηση της κας Λοττίδη από τη Νομική Υπηρεσία η υπόθεση είχε ανατεθεί για χειρισμό στη Δικηγόρο της Δημοκρατίας κα Φρόσω Σωτηρίου.  Όμως κατά την περίοδο που εστάλη η ειδοποίηση ορισμού της έφεσης για προδικασία καθώς και κατά την ημερομηνία που η έφεση ορίστηκε για προδικασία, η ως άνω Δικηγόρος απουσίαζε στο εξωτερικό με απόσπαση για πρακτική εξάσκηση (stage) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.  Ένεκα καλόπιστου λάθους και/ή παράλειψης του αρχείου αγωγών να ενημερώσει την Προϊστάμενη του Αστικού Τομέα για τον ορισμό της εν λόγω υπόθεσης, ώστε να εμφανιστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο κάποιος άλλος δικηγόρος και/ή να ανατεθεί ο χειρισμός της σε άλλο δικηγόρο, λάβαμε γνώση για την ημερομηνία πολύ μεταγενέστερα από τις 19/5/2022, που η υπόθεση είχε οριστεί και κατά την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε την απόρριψη της Έφεσης, λόγω μη εμφάνισης του Εφεσείοντα.  Ειδικότερα, τόσο η Νομική Υπηρεσία όσο και το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας λάβαμε γνώση του γεγονότος της απόρριψης από επιστολές των δικηγόρων των Εφεσιβλήτων με τις οποίες ζητούσαν την πληρωμή των αποζημιώσεων των Εφεσιβλήτων και των εξόδων τους, οι οποίες εστάλησαν και παραλήφθηκαν από την Νομική Υπηρεσία τον Αύγουστο και/ή Σεπτέμβριο του 2022».

 

 

Είχε επομένως ειδοποιηθεί η Νομική Υπηρεσία για τον ορισμό της προδικασίας και η παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο οφειλόταν σε σφάλμα ή και παράλειψη του αρχείου αγωγών της Υπηρεσίας να ενημερώσει σχετικά την προϊστάμενη του Αστικού Τομέα η οποία, αντιλαμβανόμαστε, θα μεριμνούσε για την παρουσία κάποιου δικηγόρου στο Δικαστήριο.  Ο εσωτερικός δηλαδή μηχανισμός της Νομικής Υπηρεσίας, όπως περιγράφηκε, δεν λειτούργησε κατά το αναμενόμενο και δεν ανταποκρίθηκε στο καθήκον του, με αποτέλεσμα την παράλειψη.

 

Ο Καν.11(δ) προνοεί ότι: «Έφεση ή αντέφεση, η οποία απορρίπτεται λόγω παράλειψης διαδίκου να εμφανιστεί κατά την προδικασία, βάσει του (α), (β), (γ), ανωτέρω μπορεί να επαναφερθεί μετά από αίτηση διά κλήσεως, εάν το Δικαστήριο το κρίνει πρέπον».

 

Θα πρέπει να παρεμβάλουμε ότι η  περίπτωση επαναφοράς όπου η έφεση έχει απορριφθεί γιατί ο εφεσείων έχει παραλείψει να υποβάλει περίγραμμα αγόρευσης, δυνάμει του Καν.13(β), εξετάζεται στη βάση της επιφύλαξης του, που προνοεί ότι: «Νοείται ότι έφεση ή αντέφεση που απορρίπτεται, δυνάμει του παρόντος Κανονισμού, επαναφέρεται όταν αποδεικνύεται ότι η μη καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης, οφείλεται σε λόγο πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα ανάλογα με την περίπτωση, με αποτέλεσμα η μη επαναφορά της να ισοδυναμεί με αποστέρηση του δικαιώματος να ακουστούν».   Η επιφύλαξη εισήχθη με τον περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Τροποποιητικό Διαδικαστικό Κανονισμό του 1998.  Κάποιες από τις αποφάσεις στις οποίες θα αναφερθούμε αφορούσαν περιπτώσεις προτού εισαχθεί η επιφύλαξη.

