ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

13 Σεπτεμβρίου, 2023

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 6/2015)

(σχ. με 7/2015)

 

 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

 

ν.

 

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ

ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης.

 

 

 

Μ. Κυριακίδης με Κ. Μηλιώτου, για Μ. Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

 

Φρ. Σωτηρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

 

________________________________________________

ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Αντικείμενο των Εφέσεων είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερ. 30/10/2014, η οποία εκδόθηκε κατόπιν συνεκδίκασης των Αγωγών με αρ. 3563/2010, 2706/2007 και 2707/2007, οι οποίες αποσυνενώθηκαν προς το σκοπό απόδοσης των θεραπειών. Η Έφεση αρ. 6/2015 στρέφεται εναντίον της Απόφασης σε σχέση με την Αγωγή με αρ. 2706/2007 και η Έφεση αρ. 7/2015 σε σχέση με την Αγωγή με αρ. 2707/2007.

 

Η παράθεση, εν συντομία, του αδιαμφισβήτητου ιστορικού της υπόθεσης, πριν την αναφορά στους Λόγους Έφεσης που η Εφεσείουσα προκρίνει κατά της προσβαλλόμενης Απόφασης, θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των όσων εγείρονται.

 

Η Εφεσείουσα ήταν η ιδιοκτήτρια δύο τεμαχίων τα οποία απαλλοτριώθηκαν με Διάταγμα Απαλλοτρίωσης που δημοσιεύτηκε στις 20/6/1957 και αφού συγχωνεύθηκαν με τεμάχιο τρίτου προσώπου, αποτέλεσαν το Τεμάχιο 432 το οποίο στις 2/8/1957 ενεγράφη στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η κατασκευή οικιστικών μονάδων για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης.

 

Μέρος του Τεμαχίου 432 κηρύχθηκε πλεονάζον και, αφού υποδιαιρέθηκε σε τρία νέα τεμάχια, επιστράφηκε στους πρώην ιδιοκτήτες στην έκταση που τους αντιστοιχούσε. Στο τρίτο πρόσωπο επιστράφηκε ολόκληρη η έκταση της δικής του γης, ενώ στην Εφεσείουσα μέρος και η υπόλοιπη έκταση ενεγράφη στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως Τεμάχιο 652, το οποίο μεταγενέστερα αποτέλεσε το Τεμάχιο 2393. Μέρος του Τεμαχίου 2393 κηρύχθηκε ως πλεονάζον. Το υπόλοιπο μέρος του Τεμαχίου 2393 διαχωρίστηκε σε τρία μικρότερα τεμάχια (Τεμάχια 2963, 2964 και 2965), ένα εκ των οποίων επιστράφηκε στις 23/4/2004 στην Εφεσείουσα ως Τεμάχιο 2964, ενώ τα υπόλοιπα ενεγράφησαν στο όνομα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το τεμάχιο 2963 ήταν ο χώρος που από παλιά είχαν ανεγερθεί τρεις πολυκατοικίες με 12 διαμερίσματα για τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης σύμφωνα με τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης.

Στον απαλλοτριωθέντα χώρο, δηλαδή, εκείνο που παραμένει ιδιοκτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως το προαναφερθέν τεμάχιο 2393, ανηγέρθησαν κατοικίες για μέλη της Αστυνομικής Δύναμης - που ήταν ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση - αλλά όχι αρκετές για να χρησιμοποιηθεί ολόκληρος ο χώρος. Ανηγέρθη και Αστυνομικός Σταθμός παρόλον που δεν περιλαμβανόταν στο σκοπό. Αλλά και πάλι παρέμεινε αχρησιμοποίητο ένα μέρος του απαλλοτριωθέντος χώρου.

 

Σε μέρος του Τεμαχίου 2965 ανηγέρθηκε Αστυνομικός Σταθμός όπου στεγάζονταν οι Υπηρεσίες της Αστυνομίας. Το μέρος του Τεμαχίου 2965, όπου ήταν κτισμένος ο Αστυνομικός Σταθμός και το πραγματικά αχρησιμοποίητο μέρος αποτέλεσε αντικείμενο της Αγωγής με αρ. 2706/2007, με την οποία η Εφεσείουσα αξίωσε αποζημιώσεις για τη στέρηση του μέρους εκείνου στο Τεμάχιο 2965 για την περίοδο από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στις 20/6/1957 μέχρι της επιστροφής του στην Εφεσείουσα.

 

Με την Αγωγή με αρ. 2707/2007 η Εφεσείουσα αξίωσε αποζημιώσεις για τη στέρηση του μέρους του Τεμαχίου 2393 το οποίο κηρύχθηκε πλεονάζον και ως Τεμάχιο 2964 επιστράφηκε και εγγράφηκε στο όνομα της, για την περίοδο από τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης στις 20/6/1957 μέχρι της επιστροφής του στην Εφεσείουσα στις 23/4/2004.

 

Οι αξιώσεις της Εφεσείουσας στις πιο πάνω Αγωγές βασίσθηκαν στις πρόνοιες των ’ρθρων 146(5)[1] και 146(6)[2] του Συντάγματος.

 

Το 1996 η Εφεσείουσα κινήθηκε δικαστικά για να διεκδικήσει τα δικαιώματα της. Καταχώρησε την Προσφυγή υπ΄ αρ. 919/96 προσβάλλοντας την παράλειψη της Απαλλοτριούσας Αρχής να της επιστρέψει το μέρος της περιουσίας της που δεν χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Εκκρεμούσης της Προσφυγής, δημοσιεύθηκε στις 31/10/1997 Διάταγμα Επίσχεσης σχετικά με το Τεμάχιο 2393. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε πρωτοδίκως την Προσφυγή υπ' αρ. 919/96 αφού κατέληξε ότι με τη δημοσίευση του Διατάγματος Επίσχεσης η Προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η Εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα του Διατάγματος Επίσχεσης με την Προσφυγή υπ' αρ. 22/98 το οποίο και ακυρώθηκε με την απόφαση ημερ. 15/12/1999. Εναντίον της απορριπτικής απόφασης στην Προσφυγή με αρ. 919/96 η Εφεσείουσα καταχώρησε την Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2884. Η Έφεση επιτράπηκε με την απόφαση ημερ. 15/10/2001 με την οποία η παράλειψη της Απαλλοτριούσας Αρχής να επιστρέψει στην Εφεσείουσα το μέρος της περιουσίας της που δεν χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, κηρύχθηκε άκυρη και ότι αυτό που παραλήφθηκε έπρεπε να είχε εκτελεστεί. Δηλαδή η Απαλλοτριούσα Αρχή έπρεπε να επιστρέψει στην Εφεσείουσα το μέρος της περιουσίας της που δεν χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Ακολούθησε στις 23/4/2004 η επιστροφή στην Εφεσείουσα του Τεμαχίου 2964, με την οποία το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης θεωρούσε ότι δεν είχε οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση προς την Εφεσείουσα.

Το ζήτημα που τελικώς απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν οι αποζημιώσεις που η Εφεσείουσα δικαιούτο ως εκ της παράλειψης του Εφεσίβλητου να της επιστραφεί το μέρος της περιουσίας της που δεν χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης, όσον αφορά το Τεμάχιο 2965 και για τη στέρηση του μέρους που καλύπτεται από το Τεμάχιο 2964, του οποίου την κατοχή, χρήση και απόλαυση στερήθηκε από τις 21/6/1960, που είναι η εκπνοή της προθεσμίας των τριών χρόνων από την απαλλοτρίωση στις 20/6/1957, μέχρι τις 23/4/2004.

 

Σύμφωνα με το ’ρθρο 23.5 του Συντάγματος[3] η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά προς το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε. Αν εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση δεν καταστεί εφικτός ο σκοπός αυτός, η Απαλλοτριούσα Αρχή αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποχρεούται να προσφέρει την περιουσία στο πρόσωπο στο οποίο ανήκε η απαλλοτριωθείσα ιδιοκτησία με την επιστροφή του ποσού της απαλλοτρίωσης («επί καταβολή της τιμής κτήσεως») (βλ. σχετικά Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη του Απόφαση καθόρισε ως δίκαιη και εύλογη αποζημίωση για το Τεμάχιο 2965 το ποσό των €70.000 και για το Τεμάχιο 2964 το ποσό των €30.000.

 

Η Εφεσείουσα διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεδίκασε τιμωρητικές αποζημιώσεις, παρά το εύρημα του ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για επιδίκαση τέτοιων αποζημιώσεων (1ος Λόγος Έφεσης).

 

Υποστηρίζει περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε λανθασμένα τις αποζημιώσεις για το χρόνο παράνομης στέρησης της ιδιοκτησίας της (2ος Λόγος Έφεσης). Όπως υποστηρίχθηκε στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε τον υπολογισμό της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου ως ποσοστό επί της αγοραίας αξίας του, εσφαλμένα δέχτηκε το εξωπραγματικό, όπως αναφέρεται, ποσοστό 0,3% στο οποίο κατέληξε ο πραγματογνώμονας του Εφεσίβλητου, στη βάση των ενοικιάσεων και αστήριχτων αναγωγών, απορρίπτοντας έτσι τον υπολογισμό της στη βάση του ποσοστού 4% επί της ετήσιας αγοραίας αξίας του ακινήτου, όπως την υπολόγισε το ΕΔΑΔ σε προσφυγές Κυπρίων έναντι της Τουρκίας για παράνομη κατοχή της περιουσίας τους.

 

Προβάλλεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να επιδικάσει αυτοτελώς αποζημιώσεις για παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος ιδιοκτησίας κατά το ’ρθρο 23 του Συντάγματος                 (3ος Λόγος Έφεσης).

 

Περαιτέρω, η Εφεσείουσα προκρίνει ως λανθασμένη τη στάθμιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των περιστάσεων της υπόθεσης, η οποία, όπως υποστηρίζει, είχε ως αποτέλεσμα να επιδικάσει ουσιαστικά μειωμένες αποζημιώσεις (4ος Λόγος Έφεσης).

 

Τέλος, η Εφεσείουσα θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια καθόσον αφορά την επιδίκαση τόκου (5ος Λόγος Έφεσης).

 

Λόγω της συνάφειας και αλληλοεπικάλυψης τους οι Λόγοι Έφεσης 2, 3 και 4 κρίνεται σκόπιμο όπως εξετασθούν μαζί.

 

Δεδομένου του γεγονότος ότι η παράλειψη της Απαλλοτριούσας Αρχής να επιστρέψει στην Εφεσείουσα το μέρος της περιουσίας της που δεν χρησιμοποιήθηκε για την επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης κηρύχθηκε άκυρη στην πιο πάνω αναφερθείσα Αναθεωρητική Έφεση, με διαταγή ότι αυτό που παραλήφθηκε έπρεπε να είχε εκτελεστεί, ορθά, το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτοντας το κριτήριο της νομολογίας, επεσήμανε ότι τίθετο, εν προκειμένω, ζήτημα αποζημίωσης μόνον εφόσον η ζημιά είχε προκληθεί από την ακυρωθείσα απόφαση ή είχε προκύψει ως άμεση συνέπεια της.

 

Μετά την ακύρωση διοικητικής πράξης υπάρχει συνταγματική υποχρέωση με βάση το ’ρθρο 146.5 του Συντάγματος σε κάθε όργανο ή αρχή στη Δημοκρατία για ενεργό συμμόρφωση με αυτή, η οποία επιβάλλει την αποκατάσταση των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης. Επομένως, για τη θεμελίωση του αγώγιμου δικαιώματος για αποζημιώσεις το οποίο διαλαμβάνεται στο ’ρθρο 146.6 του Συντάγματος, αποτελεί προϋπόθεση όχι μόνο η ακύρωση της διοικητικής πράξης αλλά και επιπλέον η άρνηση της διοίκησης για αποκατάσταση της νομιμότητας καθώς και η απόδειξη ζημιάς - (βλ. Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420). Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342, «Η παράλειψη εξάλειψης της ακυρωθείσας πράξης δεν τεκμηριώνει, αφ' εαυτής, ζημία. Η ζημία πρέπει να αποδειχθεί. Η ζημία συνίσταται στην απώλεια ή βλάβη, την οποία ο ενάγων υφίσταται, λόγω της πράξης που στοιχειοθετεί το αγώγιμο δικαίωμα». 

 

Σε ό,τι αφορά τον καθορισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης στο πλαίσιο του ’ρθρου 146.6 του Συντάγματος, στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993) 1 Α.Α.Δ. 420 τονίσθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το μέτρο της αποζημίωσης, όπως καθορίζεται στο άρθρο 146.6, είναι η "... δικαία και εύλογος αποζημίωσις". Το μέσο για την αποζημίωση είναι "η δικαία και εύλογος θεραπεία ήν το δικαστήριο έχει την εξουσία να παράσχει". Το μέτρο της αποζημίωσης είναι διάφορο από εκείνο του αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντα (restitutio ab integrum)».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσείουσα στερήθηκε της κατοχής, χρήσης, απόλαυσης και εκμετάλλευσης του Τεμαχίου 2965 (2067 τ.μ.) από τις 21/6/1960 μέχρι το χρόνο της επιστροφής του - ο οποίος δεν είχε επέλθει - ενώ από τις 21/6/1960 μέχρι τις 23/4/2004 στερήθηκε της κατοχής, χρήσης, απόλαυσης και εκμετάλλευσης του χώρου που καλύπτεται από το Τεμάχιο 2964.

 

Υπολογίζοντας την αποζημίωση που η Εφεσείουσα δικαιούτο, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε ότι για να είναι δίκαια και εύλογη δεν πρέπει να καθορισθεί αυθαίρετα αλλά στη βάση κάποιων παραμέτρων, χωρίς, ωστόσο, να υφίσταται εφαρμόσιμος μαθηματικός τύπος. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν.  Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου (1999) 1 Α.Α.Δ. 342 το μέτρο της αποζημίωσης, που θέτει η παράγραφος 6 του ’ρθρου 146, είναι «δικαία και εύλογος αποζημίωσις», έννοια συνυφασμένη με το δίκαιο του πράγματος στην ευρύτερή του διάσταση, ταυτισμένη με τη δικαιοσύνη. Στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ν. Θεοδωρίδης (1993) 1 Α.Α.Δ. 420, επισημάνθηκε ότι το μέτρο  της «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» είναι διάφορο από εκείνο του Αγγλικού κοινού δικαίου που έχει ως λόγο την ολική υλική αποκατάσταση του ζημιωθέντος (restitutio ab integrum). Aυτό, εξάλλου, συνάδει και με τη φύση της επίδικης θεραπείας, η οποία έχει ως νομιμοποιητική βάση το «δίκαιο και εύλογο» της αποζημίωσης και, ως εκ τούτου, παραπέμπει στις αρχές της Επιείκειας. Όπως υπογραμμίσθηκε στην υπόθεση Νίκολας ν.  Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 983, «εισάγεται, όπως διαπιστώνεται, η κατά το δίκαιο της επιείκειας αποζημίωση, έννοια συνυφασμένη με τη συναποτίμηση κάθε παράγοντα που σχετίζεται με το τι είναι δίκαιο». Ενόψει τούτου, εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει το ύψος της ώστε να δώσει περιεχόμενο στο δίκαιο του αιτήματος του διοικούμενου για τις ζημιές που υπέστη ως αποτέλεσμα της μεμπτής πράξης της διοίκησης (βλ. Αναστασία Πήττα κ.ά. v. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 Α.Α.Δ. 867).

 

Στο πλαίσιο αυτό ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο καθόρισε ως σχετικές παραμέτρους στην υπό κρίση περίπτωση τη φύση και την έκταση της περιουσίας που η Εφεσείουσα αποστερήθηκε και το χρονικό διάστημα που υφίστατο η στέρηση της χρήσης και της απόλαυσης της περιουσίας, όπως επίσης και τη φύση της χρήσης και της απόλαυσης της επίδικης περιουσίας που η Εφεσείουσα θα μπορούσε να έχει. Αναμφίβολα οι εν λόγω παράμετροι είναι σχετικοί με την ενοικιαστική αξία της περιουσίας και, συνεπώς, η αξία αυτή δεν μπορούσε παρά να κριθεί ως υποβοηθητική και πρόσφορη για τον καθορισμό της δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.

 

Για τους σκοπούς καθορισμού της εύλογης και δίκαιης αποζημίωσης προσήχθη ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία από εμπειρογνώμονες. Για την Εφεσείουσα κατέθεσε ο εγκεκριμένος εκτιμητής ακινήτων Κ. Ταλαττίνης (Μ.Ε.2), ενώ για την Εφεσίβλητη  ο Κτηματολογικός Λειτουργός Β στον Κλάδο Εκτιμήσεων του Κτηματολογίου Κ. Μουσικός (Μ.Υ.1). Αμφότεροι χρησιμοποίησαν την ίδια μέθοδο για εξεύρεση του ετήσιου ενοικίου καθορίζοντας το ως ποσοστό επί της αγοραίας αξίας της επίδικης περιουσίας κάθε έτους από το 1957 και εντεύθεν. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειτο στον τρόπο υπολογισμού της αγοραίας αξίας, καθώς και στο ύψος του ποσοστού του αγοραίου ενοικίου. Ο μεν Ταλαττίνης καθόρισε το αγοραίο ενοίκιο ως ποσοστό 4% επί της αγοραίας αξίας λαμβάνοντας υπόψη ποσοστά που αφορούν βιομηχανικούς και τουριστικούς σκοπούς, χωρίς να έχει οποιαδήποτε συγκριτικά για οικιστικούς σκοπούς, ενώ ο Μουσικός το καθόρισε στο ύψος του 0,3% στη βάση συγκριτικών ενοικίων και συγκριτικών πωλήσεων. Όσον δε αφορά την αγοραία αξία, ο Ταλαττίνης χρησιμοποίησε ως αφετηρία το ποσό της απαλλοτρίωσης που είχε πληρωθεί η Εφεσείουσα κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης, προσθέτοντας, για σκοπούς εξεύρεσης της αγοραίας αξίας στα επόμενα χρόνια, ποσοστό ετήσιας αύξησης, ενώ ο Μουσικός κατέληξε στην αγοραία αξία με βάση συγκριτικές πωλήσεις οικοπέδων στην περιοχή των επιδίκων και προβαίνοντας στις αναγκαίες αναπροσαρμογές.

 

Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814 και Cybarco Ltd. v. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013). Έχει πολλάκις λεχθεί ότι, σε ευρήματα αξιοπιστίας, η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Τα συμπεράσματα των πρωτόδικων Δικαστηρίων δεν είναι ανατρέψιμα αν είναι δικαίως επιτρεπτά με βάση τη μαρτυρία και ήταν αδύνατο να λεχθεί ότι ήταν εσφαλμένα (βλ. Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1 Α.Α.Δ. 713, Star Fiberglass Ltd. v. Elneda Trading Ltd. (1992) 1 Α.Α.Δ. 875 και Ανδριάνθη Γ. Χειμώνα ν. Μιχαλάκη Γεωργίου κ.ά. (1999)                    1 Α.Α.Δ. 108).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων. Ανάλυσε με θετικότητα τους λόγους που τον ώθησαν να προτιμήσει τη μαρτυρία Μουσικού. Συνάμα υπέδειξε τα μειονεκτήματα της μαρτυρίας Ταλαττίνη. Κατέληξε να απορρίψει τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Εφεσείουσας και να δεχτεί τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα της Εφεσίβλητης ως προς την αγοραία αξία των επίδικων περιουσιών και το επί τοις εκατόν ποσοστό επί αυτής - που συνιστά το ετήσιο ενοίκιο - και, συνεπακόλουθα, ως προς την ενοικιαστική τους αξία. Η συγκριτική μέθοδος, η οποία είναι η ενδεδειγμένη, δεν ακολουθήθηκε από τον εμπειρογνώμονα της Εφεσείουσας ο οποίος δεν είχε οποιαδήποτε συγκριτικά που να υποστηρίζουν το ποσοστό του 4% για οικιστική γη, αλλά ούτε και οποιοδήποτε συγκριτικό για οικιστικούς σκοπούς. Ο δε καθορισμός του εν λόγω ποσοστού από τον εμπειρογνώμονα της Εφεσείουσας έγινε με επίκληση, μεταξύ άλλων, της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και την προσέγγιση του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ελληνοκυπρίων εναντίον της Τουρκίας για περιουσίες στα κατεχόμενα όπου επιδικάστηκαν αποζημιώσεις για απώλεια χρήσης με την ίδια μεθοδολογία. Αντίθετα, ο εμπειρογνώμονας της Εφεσίβλητης καθόρισε το ύψος του ποσοστού σε 0,3% αφού έλαβε υπόψη έξι συγκριτικά ενοίκια και τις συγκριτικές πωλήσεις.

 

Πέραν των πιο πάνω δεν είναι άνευ σημασίας η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η θέση Ταλαττίνη για 4% επί της αγοραίας αξίας είχε ανατραπεί από την ομολογία του ιδίου σε σχέση με τις αγοραίες αξίες στις οποίες κατέληξε, ότι, δηλαδή, αυτές απείχαν δραματικά από τις καθορισθείσες από το Κτηματολόγιο και την συνεπακόλουθη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι, αν υιοθετείτο το ποσοστό του 4% στις πραγματικές αγοραστικές αξίες, «θα οδηγούμαστε σε ποσά υπερδιπλάσια των διεκδικούμενων και εξωπραγματικά».

 

Όσον δε αφορά την επίκληση από την Εφεσείουσα της μεθόδου υπολογισμού των αποζημιώσεων των Ελληνοκυπρίων που αποστερήθηκαν τις περιουσίες τους λόγω της Τουρκικής κατοχής, υιοθετούμε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι η περίπτωση της δεν ήταν ανάλογη με τις εν λόγω υποθέσεις, ιδιαίτερα αναφορικά με τις περιπτώσεις κατοικιών.

 

Παραπονείται η Εφεσείουσα, μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να της επιδικάσει «αυτοτελείς» αποζημιώσεις για παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος ακίνητης περιουσίας το οποίο κατοχυρώνεται από το ’ρθρο 23 του Συντάγματος. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Γιάλλουρος v. Νικολάου (2001) 1 Α.Α.Δ. 558, η οποία αφορούσε αποζημιώσεις για παράβαση των δικαιωμάτων της ιδιωτικής ζωής και του απόρρητου των επικοινωνιών του Εφεσείοντα δυνάμει των ’ρθρων 15 και 17 του Συντάγματος.

 

Είναι σαφές ότι η εν λόγω αυθεντία δεν αφορά στο ιδιόρρυθμο ή ιδιώνυμο (suis generis) δικαίωμα για αποζημίωση που προνοείται από το ’ρθρο 146.6 του Συντάγματος με συνεπακόλουθο τα όσα λέχθηκαν εκεί να μην τυγχάνουν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. Αναστασία Πήττα κ.ά. v. Δήμου Στροβόλου (2015) 1 Α.Α.Δ. 867).

 

Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι η έννοια της δίκαιης ικανοποίησης, «just satisfaction» που το ’ρθρο 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών[4] προνοεί για παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, δεν είναι απόμακρη της δίκαιης και εύλογης θεραπείας κατά το ’ρθρο 146.6 του Συντάγματος. Και τούτο γιατί στον καθορισμό της δίκαιης ικανοποίησης το ΕΔΑΔ λαμβάνει υπόψη τόσο την υλική βλάβη, ήτοι τη χρηματική ζημιά (Pecuniary damage) όσο και την ηθική βλάβη, ήτοι τη μη χρηματική ζημιά (Non-pecuniary damage) η οποία μπορεί να αφορά αποζημίωση αναφορικά με αισθήματα αδικίας, πικρίας, άγχους κτλ. που ο αιτητής υπέφερε.

 

Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης, η Εφεσείουσα προκρίνει ως λανθασμένη τη στάθμιση των περιστάσεων επί των οποίων το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίσθηκε για τον καθορισμό των αποζημιώσεων, με συνεπακόλουθο τον επιδικασμό ουσιαστικά μειωμένων αποζημιώσεων.

 

Στο πλαίσιο του πιο πάνω Λόγου Έφεσης επαναφέρεται το επιχείρημα ως προς τον καθορισμό του αγοραίου ενοικίου και, ειδικότερα, ως προς το ύψος του ποσοστού επί της αγοραίας αξίας, το οποίο έχει ήδη καλυφθεί ανωτέρω.  Ό,τι χρειάζεται εν προκειμένω να προστεθεί, είναι ότι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι η οικιστική γη δεν ενοικιάζεται μακροχρόνια για σκοπούς επιχειρηματικής ανάπτυξης, με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθή. Έχοντας διέλθει των πρακτικών της υπόθεσης, αποτέλεσε κοινό έδαφος το οποίο προέκυψε από τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων και των δύο διάδικων πλευρών, όπως εξάλλου ορθά το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο το επεσήμανε, ότι δεν αναμένεται κάποιος να μισθώσει οικιστική γη για να ανεγείρει κατοικίες ή διαμερίσματα και να τα ενοικιάζει ως επιχειρηματική δραστηριότητα και ότι, για σκοπούς τέτοιων δραστηριοτήτων, οι επιχειρηματίες αγοράζουν τη γη που θα αναπτύξουν. Τούτου δοθέντος ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε να παραγνωριστεί η πραγματικότητα ότι η οικιστική γη, και όχι κατοικίες ή διαμερίσματα, έχει αντικειμενικά μικρή ενοικιαστική αξία σε σχέση με την αγοραία της αξία.

 

Όσον δε αφορά την αποζημίωση για την ηθική βλάβη, ήτοι την αποζημίωση για τη μη χρηματική ζημιά, δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου για την Εφεσείουσα ότι η σημασία των παραγόντων που λήφθηκαν υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο υποβαθμίστηκε, με αποτέλεσμα να υπολογισθεί λανθασμένα το σχετικό ποσό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ορθώς έλαβε υπόψη τα συναισθήματα αδικίας και πικρίας της Εφεσείουσας για την αντιμετώπιση που ετύγχανε από την Πολιτεία, καθώς και του άγχους κατά πόσο θα ανακτούσε τις περιουσίες της όλα αυτά τα χρόνια που παρήλθαν, κατέληξε ότι τα ποσά των €19.991 και €58.583                      που αφορούσαν στην ενοικιαστική αξία των επιδίκων τεμαχίων υπολείπονταν της δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να τα αυξήσει στα ποσά των €30.000 και €70.000, αντιστοίχως.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 2, 3 και 4 δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης η Εφεσείουσα υποστηρίζει ότι υπήρξε εσφαλμένη εφαρμογή των αρχών Δικαίου για την επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων. Μεταξύ άλλων προβάλλεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσείουσας ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνωρίζει τη συνδρομή όλων των προϋποθέσεων για επιδίκαση τιμωρητικών αποζημιώσεων, αποφάσισε τον μη επιδικασμό τους στη βάση του ότι η Εφεσείουσα προσπορίζεται και τη μεγάλη αξία του κτιρίου του Αστυνομικού Σταθμού.

 

Εν πρώτοις η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, δεν είναι ορθή. Αντίθετα, όπως ορθά επεσήμανε η ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν ενδείκνυτο ο επιδικασμός τιμωρητικών αποζημιώσεων και, τούτο, για μια σειρά από λόγους που απαρίθμησε. Κατά πρώτον, οι συνολικές απώλειες για τη Δημοκρατία οι οποίες αντιστοιχούσαν στην αξία του οικοδομήματος του Αστυνομικού Σταθμού κρίθηκε ότι «θα ήταν επαρκείς στο να υποδηλώσουν πως στο τέλος της ημέρας η Κρατική αυθαιρεσία δεν αποβαίνει προς όφελος των δημόσιων οικονομικών». Όπως εμφαντικά τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Αντιμετωπίζοντας σφαιρικά την υπόθεση, όχι για το τι δικαιούται η Ενάγουσα αλλά για το τι πρέπει να πληρώσει η Δημοκρατία, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι συνέπειες του διατάγματος για επιστροφή στην Ενάγουσα του μέρους όπου βρίσκεται κτισμένος ο Αστυνομικός Σταθμός». Και τούτο, προφανώς, στη βάση του ότι, σε αντιδιαστολή με τον τρόπο καθορισμού των συνήθων αποζημιώσεων όπου εξετάζεται πόσα πρέπει να λάβει ο Ενάγων, κατά τον καθορισμό των τιμωρητικών αποζημιώσεων ό,τι εξετάζεται είναι πόσα πρέπει να πληρώσει ο Εναγόμενος.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδριανή Πάλμα (2015) 1 Α.Α.Δ. 2489:

 

«Ό,τι προκύπτει από τη θεώρηση της επί του θέματος νομολογίας είναι ότι οι παραδειγματικές ή τιμωρητικές αποζημιώσεις αποσκοπούν στο να τιμωρήσουν τον εναγόμενο και να τον αποτρέψουν από παρόμοια συμπεριφορά στο μέλλον. Δεν αποσκοπούν όμως στην αποκατάσταση του θύματος όπως είναι οι συνήθεις αποζημιώσεις, αλλά τέτοιες αποζημιώσεις επιδικάζονται όταν διαπιστώνεται βλάβη στα αισθήματα του ενάγοντα λόγω της επίδειξης από τον εναγόμενο στοιχείων ακραίας αλαζονείας ή καταπιεστικής συμπεριφοράς για την οποία επιβάλλεται η τιμωρία του ως ένδειξη της απέχθειας με την οποία ο νόμος αντιμετωπίζει τέτοια συμπεριφορά».

 

 

Κατά δεύτερον, θεωρήθηκε αμφίβολο κατά πόσο σε επιδικασμό δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης μπορούσε «να προστεθεί οιοδήποτε ποσό που, εξ αντικειμένου, θα διατάρασσε το εύλογο της αποζημίωσης». Περαιτέρω κρίθηκε ότι οι παράμετροι που μπορεί να τεκμηριώσουν τον επιδικασμό τιμωρητικών αποζημιώσεων λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης όπου «η υπαιτιότητα των μερών για την πρόκληση της ζημιάς καθίσταται ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης». Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Κεντρική Τράπεζα v. Θεοδωρίδη (ανωτέρω), στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, «Ο όρος "δικαία και εύλογος αποζημίωσις" στο πλαίσιο του άρθρου 146 ταυτίζει την αποζημίωση με το δίκαιο του αιτήματος στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ διοικούμενου και Διοίκησης ώστε η υπαιτιότητα των μερών για την πρόκληση της ζημίας να καθίσταται ζωτικής σημασίας για τον καθορισμό της αποζημίωσης»

 

Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε απόκλιση από τις νομολογιακές αρχές που διέπουν τόσο τον επιδικασμό τιμωρητικών αποζημιώσεων, όσο και της δίκαιας και εύλογης αποζημίωσης με βάση το ’ρθρο 146.6 του Συντάγματος. Αντιθέτως διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας κατά νου τις πιο πάνω αρχές και, αφού έλαβε υπόψη όλους τους σχετικούς παράγοντες, εύλογα και δίδοντας επαρκείς προς τούτο λόγους κατέληξε στο μη επιδικασμό τιμωρητικών αποζημιώσεων.

 

Ως εκ τούτου ο Λόγος Έφεσης 1 απορρίπτεται.

 

Αντικείμενο του 5ου Λόγου Έφεσης είναι η εσφαλμένη, κατά την Εφεσείουσα, άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην επιδίκαση τόκου. Αποτέλεσε εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας ότι εφόσον βάση υπολογισμού των αποζημιώσεων ήταν το αγοραίο ενοίκιο, για να είναι εύλογη και δίκαιη η αποζημίωση θα έπρεπε να υπολογίζεται και τόκος από την ημερομηνία που θα έπρεπε να είχε πληρωθεί το μηνιαίο ενοίκιο μέχρι την πληρωμή του.

 

Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να επιδικάζει τόκο καθορίζεται από το ’ρθρο 33 του περί Δικαστηρίων Νόμου,                       Ν. 14/1960. Σύμφωνα με το εδάφιο (2) του εν λόγω ’ρθρου, όπως τροποποιήθηκε, κάθε απόφαση, περιλαμβανομένου του μέρους αυτής το οποίο αφορά σε δικηγορικά έξοδα, εκτός εάν γίνεται άλλη πρόβλεψη στην απόφαση, θα φέρει νόμιμο τόκο.

 

Ειδικότερα το εδάφιο (2), στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει, προνοεί ότι κάθε απόφαση φέρει τόκο: 

 

«.από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής ή εν σχέσει με εκκρεμούσες αγωγές, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2008, μέχρι τελικής αποπληρωμής του χρέους:

 

Νοείται ότι το ∆ικαστήριο δύναται, όταν συντρέχουν λόγοι, να επιδικάσει τόκο-

 

  

  (α) Σε ολόκληρο το επιδικαζό΅ενο ΅ε την απόφαση ποσό, για ΅έρος ΅όνο της περιόδου ΅εταξύ της η΅ερο΅ηνίας καταχώρησης της αγωγής και της η΅ερο΅ηνίας έκδοσης της απόφασης· ή

 

(β) σε ΅έρος ΅όνο του επιδικαζό΅ενου ΅ε την απόφαση ποσού, για ολόκληρη ή ΅έρος ΅όνο της περιόδου ΅εταξύ της η΅ερο΅ηνίας καταχώρησης της αγωγής και της η΅ερο΅ηνίας έκδοσης της απόφασης:.»

 

 

Στην υπόθεση Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991)                     1 Α.Α.Δ. 475, στην οποία τέθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο επιδίκασης τόκου, τονίσθηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο προωθήθηκε η αγωγή προς εκδίκαση είναι δυνατόν να διαδραματίσει ρόλο ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να επιδικάσει τόκο. Λέχθηκε, επίσης, ότι «Στις περιπτώσεις που παρατηρείται αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής θα ήταν λανθασμένο να επιδικάζεται τόκος χωρίς να ληφθεί υπόψη η καθυστέρηση αυτή. Για όσο χρόνο διαρκεί η αδικαιολόγητη καθυστέρηση ο ενάγων στερείται τα χρήματα στα οποία δικαιούται από δικό του σφάλμα. (Birkett v. Hayes and Another [1982] 2 All E.R. 710 και Spittole v. Bunney [1988] 3 All E.R. 1031)[5] ». Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited, Πολιτική Έφεση αρ. 199/2014 (σχ. με 200/2014), ημερ. 25/5/2018, «Η ύπαρξη καθυστέρησης στην προώθηση της υπόθεσης αποτελεί λόγο αποστέρησης του τόκου από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής..».

 

Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι ο χρόνος από τον οποίο επιδικάζεται τόκος σε δικαστικές αποφάσεις, εάν δεν συντρέχουν λόγοι, είναι η ημερομηνία καταχωρήσεως της αγωγής (βλ. Μουστάκας v. Ιωάννου (2010) 1 Α.Α.Δ. 173 και Conqueror Developments Ltd v. Dreamland Developments Ltd (2005) 1 Α.Α.Δ. 170). Στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος ώστε να ανατραπεί η βασική πρόνοια έναρξης του τόκου από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής και, συνεπώς, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τόκος θα έπρεπε να αρχίζει από την ημερομηνία έγερσης της αγωγής, που είναι η 2/10/2007, μέχρι εξοφλήσεως. Τα όσα δε υποστήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος, με κάθε σεβασμό, δεν έχουν σχέση με τα νομοθετικώς προβλεπόμενα σχετικά με την επιδίκαση τόκου.

 

Ως εκ τούτου ο 5ος Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον της Εφεσείουσας ύψους €3.500.

 

 

 

                                           Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.

 

 

                                           Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                           Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 



[1] 5. H κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου απόφασις ή, σε περίπτωση που έχει ασκηθεί έφεση, η απόφαση επί της έφεσης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο της παραχωρουμένης στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ή στο Εφετείο δικαιοδοσίας, δυνάμει της παραγράφου 1, δεσμεύει παν δικαστήριον, όργανον ή αρχήν εν τη Δημοκρατία, και τα περί ων πρόκειται όργανα, αρχαί ή πρόσωπα υποχρεούνται εις ενεργόν συμμόρφωσιν προς ταύτην.

 

[2] 6. Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά το παρόν άρθρο δικαιούται, εφ' όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ην το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.

[3] 5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι' ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ' ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ' όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.

[4] "If the Court finds that there has been a violation of the Convention or the Protocols thereto, and if the internal law of the High Contracting Party concerned allows only partial reparation to be made, the Court shall, if necessary, afford just satisfaction to the injured party".

[5] Δέστε και Παναγιώτης Νεοκλέους v. Κώστα Θεοδότου, Πολιτική Έφεση αρ. 40/2014, ημερ. 8/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D243.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο