ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 27/2022)

(i-justice)

 

6 Ιουλίου, 2023

 

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

ΣΑΝΤΗΣ, ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ/στές]

 

 

 

 

ΚΑΤ'  ΕΦΕΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ - ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΙΤΗΣΗ 97/2022 (ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15/09/2022)

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ EΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018 (5/2018)

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. DIVEMED CENTRE LIMITED                   2. Ν.Ν. ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΙΣ 20/05/2022 ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ 2571/2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 30 & 146 ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 6.1 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΚΑΙ 11 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΙΔΡΥΣΗΣ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2015 (Ν.131(Ι)/2015), ΑΡΘΡΟ 24 ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1960 (Ν.14/1960) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 52 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2000 (Ν.95(Ι)/2000)

 

 

Στ. Παπουή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με Α. Βαλανίδη, Δικηγόρο, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.

 

Χρ. Νεοφύτου για Νεοφύτου & Νεοφύτου ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Aπόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την παρούσα Έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας στρέφεται κατά της Απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (εφεξής η πρωτόδικη Απόφαση) υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του (εφεξής το πρωτόδικο Δικαστήριο), στην Πολιτική Αίτηση αρ. 97/2022, ημερ. 15/9/2022, με την οποία εκδόθηκε ένταλμα Certiorari που ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερ. 20/5/2022, που είχε εκδοθεί στην Ποινική Υπόθεση με αρ. 2571/2018.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από την πρωτόδικη Απόφαση με τα τεκμήρια που επισυνάπτονται, είναι απαραίτητο να καταγραφούν για καλύτερη κατανόηση των όσων εγείρονται.

 

Στις 9/3/2018 καταχωρήθηκε η Ποινική Υπόθεση υπ'  αρ. 2571/2018 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (εφεξής το Κατώτερο Δικαστήριο). Σε αυτήν οι Κατηγορούμενοι 1 και 3/Εφεσίβλητοι 1 και 2, αντιμετώπισαν               13 Κατηγορίες οι οποίες αφορούσαν σε παραβάσεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000 (Ν. 95(Ι)/2000), ως έχει τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα αντιμετώπισαν:

 

·        Μία κατηγορία για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής οφειλόμενου φόρου που βεβαιώθηκε, ήτοι εντός 30 ημερών από τη λήψη σχετικής ειδοποίησης ημερ. 14/1/2013 (Κατηγορία 1).

·        Έξι κατηγορίες για παράλειψη εμπρόθεσμης καταβολής ποσού ΦΠΑ που φαίνεται ως καταβλητέος σε φορολογικές δηλώσεις για καθορισμένες φορολογικές περιόδους, ήτοι 1/6/2006-31/8/2006, 1/9/2006-30/11/2006, 1/6/2007-31/8/2007, 1/12/2007-              29-2/2008, 1/3/2008-31/5/2008 και 1/6/2008-31/8/2008 (Κατηγορίες 2 - 7).

·        Έξι κατηγορίες για παράλειψη καταβολής ποσού πρόσθετου φόρου και τόκου που επιβλήθηκαν λόγω παράλειψης εμπρόθεσμης καταβολής του ποσού φόρου που βεβαιώθηκε και δηλώθηκε σε φορολογική δήλωση ως καταβλητέος για καθορισμένη φορολογική περίοδο (Κατηγορίες 8 - 12).

·        Μία κατηγορία για παράλειψη καταβολής χρηματικής επιβάρυνσης που επιβλήθηκε λόγω μη έγκαιρης διαγραφής από το Μητρώο ΦΠΑ (Κατηγορία 13).

 

Στις 30/5/2018 οι Εφεσίβλητοι 1 και 3 καταχώρησαν εναντίον του Εφόρου Φορολογίας την Προσφυγή με αρ. 744/2018 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, επιζητώντας την ακύρωση της επιβολής του φόρου ΦΠΑ που τα αδικήματα αφορούσαν. Ήταν η θέση τους ότι η επιβολή τους γνωστοποιήθηκε στις 16/3/2018, μετά από την επίδοση του Κατηγορητηρίου.

 

Το συγκεκριμένο αιτητικό είχε ως εξής:

 

 

«Διακήρυξη, ή/και δήλωση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη, ή/και απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 14/01/2013, ή/και άλλης ημερομηνίας ή/και συνολικού ύψους περί τις €27,771.95 (Είκοσι Επτά Χιλιάδες Επτακόσια Εβδομήντα Ένα Ευρώ και Ενενήντα Πέντε Σεντς) η οποία γνωστοποιήθηκε στους Αιτητές 1 & 2 δια του ποινικού κατηγορητηρίου με αριθμό 2571/2018 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 12/03/2018 και επιδόθηκε στους Αιτητές 1 & 2 στις 16/03/2018, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος

 

 

Στις 20/5/2022 οι Εφεσίβλητοι, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, κρίθηκαν ένοχοι στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Ακολούθησε η εκ μέρους τους καταχώρηση αιτήματος για λήψη άδειας του Δικαστηρίου για την καταχώρηση αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Certiorari με σκοπό την ακύρωση της καταδικαστικής απόφασης ημερ. 20/5/2022, λόγω υπέρβασης εξουσίας η οποία είχε ως συνέπεια την παραβίαση κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αφού τους εδόθη σχετική άδεια και καταχωρήθηκε ένσταση από το Γενικό Εισαγγελέα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδικαστική απόφαση στη βάση του ότι μέσω των αναφορών του Ποινικού Δικαστηρίου στην εν λόγω απόφαση διαπιστώνετο, στην πράξη, έμμεση επέμβαση στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ενώ εκκρεμούσε Προσφυγή που την προσβάλλει, καθήκον για το οποίο επιφορτισμένο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο και όχι το Ποινικό.

Ο Εφεσείων Γενικός Εισαγγελέας προσβάλλει την πρωτόδικη Απόφαση με πέντε συνολικά Λόγους Έφεσης, ορισμένοι εκ των οποίων είναι αλληλένδετοι.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως λανθασμένη την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι επειδή η συνέχιση της δικαιοδοσίας του Ποινικού Δικαστή δυνατό να οδηγούσε σε επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής, αυτό συνιστούσε εξαιρετική περίσταση για σκοπούς ενεργοποίησης της προνομιακής δικαιοδοσίας.

 

Με τους 2ο και 3ο Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη την προνομιακή του δικαιοδοσία και ανεπίτρεπτα αναθεώρησε την ορθότητα της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου αναφορικά με τις επιπτώσεις της ύπαρξης προσφυγής εναντίον διοικητικής απόφασης και ότι, ανατρέποντας την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, υπέπεσε σε νομικό και πραγματικό σφάλμα αναφορικά με το τι συνιστά την πηγή της οφειλής ΦΠΑ.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι λανθασμένα και καθ' υπέρβαση εξουσίας το πρωτόδικο Δικαστήριο επενέβη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας στην οποία κατέληξε το Επαρχιακό Δικαστήριο, καταγράφοντας ότι «το Επαρχιακό Δικαστήριο καταγράφει σε πολλά «σημεία» για να κρίνει το «προσχηματικό» της προσφυγής των Αιτητών, επεμβαίνοντας όμως με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά στην ίδια την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης σε σχέση με τους Αιτητές καταλήγοντας να «αξιολογήσει» την προσφυγή ως «κακόπιστη».» Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή χωρίς επαρκή αιτιολογία άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari.

 

Στην προκείμενη περίπτωση και, έχοντας κατά νου τις κατηγορίες που συνέθεταν το Κατηγορητήριο της Ποινικής Υπόθεσης 2571/2018, είναι φανερό, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η επίδικη διοικητική πράξη που αφορούσε την υπόθεση ήταν η «βεβαίωση φόρου» που προέρχετο από τη διοίκηση και αποτέλεσε αντικείμενο της                           1ης Κατηγορίας. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι η 1η Κατηγορία αφορούσε στο αδίκημα του Άρθρου 46(11) του Ν. 95(Ι)/2000, ήτοι της άρνησης ή παράλειψης προσώπου να καταβάλει ποσό ΦΠΑ που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των Άρθρων 49 και 49Α, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως.

 

Αντίθετα, οι Κατηγορίες 2 - 7, οι οποίες αφορούσαν στο αδίκημα του Άρθρου 46(9) του Ν. 95(Ι)/2000[1], ήτοι της παράλειψης καταβολής οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ, ο οποίος εμφαίνεται ως καταβλητέος σε φορολογική δήλωση για καθορισμένη φορολογική περίοδο, αναφέρεται σε οφειλόμενο φόρο ΦΠΑ, ο οποίος προκύπτει από αντίστοιχες φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν από το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο προς την Υπηρεσία ΦΠΑ και όχι από οποιαδήποτε απόφαση της διοίκησης για επιβολή πληρωμής του εν λόγω ποσού, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης μέσω προσφυγής.

 

Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις Κατηγορίες 8 - 13 που αφορούν στο αδίκημα του Άρθρου 46(10Α) του Ν. 95(Ι)/2000[2], ήτοι, της άρνησης ή παράλειψης προσώπου να καταβάλει πρόσθετο φόρο ή χρηματική επιβάρυνση ή τόκο που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών. Δηλαδή, ο πρόσθετος φόρος και τόκος, επί των οποίων εδράζονται οι πιο πάνω Κατηγορίες, επιβάλλεται απ' ευθείας δυνάμει των διατάξεων του Νόμου ή των Κανονισμών και όχι ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε απόφασης της διοίκησης η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης μέσω προσφυγής.

 

Είναι βεβαίως πάγια νομολογημένο ότι η εγκυρότητα και νομιμότητα μιας διοικητικής απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από ποινικό Δικαστήριο. Το μόνο πλαίσιο στο οποίο μπορεί να αμφισβητηθεί είναι εκείνο της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας που καθορίζεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.  Το ποινικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας της διοικητικής πράξης από την οποία απορρέει η υποχρέωση, η μη εκπλήρωση της οποίας στοιχειοθετεί το αδίκημα (βλ. Κυριακίδης v. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 75). Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Άριστος Χριστοδούλου v. Έπαρχου Λεμεσού (2000) 2 Α.Α.Δ. 128, «η δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου για αξιόποινες παραλείψεις καταβολής φορολογίας προϋποθέτει το ανέκκλητο της φορολογίας, με μόνο παρεπόμενο την είσπραξή της». Προσλαμβάνει δε αυτό το χαρακτήρα εφόσον η επιβληθείσα φορολογία περιέλθει σε γνώση του διοικουμένου και αφού παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία για την προσβολή της ενώπιον Δικαστηρίου Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας.

Όπως ορθά σημείωσε το Κατώτερο Δικαστήριο, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος του Άρθρου 46(11) του Ν. 95(Ι)/2000[3], αντικείμενο της             1ης Κατηγορίας, είναι:  (α) Η ύπαρξη οφειλόμενου ποσού ΦΠΑ, (β) το οποίο έχει βεβαιωθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των Άρθρων 49 και 49Α και                  (γ) το οποίο δεν καταβλήθηκε εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποίησης. Όπως, συνακόλουθα, προκύπτει, η ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης αναφορικά με τη βεβαίωση φόρου αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος, αφού το αδίκημα συντελείται μετά πάροδο τριάντα ημερών και νοουμένου ότι το ποσό δεν έχει καταβληθεί. Υπό αυτά τα δεδομένα, το Κατώτερο Δικαστήριο ορθά εξέτασε το κατά πόσο η επίδικη βεβαίωση φόρου είχε περιέλθει σε γνώση του υποκείμενου στο φόρο προσώπου που ήταν η Εφεσίβλητη εταιρεία αρ. 1. Αξιολογώντας, δε, την ενώπιον του μαρτυρία, διατύπωσε προς τούτο το εύρημα ότι η επίδικη βεβαίωση φόρου είχε περιέλθει σε γνώση της Εφεσίβλητης Εταιρείας                αρ. 1 στις 29/6/2012, αλλά και στις 14/1/2013, ημερομηνία κατά την οποία της κοινοποιήθηκε βάσει των προνοιών του Άρθρου 57 του Νόμου[4] η απορριπτική απόφαση του Εφόρου Φορολογίας στην υποβληθείσα σε αυτή ένσταση, καθώς και ότι η βεβαιωθείσα φορολογία παρέμενε ως είχε. Η Εφεσίβλητη αρ. 1 δεν κατέβαλε στον Έφορο το ποσό ΦΠΑ που της βεβαιώθηκε εντός της προθεσμίας των τριάντα ημερών από τις 14/1/2013, χωρίς, παράλληλα, να ακολουθήσει οποιαδήποτε άλλη διαδικασία είτε βάσει των προνοιών του Νόμου, είτε δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος, προς αμφισβήτηση ή ακύρωση της βεβαιωθείσας φορολογίας. Τέτοια ανάκληση ή ακύρωση δεν υφίστατο στην προκείμενη περίπτωση, ενώ η εκ των υστέρων καταχωρηθείσα εναντίον της Προσφυγή στις 30/5/2018, κάποια χρόνια μετά την κοινοποίηση της στην Εφεσίβλητη αρ. 1 που έλαβε χώρα στις 14/1/2013, ορθά κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο της νομιμότητας που εξακολουθούσε να την περιβάλλει. H παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας καταβολής του ποσού ΦΠΑ που της βεβαιώθηκε με την επίδικη βεβαίωση φόρου, καθιστούσε την παράλειψη ποινικά κολάσιμη με αποτέλεσμα τη συντέλεση του επίδικου αδικήματος. Η καταχώρηση δε της πιο πάνω Προσφυγής - η οποία έγινε μετά την καταχώρηση του Κατηγορητηρίου στην πιο πάνω Ποινική Υπόθεση και αφού είχε παρέλθει η προβλεπόμενη προθεσμία για την προσβολή της ενώπιον Δικαστηρίου Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας - ήτο γεγονός άσχετο για τους σκοπούς προώθησης της ποινικής υπόθεσης εναντίον των Εφεσιβλήτων και δεν μπορούσε βέβαια να ανατρέψει τη διάπραξη του αδικήματος που είχε, προ πολλού, συντελεστεί.

