ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 119/2023)

 

26 Οκτωβρίου, 2023

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ J. W., ΜΕ ΑΡ. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΟΥ [   ] ΑΠΟ ΚΙΝΑ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04.04.2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 18 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155.

 

          Ν. Θεοδώρου, για Ν.Α. Θεοδώρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα σύλληψης ημερ. 4.4.2023 το οποίο εκδόθηκε εναντίον του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε καθ' υπέρβαση εξουσίας από το κατώτερο Δικαστήριο στη βάση του ότι δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία δημιουργούσε εύλογη υποψία πως ο Αιτητής συνδέεται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, κάποια εκ των οποίων δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να διαπράξει, και εν πάση περιπτώσει δεν στοιχειοθετείτο η αναγκαιότητα έκδοσης του. 

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018 περιέχει το ακόλουθο διαφωτιστικό απόσπασμα:

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464). 

 

Στην πρόσφατη υπόθεση, Στυλιανού (2015) 1 Α.Α.Δ. 1382, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

"Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής v. Μουζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

«άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908). Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 

(α) Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

(β) Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο (Αρέστη v. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, 989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 A.A.Δ. 710).

 

(γ) Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου v. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 954, Donald Campbell & Co. Ltd v. Pollak [1927] A.C. 732, Evans v. Bartlam [1937] A.C. 473, Young v. Thomas [1892] 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones [1939] 3 All E.R. 892)."»

Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Κυριάκου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση Αρ. 355/2019, ημερ. 16.6.2021, ECLI:CY:AD:2021:A257 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γεώργιου Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207, για την έκδοση εντάλματος σύλληψης ο Δικαστής θα πρέπει πρώτα να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι το πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται το ένταλμα σύλληψης διέπραξε αδίκημα. Μόνο σε περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική, τότε ο Δικαστής προχωρεί στο δεύτερο στάδιο που είναι κατά πόσο η σύλληψη είναι εύλογα αναγκαία.

Στην προαναφερόμενη υπόθεση Πολυκάρπου (ανωτέρω) και μεταγενέστερα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Μάρθας Κυπριανού (2013) 1 Α.Α.Δ. 17, τονίστηκε ότι η ένορκη δήλωση που στηρίζει την αίτηση προς το Επαρχιακό Δικαστήριο για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης είναι υψίστης σπουδαιότητας και εκεί βρίσκεται το υπόβαθρο κρίσης περί του εύλογου της υπόνοιας και όχι όσα εκ των υστέρων μπορεί να λεχθούν.

Στον όρκο του αστυνομικού που συνοδεύει την αίτηση για την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αρχικά εκτίθενται τα αδικήματα για τα οποία υπάρχει κατ' ισχυρισμό μαρτυρία ότι ο ύποπτος JW ενέχεται σε αυτά. Πρόκειται για συνολικά 19 αδικήματα τα οποία φέρονται να διαπράχθηκαν στην Κυπριακή Δημοκρατία κατά τα έτη 2012-2021 και σχετίζονται με το κυπριακό επενδυτικό πρόγραμμα και τις κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις ξένων επενδυτών.

      Ο όρκος είναι μακροσκελής και καταλαμβάνει 30 σελίδες. Συνοπτικά, στον όρκο αναφέρονται τα ακόλουθα:

1.    Σύμφωνα με την έκθεση ημερ. 2.9.2020 της τριμελούς Επιτροπής η οποία συστάθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο τον Νοέμβριο του 2019 για τον έλεγχο πολιτογραφήσεων επενδυτών, είχαν πολιτογραφηθεί τρία πρόσωπα από την Καμπότζη, ζεύγος και υιός, με ψευδείς παραστάσεις και ή απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων, όπως π.χ. ότι λόγω των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων στη χώρα τους, ανεστάλη η χρηματοδότηση της χώρας τους από τη Διεθνή Τράπεζα. Στις 2.12.2021 το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τα εν λόγω πρόσωπα.

 

2.    Από τον έλεγχο των φακέλων των εν λόγω προσώπων, διαπιστώθηκε ότι τα τρία αυτά πρόσωπα αιτήθηκαν μέσω συγκεκριμένου δικηγορικού γραφείου (το γραφείο ΑΔ) την παραχώρηση της κυπριακής υπηκοότητας βάσει των κριτηρίων για κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση αλλοδαπών επενδυτών-επιχειρηματιών.

 

3.    Οι αιτήσεις των εν λόγω προσώπων παρουσιάστηκαν από το γραφείο ΑΔ και, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου του γραφείου, πιστοποιήθηκαν από Πρωτοκολλητή Επαρχιακού Δικαστηρίου στην απουσία τους.

 

4.    Η επένδυση της συζύγου SC, αφορούσε την αγορά μετοχών της εταιρείας JWPegasus, εγγεγραμμένης στην Κύπρο, και δύο διαμερισμάτων από εταιρείες του ομίλου Quality Group, ιδιοκτησίας του ΣΚ, επίσης εγγεγραμμένων στην Κύπρο. Η επένδυση είχε συνολική αξία περί τα €3εκ. Τα χρήματα εμβάστηκαν στον λογαριασμό πελατών της Quality, ο οποίος ανοίχθηκε από το γραφείο ΑΔ με δικαίωμα υπογραφής μόνο από τον δικηγόρο και κατέληξαν στον λογαριασμό της JWPegasus.

 

5.    Η JWPegasus ανήκε στην εταιρεία Honkg Kong Delsk, εγγεγραμμένη στο Χονγκ Κονγκ, με διευθυντή τον ύποπτο JW ο οποίος ήταν διευθυντής και σε άλλες εταιρείες εγγεγραμμένες σε άλλες αλλοδαπές δικαιοδοσίες συνδεδεμένες με τη Honkg Kong Delsk.

 

6.       Η Honkg Kong Delsk προχώρησε στη δημιουργία ενός επενδυτικού πλάνου για να προσελκύει Κινέζους επενδυτές στην Κύπρο για αγορά μετοχών της JWPegasus, ιδιοκτήτριας του τότε υπό ανέγερση ξενοδοχείου RB.

 

7.       Από τους 21 επενδυτές, υπήρχαν 4 οικογένειες επενδυτές οι οποίες συνδέονταν μεταξύ τους και κατά τον χρόνο της πολιτογράφησης τους, διευθυντής της JWPegasus ήταν ο JFS, η σύζυγος του οποίου εργαζόταν στην Πρεσβεία της Κίνας στην Κύπρο.

 

8.       Οι πλείστοι επενδυτές πλήρωναν συνολικά €2-€2,5εκ. με πιστωτικές κινέζικες κάρτες, με εμβάσματα μικρών ποσών σε λογαριασμούς της Quality και ακολούθως μεταφέρονταν σε λογαριασμούς της JWPegasus ή σε λογαριασμός πελατών που δημιουργούσε το γραφείο ΑΔ. Σύμφωνα με κατάθεση υπαλλήλου της Κεντρικής Τράπεζας, αυτές οι πράξεις συνιστούν ύποπτες συναλλαγές κατά παράβαση του Ν.188(Ι)/2007 και η εταιρεία είχε υποχρέωση, βάσει του άρθρου 27 του Νόμου, να ενημερώσει περί τούτων τη ΜΟΚΑΣ.

 

9.       Υπήρχαν και κάποιες συναλλαγές των επενδυτών δυνάμει αγοραπωλητηρίων εγγράφων ακίνητης περιουσίας και μετοχών της JWPegasus από την Quality και άλλη εταιρεία, καθώς επίσης και συμφωνία με την οποία η Quality ήταν εμπιστευματοδόχος της JWPegasus. Αυτό απαγορευόταν βάσει του άρθρου 4(1)(α) του Ν.196(Ι)/2012, καθότι η Quality δεν ήταν αδειοδοτημένη να παρέχει διοικητικές υπηρεσίες.

 

10.   Από μελέτη των φακέλων και με βάση ανακριτικές καταθέσεις από Πρωτοκολλητές, διαπιστώθηκε ότι οι αιτήσεις 19 επενδυτών και μελών των οικογενειών τους πιστοποιήθηκαν κατόπιν παρουσίας των αιτήσεων από το γραφείο ΑΔ και στην απουσία των αιτητών.

 

11.   Από εξετάσεις υλικού που παραλήφθηκε από την ΚΕΔΙΠΕΣ βάσει διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών λογαριασμών, διαπιστώθηκε ότι ένα μεγάλο ποσό μεταφέρθηκε από την JWPegasus στην Hong Kong Quian η οποία είναι εγγεγραμμένη στο Χονγκ Κονγκ, με διευθυντή τον JW και συνδέεται με τις υπόλοιπες προαναφερόμενες εταιρείες στις οποίες είναι και πάλι διευθυντής.

 

12.   Συγκεκριμένα, από τα χρήματα των επενδυτών που κατατίθεντο, ποσοστό της επένδυσης ύψους 25% κατέληγε σε σύντομο χρονικό διάστημα σε λογαριασμούς στην Κίνα, με οδηγίες των διευθυντών της JWPegasus, δυνάμει συμφωνίας μεταξύ της τελευταίας και της Hong Kong Quian, την οποία υπέγραφε ο JFS ως διευθυντής της JWPegasus.

 

13.   Λήφθηκε μαρτυρία από το Υπουργείο Οικονομικών ότι κατά την αξιολόγηση των οικονομικών κριτηρίων δεν είχαν ενημερωθεί ότι προϋπόθεση για τις πολιτογραφήσεις ήταν προμήθειες 25%, καθότι αν το γνώριζαν δεν θα ενέκριναν τις αιτήσεις.

 

14.       Κατόπιν άλλου διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων, διεφάνη ότι το γραφείο ΑΔ συνεργαζόταν με τον JFS, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται από ηλεκτρονική αλληλογραφία την οποία ο ΣΚ παρέδωσε στην αστυνομία στο πλαίσιο ανακριτικής του κατάθεσης.

 

15.   Σε ανακριτική κατάθεση πρώην υπαλλήλου της Μονάδας Κανονιστικής Συμμόρφωσης της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας, εντοπίστηκαν ύποπτοι επενδυτές της JWPegasus καθ' ον χρόνο ο JFS ήταν διευθυντής της, ένας εκ των οποίων (επενδυτών) καταζητείται δυνάμει εντάλματος σύλληψης από τις Κινέζικες Αρχές και ο οποίος αγόρασε μετοχές της JWPegasus.

 

16.   Σε ανακριτική κατάθεση της συζύγου του JFS, αυτή ανέφερε ότι πιστοποιούσε διάφορα έγγραφα για σκοπούς πολιτογράφησης που αφορούσαν επενδυτές της JWPegasus.

 

17.   Στις 6.4.2021 εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης του JFS και έρευνας της οικίας και των εταιρειών στις οποίες ήταν διευθυντής ή γραμματέας. Παραλήφθηκαν διάφορα τεκμήρια από την οικία του. Σε ανακριτική κατάθεση, ανέφερε ότι η JWPegasus συνεργαζόταν με το γραφείο ΑΔ για την πολιτογράφηση των επενδυτών του ξενοδοχείου. Λήφθηκε ανακριτική κατάθεση και από τη σύζυγο του JFS.

 

18.   Εκδόθηκαν διατάγματα κατακράτησης τεκμηρίων και διάταγμα πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Σε αυτά περιείχετο ιδιωτική επικοινωνία μεταξύ του JFS, της συζύγου του και του γραφείου ΑΔ. Υπήρχε και ηλεκτρονική αλληλογραφία μεταξύ του γραφείου ΑΔ και της JWPegasus, στην οποία σημαντικά έγγραφα των επενδυτών από την Καμπότζη απουσίαζαν.

 

19.   Άλλη ηλεκτρονική επικοινωνία καταδεικνύει ότι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του ΣΚ και του JFS όπως οι αιτήσεις πολιτογραφήσεων υπηκόων της Καμπότζης γίνουν δεκτές με λιγότερα έγγραφα καθότι αδυνατούσαν να παρουσιάσουν όλα τα απαιτούμενα έγγραφα.

 

20.   Επίσης φαίνεται ότι υπήρχε συνεργασία και αλληλοενημέρωση μεταξύ του δικηγόρου και του JFS από την αρχή των σχεδιασμών για τις πολιτογραφήσεις των επενδυτών και καταγράφεται ενημέρωση του γραφείου ΑΔ για πιέσεις προς το Υπουργείο Εσωτερικών για να πολιτογραφηθούν συγκεκριμένοι επενδυτές.

 

21.   Στην ηλεκτρονική επικοινωνία επιβεβαιώνεται ότι το γραφείο ΑΔ γνώριζε για τη διαδικασία πληρωμής προμηθειών στην Κίνα, κάτι το οποίο αντιβαίνει και τις πρόνοιες του καταστατικού της εταιρείας JWPegasus.

 

22.   Εκδόθηκαν στη συνέχεια διατάγματα αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων αναφορικά με τον JSF και τη σύζυγο του και εντάλματα έρευνας του γραφείου ΑΔ. Στα πλαίσια της έρευνας κατασχέθηκαν τεκμήρια. Εκδόθηκαν επίσης διατάγματα πρόσβασης σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας.

 

23.   Κατόπιν διατάγματος κατακράτησης των τεκμηρίων, αυτά ανοίχθηκαν και διεφάνη ότι συνήφθησαν έγγραφα για την αγορά μετοχών της JWPegasus με αιτήσεις για διεκδίκηση μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ, καθώς και ενοικιαστήρια και άλλα έγγραφα. Ο μειωμένος συντελεστής απαγορεύεται από τον Νόμο του ΦΠΑ του 2000 και επειδή τέτοιες αιτήσεις είχαν εγκριθεί, αυτό προκάλεσε απώλεια εσόδων ύψους €70.000 για κάθε περίπτωση στο Κράτος. Μέχρι στιγμής εντοπίστηκαν δέκα τέτοιες αιτήσεις.

 

24.   Από την ανάλυση των ηλεκτρονικών δεδομένων που κατασχέθηκαν ως τεκμήρια, προκύπτει ότι οι εκπρόσωποι των εταιρειών του JW πίεζαν τον JFS ο οποίος πίεζε το γραφείο ΑΔ, το οποίο με τη σειρά του ασκούσε, μέσω δημόσιου λειτουργού, πιέσεις για να προωθούνται οι αιτήσεις των πελατών τους στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.

 

25.   Κατά τη διάρκεια της έρευνας από την Ερευνητική Επιτροπή για κατ' εξαίρεση πολιτογραφήσεις, η οποία συστάθηκε κατόπιν διατάγματος του Γενικού Εισαγγελέως, στις 25.5.21 δικηγόρος του γραφείου ΑΔ κατέθεσε ενόρκως ενώπιον της Επιτροπής ότι μεταξύ των ετών 2014-2020 το γραφείο ΑΔ καταχώρισε 303 αιτήσεις.

26.   Σε ηλεκτρονική αλληλογραφία, διαφαίνεται ότι το γραφείο ΑΔ χρησιμοποιούσε και διαφήμιζε τη σχέση τους με τον ΜΔ (τότε Υπουργό Μεταφορών), συγγενικό πρόσωπο με τους δικηγόρους του γραφείου, ο οποίος βοηθούσε το γραφείο με απώτερο σκοπό το οικονομικό όφελος της οικογένειας του.

 

27.   Τα πιο πάνω προκύπτουν από την ανάλυση των ηλεκτρονικών δεδομένων. Από περαιτέρω εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι ο JW είναι ο πραγματικός δικαιούχος όλων των προαναφερόμενων εταιρειών και ο οποίος αιτήθηκε την κατ' εξαίρεση του πολιτογράφηση η οποία στις 13.5.2016 εγκρίθηκε.

 

28.   Στους φακέλους των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών υπάρχουν αγοραπωλητήρια έγγραφα και αποδείξεις πληρωμής σε άλλες εταιρείες με τις οποίες συνδέεται ο JW και εισήγηση προς τον διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για την έγκριση της αίτησης του JW με βάση την αγορά από τον τελευταίο γης εντός του οποίου θα ανεγείρετο ξενοδοχείο και άλλου διαμερίσματος έναντι πληρωμής με χρήματα που ήρθαν από το εξωτερικό. Οι πληρωμές φαίνεται να ήταν εικονικές και με την ανάμειξη των εταιρειών JWPegasus και Quality, το ένα αγοραπωλητήριο έγγραφο εμφανίζεται να φέρει ημερομηνία υπογραφής του προγενέστερη της ημερομηνίας δημιουργίας του και τα χρήματα να προήλθαν από εταιρεία του JW στην Πορτογαλία.

 

29.   Το 2012 συστάθηκε η εταιρεία Primeblue στην Κύπρο με μοναδική μέτοχο τη μητέρα του JW, διευθυντή τον JWS και γραμματέα κάποιο δικηγόρο του γραφείου ΑΔ.

 

30.   Μέσω δικανικού ελέγχου των εγγράφων και με βάση άλλη μαρτυρία, προκύπτει ότι η JWPegasus έλαβε χρήματα από την Primeblue, με τη συμβολή δικηγόρου του γραφείου ΑΔ, παρουσιάζοντας συμφωνία δανείου, τιμολόγια και άλλα έγγραφα. Σύμφωνα με τα στοιχεία, φαίνεται ότι με την καθοδήγηση του δικηγόρου ετοιμάστηκαν εικονικά τιμολόγια και συμφωνία δανείου για να δικαιολογηθεί η μεταφορά των χρημάτων. Το ποσό της μεταφοράς παρουσιάζεται ως δάνειο, αλλά ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και ως δικαιολογητικό για την κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση του JW χωρίς να αποκαλυφθεί σε οποιοδήποτε Υπουργείο ο δανεισμός. Παρόλο που τα χρήματα έπρεπε να βρίσκονταν στην Κυπριακή Δημοκρατία για τρία έτη, εντούτοις επιστράφηκαν στον επενδυτή με την αποπληρωμή του δανείου εντός ενός έτους, μέσω της JWPegasus, κάτι το οποίο δείχνει ότι ο JW χρησιμοποίησε αυτό το γεγονός για να εξασφαλίσει την πολιτογράφηση του.

 

31.   Περαιτέρω εντοπίστηκαν και κάποια άλλα έγγραφα που αφορούν διάφορες εταιρείες του JW και ο καταρτισμός ύποπτων καταστάσεων μισθοδοσίας υπαλλήλων κάποιων εκ των εταιρειών για να δικαιολογήσουν την πηγή πλούτου του επενδυτή και την απόκτηση αυτού με νόμιμα μέσα.

 

32.   Εκκρεμεί η λήψη αποτελεσμάτων πρόσφατου διατάγματος αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων.

 

      Με βάση την πιο πάνω τεθείσα μαρτυρία εγείρεται το ζήτημα του κατά πόσο αυτή ήταν ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι ο ύποπτος JW ενέχεται στη διάπραξη αδικήματος.

      Ο όρος «εύλογη υποψία» για την έκδοση εντάλματος σύλληψης έτυχε ερμηνείας στην προαναφερόμενη υπόθεση Κυριάκου (ανωτέρω) από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

«Προσεγγίζοντας τον όρο «εύλογη υποψία», σημειώνουμε ότι το επίπεδο που χρειάζεται να ικανοποιηθεί από απόψεως μαρτυρίας είναι χαμηλό (βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γεν. Εισαγγελέα Πολ. Εφ. 219/14, ημερ. 29.2.2016). Τονίστηκε χαρακτηριστικά στην Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ.1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160 σε σχέση με την έννοια του όρου «υπόνοια» συνώνυμου του όρου «υποψία»:

 

«Περί υπονοιών ο λόγος. Ό, τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.»

 

Διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι και η αγγλική νομολογία. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Hussien v. Chong Fook Kam [1970] A.C. 942 (P.C.) (σελίδα 948):-

 

«Suspicion in its ordinary meaning is a state of conjecture or surmise where proof is lacking: 'I suspect but I cannot prove.' Suspicion arises at or near the starting-point of an investigation of which the obtaining of prima facie proof is the end.» »

      Η ικανοποίηση περί της ύπαρξης εύλογης υποψίας δεν δύναται να υφίσταται γενικά και αόριστα στη διάπραξη αδικήματος, αλλά θα πρέπει να αφορά στα αδικήματα τα οποία προσδιορίζονται στον όρκο, όπως προκύπτει και από τα άρθρα 18(1) και 27(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Έχει ήδη λεχθεί ότι ο όρκος περιλαμβάνει την αναφορά σε 19 συνολικά αδικήματα. Ο Αιτητής εισηγείται ότι η μαρτυρία έχει τεθεί με γενικό τρόπο χωρίς να συσχετίζεται και συγκεκριμενοποιείται το κάθε αδίκημα με τη μαρτυρία και τον ύποπτο, ότι υπάρχουν αδικήματα τα οποία εκ των πραγμάτων ο Αιτητής δεν δύναται να διαπράξει και ότι εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία δημιουργεί εύλογη υπόνοια περί διάπραξης αδικήματος από τον Αιτητή.

Ο Αιτητής παρέπεμψε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεοφύτου, Πολ. Αίτηση Αρ. 190/2020, Συνεξεταζόμενη με την Πολ. Αίτηση Αρ. 191/2020, ημερ. 28.1.2021, στην οποία εκδόθηκαν εντάλματα σύλληψης και έρευνας για συνολικά πέντε αδικήματα, το ένα εκ των οποίων ήταν κοινώς παραδεκτό ότι κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος ήταν ανύπαρκτο επειδή είχε καταργηθεί. Οι δικηγόροι δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν ως προς την πιθανή επίδραση στο Δικαστήριο που εξέδωσε τα εντάλματα αυτού του γεγονότος και με δεδομένο ότι ο εκεί αιτητής συνελήφθη για ανύπαρκτο αδίκημα και τα δύο εντάλματα κατά τον χρόνο εκτέλεσης τους δεν μπορούσαν και δεν διαχωρίστηκαν για ποια αδικήματα συνελήφθη και για ποια έγινε η έρευνα, το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα Certiorari και ακύρωσε τα εντάλματα.

Παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χριστοδούλου, Πολ. Αιτήσεις Αρ. 30-34/2020, ημερ. 28.4.2021, η οποία αφορούσε ένταλμα σύλληψης για συνολικά 13 αδικήματα. Όπως επισήμανε το Δικαστήριο, υπήρχε αναφορά στα 13 αδικήματα στα εκδοθέντα εντάλματα και στον κοινό όρκο, πλην όμως μόνο έξι από αυτά αναφέρονταν συγκεκριμένα στα έγγραφα, με παραπομπή και στα άρθρα του Ποινικού Κώδικα που τα στοιχειοθετούν, ενώ για τα υπόλοιπα επτά γινόταν αναφορά μόνο σε κάποιους νόμους και άρθρα τους, χωρίς αναφορά στα αδικήματα που στοιχειοθετούντο. Επομένως τέθηκε το ερώτημα κατά πόσο στον κοινό όρκο υπήρχε μαρτυρία στη βάση της οποίας αποκαλυπτόταν η ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι οποιοσδήποτε των αιτητών ενεχόταν στη διάπραξη των εν λόγω 13 αδικημάτων. Το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Ο βαθμός στον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί για τη διάπραξη αδικήματος, προκειμένου να εκδώσει οποιοδήποτε από τα προαναφερθέντα εντάλματα, είναι ο ελάχιστος, όπως προβλέπεται στα εν λόγω άρθρα. Ωστόσο, το αδίκημα σε σχέση προς το οποίο τα πιο πάνω κριτήρια τυγχάνουν εφαρμογής πρέπει, οπωσδήποτε, να καθορίζεται συγκεκριμένα στον όρκο και, εν συνεχεία, στο ίδιο το ένταλμα και, με ανάλογη μαρτυρία, να συσχετίζεται ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, αναλόγως της περίπτωσης, με τη φερόμενη διάπραξή του. Στην περίπτωση κατά την οποία υπό διερεύνηση είναι μόνο ένα αδίκημα, ο συσχετισμός που αναφέρεται πιο πάνω μπορεί να επιτευχθεί με σχετική ευκολία. ΄Οταν, όμως, υπό διερεύνηση είναι αδικήματα πέραν του ενός, οι πιο πάνω παρατηρήσεις ισχύουν για το κάθε ένα αδίκημα ξεχωριστά. Δεν είναι αρκετό να γίνεται γενική αναφορά σε αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση συγκεκριμένων νόμων, χωρίς ο ύποπτος ή τα αναζητούμενα αντικείμενα να συσχετίζονται, συγκεκριμένα, με κάποιο ή κάποια από αυτά. Ούτε εναπόκειται, βέβαια, στο δικαστήριο να αναζητά το ίδιο, από αριθμό αδικημάτων που αναφέρονται στον όρκο, το αδίκημα ή τα αδικήματα που εμπλέκονται, ως ανωτέρω, όταν τούτο δεν προσδιορίζεται, συγκεκριμένα, στη μαρτυρία που παρατίθεται σε αυτό.

Στην υπόθεση Εταιρεία ΟΠΑΠ Κύπρου Λτδ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 133/2018, 17.12.2018, που αφορούσε εξέταση κατά πόσο δικαιολογείτο η έκδοση εντάλματος certiorari σε συγκεκριμένη περίπτωση, κρίθηκε πως: «Η μη σύνδεση ή συσχέτιση του αντικειμένου με το αδίκημα ... αποβαίνει μοιραία για την τύχη του αιτήματος.», ήτοι για την έκδοση του εντάλματος έρευνας. Το ίδιο, ασφαλώς, ισχύει και όταν η μαρτυρία δε συνδέει το υποκείμενο εντάλματος σύλληψης, δηλαδή τον ύποπτο, με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

Στην παρούσα υπόθεση, δεν αναφέρεται στον όρκο ποιο ήταν το αδίκημα ή τα αδικήματα που διερευνώνταν από την Αστυνομία, για τον κάθε έναν από τους αιτητές ή τα αναζητούμενα αντικείμενα, σε σχέση προς τα οποία το Δικαστήριο καλείτο να εφαρμόσει τα προαναφερθέντα κριτήρια. Εν ολίγοις, το Δικαστήριο εξέδωσε τα εντάλματα σύλληψης, χωρίς να ήταν δυνατό, γι' αυτό, να στρέψει την προσοχή του σε συγκεκριμένη μαρτυρία, στη βάση της οποίας να εξέταζε κατά πόσο υπήρχε εύλογη υπόνοια να πιστεύεται, κατά το άρθρο 18(1) του Κεφ. 155, ότι οι αιτητές ενέχονταν στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, από τα δεκατρία που αναφέρονται στα εντάλματα. Το ίδιο σχόλιο ισχύει και για το κατά πόσο υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται, κατά το άρθρο 27(β)(ι) του Κεφ. 155, πως οτιδήποτε που υπήρχε στην οικία και στο αυτοκίνητο του δεύτερου αιτητή θα παρείχε απόδειξη για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα εν λόγω αδικήματα. Σημειώνεται πως η τελευταία αυτή πτυχή της παρούσας υπόθεσης προσομοιάζει με την περίπτωση που αφορούσε η προαναφερθείσα υπόθεση από τη νομολογία.»

Χρήσιμη καθοδήγηση προσφέρει επίσης η πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του ΚΚ, Πολ. Αίτηση Αρ. 152/2022, ημερ. 23.11.2022, στην οποία με την απαιτούμενη αίσθηση ευθύνης και σεβασμού προς το Δικαστήριο ο δικηγόρος του Αιτητή αναφέρθηκε κατά την αγόρευση του, παρόλο που δεν υποστηρίζει τη θέση του. Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari για την ακύρωση εντάλματος σύλληψης. Η αίτηση της αστυνομίας αφορούσε 12 αδικήματα, δύο εκ των οποίων αφορούσαν στο αδίκημα της συνωμοσίας. Ο εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέως δέχθηκε την απουσία αναφοράς σε μαρτυρία η οποία να δικαιολογούσε την έκδοση εντάλματος σύλληψης για αδικήματα συνωμοσίας και εισηγήθηκε ότι αυτό δεν έπρεπε να οδηγήσει στην ακύρωση του εντάλματος ή έστω στην ολότητα του. Αφού το Δικαστήριο αναφέρθηκε στις υποθέσεις Χριστοδούλου και Νεοφύτου (ανωτέρω), επεσήμανε πως η μεν πρώτη επισημαίνει την αναγκαιότητα προσδιορισμού των υπό διερεύνηση αδικημάτων και του συσχετισμού του υπόπτου στη βάση συγκεκριμένης μαρτυρίας που να τεκμηριώνει την εύλογη υπόνοια διάπραξης καθενός από αυτόν, και πως η δεύτερη κρίθηκε στη βάση του ότι ήταν άγνωστη η επίδραση της διαπίστωσης εύλογης υπόνοιας για το ανύπαρκτο αδίκημα στην επιμέρους κρίση της Δικαστού ως προς την αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος. Ακολούθως το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση αίτησης για προνομιακό ένταλμα Certiorari δεν είναι περιορισμένη μεταξύ δύο επιλογών, της απόρριψης της Αίτησης ή της ακύρωσης της υπό έλεγχο πράξης στην ολότητα της. Η διαπίστωση υπέρβασης εξουσίας σε σχέση με την έκδοση μέρους του εντάλματος σύλληψης, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα στην ακύρωση του στην ολότητα του. Το μέρος του εντάλματος που εκδόθηκε μέσα στα πλαίσια της εξουσίας του Δικαστή που το εξέδωσε, μπορεί να παραμείνει ισχυρό, νοουμένου ότι η έκδοση του δεν επηρεάστηκε από την έκδοση του μέρους που εκδόθηκε καθ' υπέρβαση της εξουσίας του και νοουμένου ότι δεν προκλήθηκε έτσι βλάβη στα δικαιώματα του αιτητή. Άλλωστε και στη Νεοφύτου, που επικαλέστηκε ο Αιτητής, η ακύρωση διασυνδέθηκε με την επίδραση που ίσως να είχε το σφάλμα στη κρίση της Δικαστού ως προς τη διαπίστωση της βασικής προϋπόθεσης της αναγκαιότητας για την έκδοση του εντάλματος. Στην Νεοφύτου, από το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον της Δικαστού που εξέδωσε το ένταλμα, είχε διαπιστωθεί η αξιόμεμπτη πράξη, που θα δικαιολογούσε την εύλογη υπόνοια διάπραξης του «αδικήματος» που είχε καταργηθεί. Είναι αυτή η μαρτυρία και η εσφαλμένη αντίληψη ότι διαπράχθηκε και το ανύπαρκτο «αδίκημα» που μπορούσε να είχε επηρεάσει την κρίση της Δικαστού να εκδώσει το ένταλμα.

 

Η διερεύνηση συνωμοσίας μπορεί να θέσει μια υπόθεση υπό διαφορετική οπτική γωνία και προσέγγιση ως προς την αναγκαιότητα της έκδοσης εντάλματος σύλληψης εναντίον ενός από τους συνωμότες και να οδηγήσει ένα Δικαστήριο στην έκδοση του εντάλματος σύλληψης του, εκεί όπου στην απουσία εύλογης υπόνοιας για συνωμοσία να απέκλινε από την έκδοση του. Στην προκειμένη όμως περίπτωση δεν είχε τεθεί ζήτημα επηρεασμού μαρτύρων, συνωμοτών ή άλλων, με το ζήτημα να περιορίζεται στη λήψη κατάθεσης από τον Αιτητή.

 

Είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι το υπό έλεγχο ένταλμα σύλληψης θα μπορεί να παραμείνει ισχυρό στην έκταση που αφορά τα αδικήματα εκτός των δύο αδικημάτων συνωμοσίας, στην περίπτωση που διαφανεί ότι ικανοποιείτο η προϋπόθεση της αναγκαιότητας για την έκδοση του.»

Στην υπό εξέταση περίπτωση, τα πρώτα τρία στον όρκο αφορούν στα αδικήματα της συνωμοσίας προς καταδολίευση, προς διάπραξη κακουργήματος και προς διάπραξη πλημμελήματος, με αναφορά στα αντίστοιχα άρθρα 302, 371 και 372 του Κεφ. 154. Ακολουθούν τα αδικήματα της κατάχρησης εξουσίας, παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος και δεκασμού δημόσιου λειτουργού, με αναφορά στα αντίστοιχα άρθρα 105, 134 και 100 του κεφ. 154. Τα υπόλοιπα 13 αδικήματα υπ' αρ. 7-19 παρατίθενται αυτούσια:

7) Συναλλαγές με αντιπρόσωπους οι οποίες υποδηλώνουν διαφθορά, Άρθρο 3 του περί Πρόληψης Διαφθοράς Νόμου, Κεφ. 16

8)       Εξασφάλιση εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις, Κεφ. 154, Άρθρο 305

 

9)      Πρόκληση εκτέλεσης εγγράφου με ψευδείς παραστάσεις, Κεφ. 154, Άρθρο 341

 

10)   Καταρτισμός εγγράφων χωρίς εξουσία, Κεφ. 154, Άρθρο 343

 

11)   Πλαστογραφία, Κεφ. 154, Άρθρα 331, 333 και 337

 

12)   Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, Κεφ. 154, Άρθρο 339

 

13)   Ανυπακοή σε διατάξεις νόμων που επιβάλλουν καθήκον, Κεφ. 154, Άρθρο 136

 

14)   Διέγερση για διάπραξη ποινικού αδικήματος Κεφ. 154, άρθρο 370

 

15)   Ο περί Όρκων Νόμος, Κεφ. 18

 

16)   Αδικήματα κατά παράβαση του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου 2012

 

17)   Αδικήματα κατά παράβαση του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν.95(Ι)/2000), Άρθρο 46

 

18)   Αδικήματα Διαφθοράς που ορίζονται από τον Νόμο που κυρώνει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς, Ν.23(ΙΙΙ)/2000, Άρθρα 2, 3, 7 και 8

 

19)   Αδικήματα κατά παράβαση του περί Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου 88(Ι)/2207 έως 2022

 

Η ίδια περιγραφή περιέχεται και στο ίδιο το ένταλμα σύλληψης το οποίο υπεγράφη από τον Επαρχιακό Δικαστή ο οποίος αναφέρει ότι αφού μελέτησε την ενώπιον του μαρτυρία και συγκεκριμένα την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, ικανοποιήθηκε λογικά για την «ύπαρξη εύλογης υπόνοιας ότι το πιο πάνω αναφερόμενο πρόσωπο εναντίον του οποίου ζητείται η έκδοση του παρόντος εντάλματος σύλληψης έχει διαπράξει τα αδικήματα που περιγράφονται στο παρόν ένταλμα».

Δεν υιοθετώ τη θέση του Αιτητή ότι η προσαχθείσα ένορκη μαρτυρία δεν είναι ικανή να δημιουργήσει εύλογη υποψία περί της διάπραξης αδικήματος από τον ίδιο. Η εν λόγω μαρτυρία υποστηρίζει τις υπόνοιες ότι υπήρχε ένα σχέδιο οργανωμένο και συντονισμένο, με την ανάμειξη δικηγορικού γραφείου στην Κύπρο και ενός μεγάλου πλέγματος εταιρειών εγγεγραμμένων τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό, οι οποίες ασχολούνταν με την προσέλκυση επενδυτών με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση κατ' εξαίρεση πολιτογράφησης αυτών και των οικογενειών τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οι υπόνοιες ενισχύονται από μαρτυρία περί του ότι οι αιτήσεις πιστοποιούνταν από Πρωτοκολλητές στην απουσία των αιτητών, αποκρύπτονταν στοιχεία από τα αρμόδια Υπουργεία για σκοπούς έγκρισης των αιτήσεων, υπήρχαν πιέσεις για την έγκριση των αιτήσεων με ανεπαρκή στοιχεία, έγιναν συμβάσεις με αιτήματα για μειωμένο συντελεστή ΦΠΑ, κατά παράβαση της σχετικής νομοθεσίας, χρησιμοποιήθηκαν εικονικές συναλλαγές και συμφωνίες και εικονικά ή πλαστά έγγραφα, και μαρτυρία περί του ότι τελικώς ενώ τα χρήματα των επενδυτών έπρεπε να παρέμεναν στην Κύπρο για συγκεκριμένο απαιτούμενο χρονικό διάστημα, αυτά πολύ πιο σύντομα κατέληγαν πίσω στο εξωτερικό στις εταιρείες. Όλες οι εμπλεκόμενες εταιρείες φέρονται να έχουν ως τελικό πραγματικό δικαιούχο τον Αιτητή, ο οποίος μάλιστα φαίνεται να χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους για να εξασφαλίσει και τη δική του κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση. Η ιδιότητα του Αιτητή ως διευθυντή ή μετόχου των εταιρειών δεν θα πρέπει να ιδωθεί αποσπασματικά και μικροσκοπικά, αλλά στο σύνολο της μαρτυρίας η οποία τείνει να καταδείξει τέτοιες ενέργειες των εταιρειών του υπόπτου οι οποίες δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτόν και να κριθούν ως εντελώς ανεξάρτητες. Το κριτήριο δεν είναι η απόδειξη της διάπραξης, αλλά η δημιουργία εύλογης υπόνοιας περί της εμπλοκής του Αιτητή στη διάπραξη αδικημάτων, κάτι το οποίο φαίνεται από το όλο σχέδιο, όπως περιγράφεται ανωτέρω. Αυτή ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου το οποίο, ανεξαρτήτως της αναφοράς του αστυνομικού, προέβη στο δικό του συμπέρασμα με βάση την ένορκη δήλωση - βλ. Πολυκάρπου (ανωτέρω).  

      Τα αδικήματα για τα οποία υπάρχει εύλογη υπόνοια αναφορικά με τον Αιτητή είναι σαφώς τα υπ' αρ. 7-14, τα οποία προσδιορίζονται στον όρκο με αναφορά στη φύση του αδικήματος και στο συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου το οποίο προβλέπει τη διάπραξη τους. Θεωρώ ότι δεν είναι αναγκαίος ο συσχετισμός της μαρτυρίας με το κάθε αδίκημα από τη στιγμή που προσδιορίζονται τόσο τα αδικήματα όσο και οι αποδιδόμενες ενέργειες ή παραλείψεις του υπόπτου οι οποίες δύνανται να συνδεθούν με αυτά. H υπό κρίση περίπτωση διαχωρίζεται από τις υποθέσεις Χριστοδούλου και Νεοφύτου (ανωτέρω) καθότι εδώ τα εν λόγω αδικήματα προσδιορίζονται με σαφήνεια τόσο στον όρκο όσο και στο ίδιο το εκδοθέν ένταλμα και το Δικαστήριο εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης αναφορικά με όλα τα αδικήματα, επομένως ικανοποιήθηκε ότι η μαρτυρία δημιουργούσε εύλογη υποψία για τη διάπραξη καθενός εξ αυτών, τα οποία είναι ξεχωριστά και διακριτέα (έστω και αν πηγάζουν από τα ίδια γεγονότα). Βασικά το Δικαστήριο κατέληξε ότι για το καθένα των αδικημάτων δικαιολογείτο η έκδοση του εντάλματος και είναι δυνατός ο διαχωρισμός των εν λόγω αδικημάτων από τα υπόλοιπα.  

      Θεωρώ επίσης ότι η τεθείσα μαρτυρία ήταν επαρκής για να δημιουργήσει εύλογη υποψία και για τη διάπραξη των αδικημάτων της συνωμοσίας υπ' αρ. 1-3. Παρόλο που δεν αναφέρεται ρητώς η όποια συνεννόηση μεταξύ των αναφερόμενων στον όρκο προσώπων και του υπόπτου, εντούτοις μέσα από το περιεχόμενο του όρκου, τόσο από την περιγραφή όσο και από την αναφορά σε συγκεκριμένες επικοινωνίες και έγγραφα, διαφαίνεται ότι το όλο πλαίσιο γεγονότων ήταν ένα προσχεδιασμένο και συνεννοημένο σχέδιο μεταξύ των εμπλεκομένων. Προκύπτει επίσης πως η καταδολίευση αφορά στις κατ' ισχυρισμό δόλιες ενέργειες οι οποίες είχαν απώτερο στόχο την έγκριση των αιτήσεων πολιτογράφησης. Σημειώνεται ότι και αυτά τα αδικήματα προσδιορίζονται σαφώς στον όρκο και στο ένταλμα και πάλι δύνανται να διαχωριστούν από τα υπόλοιπα αδικήματα.

      Αποτελεί εισήγηση του Αιτητή ότι τα αδικήματα υπ' αρ. 4-6, ήτοι της κατάχρησης εξουσίας, παραμέλησης υπηρεσιακού καθήκοντος και δεκασμού δημόσιου λειτουργού, δεν δύνανται εξ αντικειμένου να διαπραχθούν από τον Αιτητή καθότι αυτός ουδέποτε είχε την ιδιότητα του δημόσιου λειτουργού. Τα εν λόγω αδικήματα και πάλι προσδιορίζονται με σαφήνεια και θεωρώ ότι αυτά δύνανται να διαπραχθούν από τους αυτουργούς αλλά και από συνεργούς οι οποίοι μάλιστα φέρουν την ίδια ποινική ευθύνη ως οι αυτουργοί και δύνανται να καταδικαστούν ως συνεργοί ακόμη και αν κατηγορούνται μόνο ως αυτουργοί, αρκεί να κριθεί ότι είχαν την απαραίτητη γνώση για τα στοιχεία που συνιστούν το αδίκημα. Επομένως, θεωρώ ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία είναι τέτοιας φύσης η οποία αφενός δημιουργεί εύλογη υποψία περί της διάπραξης των εν λόγω ποινικών αδικημάτων από δημόσιους λειτουργούς και αφετέρου ότι ο Αιτητής ενέχεται στη διάπραξη αυτών ως συνεργός. Και αυτά τα αδικήματα διακρίνονται με τον ίδιο τρόπο από τα υπόλοιπα.

      Όσον αφορά τα αδικήματα υπ' αρ. 15 και 16, αυτά δεν προσδιορίζονται στον όρκο όπως τα προαναφερόμενα αδικήματα, παρά μόνο γίνεται αναφορά στον σχετικό Νόμο. Γι' αυτά θεωρώ ότι αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση για τη χορήγηση άδειας στη βάση του ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση της εύλογης υπόνοιας διάπραξης καθότι δεν προσδιορίζεται το αδίκημα.  

      Όσον αφορά το αδίκημα υπ' αρ. 17, ήτοι για δόλια αποφυγή καταβολής ΦΠΑ, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 46 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 έως (Αρ. 3) του 2023, Ν.95(Ι)/2000, είναι ορθή η εισήγηση του Αιτητή ότι στο εν λόγω άρθρο προβλέπονται διάφοροι τρόποι διάπραξης του εν λόγω αδικήματος και στον όρκο δεν καθορίζεται με σαφήνεια σε ποιον αφορά η υπό εξέταση υπόθεση. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση για τη χορήγηση άδειας και γι' αυτό το αδίκημα στην ίδια ως ανωτέρω βάση. 

      Και για το αδίκημα της διαφθοράς υπ' αρ. 18 αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση στην ίδια βάση, καθότι γι' αυτό γίνεται μεν αναφορά στα άρθρα 2, 3, 7 και 8, πλην όμως δεν προσδιορίζεται ποιο αδίκημα του Νόμου αποδίδεται στον Αιτητή.

      Το αδίκημα υπ' αρ. 19 προσδιορίζεται με παραπομπή στα άρθρα 2, 3, 7 και 8 του Ν.188(Ι)/2007, πλην όμως στον όρκο (σελ. 6) γίνεται ρητή αναφορά στο άρθρο 27 του Νόμου το οποίο θέτει την υποχρέωση ενημέρωσης της ΜΟΚΑΣ. Παρόλο που το εν λόγω άρθρο περιέχει δύο εδάφια που δημιουργούν αδίκημα, εντούτοις η περιγραφή της κατ' ισχυρισμό παράλειψης σε συνάρτηση με τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου άρθρου δεν αφήνει περιθώριο αμφιβολίας για ποιο αδίκημα αναφέρεται. Επομένως, γι' αυτό θεωρώ ότι το Δικαστήριο ορθώς ικανοποιήθηκε για την εύλογη υποψία σύνδεσης του Αιτητή με τη διάπραξη του αδικήματος το οποίο και πάλι διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα.

      Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Κ., Πολ. Αίτηση Αρ. 19/2022, ημερ. 13.1.2023, ECLI:CY:AD:2023:B79, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Το γεγονός ότι το Κατώτερο Δικαστήριο δεν απάλειψε ή προσδιόρισε επακριβώς τα ποινικά αδικήματα για τα οποία εξέδωσε το υπό κρίση Ένταλμα Σύλληψης δεν μπορούσε, στις περιστάσεις της υπό εξέταση περίπτωσης, να ενέχει τις συνέπειες που υποστηρίχθηκαν από πλευράς Εφεσείοντα, ήτοι της γενικής αναφοράς σε αδικήματα που φέρεται να έχουν διαπραχθεί κατά παράβαση συγκεκριμένων νόμων, χωρίς ο ύποπτος να συσχετίζεται. Μελέτη του Αστυνομικού Όρκου - ο οποίος είναι υψίστης σπουδαιότητας και αποτελεί το υπόβαθρο κρίσης περί του ευλόγου της υπόνοιας - αποκάλυπτε μαρτυρία που εύλογα ενέπλεκε τον Εφεσείοντα στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων στο σύνολο τους. Το Κατώτερο Δικαστήριο αναφέρθηκε στα ποινικά αδικήματα που περιγράφονταν στον Αστυνομικό Όρκο και στο ότι είχε ικανοποιηθεί σε σχέση με την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας σε βάρος του Εφεσείοντα περί της διάπραξης των εν λόγω υπό διερεύνηση αδικημάτων, καθώς και της αναγκαιότητας έκδοσης του αιτούμενου Εντάλματος Σύλληψης στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης όπως αυτά αναφύονταν από τον εν λόγω Αστυνομικό Όρκο.»

 

      Όσον αφορά τα αδικήματα για τα οποία κρίνω ότι υπήρχε επαρκής μαρτυρία που δημιουργούσε εύλογη υποψία για τη διάπραξη τους από τον Αιτητή, επέρχεται το ερώτημα του κατά πόσο ήταν αναγκαία η έκδοση του εντάλματος σύλληψης εναντίον του.

      Στον όρκο αναφέρεται ότι από την ημερομηνία έναρξης της διερεύνησης της υπόθεσης μέχρι και σήμερα, ο ύποπτος αναζητήθηκε χωρίς να εντοπιστεί και από πληροφορίες αυτός διαμένει στο εξωτερικό όπου και δραστηριοποιείται. Αναφέρεται επίσης ότι την ημέρα του όρκου, λήφθηκαν πληροφορίες ότι ο ύποπτος βρίσκεται στην Κύπρο σε άγνωστη διεύθυνση στην επαρχία Λάρνακας. Σύμφωνα πάντα με τον όρκο του αστυνομικού, από έλεγχο που έγινε στο σύστημα αφιξοαναχωρήσεων, δεν εντοπίζεται πρόσφατα στην Κυπριακή Δημοκρατία και συνεπώς είναι άγνωστη η ημερομηνία αναχώρησης του και υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η άφιξη και αναχώρηση του να έγιναν μέσω μη ελεγχόμενων περιοχών από τη Δημοκρατία. Γι' αυτό και λόγω του ότι οι αστυνομικές ανακρίσεις δεν έχουν ολοκληρωθεί, η σύλληψη του υπόπτου είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη για τη διερεύνηση των αδικημάτων, αλλά και προς αποφυγή μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκαν ή πρόκειται να ληφθούν καταθέσεις σε σχέση με την υπόθεση, καταστροφής τεκμηρίων και προς αποφυγή της πιθανότητας διαφυγής του υπόπτου από τις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας. Το Δικαστήριο ανέφερε ότι ικανοποιήθηκε λογικά πως τα περιστατικά της υπόθεσης όπως αναφύονται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση καθιστούν την έκδοση του εντάλματος σύλληψης αναγκαία και επιθυμητή.

      Κατ' αρχάς η θέση του Αιτητή ότι ο ύποπτος βρίσκεται στο εξωτερικό δεν επιβεβαιώνεται από τον όρκο σύμφωνα με τον οποίο, κατόπιν πληροφορίας της ημέρας, ο ύποπτος βρισκόταν στην Κύπρο σε άγνωστη διεύθυνση σε συγκεκριμένη επαρχία. Οι έρευνες και ανακρίσεις είχαν ήδη ξεκινήσει και ακόμη βρίσκονταν σε εξέλιξη, εξού και η ανάγκη έκδοσης του εντάλματος. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον όρκο, αναμένονταν τα αποτελέσματα αποκάλυψης τραπεζικών δεδομένων, και επομένως υπήρχε ακόμα ανακριτικό έργο να επιτελεσθεί για την πλήρη εξιχνίαση της υπόθεσης. Πρόκειται για ένα πολύπλοκο πλέγμα γεγονότων, σύμφωνα πάντα με τον όρκο. Σχετική είναι η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Neil Lee Cook (Αρ. 2) (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268 στην οποία επαναλήφθηκε ότι η διευκόλυνση των ανακρίσεων είναι γνωστός λόγος για την έκδοση εντάλματος σύλληψης.

      Η θέση ότι δεν αναφέρονται συλλήψεις άλλων προσώπων δεν είναι απολύτως ορθή καθότι στον όρκο αναφέρεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης του JWS. Εν πάση περιπτώσει το γεγονός της μη σύλληψης άλλων προσώπων δεν εξουδετερώνει από μόνο του την ανάγκη έκδοσης του εντάλματος σύλληψης του Αιτητή. Οι έρευνες και ανακρίσεις ακόμη συνεχίζονται, στα πλαίσια των οποίων εκδόθηκαν εντάλματα έρευνας, λήφθηκαν δικαστικά διατάγματα αποκάλυψης και κατακράτησης τεκμηρίων και κλήθηκαν πρόσωπα για ανάκριση και λήψη κατάθεσης.

      Ο ισχυρισμός του Αιτητή πως ουδέποτε κλήθηκε να παρουσιαστεί θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από τη μαρτυρία του αστυνομικού ότι ο ύποπτος αναζητήθηκε και δεν εντοπίστηκε, καθιστώντας αναγκαία την έκδοση εντάλματος σύλληψης του.

      Με βάση το σύνολο του περιεχομένου του όρκου, η αναφορά του αστυνομικού περί ανάγκης έκδοσης του εντάλματος δεν παρέμεινε στη σφαίρα της γενικότητας και αοριστίας, ως η θέση του Αιτητή, αλλά προέκυπτε από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία. Επομένως, ούτε και η αναφορά του Δικαστηρίου στα περιστατικά της υπόθεσης ήταν γενική και αόριστη αφού το ίδιο το Δικαστήριο παρέπεμψε στον όρκο του αστυνομικού που υποστήριζε την αίτηση.

      Από τη στιγμή που υπολειπόταν ανακριτικό έργο, η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων ή καταστροφής τεκμηρίων ήταν υπαρκτή, ανεξαρτήτως του πού βρίσκεται ο Αιτητής.

      Με βάση τα πιο πάνω θεωρώ ότι η αναγκαιότητα περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης προέκυπτε χωρίς δυσκολία από τον όρκο καθιστώντας αναγκαία την ανάγκη έκδοσης του εντάλματος σύλληψης, σύμφωνα και με τις πρόνοιες του Άρθρου 11.2(γ) του Συντάγματος και επομένως η Αίτηση δικαιολογείται ως προς την παραχώρηση άδειας μόνο για τα αδικήματα υπ' αρ. 15, 16, 17 και 18.

      Ως εκ τούτου παρέχεται άδεια στον Αιτητή να καταχωρίσει δια κλήσεως αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά μόνο με τα αδικήματα υπ' αρ. 15, 16, 17 και 18 για τους πιο πάνω λόγους. Η αίτηση να καταχωριστεί σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα τουλάχιστον τρεις μέρες πριν τη δικάσιμο. Εφόσον καταχωριστεί, η Πρωτοκολλητής να την ορίσει στις 9.11.23 στις 09:00 για οδηγίες.

      Η Αίτηση αναφορικά με τα υπόλοιπα αδικήματα απορρίπτεται.

      Τα έξοδα της Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της δια κλήσεως αίτησης.

       

                                                                        Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο