ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 18/2015)

 

17 Ιουλίου, 2023

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ,  Δ/στές]

 

ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΙΣΣΙΑΡΑ,

Εφεσείουσα

                                             ΚΑΙ

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ,

Εφεσίβλητοι

       _________________________

Κωστής Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Μάριος Λουκά για Χριστάκης Λουκά & Σία ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

________________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

________________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πωμού Τυλληρίας Λτδ εξεδόθη, στις 11.12.2012, στην απουσία της εφεσείουσας, διαιτητική απόφαση σε σχέση με συμφωνία δανείου που είχε καταρτισθεί μεταξύ τους. Καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση που τώρα προσβάλλεται, πως «Στις 16.1.2014 καταχωρήθηκε σχετική ειδοποίηση εντός του φακέλου της έφεσης, σύμφωνα με την οποία η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Πωμού Τυλληρίας Λτδ  είχε διαλυθεί από τις 26.10.2013 και συγχωνευθεί με το Ελληνικό Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ, το οποίο στη συνέχεια άλλαξε το όνομα του σε Συνεργατικό Ταμιευτήριο Πάφου Λτδ». Περαιτέρω, στις 30.1.2020, καταχωρίστηκε στο Πρωτοκολλητείο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Κύπρου, «Ειδοποίηση Μετονομασίας», σύμφωνα με την οποία, οι Εφεσίβλητοι από τις 3.9.2018 έχουν μετονομαστεί σε «Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ».

 

Η Εφεσείουσα, μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, κατ΄ επίκληση του Άρθρου 52 (4), του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, Ν.22/85[1] (ως αυτός τροποποιήθηκε), καταχώρισε στις 13.2.2013, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου, Αίτηση/Έφεση για παραμερισμό και/ή ακύρωσή της. Οι λόγοι ακύρωσης, γενικοί ως ήταν, ομιλούσαν για παράνομες χρεώσεις εκ μέρους των Εφεσίβλητων, για υπερχρεώσεις, για καταχρηστικές ρήτρες, για παραβίαση νομοθεσίας (πρωτογενούς/δευτερογενούς), για παραβίαση του Συντάγματος, για παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, κλπ.  

 

Γενικό, όμως, ήταν και το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης του συζύγου της Εφεσείουσας, που υποστήριζε την Αίτηση/Έφεση. Παραθέτουμε αυτολεξεί το ουσιώδες περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσής του:

4.   Η θέση μου είναι ότι η απόφαση του διαιτητή είναι παράνομη και/ή αντίθετη με τον Περί Διαιτησίας Νόμο, το Σύνταγμα και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης.

 

5.  Επίσης όμως μου αναφέρει ο δικηγόρος μου και αληθώς πιστεύω, η διαιτητική απόφαση είναι παράτυπη και δεν πληροί τις προϋποθέσεις που τάσσει η Νομολογία.

 

6.     Επιπρόσθετα, ο δικηγόρος μου με έχει ενημερώσει ότι τα ποσά που απαιτούν οι Εφεσίβλητοι περιλαμβάνουν παράνομο τοκισμό και ανατοκισμό και παράνομες χρεώσεις. Τα έξοδα αυτά δεν προνοούνται ούτε και δικαιολογούνται από τη Συμφωνία δανείου.

 

7.     Επιφυλάσσομαι να παρουσιάσω λεπτομέρειες σχετικές με την υπόθεση μετά από μελέτη των σχετικών πρακτικών της διαιτητικής διαδικασίας ημερομηνίας 11/12/2012, τα οποία δεν έχω στην κατοχή μου.»

 

Οι Εφεσίβλητοι καταχώρισαν ένσταση, η οποία υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση υπαλλήλου των Εφεσίβλητων, η οποία ήταν παρούσα ως εκπρόσωπός τους, κατά τη  διεξαγωγή της διαιτητικής διαδικασίας.  Ήταν η θέση τους ότι η προηγηθείσα διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της διαιτητικής απόφασης, διεξήχθη νόμιμα και σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία και συνεπώς δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για ακύρωση της. Ακόμη ότι ουδέποτε είχαν προβεί σε παράνομες χρεώσεις.

 

Ουδείς ενόρκως δηλών αντεξετάστηκε. Και οι δύο πλευρές αρκέστηκαν σε αγορεύσεις. To πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την Αίτηση/Έφεση, διαπίστωσε ευθύς εξ αρχής πως ουσιαστικά δεν είχε ενώπιον του συγκεκριμένη μαρτυρία που να υποστήριζε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε τον παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης. Όπως χαρακτηριστικά κατέγραψε:

 

«10.  Ευθύς εξ αρχής αυτό το οποίο διαπιστώνεται είναι η ανεπάρκεια της μαρτυρίας προς υποστήριξη της έφεσης. Ουσιαστικά η όλη βάση της έφεσης αποτελείται από διάφορα νομικά σημεία δίχως όμως αυτά να υποστηρίζονται από οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία.

 

11.    Βεβαίως καθίσταται αμφίβολο κατά πόσο η εφεσείουσα θα μπορούσε να είχε παρουσιάσει οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία διατηρώντας υπόψη πως η ίδια, δια μέσω του συζύγου της, δεν ισχυρίζεται καν πως ήταν παρούσα κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας. Ενώ παράλληλα ούτε και ισχυρίζεται πως δεν ειδοποιήθηκε σχετικά με το χρόνο και χώρο διεξαγωγής της διαιτητικής διαδικασίας. Έτσι ώστε ένας τέτοιος ισχυρισμός να μπορούσε να αντιμετωπιστεί με ανάλογη μαρτυρία από την εφεσίβλητη ή να εξεταστεί, από το Δικαστήριο, η οποιαδήποτε αντιπαράθεση ισχυρισμών των διαδίκων επί του συγκεκριμένου θέματος.

 

         [..]

 

13.    Ελλείψει αυτής της μαρτυρίας διερωτάται πραγματικά το Δικαστήριο πως είναι δυνατό να γίνουν δεκτές θέσεις της εφεσείουσας αναφορικά είτε με τη κατ΄ ισχυρισμό παρανομία της διαδικασίας της διαιτησίας ως αντίθετη με τον περί Διαιτησίας Νόμος, το Σύνταγμα και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης είτε ως προς το ότι η έκδοση της απόφασης του διαιτητή έγινε κατά παράβαση του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου και των Διαδικαστικών Κανονισμών της Πολιτικής Δικονομίας;»

 

 

Η Εφεσείουσα, με δύο λόγους έφεσης, ζητά τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Ουσιαστικά και με τους δύο λόγους διατείνεται πως κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως το βάρος απόδειξης περί αντικανονικότητας της διαδικασίας και περί παράνομων χρεώσεων ήταν στους ώμους της. Σύμφωνα με τους λόγους έφεσης, οι Εφεσίβλητοι ήταν αυτοί που είχαν «καθήκον να αποδείξουν ότι είχαν τηρηθεί οι νόμιμες διατυπώσεις κατά τη διαιτησία». Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Η Εφεσείουσα παραβλέπει πως είχε προηγηθεί η προβλεπόμενη διαιτητική διαδικασία, είχε εκδοθεί εναντίον της διαιτητική απόφαση, και πως αυτή ήταν που επεδίωξε τον παραμερισμό της απόφασης.

 

Συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν υπήρχε ενώπιον του οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να δικαιολογούσε τον παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης. Να επαναλάβουμε και εμείς πως οι διαιτητές, οι οποίοι έχουν οιονεί δικαστική αποστολή, οφείλουν να ενεργούν σύμφωνα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και στο πλαίσιο των όρων εντολής τους (Σολωμού ν. Laiki Cyprialife Ltd (2010)1(Α) A.A.Δ 687 και Κλεοβούλου ν. ΣΤΕΚΕΚ Λτδ (2015)1(Β) Α.Α.Δ. 1675). Εάν, εν προκειμένω, η θέση της εφεσείουσας ήταν ότι δεν ενημερώθηκε για την ημερομηνία κατά την οποία θα ελάμβανε χώρα η διαδικασία επίλυσης της διαφοράς, θα έπρεπε να το είχε ρητά αναφέρει. Περαιτέρω, στη διαιτητική απόφαση που της επεδόθη, ρητά καταγραφόταν πως είχε ειδοποιηθεί σχετικά από τον διαιτητή, κάτι που ουδέποτε αμφισβήτησε. Η γενική και αόριστη αναφορά ότι υπήρξε παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, δεν αρκούσε. Όσον αφορά στις άλλες θέσεις της Εφεσείουσας περί παράνομων χρεώσεων, κλπ, τα όσα κατέγραψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Κούλλουρου ν. Σ.Π.Ε. Αθηαίνου (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 987, είναι απόλυτα ορθά.

 

Η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €2.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/ΣΓεωργίου

 

 

 



[1] (4) Οιοσδήποτε θεωρεί τον εαυτόν του ηδικημένον από την απόφασιν οιουδήποτε διαιτητού ή διαιτητών δύναται να υποβάλη έφεσιν εις το Δικαστήριον εντός είκοσι και μιας ημερών από της ημερομηνίας της προς αυτόν γνωστοποιήσεως της αποφάσεως.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο