ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 283/22)

6 Ιουλίου, 2023

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 3 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

 

ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Ή ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 7.1.2021 ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 35/16 ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΙΤΗΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ, ΕΠΙΜΕΤΡΗΤΗ ΠΟΣΟΤΗΤΩΝ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31.8.2015

---------  

 

Τζ. Σαββοπούλου (κα) για Σαββοπούλου Law Office, για εφεσείοντα.

Θ. Κουμή (κα) δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για εφεσίβλητη.

Στ. Ησαϊας για το ενδιαφερόμενο μέρος είναι παρών.

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από την Δ. Σωκράτους, Δ.

 

---------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.:  Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης αποτελεί η απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εν τη ασκήσει της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας του, να απορρίψει την δια κλήσεως αίτηση, με την οποία επιδιώκετο η έκδοση προνομιακού εντάλματος τύπου certiorari για ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας το οποίο παραμέρισε, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης Αρ. 477/16, διαιτητική απόφαση λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς (misconduct) του διαιτητή και ειδικότερα λόγω έλλειψης αμεροληψίας.

 

        Τα περιβάλλοντα την υπόθεση γεγονότα, όπως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, έχουν ως ακολούθως:

 

«Ο αιτητής ήταν ο διαιτητής που επελήφθη της διαιτησίας μεταξύ του Ντίνου Φλωρίδη, αρχιτέκτονα αφενός και της Κυπριακής Δημοκρατίας αφετέρου.  Η διαιτησία αφορούσε σε διαφορές που προέκυψαν κατά την εκτέλεση εργασιών για την ανέγερση σχολικού κτιρίου.

 

Ο αιτητής εξέδωσε την απόφαση του στις 31.8.2015 αποδεχόμενος τις απαιτήσεις του απαιτητή Φλωρίδη. 

 

Ακολούθησαν δύο αιτήσεις: 

 

(α)    Η Γενική Αίτηση Αρ. 35/16 που καταχώρισε στις 21.1.2016 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ο Φλωρίδης με την οποία ζήτησε άδεια για να εγγράψει και να εκτελέσει την απόφαση του διαιτητή.

(β)    Η Γενική Αίτηση Αρ. 477/16 που καταχώρισε η Δημοκρατία στις 11.11.2016 με την οποία ζήτησε τον παραμερισμό της απόφασης λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς (misconduct) και ειδικότερα λόγω έλλειψης αμεροληψίας. 

 

Οι δύο αιτήσεις συνεκδικάστηκαν με κοινό παρονομαστή το κατά πόσον ο αιτητής είχε επιδείξει ως διαιτητής ανάρμοστη συμπεριφορά και ειδικότερα έλλειψη αμεροληψίας έχοντας «προσωπικές οικονομικές διαφορές με τον ένα εκ των ενώπιον του διαδίκων εναντίον του οποίου μάλιστα καταχώρισε και αγωγή στο Δικαστήριο αλλά και ότι η σύζυγος του άλλου διαδίκου, ήτοι του Φλωρίδη, ήταν εμπλεκόμενο πρόσωπο στις εν λόγω οικονομικές διαφορές αλλά και πρόσωπο του οποίου η μαρτυρία στο δικαστήριο ενδέχεται να είναι καθοριστική στο εάν ο Ανδρέου (ο αιτητής) θα κερδίσει τις διαφορές αυτές».  Αυτά, σημειώνει το δικαστήριο, ουσιαστικά τα παραδέχθηκε ο αιτητής ενώπιον του, εννοείται μέσω του εμφανιζόμενου ως δικηγόρου του.  

 

Τελικά το δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν επίδειξης ανάρμοστης συμπεριφοράς από τον διαιτητή που την εξέδωσε και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έγκυρη διαιτητική απόφαση ώστε να δύναται να εγγραφεί και να εκτελεστεί. Κατά συνέπεια απέρριψε την Γενική Αίτηση Αρ. 35/16.  Παράλληλα,  κατ' ουσίαν αποδέχθηκε την αίτηση της Δημοκρατίας για παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης.

 

Ακολούθησε η παρούσα αίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει αίτηση certiorari προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, ισχυριζόμενος ότι δεν είχε διορίσει δικηγόρο να τον εκπροσωπεί στη διαδικασία και ότι κακώς το δικαστήριο αποδέχθηκε την εμφάνιση δικηγόρου εκ μέρους του χωρίς έγγραφη εξουσιοδότηση και/ή έγγραφο διορισμού δικηγόρου και χωρίς να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρχε επίδοση της αίτησης στον ίδιο.

 

Σε ότι αφορά στο ζήτημα της επίδοσης στον αιτητή και του δικηγόρου που είχε παρουσιαστεί να τον εκπροσωπεί, στην απόφαση του το δικαστήριο σημειώνει ότι όταν τέθηκαν ενώπιον του για πρώτη φορά οι υποθέσεις θεώρησε ότι είχε καθήκον να διερευνήσει κατά πόσον η αίτηση της Δημοκρατίας είχε επιδοθεί στον αιτητή ως άμεσα επηρεαζόμενο πρόσωπο και αναγκαίο, ως απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης, διάδικο στη διαδικασία εκείνη.  Το δικαστήριο δεν καταγράφει κατά πόσον διαπίστωσε ότι είχε γίνει επίδοση ή όχι στον αιτητή.  Καταγράφει όμως ότι ο δικηγόρος του Φλωρίδη δήλωσε πως ο διαιτητής εκπροσωπείτο πλήρως στη διαδικασία από τον ίδιο και ότι για τα θέματα που τον αφορούν και τη μομφή που του προσάπτεται υιοθετεί πλήρως τις θέσεις που προβάλλει ο Φλωρίδης. 

 

Όπως έχει αποφασιστεί στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd (1998) 1 AAΔ 1978 το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί οποτεδήποτε του προσάπτεται μομφή για απρεπή διαγωγή συνιστά απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης (Συμεωνίδη ν. Μενελάου, Πολ. Έφ. 6/2012, 22.12.2016). 

 

Το δικαστήριο εξέλαβε ως δεδομένο ότι ο αιτητής εκπροσωπείτο στη διαδικασία από τον δικηγόρο που δήλωσε ότι τον εκπροσωπούσε.  Ο ίδιος ο αιτητής ισχυρίζεται ότι δεν έχει διορίσει δικηγόρο και ακόμα πιο συγκεκριμένα, ότι δεν έχει υπογράψει διορισμό δικηγόρου ή σχετική εξουσιοδότηση.

 

Η έλλειψη διοριστηρίου δικηγόρου (retainer) υποδηλώνει ότι ο δικηγόρος που εμφανίζεται δεν έχει οδηγίες από τον διάδικο για τον οποίο εμφανίζεται και αποτελεί sine qua non όρο μιας έγκυρης εμφάνισης δικηγόρου (Τρύφωνος ν. Τράπεζα Κύπρου Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 411/2011, 27.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A132).»

 

Με δεδομένους τους ανωτέρω ισχυρισμούς του εφεσείοντα ότι δεν είχε υπογράψει διοριστήριο και δεν διόρισε δικηγόρο, εκρίθη πως ετίθετο εκ πρώτης όψεως παραβίαση κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, χωρίς ο διαιτητής/εφεσείων να έχει δικαίωμα έφεσης και εδόθη σχετική άδεια για καταχώριση δια κλήσεως αίτησης, κατά την εκδίκαση της οποίας εμφανίστηκε ο Γενικός Εισαγγελέας εκπροσωπώντας τη Δημοκρατία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ως αποδεκτό και ομολογούμενο από τη Δημοκρατία γεγονός ότι δεν είχε γίνει επίδοση στον εφεσείοντα της αίτησης της Δημοκρατίας που του απέδιδε ανάρμοστη συμπεριφορά (Γ.Α. 477/16) και δεν υπήρχε στο φάκελο του κατώτερου Δικαστηρίου σημείωμα εμφάνισης και έγγραφο διορισμού δικηγόρου εκ μέρους του.

 

Ήταν, επίσης, γεγονός πώς ο δικηγόρος κ. Ησαϊας ο οποίος εμφανίστηκε για τον κ. Φλωρίδη, εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα και δήλωσε ότι «υιοθετεί πλήρως και στηρίζει τις θέσεις που προβάλλει ο Φλωρίδης στην ένορκη δήλωση η οποία υποστηρίζει την ένσταση στην αίτηση της Δημοκρατίας».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε μνεία στην Τρύφωνος (ανωτέρω) και επικαλέστηκε το κάτωθι απόσπασμα από την Dynacon (ανωτέρω):

 

«Το δικαίωμα του διαιτητή να ακούεται, οποτεδήποτε του προσάπτεται μομφή για απρεπή διαγωγή, συνιστά, όπως σημειώνεται στον Russell (ανωτέρω) [Russell on the Law of Arbritration, 19η έκδοση] απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης.»

 

 

Έκρινε πως, με βάση τις ανωτέρω αυθεντίες, η αίτηση πρέπει να επιδίδεται στον διαιτητή οποτεδήποτε αποδίδεται σε αυτόν απρεπής διαγωγή είτε για ουσιαστικούς, είτε για τεχνικούς λόγους, αφού ήταν πρόσωπο άμεσα επηρεαζόμενο από τη διαδικασία, του οποίου τα δικαιώματα θα μπορούσαν να επηρεαστούν δυσμενώς από την έκβαση της και θα μπορούσε και θα έπρεπε να ήταν διάδικος.

 

Αποφάσισε ωστόσο, πως θα μπορούσε να ζητήσει άδεια ώστε να καταχωρίσει έφεση ως πρόσωπο το οποίο αποδεικνύει εκ πρώτης όψεως ότι είναι πρόσωπο ενδιαφερόμενο, παραπονούμενο (aggrieved) ή δυσμενώς επηρεαζόμενο από την απόφαση (Cyprus Asbestos Mines Co. Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 49, Κουή ν. Χριστοδούλου (2010) 1 Α.Α.Δ. 401, Raymond Riza v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 37/16, 18.11.2016).

 

Συνεπώς, ήταν η κρίση του πως εφόσον υπήρχε εναλλακτική θεραπεία δεν θα μπορούσε ο εφεσείων να ζητήσει την εξαιρετική και κατά προνόμιο αποδιδόμενη θεραπεία που ζητούσε η οποία «αποτελεί την εφεδρεία των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου

 

Ούτε οι επικαλούμενες ως εξαιρετικές περιστάσεις εκτιμήθηκαν ως τέτοιες από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ήσαν οι ίδιες περιστάσεις που ο Αιτητής επικαλέστηκε ως βάση της αίτησης, δηλαδή την υπέρβαση εξουσίας και την παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Με  ένα λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης επί τω ότι «.λανθασμένα απεφάνθη ότι δεν συντρέχουν οι εξαιρετικές αυτές περιστάσεις οι οποίες αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση προνομιακού διατάγματος Certiorari.»  Ως αιτιολογία αλλά και ως αναπτυχθέν στο περίγραμμα αγόρευσης επιχείρημα, προβάλλεται η μη λήψη υπόψη της παραβίασης της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης και της υπέρβασης εξουσίας εκ μέρους του κατώτερου Δικαστηρίου το οποίο παρέλειψε να προβεί σε έλεγχο του δικαστικού φακέλου της Αίτησης υπ΄ αρ. 477/16, ώστε να λάβει γνώση της μη ύπαρξης εξουσιοδότησης από τον εφεσείοντα για εκπροσώπηση του από δικηγόρο και τη μη ύπαρξη επίδοσης της ως άνω Αίτησης.

 

Στον αντίποδα των θέσεων του εφεσείοντα εγείρονται εκείνες του εφεσίβλητου, ο οποίος υιοθετώντας και υπεραμυνόμενος της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, υποδεικνύει πως υπάρχει εναλλακτική θεραπεία, αυτή της άσκησης έφεσης και υπογραμμίζει πως θα πρέπει πάντοτε να υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις, ανεξάρτητα από το λόγο για τον οποίο επιδιώκεται το προνομιακό ένταλμα (Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developemnts Ltd κ.α. (2004) 1(Γ) ΑΑΔ 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α. (2012) 1(Α) ΑΑΔ 878).

 

Έχουμε εκτιμήσει όλα όσα οι συνήγοροι έχουν θέσει ενώπιον μας.

 

Υπενθυμίζουμε, στο στάδιο αυτό, ότι επέμβαση του Εφετείου, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί η αρχή, μέσα από τη νομολογία είναι δυνατή στις περιπτώσεις όπως αυτές καταγράφησαν στη Στυλιανού (2015) 1(B) AAΔ.1382, 1388 και επόμενα, σχετικό απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε:

«Είχαμε σχετικά πρόσφατα επισημάνει στην Πολιτική Έφεση Αρ. 20/2014, Στέλιος Στυλιανίδης, 17.3.2015, με παραπομπή στην Μαρκιτανής ν. Μουζούρη (2000) 1 ΑΑΔ 923, τις περιπτώσεις που δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου τις οποίες και κρίνεται αναγκαίο να επαναλάβουμε, ως εκ της αυξητικής τάσης που παρατηρείται στην καταχώριση αιτήσεων και εφέσεων αναλόγως, για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων:

 

       «Η άδεια για καταχώρηση αίτησης χορηγείται κατά διακριτική ευχέρεια (βλ. και The Supreme Court Practice 1999, σελ. 908).  Εφόσο πρόκειται για απόφαση που απορρέει από άσκηση διακριτικής ευχέρειας επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται:

 (α)  Όπου διαπιστώνεται ότι η διακριτική ευχέρεια ασκήθηκε έξω από το πλαίσιο που παρέχεται από το Νόμο, όπως όταν διαπιστώνεται ότι υπεισήλθαν στην άσκηση της εξωγενείς παράγοντες.

 

(β)  Όπου η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας οδηγεί σε πασιφανή αδικία, όπως είναι η περίπτωση στην οποία δε θα μπορούσε να προέλθει κανένα δικαστήριο  (Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 ΑΑΔ 984, 988,989, Σιακόλας ν. Federal Bank of Lebanon (1992) 1 ΑΑΔ 710).

 

(γ)  Όπου υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου, εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, λήψη υπόψη άσχετων στοιχείων, μη λήψη υπόψη σχετικών στοιχείων (Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 ΑΑΔ 954, Donald Campell & Co. Ltd v.  Pollak (1927) A.C. 732, Evans v. Bartlam (1937) A.C. 473, Young v. Thomas (1892) 2 Ch. 234 και Egerton v. Jones (1939) 3 All E.R. 892)."

 

(δέστε επίσης Αναφορικά με την Αίτηση του Νικολάου, Πολ. Έφ. ΑΡ. 117/16, ημερ. 25.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A188, Αναφορικά με την Αίτηση των Θεοχαρίδη κ.α., Πολ. Έφ. Αρ. 426/19, ημερ. 20.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A354).

 

Επισημαίνουμε πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως υπάρχει εναλλακτική θεραπεία για τον Αιτητή, δεν εφεσιβλήθηκε.  Προσβλήθηκε η κρίση του περί ανυπαρξίας εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες δυνητικά, παρά την ύπαρξη άλλου ένδικου μέσου, προσφέρουν τη δυνατότητα έκδοσης προνομιακού εντάλματος. 

Είναι γεγονός ότι ο όρος «εξαιρετικές περιστάσεις» δεν έχει νομικό ορισμό αλλά προσλαμβάνει συγκεκριμένη έννοια ανάλογα με τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.

 

Όπως λέχθηκε στην P.S.P. Freestyle Ltd (1993) 1 AΑΔ 626 δεν έχει καθοριστεί η έννοια του όρου «εξαιρετικές συνθήκες».  Κανένας ορισμός όμως δεν μπορεί να είναι εξαντλητικός.  Η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά.

 

Ενδεικτικά ως τέτοιας φύσεως εξαιρετικές συνθήκες θεωρείται ότι υπάρχει στις περιπτώσεις που η αίτηση βασίζεται σε έλλειψη δικαιοδοσίας ή σε νομικό σφάλμα ή παρανομία που είναι εμφανής στο πρακτικό (Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41, R. v. Chief Constable of Merseyside (1986) 1 All E.R. 257).

 

Στην υπόθεση (την οποία επικαλείται ο συνήγορος του Αιτητή) O'B v. Residential Institutions Redress Board [2009] 1 EHC 284, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«There is no definition of 'exceptional circumstances' included in the 2002 Act.  However, some guidance is to be found in the Oxford English Dictionary's definition of 'exceptional circumstance' as being 'of the nature of or forming an exception; out of the ordinary course, unusual, special'. In essence, the Board considers that 'exceptional' means something out of the ordinary.  The circumstances must be unusual, probably quite unusual, but not necessarily highly unusual.»

 

 

Στο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα, του Π. Αρτέμη, υποδεικνύεται στη σελίδα 167 πως «Η διαπίστωση εξώφθαλμης, για να χρησιμοποιήσω τη λέξη που χρησιμοποίησαν οι αιτητές, υπέρβασης της δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου ή παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης ή παρανομίας έκδηλης στο πρακτικό, μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση διατάγματος της φύσης Certiorari, παρά το διαθέσιμο άλλου ένδικου μέσου, (βλ. R. v. Chief Constable of Merseyside [1986] 1 All E.R. 257, που υιοθετήθηκε στην υπόθεση Ανθίμου, ανωτέρω και Basu's, ανωτέρω, σελ. 375-376).»

 

To oυσιώδες, βεβαίως, και σημαντικό είναι πως η παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης αποτελεί ένα από τους λόγους έκδοσης Certiorari καθώς η τήρηση του κανόνα αυτού συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης (Βούρου κ.α. (1998) 1 ΑΑΔ 1309, Ιωάννου (Αρ.2) (1996) 1 ΑΑΔ 849).

 

Στην Αναφορικά με την Εταιρεία Unibrand Secretarial Services Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 148/17, ημερ. 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:D65, λέχθηκε:

 

«Όπως έχει λεχθεί είναι κλασσική περίπτωση τέτοιας παράβασης η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί όταν από τη φύση της διαδικασίας αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα. (Βλ. Ιn Re Philippou (1986) 1 C.L.R. 568).»

 

Στο ίδιο σύγγραμμα Προνομιακά Εντάλματα (ανωτέρω), σελίδα 138 τονίζεται πως «Σε σωρεία αποφάσεων έχει τονιστεί ότι η μη παροχή στον επηρεαζόμενο της ευκαιρίας να ακουστεί, όταν από τη φύση της διαδικασίας του αναγνωρίζεται το δικαίωμα αυτό, αποτελεί κλασσική περίπτωση παράβασης των αρχών φυσικής δικαιοσύνης», ενώ στη σελίδα 143 αναφέρεται επίσης ότι «Διάφορα νομοθετήματα προνοούν την πριν την έναρξη κάποιας διαδικασίας επίδοση συγκεκριμένων ειδοποιήσεων.  Η παράλειψη επίδοσης μιας τέτοιας ειδοποίησης στερεί από το δικαστήριο τη δικαιοδοσία και παρέχει βάση για την έκδοση διατάγματος Certiorari (βλ. R. v. Arkwright [1848] 12 Q.B. 960.»

 

Στην κρινόμενη περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε την ανάγκη επίδοσης ειδοποίησης προς τον εφεσείοντα και το δικαίωμα εκπροσώπησης του και κατέληξε πως αυτό αποτελούσε παράβαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης.

 

Ο εφεσείων είναι πρόσωπο του οποίου η απόφαση προσβαλλόταν ως μεμπτή και στο πρόσωπο του αποδιδόταν μεροληπτική, απρεπής και ανάρμοστη συμπεριφορά.  Είχε προς τούτο το αναφαίρετο δικαίωμα να τύχει ενημέρωσης, ακρόασης και υπεράσπισης. 

 

Λέχθηκε στη Συμεωνίδου ν. Μενελάου, Πολ. Έφ. Αρ. 6/12, ημερ. 22.12.2016, πως «όπως έχει αποφασιστεί στην Τράπεζα Κύπρου ν. Dynacon Limited (1998) 1 AAΔ 1978, το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί οποτεδήποτε του προσάπτεται μομφή για απρεπή διαγωγή συνιστά απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης.»

 

Δικαίωμα το οποίο ο εφεσείων αποστερήθηκε και για τούτο δικαιούται στην έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

Συνακόλουθα:  Η έφεση επιτυγχάνει.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Εκδίδεται ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 7.1.2021 στη Γεν. Αίτηση υπ΄ αρ. 35/16. 

 

Επιδικάζονται έξοδα €2.500 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον της εφεσίβλητης.

                                       

X. MAΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                        Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

                                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                        Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

/φκ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο