ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 52/2015)
22 Σεπτεμβρίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
LOVE ISLAND TRAVEL & TOURS LIMITED
Εφεσείoντες,
ν.
1. ANΝΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ ΚΑΙ
2. ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ
ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ
ΚΩΣΤΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ
Εφεσίβλητων.
Κ. Σαβεριάδης μαζί με Ν. Παπακωνσταντίνου (κα), για
Κ.Κ. Σαβεριάδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσείοντες.
Χρ. Αντωνίου (κα) μαζί με Χρ. Κεραυνού (κα), για
Γιώργος Χαραλαμπίδης & Σια ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.
..................
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και
θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση οι Εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με την οποία η απαίτηση τους εναντίον των Εφεσίβλητων 1 και 2 απερρίφθη στη βάση του ότι δεν κατάφεραν να την αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό.
Οι λόγοι έφεσης συνοψίζονται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 και στην ερμηνεία αριθμού Τεκμηρίων, ότι κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν έλαβε υπόψιν τις δικογραφημένες θέσεις των Εφεσίβλητων και ότι προέβη σε λανθασμένη θεώρηση και αυστηρότερη εφαρμογή του βάρους απόδειξης.
Η Αγωγή καταχωρίστηκε από τους Εφεσείοντες εναντίον των Εφεσίβλητων και μια τρίτης εταιρείας για την αξίωση του ποσού των €26.819,31 ως υπόλοιπο δυνάμει πώλησης αεροπορικών εισιτηρίων και ή τιμολογίων και ή κατάστασης λογαριασμού. Οι Εφεσίβλητοι είναι οι διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος ΚΚ ο οποίος είχε ταξιδιωτικό γραφείο υπό την ως άνω εταιρεία. Όταν ο ΚΚ απεβίωσε, οι Εφεσείοντες καταχώρισαν Αγωγή εναντίον των διαχειριστών της περιουσίας του και της εταιρείας αξιώνοντας το ως άνω ποσό. Στις ξεχωριστές Υπερασπίσεις τους οι εναγόμενοι 1 και 2, Εφεσίβλητοι, αρνούνται οποιαδήποτε συναλλαγή με τους Εφεσείοντες και ισχυρίζονται ότι οποιαδήποτε τέτοια συναλλαγή αφορά την εταιρεία και όχι τον αποβιώσαντα (ΚΚ) υπό την προσωπική του ιδιότητα. Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ο δικηγόρος των Εφεσειόντων ζήτησε άδεια να αποσύρει την Αγωγή εναντίον της εταιρείας λόγω αδυναμίας επίδοσης, εξού και η Αγωγή απεσύρθη άνευ βλάβης εναντίον της και εκδικάστηκε μόνο όσον αφορά τους Εφεσίβλητους.
Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ v. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/12, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, είναι διαφωτιστικό:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και Γρηγόρης Ιωαννίδης ν. Γεώργιου Χαραλαμπίδη, Πολ. Εφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018), ECLI:CY:AD:2018:A352. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κο Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402.»
Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην πιο πρόσφατη υπόθεση S. K. Master Developments Ltd v. Κυρατζή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/15, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215.
Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Τριφταρίδης v. Liu (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2349, από τη στιγμή που η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των διαδίκων και των μαρτύρων τους δεν μολύνεται από λογικές ανακολουθίες ή αντιφατικές κρίσεις, το εύλογο ή μη των συμπερασμάτων και ευρημάτων του κρίνεται στην ολότητα της αξιολόγησης και όχι κατά απομονωμένο ή αποσπασματικό τρόπο.
Κρίνουμε σκόπιμο να επισημάνουμε εξαρχής ότι στα πλαίσια της ακρόασης της Αγωγής, οι Εφεσείοντες προώθησαν τη θέση πως ο ΚΚ ήταν το συμβαλλόμενο μέρος για όλα τα εισιτήρια και ουδόλως τέθηκε ισχυρισμός είτε ότι συμβαλλόμενο μέρος ήταν και η εταιρεία είτε για διαχωρισμό των εισιτηρίων του ιδίου και της οικογένειας του από τη μια και αυτών της εταιρείας από την άλλη.
Στην υπό κρίση απόφαση το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του πρώτου μάρτυρος των Εφεσειόντων (ΜΕ1), ιδιοκτήτη και γενικού διευθυντή των Εφεσειόντων. Η βασική εκδοχή του ΜΕ1 ήταν πως οι Εφεσείοντες συναλλάσσονταν αποκλειστικά με τον αποβιώσαντα (ΚΚ), με τον οποίο ήταν φίλοι και κουμπάροι, για όλες τις αγορές εισιτηρίων. Ο ΜΕ1 κατέθεσε κατάσταση λογαριασμού των Εφεσειόντων, Τεκμήριο 4, στο όνομα «Costas Constantinides & or Cozaco Trading & Services Ltd» στην οποία, όπως εξήγησε, περιλαμβάνονται εισιτήρια τόσο για τους επαγγελματικούς σκοπούς της εταιρείας όσο και του ίδιου του ΚΚ και των μελών της οικογένειας του. Ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε επίσης ότι για κάθε εισιτήριο εξέδιδε τιμολόγιο και όταν ο ΚΚ πλήρωνε με προσωπικές του επιταγές, του ζητούσε να μην τις καταθέτει πριν του επιβεβαιώσει ότι αυτές θα μπορούσαν να τιμηθούν. Προς τούτο ο ΜΕ1 κατέθεσε δέσμη 14 τέτοιων επιταγών, Τεκμήριο 5, τις οποίες όμως o ΚΚ του είχε ζητήσει να μην καταθέσει λόγω κάποιων προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Σύμφωνα πάντα με τον ΜΕ1, οι εν λόγω επιταγές τελικώς δεν κατατέθηκαν στην Τράπεζα, πλην όμως είχαν εκδοθεί σχετικές αποδείξεις πληρωμής στο όνομα της εναγομένης 3 οι οποίες κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 7 από την εναγομένη 1 (ΜΥ1), σύζυγο του αποβιώσαντος ΚΚ.
Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε εκτενώς στη μαρτυρία του ΜΕ1, επισημαίνοντας πως αυτή χαρακτηρίζεται από αντιφάσεις μεταξύ της κυρίως εξέτασης και της αντεξέτασης του και προβολή ατεκμηρίωτων και μη πειστικών ή λογικών θέσεων. Συγκεκριμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με λεπτομέρεια τις αλλεπάλληλες συγκρουόμενες εκδοχές του ΜΕ1 ως προς το με ποιον συνεργάζονταν οι Εφεσείοντες και εξήγησε αναλυτικά γιατί οι απαντήσεις του ΜΕ1 αναφορικά με την κατάσταση λογαριασμού, τις επιταγές και τις αποδείξεις πληρωμής δεν ήταν πειστικές και λογικές. Αξιολογώντας τον ΜΕ1, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε αρχικά τα εξής:
«Ο Μ.Ε.1 πρέπει να λεχθεί ότι δεν μου έκανε καλή εντύπωση. Για να πείσει ως προς την αξίωση των Εναγόντων προσπάθησε να παρουσιάσει ότι η όλη συνεργασία και οι συναλλαγές έγιναν από τον αποβιώσαντα υπό την προσωπική του ιδιότητα και ότι αυτός πλήρωνε και ανέλαβε να πληρώσει κάθε οφειλόμενο υπόλοιπο που δημιουργήθηκε από την εν λόγω συνεργασία και ποτέ η Εναγόμενη 3 εταιρεία (στο εξής η COAZACO). Οι θέσεις του όμως δεν ήταν σταθερές και συνεπείς, σε κάποια σημεία η εκδοχή του δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική ενώ σε κάποια άλλα διαψεύδεται από άλλη μαρτυρία. Περαιτέρω περιέπεσε σε ουσιώδεις αντιφάσεις και γενικά η μαρτυρία του εστερείτο πειστικότητας. Όσον δε αφορά την κατάσταση λογαριασμού, τεκμήριο 4, η οποία ήταν ουσιαστικά η μόνη μαρτυρία που προσκομίσθηκε από πλευράς εναγόντων για να αποδείξει το κατ' ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο και πως αυτό διαμορφώθηκε, ο μάρτυρας δεν είχε προσωπική, θετική και ολοκληρωμένη γνώση των συναλλαγών που καταγράφονται εκεί και δεν μπορούσε να απαντήσει τεκμηριωμένα και με την απαιτούμενη βεβαιότητα σε σχέση με αρκετά θέματα για τα οποία ρωτήθηκε.»
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στις διαπιστώσεις του ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1. Αυτές συνοψίζονται ως ακολούθως:
(i) Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΕ1 περιορίστηκε στην αναφορά του περί συνεργασίας των Εφεσειόντων μόνο με τον ΚΚ προσωπικά και για πρώτη φορά στην αντεξέταση του είπε πως περί το 2002 ο ΚΚ τον είχε ενημερώσει και για την ίδρυση της εταιρείας. O λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα του ΚΚ καθότι o ME1 είπε στον ΚΚ ότι αυτόν μόνο γνώριζε ενώ ο ΚΚ του ζήτησε όπως τα τιμολόγια εκδίδοντο τόσο στο δικό του όνομα όσο και της εταιρείας.
(ii) Ενώ ο ΜΕ1 δήλωσε ότι ο λογαριασμός ανοίχθηκε στο όνομα του ΚΚ, η κατάσταση λογαριασμού αναγράφει τόσο το όνομα της εταιρείας όσο και του ΚΚ και ο ΜΕ1 δέχθηκε την έκδοση των τιμολογίων και στα δύο ονόματα, χωρίς να δώσει πειστικές εξηγήσεις ως προς τούτο.
(iii) Σε κάποιο στάδιο ο ΜΕ1 ανέφερε ότι είχε ανοιχθεί και λογαριασμός στο όνομα της εταιρείας.
(iv) Ο ΜΕ1 είπε πως κατά την έναρξη της συνεργασίας τους οι Εφεσείοντες συνεργάζονταν με την εταιρεία υπό την προσωπική εγγύηση του ΚΚ.
(v) Ο ΜΕ1 ανέφερε επίσης ότι αρχικά οι πληρωμές γίνονταν με επιταγές της εταιρείας και λόγω του ότι αυτές δεν τιμούνταν, ανοίχθηκε ο λογαριασμός, Τεκμήριο 4, στο όνομα και των δύο.
(vi) Ενώ ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία έγινε με τον ΚΚ, δεν έδωσε πειστική εξήγηση γιατί η κατάσταση λογαριασμού έφερε και το όνομα της εταιρείας και γιατί ο διαζευκτικός τίτλος του ονόματος της εταιρείας και του ονόματος του ΚΚ ήταν αναγκαίος. Δήλωσε ακόμα πως αυτός ο τίτλος δεν επηρέαζε τους Εφεσείοντες.
(vii) Ενώ ο ΜΕ1 ανέφερε ότι στην αρχή της συνεργασίας τους και για κάποιους μήνες δεχόταν επιταγές της εταιρείας, με βάση το περιεχόμενο της κατάστασης λογαριασμού φαίνεται ότι η πληρωμή με επιταγές της εταιρείας γινόταν για περίοδο δύο ετών.
(viii) Ενώ ο ΜΕ1 ισχυρίζεται ότι η συμφωνία έγινε με τον ΚΚ, ανέφερε πως η Αγωγή ηγέρθη και εναντίον της εταιρείας καθότι η κατάσταση λογαριασμού έφερε και το όνομα αυτής, θέση η οποία δεν κρίθηκε πειστική.
(ix) Ο ΜΕ1 είπε πως οι επιταγές, Τεκμήριο 5, δόθηκαν ως εγγύηση της οφειλής, ενώ στην Έκθεση Απαίτησης δεν προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός αλλά ότι οι επιταγές δόθηκαν για την πληρωμή της οφειλής και έναντι του χρεωστικού υπολοίπου.
(x) Ο ΜΕ1 δήλωσε ότι στην αρχή της συνεργασίας τους οι αποδείξεις εκδίδονταν στο όνομα της εταιρείας και μεταγενέστερα στο όνομα του ΚΚ, ενώ οι αποδείξεις, Τεκμήριο 7, οι οποίες εκδόθηκαν το 2005 εκδόθηκαν στο όνομα της εταιρείας.
(xi) Ενώ ο ΜΕ1 ανέφερε ότι ο ΚΚ ζήτησε την έκδοση των αποδείξεων στο όνομα της εταιρείας για φορολογικούς λόγους, μετά δήλωσε πως δεν γνώριζε κάτι τέτοιο.
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ειδικά με την κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 4, εξηγώντας γιατί ο ΜΕ1 δεν είχε προσωπική, θετική και ολοκληρωμένη γνώση του περιεχόμενου του και δεν μπορούσε να απαντήσει τεκμηριωμένα και με βεβαιότητα για αρκετά θέματα επί τούτου.
Κρίνουμε ότι αυτή η αξιολόγηση του ΜΕ1 έγινε με περισσή σπουδή, αναδεικνύοντας έτσι χωρίς δυσκολία την παντελή αδυναμία του ΜΕ1 να δώσει μια συνεπή και πειστική εκδοχή ως προς το ότι οι Εφεσείοντες συναλλάσσονταν με τον ΚΚ προσωπικά για όλες τις πωλήσεις εισιτηρίων, ανεξαρτήτως του σε ποιον αφορούσαν. Σε αυτά τα πλαίσια και όπως φαίνεται ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το σύνολο της μαρτυρίας του ΜΕ1, καθώς επίσης την κατάσταση λογαριασμού, τις επιταγές και τις αποδείξεις πληρωμής, Τεκμήρια 4, 5 και 7, χωρίς να δώσει υπέρμετρη βαρύτητα στο περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4 και παραγνωρίζοντας την υπόλοιπη μαρτυρία ως η εισήγηση της Υπεράσπισης.
Ούτε και κρίνουμε βάσιμη τη θέση της Υπεράσπισης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε με οποιονδήποτε τρόπο την ιδιότητα και σχέση του ΚΚ με την εταιρεία ή το γεγονός ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 4, περιλαμβάνει εισιτήρια τόσο για επαγγελματικούς όσο και για προσωπικούς και οικογενειακούς λόγους. Εκείνο το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα το Δικαστήριο είναι το κατά πόσο οι Εφεσείοντες συναλλάσσονταν με τον ΚΚ προσωπικά για την αγορά όλων των εισιτηρίων, ως η προβαλλόμενη εκδοχή τους, για το οποίο το Δικαστήριο κατέληξε ότι ο ΜΕ1 δεν έδωσε αξιόπιστη μαρτυρία.
Η ιδιότητα του ΚΚ στην εταιρεία και η συμπερίληψη όλων των εισιτηρίων σε μια κατάσταση λογαριασμού δεν οδηγεί από μόνη της στο συμπέρασμα ότι ο ΚΚ αντιμετώπιζε τα προσωπικά και επαγγελματικά του έξοδα ως ένα και το αυτό και ότι ο ΚΚ και η εταιρεία είναι ένα και το αυτό πρόσωπο. Είναι γνωστό ότι το νομικό πρόσωπο είναι ανεξάρτητη οντότητα από τα φυσικά πρόσωπα και ως τέτοια έχει τις δικές της υποχρεώσεις και ευθύνες και τη δυνατότητα του συμβάλλεσθαι. Σχετική είναι η υπόθεση Exalco S.A. v. Αλουμινέξ Λτδ κ.ά. (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 991.
Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τις εξηγήσεις του ΜΕ1 ως αντιφατικές και μη πειστικές, η αναγραφή στην κατάσταση λογαριασμού των ονομάτων της εταιρείας και του ΚΚ δεν μπορούσε από μόνη της να γίνει δεκτή ότι αντικατοπτρίζει τη συμφωνία μεταξύ και των Εφεσειόντων και του ΚΚ. Μάλιστα, σημειώνουμε πως δεν υπήρχε μαρτυρία περί αποστολής της εν λόγω κατάστασης στον ΚΚ και αποδοχής αυτής εκ μέρους του. Τα δε τιμολόγια τα οποία εκδίδονταν βάσει της εν λόγω κατάστασης και στα οποία αναφέρθηκε ο ΜΕ1 δεν παρουσιάστηκαν κατά την ακρόαση της Αγωγής.
Στην υπόθεση Παναγιώτης Μαστρής Λτδ v. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 728 λέχθηκε ότι «οι λογαριασμοί εμπορευομένου δεν αποτελούν αφ' εαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν. Τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν. Θέμα απόσεισης αποδεικτικού βάρους μπορεί να εγερθεί μόνο όπου αποδεικνύονται γεγονότα τα οποία τείνουν να υποστηρίξουν την απαίτηση».
Η πληρωμή με τις 14 προσωπικές επιταγές του ΚΚ, Τεκμήριο 4, δεν υποδηλοί αφ' εαυτής τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ των Εφεσειόντων και του ΚΚ προσωπικά, κυρίως εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε αξιόπιστη μαρτυρία ως προς αυτή τη θέση. Ούτε και εγείρεται ζήτημα ανάληψης υποχρέωσης πληρωμής των εισιτηρίων από τον ΚΚ, καθότι η βάση της απαίτησης δεν είναι η ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής για οφειλή τρίτου αλλά η συμφωνία για αγορά εισιτηρίων μεταξύ των Εφεσειόντων και του ΚΚ. Σχετικά παραπέμπουμε στην προαναφερόμενη υπόθεση Exalco S.A. (ανωτέρω). Υπενθυμίζεται επίσης πως οι αποδείξεις πληρωμής για τις εν λόγω επιταγές εκδόθηκαν στο όνομα της εταιρείας και το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκρινε επαρκή και αποδεκτή την εξήγηση του ΜΕ1 ως προς τούτο. Εδώ κρίνουμε σκόπιμο να προσθέσουμε ότι η έκδοση των αποδείξεων πληρωμής στο όνομα της εταιρείας καταδεικνύει την σύναψη συμφωνίας με την εταιρεία και όχι με τον ΚΚ προσωπικά.
Η παραδοχή της ΜΥ1 πως ο ΚΚ αγόραζε εισιτήρια από τους Εφεσείοντες ουδόλως επιβεβαιώνει μεταξύ ποίων έγινε η συμφωνία ή το ύψος του ισχυριζόμενου χρέους. Είναι γεγονός ότι στο δικόγραφο τους οι Εφεσίβλητοι αρνούνται οποιαδήποτε συναλλαγή των Εφεσειόντων με τον ΚΚ υπό την προσωπική του ιδιότητα και ισχυρίζονται ότι η όποια συναλλαγή έγινε με την εταιρεία. Κατά τη μαρτυρία της η ΜΥ1 δεν προώθησε μεν αυτή τη θέση, αλλά ούτε και προέβαλε αντίθετη εκδοχή. Όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η γνώση της ΜΥ1 ήταν πολύ περιορισμένη ως προς τα γεγονότα που αφορούν τις συναλλαγές του ΚΚ με τους Εφεσείοντες και η ΜΥ1 δεν ήταν σε θέση να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ των εργασιών και δοσοληψιών της εταιρείας και του συζύγου της και να αναφέρει τον σκοπό έκδοσης των επιταγών, Τεκμήριο 5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατηρεί επίσης ότι η ΜΥ1 αναφέρθηκε γενικά και αόριστα πως ο ΚΚ πλήρωνε για τα εισιτήρια που εκδίδονταν από τους Εφεσείοντες αλλά δεν δέχθηκε ως πειστική την εξήγηση που έδωσε ως προς το πώς το γνώριζε, ήτοι ότι λίγο μετά τον θάνατο του ΚΚ και την επιστροφή της κόρης τους από το εξωτερικό όπου είχε μεταβεί για σπουδές, οι συγγενείς της είπαν ότι θα πλήρωναν το εισιτήριο της κόρης τους με τα χρήματα που θα έπαιρναν από την κηδεία. Εξού και το Δικαστήριο έκρινε πως η εν λόγω μαρτυρία δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή, πλην του ότι η ΜΥ1 εντόπισε τις αποδείξεις πληρωμής, Τεκμήριο 7, στην τσάντα του ΚΚ. Επομένως, ο λόγος έφεσης ότι το Δικαστήριο αγνόησε τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Εφεσίβλητων κρίνεται αβάσιμος και η μαρτυρία της ΜΥ1 δεν ισοδυναμεί με παραδοχή είτε ότι οι Εφεσείοντες συναλλάσσονταν με τον ΚΚ προσωπικά είτε ως προς το ύψος του ισχυριζόμενου υπολοίπου.
Όπως είναι νομολογιακά καθιερωμένο, η κατάσταση λογαριασμού δεν αποδεικνύει αφ΄ εαυτής το ισχυριζόμενο υπόλοιπο αλλά θα πρέπει να προσκομιστεί η απαραίτητη μαρτυρία προς απόδειξη αυτού. Σχετικά παραπέμπουμε στην υπόθεση D & G Products Ltd v. Premixco Ashpalting Company Ltd (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 263.
Τέλος, αναφέρουμε ότι δεν ετίθετο θέμα βάρους απόδειξης της απαίτησης των Εφεσειόντων, με δεδομένη την απόρριψη της μαρτυρίας του ΜΕ1 και γενικά την αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας, ανεξαρτήτως του ότι ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από το άρθρο 7 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, και τη σχετική νομολογία ως προς την ανάγκη αναζήτησης ενισχυτικής μαρτυρίας.
Ως εκ τούτου, δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα ή παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου είτε στην αξιολόγηση της μαρτυρίας είτε στην ερμηνεία και εφαρμογή του βάρους απόδειξης.
Η Έφεση απορρίπτεται.
Επιδικάζονται €3.000 έξοδα υπέρ των Εφεσίβλητων 1 και 2 και εναντίον των Εφεσειόντων πλέον ΦΠΑ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