 

Στην Χαράκης κ.ά. ν. Λουκά κ.ά. (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2080, 2083-4, το Εφετείο εξηγώντας πώς ασκείται η δικαστική κρίση κατά πόσο είναι «πρέπον» ανέφερε ότι «το ζήτημα επαφίεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία, όπως είναι θεμελιωμένο, θα πρέπει να ασκείται πάντοτε δικαστικά και με γνώμονα το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης» και ότι «Το Δικαστήριο θα πρέπει να διασφαλίσει στους διαδίκους την κατοχύρωση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης το οποίο προνοείται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και με το οποίο διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, η ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους ενώπιον του Δικαστηρίου»

 

Στην Χαράκης γίνεται παραπομπή στην Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 698, 704, όπου με αναφορά στον Καν.13 πριν τη θέσπιση της επιφύλαξης του, αναφέρθηκε ότι: «η επαναφορά έχει ως λόγο τη διασφάλιση του δικαιώματος του διαδίκου που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος.  Αυτό είναι το θεμέλιο της δικαιοδοσίας μας και μέσα σ' αυτό το πλαίσιο θα εξετάσουμε το εγερθέν θέμα».  Αναφέρθηκε ακόμα ότι: «Ο διάδικος δεν μπορεί, κατά κανόνα, να προβάλλει το λάθος, αμέλεια ή παράλειψη του δικηγόρου του για να πετυχαίνει την παράταση προθεσμιών ή την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Θα αποτελούσε ένα εύσχημο τρόπο υπερφαλάγγισης των δικονομικών διατάξεων. Από τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της».

 

Στην Cyprus Import Corp. Ltd v. Σενέκης (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 1108, 1113, πάλι με αναφορά στον Καν.13  πριν την θέσπιση της επιφύλαξης του, αναφέρθηκε ότι: «Μόνο όπου λόγοι πέραν της θελήσεως του διαδίκου εμποδίζουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εγείρεται θέμα επαναφοράς της έφεσης, γιατί, σ' εκείνη την περίπτωση, τεκμαίρεται ότι ο διάδικος στερήθηκε της ευκαιρίας να παρουσιάσει την υπόθεση του. Αυτό δεν συμβαίνει εκεί όπου η μη άσκηση του δικαιώματος οφείλεται σε αδιαφορία, αμέλεια ή σφάλμα του».  Το απόσπασμα αυτό υιοθετήθηκε στην Βαβλίτης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Έφ. Διοκ. Δικ. Αρ.124/2018, ημερ.2.12.2020Επρόκειτο για απόρριψη έφεσης δυνάμει του Καν.11 και γίνεται αναφορά στην Δημοκρατία ν. Βαρέλια κ.ά. (2017) 3(Α) Α.Α.Δ. 61, 64, όπου, με αναφορά στην επιφύλαξη πλέον του Καν.13, εξηγήθηκε ότι η φράση «πέραν των δυνάμεων» δεν μπορεί παρά  να σημαίνει ένα εξαιρετικό, έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή  περίσταση που είναι  απρόβλεπτη και εκτός ελέγχου.

 

    Στην Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 221, 224, πάλι μετά τη θέσπιση της επιφύλαξης του Καν.13, αναφέρθηκε ότι:

 

«Το σύστημα λειτουργίας ενός δικηγορικού γραφείου δεν αφορά το Δικαστήριο. Οι πιθανές ελλείψεις σ' αυτή δεν εμπίπτουν στην έννοια «πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα» που απαντά στον Κανονισμό. Η μη συμμόρφωση με τις πιο πάνω διατάξεις πρέπει να οφείλεται σε λόγο η επέλευση του οποίου δεν οφείλεται στην συνήθη ανθρώπινη λειτουργία».

 

 

Πιο πρόσφατα, στην Thomas Kyriakou & Co (Land and Property Developers Ltd v. Parker κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.411/2012, ημερ.21.2.2019, ECLI:CY:AD:2019:A57, όπου η Εφεσείουσα δεν είχε εμφανιστεί κατά την ακρόαση της έφεσης, υιοθετήθηκε απόσπασμα από την Ρουβανιάς Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 191, 196, ότι «Το κριτήριο επαναφοράς περικλείεται στη φράση "πέραν των δυνάμεων του εφεσείοντα ή αντεφεσείοντα". Εκφράζει με σαφήνεια την πρόθεση των συντακτών του Κανονισμού να περιορίσουν στο ελάχιστο το πεδίο άσκησης της δικαιοδοσίας για επαναφορά. Προφανώς γιατί διαφορετική αντιμετώπιση θα μπορούσε να δημιουργήσει επικίνδυνα ρήγματα στην εφαρμογή της αρχής της τελεσιδικίας» και «Η φράση δεν μπορεί παρά να σημαίνει εξαιρετικό έκτακτο ή σπάνιο συμβάν ή περίσταση, που είναι απρόβλεπτο και εκτός ελέγχου».

 

Παρατηρείται ότι η νομολογία ως προς την ερμηνεία του Καν.11(δ) ακολούθησε τη νομολογία που αναπτύχθηκε αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου να επαναφέρει έφεση που είχε απορριφθεί δυνάμει του Καν.13, όπου ο Κανονισμός αυτός δεν προέβλεπε πότε η έφεση θα μπορούσε να επαναφερθεί.  Όταν εισήχθη η επιφύλαξη του Καν.13, που δεν έχει το ίδιο λεκτικό με τον Καν.11(δ), η νομολογία δεν διέκρινε την μια περίπτωση από την άλλη, αφήνοντας την κάθε περίπτωση να εξαρτάται από τις συνθήκες που την περιβάλλουν.  Τα περιστατικά, ωστόσο, της παρούσας υπόθεσης δεν δίνουν, όπως διαπιστώνεται στη συνέχεια, έναυσμα για πιο εκτεταμένη συζήτηση της παραμέτρου αυτής.

 

Η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα επικαλέστηκε την Μίαρης κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2009) 1 ΑΑΔ 435, 441, όπου αναφέρθηκε ότι η αυστηρή προσέγγιση της νομολογίας δεν σημαίνει ότι παραλείψεις και σφάλματα δικηγόρου δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης.

 

    Όπως σημειώνεται στην Κάτση κ.ά. ν. A.M.C. Hotels Ltd κ.ά. Πολ. Έφ.315/2012, ημερ.23.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:A29, στη Μίαρης, είναι στη βάση των ιδιαίτερων άκρως εξαιρετικών συνθηκών της υπόθεσης, όπως χαρακτηρίστηκαν, που αποφασίστηκε ότι οι εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να ταυτιστούν με την όποια ευθύνη του δικηγόρου τους.  Έτσι, η παράλειψη του δικηγόρου τους να καταχωρίσει περίγραμμα κρίθηκε ότι ήταν υπεράνω των δικών τους δυνάμεων, με αποτέλεσμα να διαταχθεί η επαναφορά της έφεσης.  Όπως επισημάνθηκε, η αναφορά ότι η αυστηρότητα του κανόνα δεν σημαίνει ότι παραλείψεις και σφάλματα του δικηγόρου δεν μπορούν ποτέ να δικαιολογήσουν επαναφορά, σημειώθηκε με παραπομπή στη Μανώλη ν. Ελευθερίου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2034, όπου, όμως, η επαναφορά επιτράπηκε γιατί αντικειμενικοί παράγοντες, παρά το ότι δεν απέληγαν σε «πέραν των δυνάμεων» κατάσταση, εντούτοις, απέληγαν σε τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου που να μην μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο. Επρόκειτο για περίπτωση σοβαρής ασθένειας του δικηγόρου με σοβαρές παρενέργειες και στη ψυχική του υγεία. (Βλ. επίσης, Adboard Ltd κ.ά. ν Δήμου Στροβόλου (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1085).  Και σε κάθε περίπτωση, στην παρούσα υπόθεση δεν θα μπορούσε να προβληθεί καν τέτοια αποστασιοποίηση.

 

Η Zelmanov ν. Κώστα Πολ. Έφ. Αρ.398/2014, ημερ.18.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A368, στην οποία επίσης μας παρέπεμψε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα, αφορούσε σε λάθος των γραμματέων του δικηγορικού γραφείου των δικηγόρων του εφεσείοντα, των εντεταλμένων να ενημερώσουν το σχετικό φάκελο και ημερολόγιο του γραφείου για την νέα ημερομηνία.  Αντί αυτού, η νέα ημερομηνία κατεγράφη στο φάκελο της αγωγής που αφορούσε η έφεση και έτσι προέκυψε η παράλειψη εμφάνισης στην προδικασία.  Διατάχτηκε η επαναφορά της έφεσης που είχε απορριφθεί, στη βάση ότι προέκυπτε «τέτοια αποδυνάμωση του δικηγόρου που να μην μπορούσε να ανταποκριθεί σε ό,τι απαιτείτο».  Λήφθηκε υπόψη ότι ο εφεσείων ενώπιον του Εφετείου ήταν πάντοτε συνεπής και εμφανιζόταν δικηγόρος γι΄ αυτόν στις δύο προηγούμενες ημερομηνίες ορισμού της έφεσης του, ενώ και η αίτηση επαναφοράς είχε καταχωριστεί  σύντομα μετά την απόρριψη της έφεσης. 

 

Η Zelmanov απομακρύνεται από τη γραμμή της υπόλοιπης νομολογίας την οποία θεωρούμε ορθό να ακολουθήσουμε.

 

Στην Ζερβού κ.ά. ν. Εμπ. Τράπεζα Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 722, στην οποία παραπέμπει η Zelmanov, η ειδοποίηση του Πρωτοκολλητείου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η έφεση ορίστηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία για προδικασία, είχε επιδοθεί στη γραμματέα του δικηγόρου των εφεσείοντων. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η ημερομηνία της έφεσης δεν καταχωρήθηκε στο λογισμικό σύστημα και ούτε ενημερώθηκε το ημερολόγιο του δικηγόρου ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση.  Παρά τις εκτεταμένες έρευνες στο δικηγορικό γραφείο, η ειδοποίηση έφεσης δεν εντοπίστηκε πουθενά.  Αποφασίστηκε ότι οι εφεσείοντες ήταν απόλυτα συνεπείς καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτόδικης, χωρίς να είναι ένοχοι οποιασδήποτε αδιαφορίας ή καθυστέρησης. Ενδεικτικό της επιμέλειας τους κρίθηκε και η χωρίς χρονοτριβή καταχώρηση της αίτησης για επαναφορά.  Σε αυτή τη βάση, θεωρήθηκε ότι επρόκειτο για περίπτωση που μπορούσε να αντικριστεί με λιγότερη αυστηρότητα, εφόσον και η αίτηση είχε καταχωριστεί δύο μέρες μετά την απόρριψη της έφεσης.

 

Στην Kyriakou η ημερομηνία εμφάνισης για ακρόαση στην έφεση ουδέποτε καταχωρήθηκε στο λογισμικό σύστημα του δικηγορικού γραφείου του εφεσείοντα, αλλά ούτε έγινε ενημέρωση του ημερολογίου της δικηγόρου που θα χειριζόταν την έφεση.  Δεν επιτράπηκε η επαναφορά της έφεσης.  Στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ. v. Στεφάνου κ.ά. (2010) 1(Α) A.A.Δ. 710, η δικηγόρος που εμφανίστηκε για λογαριασμό του δικηγόρου που χειριζόταν την έφεση σε προηγούμενη ημερομηνία, τον ενημέρωσε ότι η υπόθεση ορίστηκε για τις 13.11.2009, αλλά εκ παραδρομής ο ίδιος σημείωσε την υπόθεση στο ημερολόγιο του στις 19.11.2009, ημέρα κατά την οποία προσήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο για να εμφανιστεί, οπόταν και πληροφορήθηκε από το Πρωτοκολλητείο ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη στις 13.11.2009 και ότι απορρίφθηκε λόγω έλλειψης προώθησης.  Ούτε στην περίπτωση αυτή επιτράπηκε η επαναφορά της έφεσης.

 

Έχουμε καταλήξει ότι η εξήγηση που δόθηκε για την παράλειψη του Εφεσείοντα να εμφανιστεί στην προδικασία, απέχει πολύ από ό,τι θα μπορούσε να ικανοποιήσει την απαίτηση του Καν.11(δ), όπως οριοθετήθηκε από τη νομολογία. 

 

Υπάρχει όμως και περαιτέρω λόγος που, χωρίς άλλο, θα ήταν εμπόδιο στην έγκριση της Αίτησης, και που αφορά στο χρόνο που αυτή καταχωρίστηκε.  Αυτό έγινε την 28.3.2023, πέραν από 10 μήνες μετά την απόρριψη της έφεσης.  Επρόκειτο για πολύ μεγάλη και ασυγχώρητη καθυστέρηση στην επιδίωξη της επαναφοράς της έφεσης, αφού ό,τι η έφεση είχε απορριφθεί είχε περιέλθει στη γνώση της Νομικής Υπηρεσίας από την επομένη, 20.5.2022, με επιστολή των δικηγόρων των Εφεσίβλητων 3, 4, 8, 9, 11, και 12.  Ακολούθησαν και άλλες επιστολές των ιδίων δικηγόρων και των δικηγόρων άλλων Εφεσίβλητων.  Ο Εφεσείων δεν αντέκρουσε τις πιο πάνω θέσεις, αλλά ακόμα και αν θεωρηθεί ότι έλαβε γνώση τον «Αύγουστο και/ή Σεπτέμβριο» του 2022 με τη λήψη επιστολής απαίτησης πληρωμής από τους δικηγόρους των Εφεσίβλητων, και πάλι η καθυστέρηση των επτά περίπου μηνών ήταν αδικαιολόγητη. 

 

Η αναφορά ότι μετά την πληροφόρηση για την απόρριψη της έφεσης ακολούθησαν υπηρεσιακές συναντήσεις δεν είναι δικαιολογία για την καθυστέρηση, αντίθετα επιβεβαιώνει την έλλειψη επιμέλειας που συνεχίστηκε.  Αυτό που έπρεπε να γίνει, ήταν να καταχωριστεί η αίτηση αμέσως.

 

Η άλλη αναφορά ότι η απόφαση απόρριψης συντάχτηκε μόλις την 7.3.2023, δεν συνιστά δικαιολογία για την αργοπορία στην καταχώριση της Αίτησης επαναφοράς.  Στην Αίτηση επαναφοράς δεν χρειαζόταν να επισυνάπτεται η διαταγή απόρριψης της έφεσης, ούτε και ήταν απαραίτητο, ούτε καν χρήσιμο να μελετηθεί το περιεχόμενο της, αφού ο λόγος της απόρριψης ήταν πρόδηλος.

 

Εξετάσαμε κατά πόσο η μη επαναφορά της έφεσης θα ισοδυναμούσε με παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή να ακουστεί.  Καταλήξαμε ότι η αδυναμία προώθησης της έφεσης ήταν το αποτέλεσμα της αδικαιολόγητης παράλειψης της Νομικής Υπηρεσίας να εμφανιστούν στην προδικασία, που συνδυάστηκε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της Αίτησης επαναφοράς.  Κάθε άλλο παρά πρέπον θα μπορούσε να ήταν να επαναφέραμε την έφεση.

 

Σημειώνουμε τέλος ότι το αντικείμενο της έφεσης που έχει απορριφθεί μπορεί να έχει κάποια σημασία, όχι όμως ιδιαίτερη (Χαράκης, σελ.2085) και αναμφίβολα δεν θα μπορούσε να έχει επίδραση σε μια τόσο ξεκάθαρη περίπτωση όπως η παρούσα.  Είναι γι' αυτό που δεν μας απασχόλησαν ουσιαστικά ζητήματα της έφεσης που ομολογουμένως όλα τα μέρη προσπάθησαν να αναδείξουν.

 

Ως εκ του αποτελέσματος παρέλκει η εξέταση του αιτήματος για τροποποίηση του τίτλου της έφεσης.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

€1200 έξοδα της Αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται χωριστά σε κάθε μια, υπέρ των τριών ομάδων Εφεσίβλητων που είχαν χωριστή εκπροσώπηση και εναντίον του Εφεσείοντα. 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο