ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 274/2021)
10 Ιουλίου, 2023
[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (N. 33/1964)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DARIMPEX LIMITED (HE 79359) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ THN ΑΠΟΡΡΙΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 4.6.2020 Η/ΚΑΙ 1.7.2020 ΤΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 5(2)(Β) ΤΗΣ Κ.Δ.Π. 255/2012, ΓΙΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΕΛΕΤΗΤΗ/ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΥΠΟ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΚΤΙΡΙΟ ΣΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑΚΗ ΜΟΝΑΔΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ ΟΜΗΡΟΥ 7, ΔΗΜΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΕΝΟΡΙΑ ΤΡΥΠΙΩΤΗΣ, ΑΡ. ΤΕΜ. 1034, Φ./ΣΧ/ 21/460504
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 01.09.2021 ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ DARIMPEX LIMITED (HE 79359) ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 18.6.2021 ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 128/2021
-------------
Μ. Νικολάου για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντa
Η. Κυριακίδης μαζί με Στ. Λοΐζου (κα) και Λ. Περικλέους, για Ηρακλής Ν. Κυριακίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητη
----------------
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Στ. Χατζηγιάννη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.: Μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην Αναφορικά με την αίτηση της DARIMPEX LTD, Πολ. Έφ. 216/2020 ημερ. 7.6.2021, με την οποία δόθηκε άδεια για καταχώριση αίτησης με σκοπό την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus, καταχωρίστηκε σχετική αίτηση διά κλήσεως εκ μέρους της εταιρείας DARIMPEX LTD. Στο πλαίσιο της Πρωτοβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (« στο εξής το πρωτόδικο Δικαστήριο»), εκδόθηκε την 1.9.2021 Προνομιακό Ένταλμα Mandamus με το οποίο διατάχθηκε το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (στο εξής το «ΕΤΕΚ») όπως εντός 7 ημερών από την επίδοση του Διατάγματος, δώσει γραπτή άδεια στην εταιρεία DARIMPEX LTD, να διορίσει νέο αρχιτέκτονα - μελετητή για το έργο που αφορά το υπό μετατροπή κτίριο σε ξενοδοχειακή μονάδα επί της Λεωφ. Ομήρου, Λευκωσία, σε αντικατάσταση της κας Τάππα, ως το αίτημα που είχε υποβληθεί από την εν λόγω εταιρεία προς το ΕΤΕΚ, με σχετική αίτηση ημερ. 22.5.2020.
Διευκρινίζεται ότι η άδεια από την Ολομέλεια δόθηκε μετά από ανατροπή της απόφασης με την οποία είχε κριθεί πως η επίδικη πράξη του ΕΤΕΚ εντασσόταν στο χώρο του Δημοσίου Δικαίου και ως εκ τούτου μη ελεγχόμενη με Προνομιακό Ένταλμα Mandamus. Η Ολομέλεια αντίθετα, έκρινε πως «η επίδικη πράξη και η συγκεκριμένη λειτουργία του ΕΤΕΚ, σε συνάρτηση με τις παραμέτρους και τις επιπτώσεις που ενείχε στα δικαιώματα της Εφεσείουσας, (DARIMPEX LTD) εμπίπτει στον Τομέα του Ιδιωτικού Δικαίου».
Τα γεγονότα που έδωσαν το έναυσμα για την καταχώριση της αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Mandamus έχουν σε συντομία ως ακολούθως:
Η εταιρεία DARIMPEX LTD, στα πλαίσια των επενδυτικών της δραστηριοτήτων, απέκτησε το 2018 υφιστάμενο κτίριο επί της Λεωφ. Ομήρου, στη Λευκωσία, με σκοπό την μετατροπή του σε ξενοδοχειακή μονάδα. Προς το σκοπό αυτό, διόρισε αρχιτέκτονα του έργου, την κα Τάππα. Ενώ το έργο βρισκόταν σε εξέλιξη, προέκυψαν διαφορές στις σχέσεις των δύο μερών, της DARIMPEX LTD και της αρχιτέκτονος. Ενόψει του ότι δεν μπόρεσε να ανευρεθεί λύση και με δηλωμένη την πρόθεση της DARIMPEX LTD να συνεχίσει το έργο με νέο αρχιτέκτονα, επεδίωξε να της δοθεί άδεια από το ΕΤΕΚ, ώστε να διορίσει άλλο αρχιτέκτονα για να συνεχίσει και ολοκληρώσει το έργο.
Σύμφωνα με το Άρθρο 5(2)(β) του περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών (ΚΔΠ 255/2012),
«(2) Τα μέλη οφείλουν -
(α) ....
(β) να μην αναλαμβάνουν εντολή, αν με οποιοδήποτε τρόπο γνωρίζουν ότι υπάρχει απαίτηση συναδέλφου τους που ασχολήθηκε προηγούμενα με το ίδιο αντικείμενο για αμοιβή ή αποζημίωση ή και για τα δύο, δεδομένου ότι η εντολή μπορεί να αναληφθεί μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια του συναδέλφου που έχει απαίτηση ή μετά τη νόμιμη αποχώρηση αυτού ή ύστερα από σχετική άδεια του Επιμελητηρίου».
Παράβαση της πιο πάνω διάταξης, επιφέρει πειθαρχική δίωξη και κυρώσεις στο μέλος/αρχιτέκτονα του ΕΤΕΚ, σύμφωνα με τα άρθρα 10 κ.ε. του ίδιου Κανονισμού.
Το αίτημα της DARIMPEX LTD προς το ΕΤΕΚ, υποβλήθηκε στις 22.5.2020, με έντυπο που διαθέτει το ΕΤΕΚ, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αίτηση για παραχώρηση από το ΕΤΕΚ άδειας για διορισμό νέου εγγεγραμμένου Μηχανικού» και θέτει τις παραμέτρους με βάση τις οποίες δίδεται σχετική άδεια. Ειδικά στο σημείο Ι ρητά αναφέρεται πως «το ΕΤΕΚ παραχωρεί άδεια σε περιπτώσεις όπου η επίλυση της διαφοράς με τον προηγούμενο μελετητή για την αμοιβή ή αποζημίωση του έχει δρομολογηθεί προς επίλυση, είτε μέσω της δικαστικής οδού, είτε μέσω διαιτησίας υπό τους όρους και προϋποθέσεις που αναφέρονται στο μέρος Ζ του ιδίου εντύπου».
Σε διάφορα επιμέρους σημεία του εντύπου, καλείται o αιτητής να το συμπληρώσει, σύμφωνα με τις οδηγίες που παραθέτει το ΕΤΕΚ. Στο μέρος Α.1.3, με τον τίτλο «προϋποθέσεις παραχώρησης άδειας από το ΕΤΕΚ», χρησιμοποιείται ο όρος «Εντολέας». Στο μέρος Β τίθενται τα «Στοιχεία Αιτητή», όπου τοποθετείται το όνομα και η διεύθυνση της DARIMPEX LTD και στη συνέχεια αναγράφεται η πρόταση «αιτούμαι από το ΕΤΕΚ όπως μου παραχωρηθεί άδεια για διορισμό νέου μελετητή με βάση τον Κ5(2)(β) ...». Στο Μέρος Ε με τον τίτλο «πληροφορίες για την υπό εξέταση υπόθεση», αναφέρεται:
«Η Αρχιτέκτονας στις 15/05/2020 αποκήρυξε γραπτώς την συμφωνία της με τον Εργοδότη για παροχή αρχιτεκτονικών και άλλων υπηρεσιών ημερομηνίας 1/10/2018 ισχυριζόμενη εξαναγκασμό σε παραίτηση από μέρους του Εργοδότη λόγω κλονισμού της μεταξύ τους σχέσης εμπιστοσύνης προβάλλοντας παράλληλα οικονομικές και άλλες απαιτήσεις, χωρίς όμως να εξειδικεύει αυτές σε ποσά. Ειδικότερα, πέραν της επιπρόσθετης αμοιβής και αποζημιώσεων, απαιτεί όπως ο Εργοδότης απέχει από την χρήση, αντιγραφή και εκμετάλλευση των αρχιτεκτονικών της σχεδίων και μελετών αναφορικά με το Έργο.
Η Αρχιτέκτονας δεν έχει γνωστοποιήσει το ύψος της οικονομικής της απαίτησης. Παράλληλα, όλα τα τιμολόγια που η Αρχιτέκτονας έχει εκδώσει μέχρι και σήμερα έχουν εξοφληθεί πλήρως από τον Εργοδότη ο οποίος θεωρεί ότι η αποκήρυξη ήτο παράνομη, ουδέν ποσό αμοιβής εκκρεμεί προς εξόφληση και δικαιούται επιπλέον αποζημιώσεις.
Η επίλυση των διαφορών μεταξύ τού Εργοδότη και της Αρχιτέκτονας, έχει δρομολογηθεί δια μέσω της δικαστικής οδού, με την καταχώρηση της υπ΄αριθμό 1046/20 Αγωγής τού Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Το αντίγραφο του σχετικού κλητηρίου εντάλματος (2.1), επισυνάπτεται με καλυμμένες τις λοιπές απαιτήσεις και στοιχεία, πλην των θεμάτων που αφορούν την παρούσα».
Στο Μέρος Ζ αναφέρονται και τα ακόλουθα:
«Μέρος Ζ
Να συμπληρωθεί σε περίπτωση που δεν έχει επέλθει αλλαγή στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, ο εντολέας παραμένει ο ίδιος, και η επίλυση της διαφοράς έχει δρομολογηθεί.
Το ΕΤΕΚ παραχωρεί άδεια σε περιπτώσεις όπου η επίλυση της διαφοράς με τον προηγούμενο μελετητή για την αμοιβή ή αποζημίωση του έχει δρομολογηθεί προς επίλυση, είτε μέσω της δικαστική οδού, είτε μέσω Διαιτησίας,
Αν αυτό ισχύει στην περίπτωση σας παρακαλώ όπως υπογράψετε την πιο κάτω δήλωση και επισυνάψετε σχετικά αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία.
Υπεύθυνη δήλωση:
Με την παρούσα δηλώνω πως έχω διαβάσει και κατανοήσει την καθοδήγηση και αποδέχομαι τους όρους που περιλαμβάνονται στο παρόν έντυπο σε σχέση με Το αίτημά μου για παραχώρηση άδειας διορισμού νέου μηχανικού από το ΕΤΕΚ.
Με την παρούσα δηλώνω πως έχω ενημερωθεί αναφορικά με τη διακοπή της συνεργασίας του προηγούμενου ιδιοκτήτη/ εντολέα με τον αρχικό Μελετητή και επισυνάπτω σχετική αλληλογραφία.
Δηλώνω πως η διαφορά μου με τον προηγούμενο μελετητή έχει δρομολογηθεί προς επίλυση μέσω της δικαστικής οδού ή διαδικασίας διαιτησίας. Σχετικά αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία επισυνάπτονται
Αποδέχομαι επίσης πως στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα τα οποία υποβάλλονται με το παρόν έντυπο και αφορούν την παρούσα αίτηση/υπόθεση ενδεχομένως να κοινοποιηθούν στον σχολιασμό, ή οπουδήποτε αλλού κριθεί απαραίτητο από το Επιμελητήριο του υποβληθέντος αιτήματος».
(Η υπογραφή είναι και πάλι της DARIMPEX LTD).
Το ΕΤΕΚ κοινοποίησε το αίτημα της DARIMPEX LTD στην κα Τάππα, η οποία τοποθετήθηκε σχετικά. Ως αποτέλεσμα, το ΕΤΕΚ απέστειλε στην DARIMPEX LTD την επίδικη απόφαση ημερ. 4.6.2020, την οποία παραθέτουμε αυτούσια:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα σε συνέχεια του σχετικού αιτήματος το οποίο υποβάλατε προς το Επιμελητήριο, και επισημαίνω σχετικά τα ακόλουθα:
(1) Το υποβληθέν έντυπο για την παραχώρηση από το Επιμελητήριο άδειας διορισμού νέου εγγεγραμμένου Μηχανικού κοινοποιήθηκε στην Αρχιτέκτονα του έργου με την επιστολή μας με ημερομηνία 25/05/2020, η οποία κοινοποιήθηκε και σε εσάς. Με την εν λόγω επιστολή η Αρχιτέκτονας καλείτο να επιβεβαιώσει ή/ και να σχολιάσει τα όσα καταγράφονται στο σχετικό έντυπο.
(2) Η Αρχιτέκτονας του έργου απάντησε με επιστολή της με ημερομηνία 02/06/2020, την οποία και σας κοινοποιούμε. Όπως καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή, το εμπλεκόμενο μέλος αφενός δηλώνει ότι δεν επιθυμεί να εμπλακεί σε δικαστική διαδικασία προκρίνοντας αντί αυτής την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτητική διαδικασία για επίλυση, και αφετέρου εγείρει κάποια ζητήματα σε σχέση με την αγωγή που κινήθηκε. Παράλληλα, η Αρχιτέκτονας επικαλείται τη ρήτρα διαιτησίας η οποία περιλαμβάνεται στα Έντυπα Εξουσιοδότησης Εντολέα τα οποία έχουν υπογραφεί.
(3) Συνεπώς, το αίτημα το οποίο υποβάλατε για την παραχώρηση από το Επιμελητήριο άδειας διορισμού νέου εγγεγραμμένου Μηχανικού σε αντικατάσταση του αρχικού Μελετητή, στη βάση του ότι η επίλυση της διαφοράς έχει ήδη δρομολογηθεί, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Σημειώνεται ότι, σε κάθε περίπτωση, διατηρείτε το δικαίωμα και την επιλογή να υποβάλετε νέο αίτημα, αποδεχόμενοι την παραπομπή της σχετικής διαφοράς σε διαιτησία, με βάση τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Μέρος Η του εντύπου.
Παραμένουμε στη διάθεση σας για οποιαδήποτε διευκρίνιση».
Μετά την αλληλογραφία που ακολούθησε μεταξύ της DARIMPEX LTD, του ΕΤΕΚ και της κας Τάππα, το ΕΤΕΚ επανήλθε με την επίδικη απόφαση ημ.1.7.2020 και ουσιαστικά επανέλαβε την ίδια θέση, τονίζοντας ότι το αίτημα δεν μπορεί να ικανοποιηθεί «με τα υφιστάμενα δεδομένα δηλαδή τη ρήτρα διαιτησίας των μερών και τη διαφωνία της προηγούμενης μελετητού για επίλυση της διαφοράς δικαστικά.»
Σημειώνεται ότι η κα Τάππα, ως εναγόμενη στην ως άνω αγωγή αρ. 1046/2020 της DARIMPEX Ltd, καταχώρισε αίτηση αναστολής της διαδικασίας, λόγω ρήτρας διαιτησίας, σε σχέση με τις διαφορές των μερών. To Επαρχιακό Δικαστήριο, μετά την καταχώριση της μονομερούς αίτησης για έκδοση Mandamus, έκρινε με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 26.4.2021, πως η αμοιβή της κας Τάππα καλύπτεται από ρήτρα διαιτησίας και συνεπώς η εκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο αναστάληκε, η δε διαφορά παραπέμφθηκε σε διαιτησία, σύμφωνα με τους όρους των εγγράφων που είχαν υπογράψει τα μέρη, ενώ οι υπόλοιπες διαφορές, παρέμειναν εκκρεμούσες στην αγωγή.
Το ΕΤΕΚ (στο εξής ο Εφεσείων) αντέδρασε στην έκδοση του επίδικου Προνομιακού Εντάλματος Mandamus ημερ. 1.9.2021, με την καταχώριση της παρούσας Έφεσης, προβάλλοντας 5 λόγους Έφεσης.
Με τον 1ο λόγο Έφεσης, ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, καθ' υπέρβαση εξουσίας και τελώντας υπό νομική πλάνη, παρενέβη στον τρόπο με τον οποίο ο Εφεσείων άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, διατάσσοντας και υποδεικνύοντας την απόφαση που θα έπρεπε να είχε ληφθεί στην συγκεκριμένη περίπτωση.
Με τον 2ο λόγο Έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η έγερση της αγωγής αρ. 1046/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εκ μέρους της DARIMPEX LTD (στο εξής η «Εφεσίβλητη»), συνιστούσε δρομολόγηση της διαφοράς ανάμεσα στην Εφεσίβλητη και την αρχιτέκτονα του έργου, προς επίλυση.
Με τον 3ο λόγο Έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ανυπαρξίας εναλλακτικής θεραπείας και/ή ότι η έγερση της ως άνω αγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ενδεδειγμένη εναλλακτική θεραπεία.
Με τον 4ο λόγο Έφεσης εισηγείται ότι ο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την έκδοση του Mandamus, ακόμα και αν υπήρχε άλλο ένδικο μέσο θεραπείας.
Τέλος, με τον 5ο λόγο Έφεσης προσβάλλει ως εσφαλμένη την κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου για αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και παραπομπή του ζητήματος της αμοιβής της αρχιτέκτονος σε διαιτησία, δεν επηρέαζε τη διαδικασία έκδοσης Mandamus και/ή δεν άφηνε την σχετική αίτηση άνευ αντικειμένου.
Στα πλαίσια του 1ου λόγου Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι η απόρριψη εκ μέρους του Εφεσείοντα του επίδικου αιτήματος της Εφεσίβλητης, ενέπιπτε αναντίλεκτα στο πεδίο εφαρμογής της διακριτικής του ευχέρειας. Κατ' επέκταση, με δεδομένη την άσκηση εκ μέρους του Εφεσείοντα, κατά τρόπο συγκεκριμένο και πλήρως αιτιολογημένο, της διακριτικής του ευχέρειας, το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείτο της εξουσίας ελέγχου της απόφασης του, με Προνομιακό Ένταλμα Mandamus.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης, ισχυρίσθηκε ότι κανένας από τους λόγους Έφεσης δεν προσβάλλει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης συγκεκριμένου θέσμιου νομικού καθήκοντος του ΕΤΕΚ. Αντίθετα, με τον 1ο λόγο Έφεσης λαμβάνεται ως δεδομένο από την πλευρά του Εφεσείοντα, ότι υφίστατο διακριτική ευχέρεια του ΕΤΕΚ, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έσπευσε να υποκαταστήσει. Συνακόλουθα, εισηγείται πως δεν υπάρχουν περιθώρια εξέτασης του 1ου λόγου Έφεσης.
Η εισήγηση αυτή του ευπαίδευτου δικηγόρου της Εφεσίβλητης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αφ' ης στιγμής, με τον 1ο λόγο Έφεσης προβάλλεται η θέση πως το επίδικο αίτημα της Εφεσίβλητης ενέπιπτε στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του ΕΤΕΚ επί του συγκεκριμένου ζητήματος, κατά την κρίση μας, συνεπάγεται πως αμφισβητείται αυτόματα και το αντίθετο εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης νομικού καθήκοντος εκ μέρους του ΕΤΕΚ.
Κατ' επέκταση, προχωρούμε στην εξέταση του 1ου λόγου Έφεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης, εισηγήθηκε πως το επίδικο έντυπο του ΕΤΕΚ, αποτελεί έγγραφο κανονιστικού περιεχομένου και συνιστά την πρακτική εφαρμογή και τον τρόπο ικανοποίησης του Κανονισμού 5(2)(β) (ανωτέρω). Ειδικότερα, σύμφωνα με το Μέρος Ζ (ανωτέρω), το ΕΤΕΚ «παραχωρεί άδεια», όταν η διαφορά έχει δρομολογηθεί προς επίλυση είτε δικαστικώς, είτε μέσω διαιτησίας. Στην περίπτωση τεκμηρίωσης τέτοιας δρομολόγησης της διαφοράς προς επίλυση, το ΕΤΕΚ έχει δέσμιο επιτακτικό καθήκον να παραχωρήσει την αιτούμενη άδεια διορισμού άλλου αρχιτέκτονα, χωρίς να τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους του.
Όπως προκύπτει από τη νομολογία, το προνομιακό ένταλμα Mandamus είναι ένα από τα Προνομιακά Εντάλματα που δικαιούται να εκδώσει το Ανώτατο Δικαστήριο και έχει μεγάλη εμβέλεια εφόσον, σε αντίθεση με τα εντάλματα Certiorari και Prohibition, δύναται να εκδοθεί και να απευθυνθεί προς πάσα αρχή, όχι κατ' ανάγκη δικαστική. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Αναφορικά με την αίτηση της Λοΐζου, Πολιτική Έφεση 138/2018, ημερ. 20.7.2018:
«Το προνομιακό ένταλμα mandamus, όπως και τα άλλα προνομιακά εντάλματα, έχουν τις καταβολές τους στο Αγγλικό Δίκαιο. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος και των άρθρων 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν.33/64, όπως έχει τροποποιηθεί, η έκδοση προνομιακού εντάλματος ανήκει αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο και οι αρχές που εφαρμόζονται είναι αντίστοιχες με τις Αγγλικές αρχές. Το ένταλμα mandamus απευθύνεται, όχι μόνο σε κατώτερο δικαστήριο, αλλά και σε άλλες αρχές για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Law of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, παρα. 159, σελίδες 84 και 85, αναφέρονται τα εξής:
«The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right; and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual.»
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση του Ιερόθεου Χριστοδούλου, άλλως Ρόπα, (2008) 1 ΑΑΔ 43, αναφέρεται:
«Συνήθως η θεραπεία με το προνομιακό ένταλμα Mandamus, χρησιμοποιείται για να διαταχθεί κατώτερο Δικαστήριο να ασκήσει συγκεκριμένη εξουσία, μέσα στα πλαίσια της αρμοδιότητάς του. Όμως η θεραπεία μπορεί να εξασφαλιστεί για να εξαναγκάσει και άλλες αρχές ή όργανα ή πρόσωπα τα οποία ασκούν δημόσια εξουσία, για να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον το οποίο επιβάλλει ο Νόμος. Όπως είναι γνωστό, προνομιακά εντάλματα εκδίδονται με βάση την αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 155.4 του Συντάγματος. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν χωρεί η έκδοση προνομιακού εντάλματος για αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, εφόσον η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος είναι διαφορετική. Ο διαχωρισμός των δύο, δεν είναι πάντα εύκολος, αλλά η φύση της απόφασης είναι συνήθως πιο καθοριστική της πράξης, παρά το όργανο που την εξέδωσε. Προϋπόθεση για την παραχώρηση της θεραπείας, είναι ο Αιτητής να έχει δικαίωμα να ζητήσει την εκτέλεση του συγκεκριμένου καθήκοντος. Επίσης, ο Αιτητής θα πρέπει προτού αποταθεί στο Δικαστήριο για άδεια, να έχει αιτηθεί από το δημόσιο όργανο την εκτέλεση του καθήκοντός του, αλλά αυτό να έχει αρνηθεί να συμμορφωθεί.»
Αποτελεί προϋπόθεση για την παραχώρηση του εντάλματος mandamus η υποβολή διακριτής απαίτησης (distinct demand) προς την αρμόδια Αρχή για εκτέλεση του καθήκοντός της σε σχέση με το οποίο υποβάλλεται ακολούθως το αίτημα, εφόσον δεν υπάρχει συμμόρφωση στο μεταξύ (βλ. Halsbury's Laws of England, 3η Έκδοση, Τόμος 11, σελ.106 και Basu «Commentary on the Constitution of India», Τόμος 3, σελ. 479[1]). Στην υπόθεση R. v. The Bristol and Exeter Railway Company 12 L.J.Q.B. λέχθηκε ότι «It is necessary, before a rule is applied for, that a distinct demand should be made upon those who are required to do an act, and that it should be distinctly pointed out to them what it is that they are required to do.». Δεν πρόκειται για τυπικό ζήτημα, αλλά για ζήτημα ουσίας (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Palm-Mount Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 413/2016, ημερομηνίας 3.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A154).
Αποτελεί περαιτέρω προϋπόθεση για την απόδοση προνομιακού εντάλματος mandamus η ύπαρξη νομικού δικαιώματος ή υποχρέωσης. Όπως παρατηρείται στον Basu, πιο πάνω, σελ. 478, «The foundation of mandamus is the existence of the right. It is not intended to create a right but to restore a party who has been denied his right to the enjoyment of such right.». Η υποχρέωση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και να προκύπτει από το Σύνταγμα, το νόμο, το Κοινοδίκαιο ή από κανονισμούς ή οδηγίες που έχουν νομοθετική υπόσταση.
Δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος mandamus για διοικητικές πράξεις που εμπίπτουν με βάση το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δεν μπορεί να εκδοθεί ένταλμα mandamus, εκτός εαν ο αιτητής έχει δικαίωμα να αξιώσει την άσκηση συγκεκριμένης νομικής υποχρέωσης του διοικητικού οργάνου, σε αντιπαραβολή με την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Όμως, προνομιακό ένταλμα μπορεί να εκδοθεί αν το καθήκον δημόσιας Αρχής αφορά σε θέμα ιδιωτικού και όχι δημόσιου δικαίου.»
Όπως επισημάνθηκε στην Πολιτική Αίτηση αρ. 113/2018, Αναφορικά με την Αίτηση της Sittika Abbas, ημερ. 20.12.2018,
«Στο σύγγραμμα του Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα σελ. 248-254, αναλύεται το ζήτημα στη βάση το ότι μια διοικητική αρχή στην οποία επιβάλλεται καθήκον εκ του Νόμου που αρνείται να το εκτελέσει δύναται να διαταχθεί να το πράξει με Mandamus. Όπως και στα άλλα προνομιακά εντάλματα όπου υπάρχει ευχερέστερη ή άλλη θεραπεία, το προνομιακό ένταλμα Mandamus δεν εκδίδεται δεδομένου ότι δεν μπορεί να υπαγορευθεί σε όργανο ή Δικαστήριο συγκεκριμένη απόφαση ή συγκεκριμένος τρόπος άσκησης διακριτικής ευχέρειας παρά μόνο να διαταχθεί να εκτελέσει καθήκον το οποίο, κατά τα άλλα, αρνείται.»
Κατ' ακολουθία των πιο πάνω, το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η επίδικη απορριπτική απόφαση του ΕΤΕΚ ως νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (Άρθρο 3 του Ν.224/1990), συνιστά άρνηση κατά παράβαση συγκεκριμένου νομικού καθήκοντος του, ως το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ή κατά πόσο πρόκειται για απόφαση που ενέπιπτε στα πλαίσια της διακριτικής του ευχέρειας και συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα την υποκατέστησε.
Έχοντας με προσοχή εξετάσει τις αγορεύσεις και επιχειρηματολογία, ως και τις αυθεντίες που τέθηκαν ενώπιον μας από τις δύο πλευρές, έχουμε καταλήξει ότι η ορθή θέση είναι αυτή που εκφράστηκε από την Εφεσίβλητη. Όπως ρητά και με σαφήνεια αναφέρεται στο Μέρος Ζ του εντύπου που ο Εφεσείων δημιούργησε και καθιέρωσε, ώστε να εξειδικευθεί η πρακτική εφαρμογή του Κανονισμού 5(2)(β) της ΚΔΠ 255/2012,
"Το ΕΤΕΚ παραχωρεί άδεια σε περιπτώσεις όπου η επίλυση της διαφοράς με τον προηγούμενο μελετητή για την αμοιβή ή αποζημίωση του έχει δρομολογηθεί προς επίλυση, είτε μέσω της δικαστική οδού, είτε μέσω Διαιτησίας,
...............................
Δηλώνω πως η διαφορά μου με τον προηγούμενο μελετητή έχει δρομολογηθεί προς επίλυση μέσω της δικαστικής οδού ή διαδικασίας διαιτησίας. Σχετικά αποδεικτικά προς τούτο στοιχεία επισυνάπτονται"
Συνάγεται από το λεκτικό των πιο πάνω, ότι το ΕΤΕΚ έχει την υποχρέωση, στην περίπτωση που ικανοποιηθεί στη βάση σχετικών αποδεικτικών στοιχείων, ότι η επίλυση της διαφοράς έχει δρομολογηθεί μέσω της δικαστικής οδού ή μέσω διαιτησίας, να παραχωρήσει την σχετική άδεια για αντικατάσταση του αρχιτέκτονα του έργου. Κρίνουμε πως η παραχώρηση τέτοιας άδειας από το ΕΤΕΚ δεν εμπίπτει στα πλαίσια διακριτικής του ευχέρειας, ώστε να δύναται να αξιολογεί τον τρόπο επίλυσης της διαφοράς που επέλεξε οποιοδήποτε από τα μέρη και να αποφασίζει ανάλογα. Ο επιτακτικός τρόπος με τον οποίο, το ίδιο το ΕΤΕΚ, αποφάσισε να θέσει με το δικό του έντυπο, τις παραμέτρους παραχώρησης της σχετικής άδειας του Κανονισμού 5(2)(β) (ανωτέρω), δεν αφήνει κανένα περιθώριο άσκησης διακριτικής ευχέρειας από μέρους του, αλλά αντίθετα, επιτάσσει την άσκηση συγκεκριμένου νομικού καθήκοντος, νοουμένου πάντοτε, ότι πληρούνται οι συγκεκριμένες αυτές παράμετροι.
Συνακόλουθα, κρίνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε πως «υπήρξε άρνηση του ΕΤΕΚ κατά παράβαση συγκεκριμένου καθήκοντος να δώσει άδεια συνέχισης του έργου στην αιτήτρια με νέο αρχιτέκτονα, εφόσον ακριβώς η διαφορά είχε δρομολογηθεί προς επίλυση».
Συνεπώς ο 1ος λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Σε σχέση με τον 2ο λόγο Έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερ. 26.4.2021 - με την οποία αναστάληκε η δικαστική διαδικασία της καταχωρηθείσας αγωγής και παραπέμφθηκε το ζήτημα της αμοιβής της αρχιτέκτονος προς επίλυση σε διαιτησία - επιβεβαιώνει την ορθότητα της απόφασης του Εφεσείοντα να απορρίψει το αίτημα της Εφεσίβλητης για αντικατάσταση του αρχιτέκτονα. Τούτο γιατί το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ουσιαστικά αποφάσισε ότι στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά λόγω της ύπαρξης συνυποσχετικών διαιτησίας, τα οποία ο Εφεσείων επικαλέστηκε κατά τη λήψη της επίδικης απορριπτικής απόφασης του. Συνεπώς, είναι η θέση του ότι η καταχώριση της αγωγής δεν αποτελούσε δρομολόγηση της διαφοράς προς επίλυση, όπως λανθασμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσίβλητης εισηγήθηκε ότι ο Εφεσείων όφειλε να περιοριστεί στα όσα αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα είχαν τεθεί ενώπιον του, ότι δηλ. η διαφορά είχε δρομολογηθεί προς επίλυση με την έγερση της αγωγής, χωρίς να προβαίνει, ανεπίτρεπτα, σε κρίση ως προς τρόπο δρομολόγησης της διαφοράς.
Εξετάσαμε τις εκατέρωθεν θέσεις επί του ζητήματος. Επισημαίνουμε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο υποβολής του αιτήματος της Εφεσίβλητης προς τον Εφεσείοντα για την παραχώρηση της σχετικής άδειας δηλ. στις 22.5.2020, ό,τι είχε τεθεί ενώπιον του, ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, ήταν η ήδη καταχωρηθείσα αγωγή αρ. 1046/2020, με επίδικο θέμα την αμοιβή της αρχιτέκτονος. Συνεπώς, κρίνουμε πως ο Εφεσείων, είχε την υποχρέωση να αποφασίσει για την αιτούμενη άδεια, με βάση τα αδιάσειστα στοιχεία που είχαν τεθεί κατά τον κρίσιμο πάντοτε χρόνο ενώπιον του, χωρίς να προβεί, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, σε αξιολόγηση των θέσεων της αρχιτέκτονος και δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιθυμία της να μην εμπλακεί σε δικαστική διαδικασία, προκρίνοντας αντί αυτής, την παραπομπή της διαφοράς σε διαιτητική διαδικασία για επίλυση, επικαλούμενη τη ρήτρα διαιτησίας.
Το γεγονός ότι μεταγενέστερα της απορριπτικής απόφασης του Εφεσείοντα ημερ. 4.6.2020 και 1.7.2020, δηλ. στις 26.4.2021, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ανέστειλε την διαδικασία της αγωγής και παρέπεμψε το ζήτημα σε διαιτησία, ουδόλως διαφοροποιεί ή αναιρεί το αναντίλεκτο πραγματικό γεγονός, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο είχε καταχωριστεί η αγωγή αρ. 1046/2020 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, η οποία, κατά την κρίση μας, συνιστά ξεκάθαρα, δρομολόγηση της διαφοράς των μερών προς επίλυση.
Συνακόλουθα, ο 2ος λόγος Έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, με τον 3ο λόγο Έφεσης, εισηγείται ότι υπάρχει εναλλακτικό ένδικο μέσο για την επίλυση των διαφορών της Εφεσίβλητης με τον Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, προέβαλε τη θέση ότι η Εφεσίβλητη θα μπορούσε να αποταθεί στο αρμόδιο Δικαστήριο και μέσω αγωγής να αιτηθεί την ακύρωση της επίδικης απορριπτικής απόφασης του Εφεσείοντα.
Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«η γενική επίκληση δυνατότητας έγερσης αγωγής ως ενδεδειγμένης θεραπείας, δεν μπορεί να σημαίνει «ειδική υπάρχουσα θεραπεία» που θα απέκλειε τη δυνατότητα επιδίωξης mandamus (βλ. Halsbury's Laws of England, 3rd ed. vol.11 p.107 όπου αναφέρεται:
«Τhe Court will, as a general rule, and in the exercise of its discretion, refuse an order of mandamus, when there is an alternative specific remedy at law which is not less convenient, beneficial and effective»
(βλ. Stepney Borought Council v. John Walker and Sons Ltd (1934)AC 365H.L.).
Σημειώνουμε ότι η πλευρά του Εφεσείοντα, όχι μόνο δεν εξειδίκευσε ούτε και συγκεκριμενοποίησε την φύση της αγωγής που εισηγείται ως εναλλακτική θεραπεία, αλλά περαιτέρω, δεν παρέπεμψε το Δικαστήριο σε οποιαδήποτε αυθεντία που να αναγνωρίζει τέτοια δικαιοδοσία στο Επαρχιακό Δικαστήριο.
Συνεπώς και ο 3ος λόγος Έφεσης είναι αβάσιμος και θα πρέπει να απορριφθεί.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εν πάση περιπτώσει, κατέληξε ότι ακόμα και αν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο θεραπείας, τα δεδομένα της υπόθεσης στοιχειοθετούν την έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων. Συγκεκριμένα, έκρινε πως:
«H αποστέρηση νόμιμου δικαιώματος της αιτήτριας επηρέασε τη δυνατότητα της να συνεχίσει το έργο αφού δεν της παρείχετο η σχετική άδεια για νέο αρχιτέκτονα, από τη νόμιμη αρμόδια αρχή, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να συνεχιστεί το έργο.»
Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αποτελεί το αντικείμενο του 4ου λόγου Έφεσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα, εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ως ανωτέρω, παραγνωρίζοντας την ευχέρεια της Εφεσίβλητης, μετά την αναστολή της δικαστικής διαδικασίας και την παραπομπή του ζητήματος της αμοιβής της αρχιτέκτονος σε διαιτησία και συνακόλουθα την εκπλήρωση του μοναδικού όρου που είχε τεθεί από τον Εφεσείοντα, να αιτηθεί εκ νέου την εξασφάλιση της σχετικής άδειας, η οποία πλέον ήταν δυνατή και δεν προσέκρουε σε κανένα εμπόδιο.
Δεν συμφωνούμε με την εισήγηση αυτή. Όπως ήδη έχουμε υποδείξει ανωτέρω, η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε το αίτημα της Εφεσίβλητης ημερ. 22.5.2020 προς τον Εφεσείοντα, στην βάση των πραγματικών γεγονότων που υφίσταντο τότε, δηλ. την ήδη καταχωρηθείσα αγωγή αρ. 1046/2020. Συνεπώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά έκρινε τις «εξαιρετικές περιστάσεις», στην βάση των δεδομένων που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο. Τα νέα δεδομένα που προέκυψαν μεταγενέστερα, με την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 26.4.2021, δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός της έννοιας των «εξαιρετικών περιστάσεων» και συνεπώς, δεν είναι ορθό ούτε και δίκαιο να καταλογίζεται ευθύνη στην Εφεσίβλητη για τυχόν παραλείψεις της σε σχέση με μεταγενέστερες διαδικασίες.
Συνακόλουθα και ο 4ος λόγος απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Τέλος, κατά την κρίση μας, είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για παραπομπή του ζητήματος σε διαιτησία, δεν αφήνει την Αίτηση ενώπιον του χωρίς αντικείμενο. Η επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου του Εφεσείοντα, στα πλαίσια του 5ου λόγου Έφεσης, περί δυνατότητας της Εφεσίβλητης να εξασφαλίσει την επιδιωκόμενη άδεια, χωρίς την ανάγκη έκδοσης του Προνομιακού Εντάλματος Mandamus, μετά την μεταγενέστερη έκδοση της Ενδιάμεσης Απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους, για τους λόγους που ήδη έχουμε αναφέρει στα πλαίσια του 4ου λόγου Έφεσης και δεν θα τους επαναλάβουμε.
Για όλα τα πιο πάνω η Έφεση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της Εφεσίβλητης και σε βάρος του Εφεσείοντα, ύψους €2.300.- πλέον ΦΠΑ. (αν υπάρχει)
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
ΣΤ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.
/Α.Λ.Ο.