ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
13 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014)
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
2. MARFIN INVESTMENT GROUP HOLDINGS S.A.
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1 & 12,
ν.
CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
________________________________________________
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014)
1. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑΣ
2. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΑΓΕΙΡΑΣ
Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 2 & 3,
ν.
CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD
Εφεσίβλητης/Ενάγουσας.
________________________________________________
Ν. Θρασυβούλου, για Νικόλας Θρασυβούλου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην Ε141/2014.
Α. Χαβιαράς για Χαβιαράς & Φιλίππου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες στην Ε142/2014.
Δ. Αραούζος, για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για την Εφεσίβλητη.
________________________________________________
ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.
________________________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο των Εφέσεων είναι η Ενδιάμεση Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 23/5/2014, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 8400/2012, με την οποία τα Προσωρινά Διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς στις 8/5/2013 στη βάση της Αίτησης της Εφεσίβλητης, ημερ. 29/4/2013, κατέστησαν απόλυτα.
Τα μονομερώς εκδοθέντα Διατάγματα υπήρξαν δραστικά αφού παγοποιούσαν περιουσιακά στοιχεία εντός και εκτός Κύπρου τεσσάρων Εναγόμενων, δηλαδή των Εναγόμενων 1, 2, 3 και 12. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους Εναγόμενους 1 και 2 η παγοποίηση αφορούσε μέχρι ποσό €3,79 δις, ενώ σε ό,τι αφορά τον Εναγόμενο 3 μέχρι ποσού €1,5 δις. Όσον αφορά την Εναγόμενη 12 απαγορεύτηκε να μεταβιβάσει στους Εφεσείοντες 1-3 περιουσιακά στοιχεία υπό τους όρους που περιγράφονται στο Διάταγμα. Επιπλέον, εκδόθηκαν και επικουρικά Διατάγματα αποκάλυψης, με τα οποία οι Εναγόμενοι 1-3 διατάσσονταν όπως, μέσα στην ταχθείσα από τα Διατάγματα προθεσμία, προσδιορίσουν ενόρκως όλα τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων είχαν συμφέρον ανά το παγκόσμιο.
Ως γνωστό η Εφεσίβλητη Τράπεζα είχε τεθεί υπό καθεστώς εξυγίανσης δυνάμει των προνοιών του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου 17(Ι)/2013, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/3/2013. Μερικούς, όμως, μήνες προηγουμένως και συγκεκριμένα στις 26/11/2012, η Εφεσίβλητη καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στην Αγωγή με αρ. 8400/2012, με το οποίο αξίωνε εναντίον 12 προσώπων αποζημιώσεις μερικών δισεκατομμυρίων ευρώ. Μεταξύ αυτών ήταν και οι Ελλαδίτες Ανδρέας Βγενόπουλος, Ευθύμιος Μπουλούτας και Κυριάκος Μάγειρας - Εναγόμενοι 1, 2 και 3, αντίστοιχα - οι οποίοι είχαν διατελέσει στο παρελθόν αξιωματούχοι της Εφεσίβλητης.
Η Εφεσίβλητη αποδίδει ειδικότερα στους Εναγόμενους 1, 2 και 3 ότι αυτοί εκμεταλλεύτηκαν τις ψηλές θέσεις και αξιώματα που κατείχαν στην Εφεσίβλητη και στον Όμιλο της, παραβιάζοντας τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα εμπιστοσύνης και καλής πίστης που όφειλαν ως αξιωματούχοι και διοικητικοί σύμβουλοι εταιρείας, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να υποστεί ζημιές. Τους καταλογίζεται, ακόμη, παράβαση εμπιστεύματος, νομοθετημάτων, επίδειξη αμέλειας, συνωμοσία, με αποτέλεσμα η Εφεσίβλητη να υποστεί ζημιές. Ακόμη, ενώ κατείχαν διοικητικές ή διευθυντικές θέσεις τόσο στην Εφεσίβλητη, όσο και στη θυγατρική Marfin Egnatia Bank S.A., δεν ενήργησαν με τα καθιερωμένα καθήκοντα πίστης και/ή εμπιστοσύνης, με αποτέλεσμα «την καταστροφική επιβάρυνση της ενάγουσας με όλες τις ζημίες και/ή ζημιογόνες τραπεζικές πιστωτικές διευκολύνσεις για υπέρογκα ποσά που είχαν εσφαλμένα χορηγηθεί και/ή επιτραπεί να χορηγηθούν από την πιο πάνω θυγατρική της ενάγουσας εν γνώσει των εναγομένων και/ή ως αποτέλεσμα των επιζήμιων πράξεων και παραλείψεων τους, χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις και/ή με καθόλου εξασφαλίσεις».
Καταχωρίστηκαν δύο ενστάσεις. Μία εκ μέρους του Εναγόμενου 1 και μία εκ μέρους των Εναγόμενων 2 και 3. Οι ενστάσεις υποστηρίζονταν από ένορκες δηλώσεις. Με άδεια του Δικαστηρίου καταχωρίστηκαν συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, μία εκ μέρους της Ενάγουσας/Εφεσίβλητης και μία εκ μέρους των Εναγόμενων 1, 2 και 3. Ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έθεσε ενώπιον του και τις αγορεύσεις των μερών, εξέδωσε την Απόφαση του με την οποία αποφάσισε όπως τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα καταστούν απόλυτα.
Με την παρούσα Έφεση προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου σε όλες τις πτυχές της. Συγκεκριμένα, οι Εφεσείοντες θεωρούν ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι συνέτρεχε το κατεπείγον και άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις ως δικαιοδοτικός όρος (4ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 5ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014) και εσφαλμένα και αναιτιολόγητα δεν αποδέχθηκε τη θέση ότι η Εφεσίβλητη απέκρυψε και/ή δεν προέβη σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων (1ος και 2ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 3ος και 4ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014). Επιπλέον, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, καθώς και η κατάληξη του ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε υπέρ της Εφεσίβλητης (6ος, 7ος, 8ος, 9ος και 10ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 1ος, 7ος, 12ος και 8ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014). Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο για να καταλήξει ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας έκλεινε υπέρ της Εφεσίβλητης, εσφαλμένα έλαβε υπόψη εξωγενείς παράγοντες (11ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 9ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014). Προσβάλλεται, επίσης, ως λανθασμένη η κρίση του ότι η ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση της Εφεσίβλητης δεν ήταν αντικανονική (12ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 14ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014). Τίθεται, επίσης, ζήτημα εσφαλμένης μη αναθεώρησης του ποσού της εγγύησης (13ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 10ος Λόγος Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014). Εγείρεται, τέλος, θέμα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε ότι δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει τα Διατάγματα (14ος και 15ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και 11ος και 13ος Λόγοι Έφεσης στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014).
Ως εκ της φύσεως και αντικειμένου τους προέχει η εξέταση των Λόγων Έφεσης που αφορούν στο Κατεπείγον ή στις ιδιαίτερες περιστάσεις έκδοσης των Διαταγμάτων, εφόσον διαπίστωση μη ύπαρξης του δικαιοδοτικού αυτού όρου στο πλαίσιο της μονομερούς έκδοσης ενός διατάγματος, ενδεχομένως να έχει καταλυτική σημασία στην τύχη της Έφεσης.
Είναι η θέση των Εφεσειόντων ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για έκδοση (και οριστικοποίηση) των επίδικων Διαταγμάτων, εφόσον δεν υπήρχε ο δικαιοδοτικός όρος του Κατεπείγοντος ή άλλων ειδικών περιστάσεων που να δικαιολογούσαν την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς. Προσβάλλεται, συναφώς, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι συνέτρεχε ο εν λόγω δικαιοδοτικός όρος και ότι η Εφεσίβλητη είχε εξηγήσει πλήρως τους λόγους για τους οποίους υπήρξε χρονική διάσταση μεταξύ της καταχώρισης της Αγωγής και της καταχώρισης της Αίτησης.
Όπως προσφάτως τονίστηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Nikolai Ivanovich Kazakov, Πολιτική Έφεση Αρ. 72/2022, ECLI:CY:AD:2023:A252, ημερ. 17/7/2023, «Το δικαίωμα του καθενός να λαμβάνει γνώση για οιαδήποτε δικαστική διαδικασία τον αφορά ή μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα του και να παραστεί στη διαδικασία και να ακουστεί, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. «Η λυδία λίθος της δίκαιης δίκης είναι το δικαίωμα ακρόασης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Χριστοφίδης (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 613, 617). Η διεξαγωγή κάθε διαδικασίας στην παρουσία όλων των ενδιαφερομένων ή εφόσον έχουν όλοι δεόντως ειδοποιηθεί, είναι ο κανόνας. Μόνο κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να δικαιολογηθεί παρέκκλιση από τον θεμελιακό αυτό κανόνα».
Στην υπόθεση Cyprus Sulphur κ.ά. v. Παραρλάμα κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1040 λέχθηκε πως:
«Η αρχή «ουδείς δικάζεται ανήκουστος» είναι καλά εμπεδωμένη στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. Είναι βασική αρχή δικαίου ότι το Δικαστήριο αποφασίζει τις διαφορές των μερών αφού ακούσει και τους δύο διάδικους. Δεν εκδίδει διαταγή πριν ακούσει και το άλλο μέρος. Αυτό εκφράζεται με το λατινικό αξίωμα audi alteram partem. Κατά παρέκκλιση όμως ο νομοθέτης, σε κατεπείγουσες περιπτώσεις ή άλλες ιδιάζουσες περιστάσεις, για να είναι αποτελεσματική η θεραπεία, επιτρέπει την έκδοση διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση στο άλλο μέρος. Αυτό έχει νομοθετηθεί με το εδάφιο (1) του Άρθρου 9 του Κεφ. 6.»
Για τη χορήγηση θεραπείας χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά το Άρθρο 9(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου προβλέπει:-
«9.-(1) Κάθε διάταγμα, το οποίο το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει δύναται, όταν αποδειχθεί το κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις, να εκδοθεί με αίτηση του ενός από τους διαδίκους χωρίς ειδοποίηση στον άλλο.»
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο. Μόνο, εφόσον καταδεικνύεται το κατεπείγον του αιτήματος, δικαιολογείται, όλως εξαιρετικά, η άσκηση δικαστικής εξουσίας στην απουσία της άλλης πλευράς. Μόνο τότε μπορεί να συγχωρεθεί η παρέκκλιση από το θεμελιώδη κανόνα της δικαιοσύνης, να ακούσει και τα δύο μέρη πριν εκφέρει κρίση (βλ. Resola (Cyprus) Ltd v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, In Re Stavros Hotel Apartments Ltd (1994) 1 Α.Α.Δ. 836 και In Re B.P. CYPRUS LTD (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 861).
Στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453, σελ. 1462, τονίστηκε ότι:-
«Η έκδοση προσωρινού διατάγματος εξ πάρτε, συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.»
Στην υπόθεση Aspis Liberty Insurance Co Ltd v. Ε. Σιακατίδου, (2014) 1 Α.Α.Δ. 637 υπογραμμίσθηκε ότι:
«Ένα διάταγμα υπόκειται σε ακύρωση όταν το στοιχείο του κατεπείγοντος απουσιάζει, εφόσον κατά πάγια νομολογία απουσιάζει κατ' αναλογίαν το δικαιοδοτικό βάθρο και η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση του στην απουσία του αντιδίκου (Stavros Hotel Apartments Ltd (Νο. 2) (1994) 1. Α.Α.Δ. 836, 841, Babel Boutique Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 947, 954, Ιερά Μητρόπολη Πάφου ν. Aristo Developers Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1377 και Αμβροσιάδου κ.ά. v. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78).»
Η νομολογία καταδεικνύει ότι το κατεπείγον, ως δικαιοδοτικός όρος, μπορεί να κρίνεται στο πλαίσιο έφεσης με την οποία προσβάλλεται η απόφαση οριστικοποίησης ενός διατάγματος, εφόσον είχε εγερθεί ως θέμα πρωτοδίκως και εγείρεται κατ' έφεση (βλ. Αμβροσιάδου v. Coward (2013) 1 Α.Α.Δ. 78 και Aspis Liberty Insurance Co Ltd v. Ε. Σιακατίδου (ανωτέρω)).
Τα γεγονότα που κατά την Εφεσίβλητη στοιχειοθετούσαν το Κατεπείγον και τις ιδιαίτερες περιστάσεις για τη μονομερή έκδοση των επίδικων Διαταγμάτων και την επείγουσα ανάγκη για παροχή θεραπείας άνευ ετέρου περιέχονται, κατά κύριο λόγο, στις ακόλουθες παραγράφους της ένορκης δήλωσης Α. Γλυκή που συνόδευε τη μονομερή Αίτηση, τις οποίες κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτολεξεί:
«247. Ενόψει της συνολικής αντικατάστασης του Διοικητικού Συμβουλίου των Αιτητών μετά τα γνωστά γεγονότα του Μαΐου 2012, δηλαδή της απόφασης της Κυπριακής Δημοκρατίας να παρέχει στήριξη στους Αιτητές και να διασφαλίσει την ομαλότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κύπρου μέσω της αναδοχής και της μετέπειτα κατά πλειοψηφικό τρόπο συμμετοχής στο μετοχικό κεφάλαιο τους, το Διοικητικό Συμβούλιο υπό τη νέα του σύνθεση κλήθηκε πρώτα να εξοικειωθεί για τα τόσα πολλά και σημαντικά εκκρεμούντα ζητήματα του Ομίλου των Αιτητών. Την ίδια στιγμή καλείτο να λαμβάνει πάνω σε καθημερινή βάση σημαντικές αποφάσεις που απαιτούσαν συνεχή μελέτη και σχεδιασμό.
248. Παράλληλα, το νέο Διοικητικό Συμβούλιο ανέλαβε μαζί με τους τότε δικηγόρους των Αιτητών το εξαιρετικά δύσκολο έργο να αντιληφθεί ακριβώς τι είχε συμβεί σε σχέση με την παρούσα υπόθεση και να συλλέξει όσες περισσότερες πληροφορίες και μαρτυρία ήταν δυνατό. Όπως το ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να διαπιστώσει, η αγωγή αφορά σε αξιώσεις εναντίον της πρώην διοίκησης μιας τράπεζας. Όταν η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε με το γενικώς οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα στις 26/11/2012, οι Αιτητές είχαν σχηματίσει (μετά από εκτεταμένες έρευνες που χρειάστηκαν απίστευτο χρόνο και συνεισφορά από αρκετούς υπαλλήλους των Αιτητών και τους δικηγόρους τους) την άποψη ότι είχαν βάσιμη και καλή υπόθεση εναντίον των 11 προσώπων που τότε αναφέρονταν στην Αγωγή με βάση τα αναφερόμενα αγώγιμα δικαιώματα. Την ίδια στιγμή οι Αιτητές σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι εάν η Αγωγή επιτύχει θα πρέπει να υπάρχει το μέγιστο δυνατό αντίκρισμα για να ικανοποιηθεί. Και αυτό θα επιτυγχανόταν με διατάγματα του τύπου που οι Αιτητές ζητούν με την παρούσα Αίτηση. Έχοντας κυρίως υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι Καθ' ων η Αίτηση ενεργούσαν και τις ειδικές περιστάσεις της όλης υπόθεσης, η θέση των Αιτητών ήταν ότι μια αίτηση για τέτοια προσωρινά απαγορευτικά διατάγματα κατά των Καθ' ων η Αίτηση θα έπρεπε να καταχωρηθεί μονομερώς. Ως αναφέρεται πιο κάτω, εάν οι Καθ' ων η Αίτηση ελάμβαναν ειδοποίηση επί του προτεινόμενου Διατάγματος, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αποξενώσουν και να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία. Φαίνεται να έχουν ένα μεγάλο δίκτυο εταιρειών, και έχουν πείρα στην διακίνηση χρημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων δια μέσω χωρών. Ως φαίνεται από τα πιο πάνω παραδείγματα, έχουν επανειλημμένα εμπλακεί σε διάφορες λανθασμένες ενέργειες, περιλαμβανομένων σοβαρών εσκεμμένων σφαλμάτων, και έχουν κάθε κίνητρο να αποφύγουν την εκτέλεση μιας μεγάλης απόφασης που στρέφεται εναντίον τους.
249. Ο βασικός όμως λόγος που η παρούσα Αίτηση δεν καταχωρήθηκε νωρίτερα ήταν ότι παρά το ότι η Αγωγή θα μπορούσε να εγερθεί, κάτι το οποίο ήταν σημαντικό τόσο διαδικαστικά όσο και δικαιοδοτικά, οι Αιτητές θα έπρεπε να επεκτείνουνε περαιτέρω τις έρευνες τους με συγκεκριμένο τρόπο και προς συγκεκριμένη κατεύθυνση αναφορικά με κάποια από τα ζητήματα και επίσης να εξασφαλίσουν περαιτέρω πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με διάφορα ζητήματα και για τα οποία ένοιωθαν ότι χρειαζόταν περισσότερη σε βάθος έρευνα.
250. Όπως εξάλλου η ίδια η Ένορκη Δήλωση μας δείχνει, η διαδικασία ήταν αναπόφευκτα κοπιαστική, δύσκολη και παρατεταμένη και έπρεπε να συνεργαστούν πάρα πολλά πρόσωπα εντός και εκτός των Αιτητών για να πάρει την τελική της μορφή, ώστε να φθάσουν σε ένα σημείο όπου η Αίτηση θα μπορούσε να ετοιμαστεί στα ορθά πλαίσια. Με σκοπό βεβαίως να εκπληρώσουν οι Αιτητές το καθήκον της πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων προς το Δικαστήριο.
251. Έπειτα διαμεσολάβησε η αναταραχή της διαδικασίας εξυγίανσης και του διορισμού της Διαχειρίστριας με αποτέλεσμα να χρειαστεί ακόμη λίγος χρόνος. Ν' αναφέρω επίσης, όπως εξάλλου δηλώνω και πιο πάνω, ότι η έρευνα ακόμη δεν έχει συμπληρωθεί και συνεχίζεται.
.....................................
253. Η Αγωγή στην παρούσα διαδικασία δεν έχει ακόμη επιδοθεί στους Καθ' ων η Αίτηση και εξ όσων γνωρίζω δεν γνωρίζουν (εκτός ίσως με τον πλέον γενικό τρόπο ή να υποψιάζονται) το γεγονός ότι οι «δραστηριότητες» τους έχουν γίνει γνωστές με κάθε λεπτομέρεια στο τελευταίο Διοικητικό Συμβούλιο που είχε παυθεί το Μάρτιο του 2013 ή στη Διαχειρίστρια. Οι Αιτητές ανησυχούν λοιπόν ότι τώρα που οι ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις τους πρόκειται να καταστούν γνωστές, θα ενεργήσουν (σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία τους) με τέτοιο τρόπο ώστε να εμποδίσουν τους Αιτητές από την εκτέλεση της απόφασης.
254.Οι ανησυχίες των Αιτητών (όπως περιγράφονται ανωτέρω), ενισχύονται από μια σειρά από παράγοντες, κυρίως την ίδια τη φύση των δραστηριοτήτων στις οποίες οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν εμπλακεί και την πορεία που έχουν επιδείξει. Ειδικότερα:
(α) το γεγονός ότι οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν υποπέσει σε κακή πίστη και εκ προθέσεως ζημιογόνες πράξεις και παραλείψεις (στα σημεία που περιγράφονται παραπάνω) δείχνει ότι είναι το είδος των ατόμων που είναι πιθανό να καταφύγουν σε παρόμοιες δραστηριότητες (σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία τους) όταν γίνει φανερό ότι οι Αιτητές επιδιώκουν να διεκδικήσουν εναντίον τους πολύ μεγάλα ποσά ως αποζημίωση, και
(β) ως έμπειροι επιχειρηματίες και τραπεζίτες που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο και γνωρίζουν πως γίνονται μεταβιβάσεις και μεταφορές μεγάλων χρηματικών ποσών και περίπλοκων χρηματοπιστωτικών μέσων, οι Καθ' ων η Αίτηση έχουν σαφώς την οικονομική γνώση και τα αναγκαία μέσα για να τα αποξενώσουν ή αποκρύψουν κατά τρόπο που θα ήταν ιδιαίτερα επιζήμιος για τους Αιτητές.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το θέμα του Κατεπείγοντος, αφού σημείωσε τη χρονική διάσταση μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της Αγωγής και της ημερομηνίας καταχώρισης της επίδικης Αίτησης, έκρινε ότι υπό το φως του ιστορικού της υπόθεσης η οποία, όπως ανέφερε, κάλυπτε «ένα ευρύτατο φάσμα καταστάσεων και γεγονότων», ως αβάσιμη την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι η συλλογή πληροφοριών για τα όσα τους αποδίδονταν ήταν πολύ εύκολη, θεωρώντας ότι οι εισηγήσεις περί του αντιθέτου που είχε δώσει η Εφεσίβλητη ήταν «καθόλα πειστικές».
Επιπλέον, αφού επεσήμανε ότι η εξέταση των εκατέρωθεν θέσεων θα έπρεπε να γίνει υπό το φως της πιο πάνω «ιδιαιτερότητας της υπόθεσης και υπό το πρίσμα της νομολογιακής διαπίστωσης ότι το στοιχείο του χρόνου δεν είναι ο μόνος παράγοντας, εφόσον ο ίδιος ο Νόμος θέτει ως προϋπόθεση και «οποιαδήποτε άλλη ιδιαίτερη περίσταση», όπως είναι ο κίνδυνος η επίδοση της αίτησης να αποτελέσει το έναυσμα για αποξένωση περιουσίας», αποδέχτηκε τη θέση της Εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία «έχοντας κυρίως υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι καθ' ων η αίτηση ενεργούσαν», υφίσταντο ακριβώς τέτοιες ειδικές περιστάσεις.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, με δεδομένη τη χρονική διάσταση μεταξύ της ημερομηνίας καταχώρισης της Αγωγής και της ημερομηνίας καταχώρισης της μονομερούς Αίτησης, έχει ιδιαίτερη σημασία να αναδειχθούν από την ίδια την Ένορκη Δήλωση που υποστήριξε τη μονομερή Αίτηση οι λόγοι της σημειωθείσας καθυστέρησης.
Στην παρ. 249 της Ένορκης Δήλωσης Γλυκή (το περιεχόμενο της οποίας έχει ήδη παρατεθεί) εξηγείται η μη καταχώριση της Αίτησης ενωρίτερα. Ο ισχυρισμός που προβλήθηκε, εν προκειμένω, ήταν ότι οι Εφεσίβλητοι θα έπρεπε να επεκτείνουν «περαιτέρω τις έρευνες τους με συγκεκριμένο τρόπο και προς συγκεκριμένη κατεύθυνση αναφορικά με κάποια από τα ζητήματα», καθώς επίσης και «να εξασφαλίσουν περαιτέρω πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με διάφορα ζητήματα για τα οποία ένοιωθαν ότι χρειαζόταν περισσότερη σε βάθος έρευνα».
Με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο η δική μας θέση είναι ότι πρόκειται περί γενικόλογων και αόριστων αναφορών, οι οποίες μάλιστα συνιστούσαν και το «βασικό» λόγο που η Αίτηση δεν καταχωρίστηκε ενωρίτερα. Πουθενά δεν αποκαλύπτεται είτε ο «συγκεκριμένος τρόπος», είτε η «συγκεκριμένη κατεύθυνση» που οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να επεκτείνουν, περαιτέρω, τις έρευνες τους, αλλά ούτε και προσδιορίζονται τα ζητήματα εκείνα αναφορικά με τα οποία έπρεπε να επεκτείνουν τις έρευνες τους για να εξασφαλίσουν περαιτέρω πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία.
Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 Α.Α.Δ. 25, «προς απόδοση μονομερώς θεραπείας και μάλιστα στα στενά πλαίσια που επιβάλλει η φύση της υπό εξέταση αίτησης, θα έπρεπε να προβληθούν συγκεκριμένοι και σαφείς ισχυρισμοί που να διαφοροποιούν τα πράγματα από τη «συνήθη περίπτωση» και να δικαιολογούν την ύπαρξη του κατεπείγοντος με τέτοια ένταση, ώστε να μην μπορούσε να δοθεί χρόνος λίγων ημερών για να κοινοποιηθεί η αίτηση στην άλλη πλευρά». Αόριστοι και γενικόλογοι ισχυρισμοί, όπως εν προκειμένω, ασφαλώς και δεν στοιχειοθετούσαν, ούτε θεμελίωναν, την ύπαρξη ανάγκης για παροχή θεραπείας άνευ ειδοποιήσεως.
Όπως είναι νομολογημένο, ένας διάδικος που αιτείται μονομερώς θεραπεία από το Δικαστήριο πρέπει να προσκομίσει μαρτυρία σχετικά με τη χρονική στιγμή κατά την οποία περιήλθαν στη γνώση του τα γεγονότα τα οποία επικαλείται και να δείξει ότι κατά την εν λόγω χρονική στιγμή δεν του παρείχετο η δυνατότητα να κινήσει τις νενομισμένες διαδικασίες.
Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, εν προκειμένω, πως από το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα που οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν πέντε και πλέον μήνες πριν από την καταχώριση της μονομερούς Αίτησης, είχαν εγείρει αποκρυσταλλωμένες αξιώσεις οι οποίες βασίζονταν σε συγκεκριμένες κατ' ισχυρισμόν παραβάσεις των καθηκόντων και υποχρεώσεων που οι Εφεσείοντες ως διοικητικοί σύμβουλοι και αξιωματούχοι είχαν έναντι των Εφεσίβλητων, οι οποίες παραβάσεις, κατά τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, προκάλεσαν ζημιές στους Εφεσίβλητους. Από αυτό ακριβώς αποκαλύπτεται ότι οι Εφεσίβλητοι γνώριζαν για την κατ' ισχυρισμό ζημιογόνο συμπεριφορά των Εφεσειόντων και ήταν, μάλιστα, σε θέση να διατυπώσουν επακριβώς τις παραβάσεις των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους απέδιδαν. Μάλιστα οι ίδιοι οι Εφεσίβλητοι, μέσω της ένορκης δήλωσης Γλυκή, ανέφεραν ότι κατά το στάδιο της καταχώρισης του Γενικά Οπισθογραφημένου Κλητηρίου Εντάλματος στις 26/11/2012 είχαν σχηματίσει, και τούτο κατόπιν «εκτεταμένων» ερευνών, την άποψη ότι είχαν βάσιμη και καλή υπόθεση εναντίον των 11 προσώπων που τότε περιλαμβάνονταν ως Εναγόμενοι στην Αγωγή, με βάση τα αναφερόμενα αγώγιμα δικαιώματα (βλ. παρ. 248 Ένορκη Δήλωση Γλυκή).
Ό,τι φαίνεται να θεωρήθηκε καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή των Εφεσίβλητων να επιδιώξουν θεραπείες με μονομερή Αίτηση, ήταν «οι ειδικές περιστάσεις της όλης υπόθεσης» οι οποίες αφορούσαν στους φόβους τους πως η επίδοση της Αίτησης θα αποτελούσε το έναυσμα για αποξένωση περιουσίας. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε το ζήτημα στην παρ. 248 της Ένορκης Δήλωσης Γλυκή, «εάν οι καθ' ων η αίτηση ελάμβαναν ειδοποίηση επί του προτεινόμενου διατάγματος, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αποξενώσουν και να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία». Τους φόβους αυτούς οι Εφεσίβλητοι τους στήριξαν στον «τρόπο με τον οποίο οι καθ' ων η αίτηση ενεργούσαν και τις ειδικές περιστάσεις της όλης υπόθεσης» εφόσον, σύμφωνα με τους Εφεσίβλητους, οι Εφεσείοντες «φαίνεται να έχουν ένα μεγάλο δίκτυο εταιρειών και έχουν πείρα στην διακίνηση χρημάτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων δια μέσω χωρών» και ότι «ως φαίνεται έχουν επανειλημμένα εμπλακεί σε διάφορες λανθασμένες ενέργειες, περιλαμβανομένων σοβαρών εσκεμμένων σφαλμάτων, και έχουν κάθε κίνητρο να αποφύγουν την εκτέλεση μιας μεγάλης απόφασης που στρέφεται εναντίον τους».
Εν πρώτοις, όταν προβάλλεται ο κίνδυνος αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων και μάλιστα στην απουσία της άλλης πλευράς, αναμένεται η παράθεση στέρεης και συγκεκριμένης μαρτυρίας («solid evidence») που να τον θεμελιώνει. Δεν αρκούν αόριστοι ισχυρισμοί (βλ. Resola (πιο πάνω)). Διατάγματα που απαγορεύουν σε διάδικο να αποξενώσει τα περιουσιακά του στοιχεία ανά το παγκόσμιο, έχουν χαρακτηριστεί από τη νομολογία ως «δρακόντεια μέτρα» ή «ως πυρηνικά όπλα». Όπως υπογραμμίστηκε στην υπόθεση Derby & Co. Ltd and Others v. Weldon and Other [1990] Ch. 48:
"An order restraining a defendant from dealing with any of his assets overseas, and requiring him to disclose details of all his assets wherever located, is a draconian order. The risk of prejudice to which, in the absence of such an order, the plaintiff will be subject is that of the dissipation or secretion of assets abroad. This risk must, on the facts, be appropriately grave before it will be just and convenient for such a draconian order to be made. It goes without saying that before such an order is made the court will scrutinise the facts with particular care."
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Στην Αγγλική υπόθεση Thane Investments Ltd and others v. Tomlinson and others [2003] EWCA Civ 1272, στις παραγράφους 20 και 21 αναφέρθηκαν τα εξής:
"[20] ... The court, however, has repeatedly stressed that a cautious approach is appropriate before what has been called one of the court's nuclear weapons (see Bank Mellat v Nikpour [1985] FSR 85 at p 92 per Donaldson J) is deployed, particularly if an order is sought and obtained without notice to the person made subject to the order.
[21] It is clear on the authorities that what the court must be satisfied about before making such an order is that the applicant for the order has a good, arguable case, that there is a real risk that judgment would go unsatisfied by reason of the disposal by the defendant of his assets, unless he is restrained by the court from disposing of them, and that it would be just and convenient in all the circumstances to grant the freezing order. It is important that there should be solid evidence adduced to the court of the likelihood of dissipation. Neuberger J rightly acknowledged in para 14 of his judgment:
". . . the duty of a person seeking an order, and in particular an order which can have as substantial an effect as a freezing order, in the absence of the Defendant against whom it is sought, is strict and important. An order against a person in his absence, particularly when it is a freezing order, which is a very serious infringement of his rights and liberties, can only be justified on appropriately clear and strong facts and risks. It should only be granted in circumstances which provide maximum protection for the person against whom the order is to be made. The courts have frequently emphasised the importance of compliance with the various requirements of the Rules relating to the obtaining of without notice orders".
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Εν προκειμένω, δεν υπήρχαν τέτοια σαφή και συγκεκριμένα γεγονότα που να θεμελιώνουν τους πιο πάνω φόβους των Εφεσίβλητων.
Όπως διαφαίνεται, ο κίνδυνος αποξένωσης υφίστατο, κατά τους Εφεσίβλητους πάντα, όχι μόνο κατά το στάδιο καταχώρισης της μονομερούς Αίτησης, αλλά και προηγουμένως. Στην παράγραφο 248 της ένορκης δήλωσης Γλυκή προβάλλεται ότι όταν καταχωρίστηκε το Γενικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα οι Εφεσίβλητοι όχι μόνο σχημάτισαν «την άποψη ότι είχαν βάσιμη και καλή υπόθεση εναντίον των 11 προσώπων που τότε αναφέρονταν στην Αγωγή με βάση τα αναφερόμενα αγώγιμα δικαιώματα», αλλά «την ίδια στιγμή .. σκέφτηκαν ότι θα έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι εάν η Αγωγή επιτύχει θα πρέπει να υπάρχει το μέγιστο δυνατό αντίκρισμα για να ικανοποιηθεί» και ότι αυτό θα επιτυγχανόταν με διατάγματα του τύπου που οι Εφεσίβλητοι ζητούσαν με την επίδικη Αίτηση και ότι μάλιστα μια τέτοια αίτηση θα έπρεπε να καταχωρηθεί μονομερώς. Μάλιστα με δική τους παραδοχή ανέφεραν ότι εάν οι Εφεσείοντες «ελάμβαναν ειδοποίηση επί του προτεινόμενου Διατάγματος, θα είχαν περισσότερες ευκαιρίες να αποξενώσουν και να κρύψουν τα περιουσιακά τους στοιχεία», αναγνωρίζοντας, με αυτόν τον τρόπο και οι ίδιοι, ότι υφίστατο κίνδυνος αποξένωσης και πριν από την καταχώριση της Αίτησης. Παρά τα πιο πάνω, η Αίτηση καταχωρίστηκε πέντε και πλέον μήνες μετά την καταχώριση της Αγωγής. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για την εν λόγω καθυστέρηση έχουμε ήδη αποφασίσει ότι δεν ήταν ικανοποιητικοί. Η αδράνεια ενός διαδίκου να ζητήσει θεραπεία μόλις τα κρίσιμα γεγονότα περιέλθουν σε γνώση του, αναιρεί το κατεπείγον του αιτήματος (βλ. Χατζηβασιλείου v. White Knight Holdings Ltd (2004) 1 A.A.Δ. 203).
Αν υφίστατο, όπως ήταν ο ισχυρισμός των Εφεσίβλητων, κίνδυνος αποξένωσης, αυτός ο κίνδυνος θα ήταν υπαρκτός τουλάχιστον από το στάδιο καταχώρισης της Αγωγής και θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, υπό την μορφή της πραγματικής αποξένωσης, σε οποιοδήποτε στάδιο από της καταχώρισης της και εντεύθεν. Η αδράνεια και η εν γένει συμπεριφορά των Εφεσίβλητων αποκαλύπτει ότι, στην πραγματικότητα, αυτοί δεν πίστευαν ότι υπήρχε κίνδυνος αποξένωσης και ότι, απλώς, τον είχαν προβάλει στο στάδιο της μονομερούς Αίτησης για να εξασφαλίσουν τα Προσωρινά Διατάγματα.
Καθοδηγητική επί του υπό εξέταση θέματος είναι η Αγγλική υπόθεση Cherney v. Neuman [2009] EWHC 1743 [Ch], στην οποία στην παρ. 77 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
77. It seems to me that the following general points may be made about delay in the context of applications for freezing orders:
(1) First, such applications are normally made without notice and at a very early stage as far as any proceedings are concerned. Usually, they will be made at the same time as the proceedings are issued (but not yet served) or shortly before. The rationale is that if the proposed defendant discovers that a claim is being made against him (with the prospect of a judgment against him at a later stage) there is a risk that his assets will be dissipated or hidden by the time any subsequent application is made. There is therefore a need for urgency (ie relief at the earliest possible moment in the life of the proceedings) and secrecy;
(2) ...........
(3) ...........
(4) Delay in making an application after proceedings have commenced is obviously much more significant because on any view the defendant by then knows of the claim against him. If in truth his assets are at risk of dissipation or secretion so that an eventual judgment is likely to go unsatisfied, the risk may well have crystallised before the (delayed) application is made. And if it is made at this late stage, it is almost inevitable that it will have to be made on notice. Any argument that it should still be without notice so as to preserve secrecy is likely to fail. The making of a claim against the defendant is, by definition, no longer a secret. That being so, if the defendant needed further notice of the claimant's intentions, as an encouragement to dissipate, he will have had it before the application is heard.
(5) In such circumstances, the direct consequences of delay may be two-fold:
(a) If a delay at this stage is prolonged and there is no justification for it, it can amount to evidence that the claimant does not genuinely believe that there is a real risk of dissipation which requires to be safeguarded against by an injunction - or that the factors said to demonstrate such a risk are not as persuasive as they first appear.
(b) But also, if in truth there was a real risk of dissipation, a fortiori that risk has been present since at least the issue of proceedings and would have been likely to materialise in the form of actual dissipation or secretion at any time thereafter. There is no reason why, on this hypothesis, the defendant should wait before dissipating or only dissipate once he has notice of the application for an injunction. And in any event even if he was not spurred into action before the making of the application the dissipation could be completed before that application was heard. If so, any injunctive relief then to be granted is likely to be pointless and therefore unjustified..."
(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Εν προκειμένω, η γενική και αόριστη επίκληση ειδικών περιστάσεων δεν ήταν αρκετή για να ενεργοποιήσει την εξουσία του Δικαστηρίου, με βάση το Άρθρο 9 του Κεφ. 6. Η υπόθεση Αποστόλου ν. Ιωάννου (2012) 1 Α.Α.Δ. 604, την οποία επικαλέστηκε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίθηκε στη βάση των δικών της γεγονότων. Εκεί δεν φαίνεται να υπήρξε καθυστέρηση στην καταχώριση της αίτησης για προσωρινά διατάγματα. Περαιτέρω, οι φόβοι που επικαλέστηκε η Αιτήτρια κρίθηκαν εύλογοι και, κατ' επέκταση, συνιστούσαν ιδιαίτερες περιστάσεις. Αυτά δεν υπάρχουν στην παρούσα υπόθεση.
Ο Λόγος Έφεσης 4 στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε141/2014 και ο Λόγος Λόγος Έφεσης 5 στην Πολιτική Έφεση Αρ. Ε142/2014 είναι βάσιμοι, κάτι που σφραγίζει την τύχη και των δύο Εφέσεων, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν οι υπόλοιποι Λόγοι Έφεσης. Και τούτο γιατί η κατάληξη μας επί του θέματος του κατεπείγοντος καθιστά μη αναγκαίο να αποφανθούμε επί των υπολοίπων θεμάτων των Εφέσεων, αφού τούτο θα ήταν περιττό. Με την εξαφάνιση των Διαταγμάτων, ως μη δικαιοδοτικώς εκδοθέντα, δεν υφίσταται πλέον υπόβαθρο ως προς το οποίο να συζητείται θέμα ορθότητας των επίδικων Διαταγμάτων.
Ως αποτέλεσμα, οι Εφέσεις επιτυγχάνουν και τα εκδοθέντα Προσωρινά Διατάγματα παραμερίζονται στην ολότητά τους.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσίβλητων, όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.