 

Ως εκ τούτου, η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εξέταση αυτού του ζητήματος, ήτοι η γνωστοποίηση ή μη της διοικητικής πράξης στους Εφεσίβλητους, συνιστούσε εξέταση και/ή έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και, συνεπακόλουθα, υπέρβαση δικαιοδοσίας στη βάση του ότι κάτι τέτοιο συνιστούσε, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο το έθεσε, «βασικό σημείο κρίσης που αφορά την προσφυγή - ώστε να κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο - εάν είναι εκπρόθεσμη ή μη», ήταν λανθασμένη.

 

Όσον αφορά την κατ' ισχυρισμό λανθασμένη επέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κατώτερο Δικαστήριο, αντικείμενο του 4ου Λόγου Έφεσης, έναυσμα αποτέλεσε το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«(β) Το Επαρχιακό Δικαστήριο επίσης καταγράφει πολλά «σημεία» για να κρίνει το «προσχηματικό» της προσφυγής των Αιτητών, επεμβαίνοντας όμως με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά στην ίδια την εξέταση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης σε σχέση με τους αιτητές, καταλήγοντας να «αξιολογήσει» την προσφυγή ως «κακόπιστη».

 

Τα πιο πάνω σημεία, που καλύπτουν διάσπαρτα πολλές αναφορές εντασσόμενες στα πλαίσια εξέτασης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, στην ουσία των πραγμάτων, θεωρώ ότι επεμβαίνουν έμμεσα στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, καθήκον για το οποίο επιφορτισμένο είναι το Διοικητικό Δικαστήριο και όχι το Ποινικό.»

 

 

Όπως ορθά επισημάνθηκε από πλευράς του Εφεσείοντα, η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί έργο που ανήκει στο εκδικάζον την υπόθεση Δικαστήριο. Το πώς το Κατώτερο Δικαστήριο αξιολόγησε το σύνολο της μαρτυρίας και η εντύπωση που του άφησαν οι μάρτυρες ή οι κατηγορούμενοι, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο κρίσης στο πλαίσιο της προνομιακής δικαιοδοσίας. Εν πάση περιπτώσει, η καταχώρηση της Προσφυγής, όπως ήδη εξηγήθηκε ανωτέρω, ήτο γεγονός άσχετο για τους σκοπούς στοιχειοθέτησης των επίδικων αδικημάτων.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, οι Λόγοι Έφεσης 2, 3 και 4 είναι βάσιμοι και, συνεπώς, επιτυγχάνουν.

 

Δεδομένων των πιο πάνω και της κατάληξης που η επιτυχία των πιο πάνω Λόγων Έφεσης οδηγεί, παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων Λόγων Έφεσης.

Ως εκ τούτου, η Έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη Απόφαση παραμερίζεται.

 

Η Ποινική Υπόθεση με αρ. 2571/2018 να τεθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εξέδωσε την καταδικαστική Απόφαση ημερ. 20/5/2022, για να συνεχίσει από το δικονομικό στάδιο στο οποίο παρέμεινε.

 

Η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, καθώς και της κατ' έφεση επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσιβλήτων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

                                        Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

                                        Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

                                       

                                        Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                       

                                        Ν. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

                                       

 

Στ. ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ, Δ.



[1] (9) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να καταβάλει το Φ.Π.Α. που εμφαίνεται σε φορολογική δήλωσή του ως καταβλητέος σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο μέσα στην προθεσμία που προβλέπουν Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 20(1), είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

 

[2] (10Α) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό πρόσθετου φόρου ή χρηματικής επιβάρυνσης ή τόκου που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού  είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι του δέκα τοις εκατόν (10%) του οφειλόμενου ποσού.

[3] (11) Κάθε πρόσωπο που παραλείπει ή αρνείται να καταβάλει στον Έφορο οποιοδήποτε ποσό Φ.Π.Α. που βεβαιώθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 49 και 49Α, εντός τριάντα ημερών από τη λήψη της σχετικής ειδοποιήσεως, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε χρηματική ποινή μέχρι πέντε χιλιάδες λίρες ή σε φυλάκιση μέχρι δώδεκα μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές.

[4] 57. Οποιαδήποτε γνωστοποίηση, απαίτηση, απόφαση, οδηγία ή άλλη πράξη που πρέπει να επιδοθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου μπορεί να κοινοποιηθεί με επιστολή που απευθύνεται στο εν λόγω πρόσωπο ή στον αντιπρόσωπο του για σκοπούς Φ.Π.Α. και η οποία αποστέλλεται με συστημένη επιστολή ταχυδρομικώς στην τελευταία δηλωθείσα ή συνηθισμένη διαμονή ή έδρα της επιχείρησης του προσώπου αυτού ή του αντιπροσώπου του ή παραδίδεται προσωπικώς στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται ή τον αντιπρόσωπο του.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο