ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 51/2015)
18 Ιουλίου, 2023
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
G.A.P. AKIS EXPRESS LTD
Εφεσείουσα/Kαθ΄ ης η αίτηση
ΚΑΙ
1. ΣΑΒΒΑΣ ΚΟΝΤΟΥ
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΣΤΑ
Εφεσίβλητοι/Αιτητές
ΚΑΙ
ΤΑΜΕΙΟ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ
Εφεσίβλητοι/Καθ΄ ων η αίτηση
_________________________
Ζένιος Νικολάου για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.
Στ. Σκορδής για Σκορδής & Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1.
Ν. Χαραλαμπίδου (κα), για τον Εφεσίβλητο 2.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Ταμείο
Πλεονάζοντος Προσωπικού.
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Έκαστος Εφεσίβλητος/Αιτητής είχε καταχωρίσει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών ξεχωριστή αίτηση (οι οποίες συνεκδικάστηκαν) με την οποία αξίωνε εναντίον της εργοδότριας εταιρείας, Εφεσείουσας, αποζημιώσεις για κατ' ισχυρισμόν παράνομο τερματισμό της απασχόλησης του. Η εργοδότρια εταιρεία με επιστολές πανομοιότυπου περιεχομένου, είχε τερματίσει την απασχόληση και των δύο Εφεσίβλητων, ενημερώνοντας τους τα ακόλουθα:
«Βρισκόμαστε στην δυσάρεστη θέση να σας γνωστοποιήσουμε ότι λόγω αναδιοργάνωσης/αναδιάρθρωσης της εταιρείας μας η οποία είχε σαν συνέπεια την ελάττωση του αναγκαίου προσωπικού, οι υπηρεσίες στην εταιρεία μας τερματίζονται λόγω πλεονασμού στις ...............................
Ο τερματισμός της απασχόλησης σας είναι άμεσος και θα σας καταβληθεί πληρωμή αντί προειδοποίηση σύμφωνα με την νομοθεσία.»
Στις επιστολές δεν είχε διευκρινιστεί σε τί συνίστατο αυτή η αναδιοργάνωση/αναδιάρθρωση, η οποία κατά την Εφεσείουσα επέφερε την μείωση του αναγκαίου προσωπικού. Ούτε βεβαίως γινόταν αναφορά σε μεταβίβαση τμήματος της επιχείρησης της Εφεσείουσας σε άλλη εταιρεία, θέμα στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια.
Οι Εφεσίβλητοι/Αιτητές, οι οποίοι υπήρξαν εργοδοτούμενοι της Εφεσείουσας για περίπου δέκα έτη, στις αιτήσεις τους είχαν συμπεριλάβει ως Καθ΄ ου η αίτηση και το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού, εναντίον του οποίου αξίωναν, διαζευκτικά, «πληρωμή σε περίπτωση που ήθελαν αποδειχθεί συνθήκες πλεονασμού». Η θέση του Ταμείου ήταν πως, από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, ο τερματισμός της απασχόλησης των Εφεσίβλητων δεν οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού και κατ΄ επέκταση απέρριψε τις σχετικές αιτήσεις τους.
Η Εφεσείουσα με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισης της, αμφισβήτησε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τις αξιώσεις των Εφεσίβλητων και ισχυρίστηκε ότι ο τερματισμός της απασχόλησης τους «Έγινε για λόγους πλεονασμού και συγκεκριμένα λόγω εκσυγχρονισμού, μηχανοποιήσεως και/ή αλλαγών στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης που ελάττωσε τον αριθμό των αναγκαιούντων εργοδοτουμένων και/ή αλλαγών στις μεθόδους παραγωγής ή στις αναγκαιούσες ειδικότητες των εργοδοτουμένων».
Το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού με τους Γενικούς Λόγους Εμφάνισης του, επανέλαβε πως το αίτημα των εργοδοτουμένων για πληρωμή λόγω πλεονασμού απερρίφθη «γιατί σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του ο τερματισμός της απασχόλησης δεν οφείλετο σε λόγους πλεονασμού. Η εργοδότρια εταιρεία δεν προέβη σε οιανδήποτε μορφή σοβαρής αναδιοργάνωσης κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού που να δικαιολογεί την απόλυση. Η μεταβίβαση και/ή ανάληψη της επιχείρησης και/ή τμήματος αυτής δεν συνιστά λόγο πλεονασμού. Το τμήμα της επιχείρησης όπου απασχολούντο οι Αιτητές μεταβιβάστηκε και/ή αναλήφθηκε από την εταιρεία G.A.P. Vasilopoulos Express Logistics Ltd που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών, η οποία στον ουσιώδη χρόνο προέβη σε προσλήψεις νέων οδηγιών».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε και τους δύο Εφεσίβλητους/Αιτητές, αφού βρήκε πως η Εφεσείουσα «. δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης που την βαρύνει και κατ΄ επέκταση δεν κατάφερε να αποδείξει στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων οποιοδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε την απόλυση των Αιτητών λόγω πλεονασμού και δη δυνάμει του άρθρου 18(γ) (ι) του Νόμου». Κατ΄ επέκταση, εξέδωσε προς όφελος τους αποφάσεις. Για τον Εφεσίβλητο 1 για το ποσό των €6.940,48, πλέον τόκο, πλέον έξοδα και για τον Εφεσίβλητο 2 για το ποσό των €5.790,02, πλέον τόκο, πλέον έξοδα. Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξής του, απέρριψε τις Αιτήσεις εναντίον του Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού, χωρίς διαταγή για έξοδα.
Η εργοδότρια εταιρεία δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη απόφαση, εξ' ού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Τρεις είναι οι λόγοι έφεσης, τους οποίους παραθέτουμε αυτολεξεί:
«Πρώτος Λόγος Έφεσης.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στην απόφαση ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Ν. 104(Ι)/2000 και κατά συνέπεια έλαβε χώρα μεταβίβαση τμήματος της επιχείρησης της εργοδότριας εταιρείας στην εταιρεία Logistic δεδομένου ότι η τελευταία ανέλαβε τις υπηρεσίες μεταφοράς και διανομής με τις οποίες δραστηριοποιείτο η πρώτη, χωρίς να επέλθει μεταβολή της ταυτότητας της και κατά τρόπο ώστε τα επί μέρους μεταβιβασθέντα στοιχεία να διατηρούν την οργανική τους ενότητα αλλά και την ικανότητα τους να πραγματοποιήσουν το σκοπό της εκμετάλλευσης και υπό τον νέο φορέα.
[.]
Δεύτερος Λόγος ΄Εφεσης.
Το Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα το άρθρο 10(1) του Νόμου 104(Ι)/2000 και έκρινε ότι οι αιτητές/Εφεσίβλητοι δικαιούνται σε αποζημίωση από την καθ΄ ης η αίτηση/Εφεσείουσα.
[.]
Τρίτος Λόγος Έφεσης.
Το Δικαστήριο λανθασμένα αποφαίνεται ότι η αναδιοργάνωση είναι φανερό ότι έγινε λόγω της σχεδιαζόμενης μεταβίβασης του τμήματος μεταφορών και ότι δεν τέθηκαν ενώπιον του οποιαδήποτε στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν λόγοι οικονομικοί, τεχνικοί ή οργανωτικοί που θα συνεπάγοντο μεταβολές του εργατικού δυναμικού κατά τον ουσιώδη χρόνο της απόλυσης.
[.]»
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά διαπιστώθηκαν από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα εργοδότρια εταιρεία, ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, ανήκει στον όμιλο εταιρειών G.A.P. Vassilopoulos. Μέχρι και το τέλος του 2010, οι δραστηριότητες της αφορούσαν, ανάμεσα σ΄ άλλες εργασίες, σε ταχυμεταφορά/παράδοση φακέλων και άλλων αντικειμένων. Και οι δύο Εφεσίβλητοι ήταν οδηγοί μηχανοκίνητων οχημάτων και εκτελούσαν δρομολόγια για την μεταφορά των πιο πάνω αντικειμένων.
Το 2009 συστάθηκε από τον πιο πάνω όμιλο μια άλλη εταιρεία, η G.A.P. Vassilopoulos Express Logistic Ltd (στο εξής η Logistic), η οποία εκτελούσε παρόμοιες εργασίες. Περί τα τέλη του 2010, στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού και καλύτερου συντονισμού όλων των εταιρειών του ομίλου, το Τμήμα Εργασιών της Εφεσείουσας, που αφορούσε στην μεταφορά των αντικειμένων, ανατέθηκε στην Logistic. Τριάντα από τους σαράντα δύο εργοδοτούμενους οδηγούς της Εφεσείουσας, εργοδοτήθηκαν από την Logistic, ενώ οι άλλοι δώδεκα απολύθηκαν από την Εφεσείουσα. Τα μηχανοκίνητα οχήματα που χρησιμοποιούσε η τελευταία για την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών της, παραχωρήθηκαν στην Logistic, η οποία και συνέχισε να τα χρησιμοποιεί για την μεταφορά των αντικειμένων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αρχικά αναφέρθηκε στο άρθρο 6 (1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν. 24/67, όπως αυτός τροποποιήθηκε. Ορθά κατέγραψε πως ο νόμος εισάγει νόμιμο μαχητό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο «. ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος δια τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων». Στο άρθρο 5 του Νόμου απαριθμούνται οι λόγοι απόλυσης, οι οποίοι δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης. Ανάμεσα σ΄ αυτούς, περιλαμβάνεται και η περίπτωση που εργοδοτούμενος απολύεται λόγω πλεονασμού. Συνεπώς, η Εφεσείουσα θα έπρεπε να ανατρέψει το εν λόγω μαχητό τεκμήριο αποδεικνύοντας ότι δικαιολογημένα απέλυσε τους Εφεσίβλητους για λόγους πλεονασμού (L' Union National (Tourist & Sea Resorts) Ltd v. Χουλιώτη (2015) 1(Β) ΑΑΔ 1874).
Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε αναφορά στον περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωμάτων των Εργοδοτουμένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τμημάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων, Νόμο του 2000, Ν 104(Ι)/2000. Πρόκειται περί νόμου ο οποίος προβλέπει για τη διατήρηση και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργοδοτουμένων κατά την μεταβίβαση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων. Όπως ορθά σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε προκειμένου η Κυπριακή Νομοθεσία να εναρμονισθεί με το Κοινοτικό Δίκαιο και συγκεκριμένα με τις Οδηγίες 77/187/ΕΟΚ[1] και 98/50/ΕΚ[2]. Ακολούθησε η Οδηγία 2001/23/ΕΚ[3], η οποία ουσιαστικά κωδικοποίησε τις δύο προηγούμενες Οδηγίες.
Το Άρθρο 5 του Ν. 104(Ι)/2000, ρητά προβλέπει πως η μεταβίβαση μιας επιχείρησης, μιας εγκατάστασης ή ενός τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης, δεν συνιστά από μόνη της λόγον απόλυσης για τον εκχωρητή ή τον εκδοχέα. Πρόκειται για όρους που χρησιμοποιούνται στην Οδηγία. Ωστόσο, η νομολογία του ΔΕΚ (όπως ήταν πριν από τη Συνθήκη της Λισαβόνας - μετέπειτα ΔΕΕ), έχοντας κατά νου ότι οι πιο πάνω όροι είναι δυνατόν να αποδίδονται διαφορετικά στην γλώσσα του κάθε κράτους μέλους, αποφεύγει τη χρήση των εν λόγω όρων και χρησιμοποιεί τον όρο «οικονομική οντότητα», αφού σκοπός της Οδηγίας είναι να διασφαλιστεί η συνέχεια των εργασιακών σχέσεων που υφίστανται στο πλαίσιο μιας οικονομικής οντότητας, ανεξαρτήτως της μεταβολής του εργοδότη. Ο δικός μας Νόμος κάνει αναφορά σε «οικονομική οντότητα». ΄Ετσι το Άρθρο 3 (2) του Νόμου, ρητά προνοεί πως μεταβίβαση εντός της έννοιας του Νόμου «.. θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, ανεξάρτητα εάν αυτή η δραστηριότητα είναι κύρια ή δευτερεύουσα».
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του, προέβη σε συγκεκριμένα ευρήματα. Στη βάση αυτών, εξέτασε κατά πόσο εφαρμόζονταν οι προστατευτικές πρόνοιες του Ν. 104(Ι)/2000, για να δώσει καταφατική απάντηση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του:
«Στην προκείμενη περίπτωση το κομμάτι της επιχείρησης που ανέλαβε η Logistic ήταν η υπηρεσία μεταφορών και διανομής η οποία πρότινος διεξήγετο στις τάξεις και υπό την άμεση διεύθυνση της Εργοδότριας Εταιρείας. Επρόκειτο ουσιαστικά για ένα ξεχωριστό τμήμα της επιχείρησης για τη λειτουργία του οποίου απαιτούντο εκτός από το προσωπικό, σημαντικό μέρος του οποίου η Logistic είχε αναπροσλάβει και η ανάληψη συγχρόνως σημαντικών ενσώματων στοιχείων ήτοι οχημάτων, απαραίτητων για την άσκηση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, τα οποία επίσης τέθηκαν στη διάθεση και υπό τη διαχείριση της. Εν ολίγοις, στον νέο εργοδότη μεταβιβάστηκαν όλα εκείνα τα στοιχεία που ήταν αναγκαία και ικανά για τη συνέχιση του μέρους αυτού της επιχείρησης του προκατόχου του. Συνεπώς δεν επρόκειτο για την ανάθεση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας ή τομέα δραστηριοτήτων υπό μορφή "outsourcing" ή "contracting out", όπως συναντάται στην ξένη βιβλιογραφία, αλλά για μια οργανωμένη οντότητα η οποία και μετά την ανάληψη της από τον νέο εργοδότη συνέχισε από μόνη της να διατηρεί την ταυτότητα της.
Σε τελική ανάλυση, συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον μας στοιχεία, καταλήγουμε ότι η συγκεκριμένη περίπτωση εμπίπτει εντός των πλαισίων των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Ν.104(Ι)/2000. Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω, στην προκείμενη περίπτωση, έλαβε χώρα μεταβίβαση τμήματος της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας στην εταιρεία Logistic κατά την έννοια των διατάξεων της Οδηγίας και του Νόμου 104(Ι)/2000, δεδομένου ότι η τελευταία ανέλαβε τις υπηρεσίες μεταφοράς και διανομής με τις οποίες δραστηριοποιείτο η πρώτη, χωρίς να επέλθει μεταβολή της ταυτότητας της και κατά τρόπο ώστε τα επί μέρους μεταβιβασθέντα στοιχεία της εν λόγω επιχείρησης να διατηρούν την οργανική τους ενότητα αλλά και την ικανότητα τους να πραγματοποιήσουν τον σκοπό της εκμετάλλευσης και υπό τον νέο φορέα, τη Logistic. Το αν τελικά η εν λόγω εταιρεία ενσωμάτωσε τη μεταβιβασθείσα επιχείρηση στη υφιστάμενη δομή της δικής της επιχείρησης, αυτό δεν αρκεί για να αποκλείσει την εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Νόμου 104(Ι)/2000, με συνέπεια να στερηθούν οι οικείοι εργοδοτούμενοι της παρεχόμενης προστασίας.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία του ΔΕΚ[4], απέρριψε την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της Εφεσείουσας, ότι η μη μεταβίβαση της κυριότητας των μηχανοκίνητων οχημάτων στην Logistic ήταν καθοριστική για τη μη εφαρμογή των προστατευτικών διατάξεων της Οδηγίας και του Ν. 104(Ι)/2000. Επαναλαμβάνουμε πως τα μηχανοκίνητα οχήματα δεν μεταβιβάστηκαν στον εκδοχέα αλλά παραχωρήθηκαν σ΄ αυτόν από την Εφεσείουσα για να χρησιμοποιηθούν όπως ακριβώς και προηγουμένως, δηλαδή για τη μεταφορά/παράδοση φακέλων και άλλων αντικειμένων.
Αναφέρουμε από τώρα πως το εν λόγω στοιχείο ορθά συνεκτιμήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα, για να αποφασιστεί κατά πόσο η συγκεκριμένη περίπτωση καλυπτόταν από τις προστατευτικές πρόνοιες του νόμου. Όπως ορθά κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και πάλι σε νομολογία του ΔΕΚ[5], κανένα στοιχείο δεν είναι από μόνο του καθοριστικό και σε κανένα δεν μπορεί να αποδοθεί απόλυτη βαρύτητα. Πολλά και διάφορα είναι τα στοιχεία τα οποία είναι δυνατόν να είναι σχετικά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και τα οποία δεν μπορούν να καθοριστούν εκ των προτέρων.
Αποφάσεις του ΔΕΕ έχουν καθιερώσει κάποια κρίσιμα στοιχεία, τα οποία τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη. Ανάμεσα σ΄ αυτά περιλαμβάνονται (α) η μεταβίβαση ή μη υλικών στοιχείων, όπως κτίρια, μηχανήματα, εξοπλισμός κλπ., (β) η μεταβίβαση ή μη άϋλων αγαθών όπως σήμα, δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κλπ., (γ) η πρόσληψη ή μη σημαντικού μέρους του προσωπικού από τον εκδοχέα, (δ) η μεταβίβαση ή μη πελατείας, (ε) ο βαθμός ομοιότητας των δραστηριοτήτων που ασκούνται πριν και μετά την μεταβίβαση κλπ. Επαναλαμβάνουμε ότι η βαρύτητα που θα δοθεί σε καθένα από αυτά, στο πλαίσιο της συνολικής εκτίμησης και αξιολόγησης, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε περίπτωσης, μη αποκλειομένης της φύσης της επιχείρησης ή της εγκατάστασης και των μεθόδων παραγωγής και εργασίας που εφαρμόζονται σ΄ αυτήν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του όλα τα σχετικά στοιχεία, βρήκε, υπό το φως και της νομολογίας, πως η περίπτωση των δύο Εφεσίβλητων καλυπτόταν από τις προστατευτικές πρόνοιες της Οδηγίας και του εναρμονιστικού μας Νόμου, για τους λόγους που έχουμε ήδη παραθέσει. Η προσέγγιση και η κατάληξη του κρίνεται ορθή και συνεπώς δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου. Να προσθέσουμε εδώ πως τα γεγονότα της παρούσας διαφέρουν ουσιωδώς από τα γεγονότα της υπόθεσης Σαββίδης ν. SSP Catering Cyprus Ltd κ.ά. (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 2096, στην οποία αποφασίστηκε πως οι πρόνοιες της Οδηγίας και κατ΄ επέκταση του εναρμονιστικού μας νόμου δεν εφαρμόζονταν. Εκεί, (α) δεν υπήρχε οποιοσδήποτε συμβατικός δεσμός ή σχέση μεταξύ εκχωρητή και εκδοχέα. Καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου πως το στοιχείο αυτό μπορεί να μην ήταν καθοριστικής σημασίας, πλην όμως παρείχε σοβαρή ένδειξη περί μη πραγματοποίησης μεταβίβασης, (β) ο εκδοχέας παρέλαβε από τον εκχωρητή άδειους χώρους καταστημάτων στα οποία ο τελευταίος εργοδοτούσε προηγουμένως τον υπάλληλο. Καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου πως το συγκεκριμένο στοιχείο δεν θα έπρεπε να αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο μεμονωμένα για να ικανοποιηθεί πως το στοιχείο αυτό «δεν αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο που θα μπορούσε από μόνο του να μεταβάλει την ταυτότητα της μεταβιβαζόμενης μονάδας», αλλά θα έπρεπε να είχε αξιολογηθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, και (γ) η κατοχή των καταστημάτων δεν περιήλθε στον εκδοχέα ενόσω ίσχυε σύμβαση δυνάμει της οποίας ο εκχωρητής κατείχε τα καταστήματα, αλλά μετά που η εν λόγω σύμβαση τερματίστηκε. Καταγράφεται στην απόφαση του Εφετείου, πως η σύμβαση τερματίστηκε όχι συνεπεία καταγγελίας, όπως έγινε στην υπόθεση Suzen C-13/95 (1997) 1275, αλλά υπό συνθήκες ευνοϊκότερες για τον Αιτητή, δηλαδή συνεπεία εκπνοής της συμφωνηθείσας περιόδου ισχύος της.
Η Εφεσείουσα είχε το βάρος απόδειξης ότι ο τερματισμός ήταν νόμιμος και εντός του πλαισίου που επιτρέπει ο νόμος (Paphos Stone C. Estates Ltd v. Νεοπτολέμου (2014) 1(Β) ΑΑΔ 1335, 1345). Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσείουσα δεν κατάφερε να αποσείσει το εν λόγω βάρος και κατ΄ επέκταση «δεν κατάφερε να αποδείξει στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων οποιοδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε την απόλυση των Αιτητών λόγω πλεονασμού ...». Ουσιαστικά, εν προκειμένω, βρισκόμαστε μπροστά σε απόλυση που είχε ως αιτία την μεταβίβαση αυτή καθαυτή και όχι άλλους λόγους (για τους οποίους γίνεται αναφορά στην επιφύλαξη του Άρθρου 5(1) του Ν. 104(Ι)/2000), οι οποίοι, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση, θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν απόλυση.
Ο πρώτος και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, στο περιεχόμενο του οποίου έχουμε ήδη κάνει αναφορά πιο πάνω. Σύμφωνα με την αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου «Ακόμα και σε περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι υπάρχει μεταβίβαση, η Καθ΄ ης η αίτηση/Εφεσείουσα δεν έχει καμιά νομική υποχρέωση να αποζημιώσει τους Αιτητές/Εφεσίβλητους .. Στην προκείμενη περίπτωση ο διάδοχος δεν είναι διάδικο μέρος και αφού το Δικαστήριο έχει αποφασίσει ότι πρόκειται για μεταβίβαση θα έπρεπε να απορρίψει τις αιτήσεις γιατί ο μεταβιβάζων δεν έχει οποιαδήποτε νομική υποχρέωση για πληρωμή αποζημιώσεων στους Αιτητές».
Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε πως τέτοιο θέμα ουδέποτε είχε εγερθεί από την Εφεσείουσα στους Γενικούς Λόγους που αυτή είχε προβάλει, το περιεχόμενο των οποίων έχουμε ήδη παραθέσει. Περαιτέρω, όπως πολύ ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, στις επιστολές απόλυσης που κοινοποιήθηκαν στους Εφεσίβλητους από την ίδια την Εφεσείουσα, ουδεμία αναφορά γινόταν σε «μεταβίβαση ή ανάληψη από τον νέο φορέα του συγκεκριμένου τμήματος, όπου απασχολούνταν οι Αιτητές. Γίνεται μια απλή ενημέρωση για αναδιοργάνωση/αναδιάρθρωση της εταιρείας που είχε σαν συνέπεια την ελάττωση του αναγκαίου προσωπικού». Ορθή όμως ήταν και η άλλη επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ούτε ο εκχωρητής αλλά ούτε και ο εκδοχέας συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους, ως αυτές προκύπτουν από το Άρθρο 8(1) (α) του Ν. 104(Ι) /2000, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:
«8.—(1)(α) Ο εκχωρητής και ο εκδοχέας υποχρεούνται να πληροφορούν τους εργοδοτουμένους ή τους εκπροσώπους των εργοδοτουμένων τους που επηρεάζονται από τη μεταβίβαση, σχετικά με τα ακόλουθα:
(i) Την ημερομηνία ή την προτεινόμενη ημερομηνία μεταβίβασης·
(ii) τους λόγους της μεταβίβασης·
(iii) τις νομικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της μεταβίβασης για τους εργοδοτουμένους· και
(iν) τα προβλεπόμενα μέτρα που θα ληφθούν όσον αφορά τους εργοδοτουμένους.»
Η Εφεσείουσα δεν μπορεί να οικοδομεί επί των πιο πάνω παραλείψεων της. Υιοθετούμε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο:
«Η παράλειψη της εργοδότριας εταιρείας να ενημερώσει τους Αιτητές για τη σχεδιαζόμενη μεταβίβαση τους στέρησε του δικαιώματος να θεωρήσουν τη σύμβαση εργασίας τους ως υφιστάμενη έναντι της Logistic και να προβάλουν έναντι αυτής το μη νομότυπο της απόλυσης τους. Στη βάση ωστόσο των προστατευτικών διατάξεων, της Οδηγίας και του Νόμου 104(Ι)/2000 αλλά και του Νόμου 24/67 η εργοδότρια εταιρεία δεν απαλλάσσεται ως εργοδότης της ευθύνης της έναντι των Αιτητών».
Και ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η Έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
/ΕΑΠ.
[1] Οδηγία του Συμβουλίου της 14ης Φεβρουαρίου 1977 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών, σχετικών με την διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων.
[2] Οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου της 29ης Ιουνίου 1998 για την τροποποίηση της οδηγίας 77/187/ΕΟΚ περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων.
[3] Οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου της 12ης Μαρτίου 2001 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων.
[4] C-340/01 Alber [2003] ECR 1-14046, C-287/86 Ny Moole Kro [1987] ECR 1-5465, C-209 Watson Rask [1992] 1-5755.
[5] C-287/86 Ny Molle Kro (1987), 5479, C-13/95 Suzen (1997), 1275 Oy LiiKenne (25.1.2001), C-51/00 Temco Service Industries (2002), 969.