ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 44/2015)

 

 

18 Σεπτεμβρίου 2023

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

1.   ΜΑΡΙΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΛΟΙΖΟΥ,

2.   ΝΙΚΟΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,

3.   ΣΠΥΡΟΣ ΣΠΥΡΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ,

ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΗΛΙΑ ΤΣΑΠΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Κ. ΠΥΡΓΟ ΤΥΛΛΗΡΙΑΣ,

 

Εφεσείοντων

 

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου

____________________

 

 

Κ. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου, για τους Εφεσείοντες. 

Χρ. Τσεκούρας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

 

____________________

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Την 30.1.2003 στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου απεβίωσε ο Κυριάκος Ηλία Τσάπα.  Οι Εφεσείοντες, διαχειριστές της περιουσίας του, απέδωσαν ευθύνη για το θάνατο του στους ιατρούς, υπάλληλους και λειτουργούς του Νοσοκομείου.  Τους καταλόγισαν πλημμελή εξέταση και νοσηλεία του αποβιώσαντα και ενήγαγαν το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για αποζημιώσεις. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι όταν την προηγούμενη του θανάτου του, την 29.1.2003, ο αποβιώσας μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο, η λοίμωξη που τον είχε πλήξει βρισκόταν ήδη σε πολύ προχωρημένο στάδιο και είχε ήδη βλάψει τα ζωτικά του όργανα.  Έτσι, παρά τη χορήγηση υψηλής και έντονης ενδοφλέβιας αντιβιοτικής αγωγής, που ήταν η αρμόζουσα, αυτός κατέληξε συνεπεία πνευμονικής εμβολής η οποία προκλήθηκε από θρόμβο.

 

Ο αποβιώσας είχε επισκεφθεί το Νοσοκομείο και προηγουμένως, σε δύο περιπτώσεις, την 16.12.2002 και την 17.1.2003.  Σε αυτές, τις επισκέψεις του, το μόνο πρόβλημα υγείας που παρουσίαζε ήταν η συλλογή περικαρδιακού υγρού πάχους ενός εκατοστού και η θεραπευτική αγωγή που του είχε χορηγηθεί αφορούσε στην αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος.

 

Επί του προκειμένου, αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι:

 

«Εντούτοις, από την αναντίλεκτη και κοινώς αποδεκτή ενώπιον μου μαρτυρία, προκύπτει ότι το οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αντιμετώπισε ο αποβιώσαντας και το οποίο εν τέλει προκάλεσε την πνευμονική εμβολή η οποία επέφερε τον θάνατο, δεν σχετίζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με τη συλλογή περικαρδιακού υγρού που παρουσίασε. Όπως προκύπτει από το ενώπιον μου αναντίλεκτο και κοινώς αποδεκτό μαρτυρικό υλικό (και οι δύο πλευρές παρουσίασαν σχετική και σύμφωνη μαρτυρία), η περισυλλογή περικαρδιακού υγρού και η λοίμωξη που οδήγησε στην πνευμονική εμβολή, είναι δύο ασύνδετες και εντελώς άσχετες μεταξύ τους παθήσεις».

 

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με την απόφαση του να προσβάλλεται ως εσφαλμένη με δύο λόγους έφεσης.

 

Με το λόγο έφεσης 1 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχτεί αμέλεια εκ μέρους του Εφεσίβλητου «ιδίως ενόψει των αδιαμφισβήτητων περιστατικών αλλά και από την μαρτυρία η οποία προσκομίστηκε επί του θέματος».  Παρατηρούμε ότι ο λόγος είναι γενικός.  Ακόμα ότι μόνο με την αιτιολογία του λόγου εγείρεται ζήτημα ότι η μαρτυρία του ιατροδικαστή-Μ.Ε.4, εσφαλμένα απορρίφθηκε.

                                                                                           

Στην αιτιολογία, αναπτύσσονται τα ακόλουθα περαιτέρω ζητήματα:  Ότι από 16.12.2002 και 17.1.2003 υφίσταντο σαφείς ενδείξεις της αύξησης των θρομβοκυττάρων και/ή αιμοπεταλίων παρά την αντιβιοτική αγωγή που είχε χορηγηθεί.  Ότι η μη αξιολόγηση ή επαναξιολόγηση της κατάστασης του αποβιώσαντα οδήγησε σε μια αγωγή ή στη συνέχιση της που επιδείνωσε την κατάσταση του και την κατέστησε μη αναστρέψιμη.  Ότι η παρουσία του περικαρδιακού υγρού σε τεράστιες ποσότητες θα έπρεπε να συνδυαστεί με το ενδεχόμενο μόλυνσης του αναπνευστικού και θα έπρεπε να λειτουργήσει ως προειδοποίηση για την εισαγωγή του αποβιώσαντα στο Νοσοκομείο.

 

Με το λόγο έφεσης 2 αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.  Ότι εσφαλμένα απέδωσε στον αποβιώσαντα ότι με τη συμπεριφορά του συνέτεινε στην επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του, ενώ ήταν οι ιατροί του Νοσοκομείου που δεν του εξήγησαν την πραγματική κατάσταση της υγείας του, αλλά τον καθησύχαζαν διευθετώντας την επόμενη του επίσκεψη σε βάθος χρόνου, με αποτέλεσμα να παρέλθει ο χρόνος σε βάρος της υγείας του κατά τρόπο μη αναστρέψιμο.

 

Οι λόγοι έφεσης έχουν κοινό πυρήνα, ότι η συλλογή περικαρδιακού υγρού που διαπιστώθηκε στις πρώτες δύο επισκέψεις του αποβιώσαντα στο Νοσοκομείο, δεν ήταν άσχετη και ασύνδετη με ότι επακολούθησε και που οδήγησε στο θάνατο του.  Ουσιαστικά ό,τι η συλλογή περικαρδιακού υγρού παρείχε ένδειξη για το ενδεχόμενο της μόλυνσης του αναπνευστικού που ακολούθησε και της λοίμωξης, που ήταν η αιτία για την πνευμονική εμβολή η οποία επέφερε το θάνατο του αποβιώσαντα.

 

Ο λόγος έφεσης 1 δεν εγείρει ευθέως ζήτημα προσβολής της κρίσης της αξιοπιστίας του ιατροδικαστή-Μ.Ε.4.  Και στο περίγραμμα της αγόρευσης των δικηγόρων των Εφεσείοντων, αναφέρεται ότι διαπράχθηκε το λάθος να απορριφθεί η μαρτυρία του «για λόγους οι οποίοι όπως τους περιγράφει το Δικαστήριο στις σελ. 12-17 δεν ευσταθούν», χωρίς οιανδήποτε επεξήγηση.  Ούτε κατά την προφορική τους αγόρευση οι δικηγόροι των Εφεσείοντων υπέδειξαν οτιδήποτε το συγκεκριμένο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογεί τον ιατροδικαστή-Μ.Ε.4 σε πέντε πυκνογραμμένες σελίδες.  Και το σημειώνουμε γιατί σε αυτές προσεγγίζει όλες τις πτυχές της μαρτυρίας του με τρόπο αναλυτικό και η αιτιολογία για την απόρριψη της μαρτυρίας του είναι τεκμηριωμένη και πειστική.  Και δεν αρκέστηκε στην απομόνωση συγκεκριμένων φράσεων από τη μαρτυρία του, όπως αναφέρεται στο περίγραμμα, στην ανάπτυξη του λόγου έφεσης 2.  Επισημαίνουμε ότι δεν μας υποδείχθηκε, αλλά και δεν βρίσκουμε να υφίσταται κάποιος λόγος που θα μας επέτρεπε να επέμβουμε στην εν λόγω κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Σε κάθε όμως περίπτωση, ο ιατροδικαστής-Μ.Ε.4 είχε αναφέρει καταληκτικά ότι:

 

«Εκ του αποτελέσματος δεν του δόθηκε η αναμενόμενη ιατρική περίθαλψη για τους λόγους που έχω εκθέσει στην μαρτυρία μου. Μπορεί να μην ήταν δυνατό να σωθεί ο ασθενής, ούτε και μπορεί κανείς να το πει, δηλαδή, ο ασθενής θα κατέληγε και να βρισκόταν στο καλύτερο νοσοκομείο του κόσμου και να του διδόταν η καλύτερη δυνατή θεραπεία. Όμως οι πιθανότητες επιβίωσης του ελαττώθηκαν σίγουρα.». 

 

 

 

    Αυτή του η τοποθέτηση δεν μπορούσε εξ αντικειμένου να στηρίξει τη βάση της αγωγής, όπως δικογραφήθηκε, ότι δηλαδή: «Η δημιουργία της εν λόγω πνευμονικής εμβολής προήλθε και/ή ήταν το αποτέλεσμα των ανωτέρω ενεργειών των ιατρών και/ή υπαλλήλων και/ή αντιπροσώπων και/ή υπηρετών του εναγομένου .».

 

Σε σχέση με τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρονται, διαπιστώνουμε ότι οι εισηγήσεις των δικηγόρων των Εφεσείοντων είναι γενικές και αόριστες και δεν εδράζονται στη μαρτυρία που δόθηκε.  Δεν επικαλούνται κάποια ιατρική γνώμη για να στηρίξουν την επιχειρηματολογία τους, αλλά μόνο καταλογίζουν ευθύνες χωρίς υπόβαθρο.  Το μόνο συγκεκριμένο που αναφέρουν είναι ότι οι ιατροί του Νοσοκομείου «Όφειλαν να γνωρίζουν ότι η παρουσία περικαρδίτιδας και μάλιστα πάχους ενός εκατοστού . παρά τη θεραπεία στην οποία είχαν υποβάλει τον αποβιώσαντα, έθετε τη ζωή του αποβιώσαντα σε κίνδυνο».  Ό,τι βέβαια ενδιαφέρει είναι ο κίνδυνος για τη λοίμωξη που έπληξε τον αποβιώσαντα.  Ωστόσο, δεν παραπέμπουν σε κάποια γνώμη που να υποστηρίζει τη διασύνδεση που προτείνουν.  Με αναφορά στη φράση που χρησιμοποίησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι ιατροί «με γνώμονα τα γεγονότα και δεδομένα που ήλθαν εις γνώση τους επέδειξαν τουλάχιστον την αναμενόμενη και αναγκαία επιμέλεια και προσοχή», επιχειρηματολογούν ότι οι ιατροί όφειλαν να αναζητήσουν τη γνώση, χωρίς να εξηγούν ποια γνώση.  Γιατί σχετική θα ήταν η γνώση και προς αυτή την κατεύθυνση η διερεύνηση της κατάστασης του αποβιώσαντα, σε σχέση με την περικαρδίτιδα, που δεν είχε όμως καμιά σχέση, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τη λοίμωξη που επακολούθησε χρονικά.

 

Το καταλυτικό για την υπόθεση εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι: «το οποιοδήποτε πρόβλημα υγείας αντιμετώπισε ο αποβιώσαντας και το οποίο εν τέλει προκάλεσε την πνευμονική εμβολή η οποία επέφερε τον θάνατο, δεν σχετίζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με τη συλλογή περικαρδιακού υγρού που παρουσίασε», ήταν δικαιολογημένο.  Η ιατροδικαστής-Μ.Ε.5 που είχε προβεί στη νεκροτομή επί της σορού του αποβιώσαντα, και που κλήθηκε ως μάρτυρας από τους Εφεσείοντες, σε ερώτηση του δικηγόρου τους, απάντησε ευθαρσώς ότι: «Θα μιλήσω συγκεκριμένα για την περίπτωση μας, το περικαρδιακό υγρό δεν σχετίζεται με τη φλεγμονή, γιατί ιστολογικά δεν έχουμε αποδείξει μια επικαρδίτιδα. Ή περικαρδίτιδα».

 

Ήταν υπόψη των ιατρών ότι η θεραπεία που είχε χορηγηθεί από 16.12.2002 δεν βελτίωσε την κατάσταση της περικαρδίτιδας μέχρι και την 17.1.2003 και γι' αυτό ζητήθηκε να παραμείνει ο αποβιώσας ως εσωτερικός ασθενής και να γίνουν αιματολογικές εξετάσεις, με το παραπεμπτικό να αναφέρει «επείγον».  Ο αποβιώσας δεν αποδέχτηκε να παραμείνει στο Νοσοκομείο και δεν επανήλθε με τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων που έκαμε.  Η αναφορά των δικηγόρων των Εφεσείοντων ότι οι ιατροί του Νοσοκομείου παρέλειψαν να τοποθετήσουν στον φάκελο του αποβιώσαντα τα αποτελέσματα των αιματολογικών εξετάσεων είναι εντελώς ατεκμηρίωτη εφόσον δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας ότι τα αποτελέσματα παραδόθηκαν στο Νοσοκομείο.

 

    Η έφεση απορρίπτεται.  €3000 έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον των Εφεσείοντων υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντα, δηλαδή εναντίον της περιουσίας.

   

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο