ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 104/2022)
6 Ιουλίου, 2023
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,
ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΣΑΝΤΗΣ, Δ/στές]
ΚΑΤ' ΕΦΕΣΙΝ ΕΞ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ) ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ 13/2022, (CERTIORARI), ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 14.04.2022
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ
1964
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ARISTO DEVELOPERS LTD, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΔΙΑΣ ΜΕΛΙΣΣΑ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΝΤΙΜΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΚΑΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΚΥΡΙΑΣ Μ-Α ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ ΑΥΤΗ ΕΛΑΒΕ ΣΤΙΣ 16.02.2022, ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΚΔΙΚΑΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΡ. 27/2014 (Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ) ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Κ.Α. V. ARISTO DEVELOPERS LTD, ΚΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΙΔΟΠΟΙΗΘΟΥΝ ΟΙ ΑΝΤΙΔΙΚΟΙ (Η ΟΙ ΝΟΜΙΜΟΙ ΔΙΑΔΟΧΟΙ ΤΟΥΣ), ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕ ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΟΥ Η ΙΔΙΑ ΕΔΩΣΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΗΜΕΡ. 02.02.2022 ΚΑΙ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΣΤΟΝ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΟΔΗΓΙΕΣ ΝΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ ΤΟ ΗΔΗ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΜΕΝΟ ΚΛΗΤΗΡΙΟ ΕΝΤΑΛΜΑ.
....................................
Κ. Καντούνας, για Κωνσταντής Α. Καντούνας Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από τον Σάντη, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΑΝΤΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση έφεσης συνθέτει η αντίθεση των Εφεσειόντων/Αιτητών («οι Εφεσείοντες») - Εναγόμενων στην Αγωγή 27/14 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («η Αγωγή) - στην κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του («το Πρωτόδικο Δικαστήριο») να απορρίψει (στην Αναφορικά με την Αίτηση των Aristo Developers Ltd και Άλλων, Πολ. Αίτ. 13/22, ημ. 14.4.22), μονομερή αίτηση των Εφεσειόντων ημερομηνίας 16.3.22 για παραχώρηση (ανάμεσα σε άλλα) άδειας προς προώθηση διαδικασίας έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari («η Αίτηση για Άδεια»), κατά τα ακόλουθα (η περικοπή είναι αυτούσια όπως και οι επόμενες):
«.........................................................................................................................Α. [...]
i. την ακύρωση των αποφάσεων της Έντιμης Επαρχιακής Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ... τις οποίες αυτή έλαβε στις 16.02.2022, στο πλαίσιο εκδίκασης της αγωγής αρ. 27/2014 (Ε.Δ. Λεμεσού) Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. ν. Aristo Developers Ltd, και με τις οποίες, χωρίς να ειδοποιηθούν οι αντίδικοι (ή οι νόμιμοι διάδοχοι τους) τροποποίησε τις οδηγίες που η ίδια έδωσε με την απόφαση της ημερομηνίας 02.02.2022 και επέτρεψε στον Ενάγοντα και του έδωσε οδηγίες να τροποποιήσει και να καταχωρίσει εκ νέου το ήδη τροποποιημένο και καταχωρισμένο Κλητήριο Ένταλμα.
ii. την ακύρωση και/ή παραμερισμό και/ή διαγραφή του τροποποιημένου κλητηρίου εντάλματος (2.6) της αγωγής αρ. 27/2014, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κ.α. ν. Aristo Developers Ltd κ.α. που καταχωρήθηκε στις 16.02.2022, βάση της απόφασης του Δικαστηρίου της ίδιας μέρας.
........................................................................................................................».
Η επίδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού («το Κατώτερο Δικαστήριο») για διόρθωση του αφορώντος κλητηρίου εντάλματος στην Αγωγή («η διόρθωση»), ανέκυψε υπό συνθήκες που καταγράφθηκαν σε σχετικό πρακτικό ημερομηνίας 23.2.22, ως εξής:
«Στις 2.2.22 εκδόθηκε απόφαση από το Δικαστήριο και έκδωσε διάταγμα τροποποίησης του ειδικά οπισθογραφημένου κλητηρίου εντάλματος. Το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου στις 11.2.22 και στις 16.2.22 ήλθε ενώπιον μου ο κ. Σαουρής και ζήτησε τον φάκελο για να με ενημερώσει ότι το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα καταχωρήθηκε με εσφαλμένη την αρίθμηση, σε σχέση με τους Εναγομένους αναγράφηκε κατά λάθος 2, 2, 5, 6 αντί 1, 2, 3, 4 και μου ζήτησε την άδεια να το καταχωρήσει ξανά, την ίδια μέρα, με την νέα αρίθμηση. Επειδή είχα προσέξει ότι καταχώρησε εμπρόθεσμα το κλητήριο ένταλμα, του δόθηκε άδεια να το καταχωρήσει ξανά το ίδιο, με την νέα αρίθμηση και να το επιδώσει στην άλλη πλευρά, αφού καμία βλάβη δεν θα γινόταν στα δικαιώματα τους, σε σχέση με την αρίθμηση».
Την 16.2.22 το Κατώτερο Δικαστήριο χορήγησε οδηγίες αναφορικώς προς το αίτημα των Εφεσειόντων (ίδιας ημερομηνίας), ως ακολούθως:
«Άδεια δίδεται όπως καταχωρηθεί εκ νέου σήμερα το τροποποιημένο κλητήριο ένταλμα με διορθωμένη την αρίθμηση. Να επιδοθεί αμέσως στους Εναγομένους. Δεν κρίνω αναγκαίο να ειδοποιηθεί η άλλη πλευρά, πρόκειται για αλλαγή που δεν επηρεάζει. Χωρίς έξοδα σήμερα».
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας όσα τέθηκαν από τους Εφεσείοντες, δεν διαπίστωσε αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης, με παρεπόμενο να κρίνει την Αίτηση για Άδεια ανεδαφική και να την απορρίψει.
Οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την Πρωτόδικη Απόφαση με πέντε λόγους έφεσης - που (κατά ανάστροφη δικογραφική ειρωνεία προς ό,τι εδώ απασχολεί) προσδιορίζονται με ασυνεπή αρίθμηση στο Εφετήριο ως λόγοι έφεσης 1, 2, 3, 4, 6 - λέγοντας, αδρομερώς, πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπό πλάνη και εσφαλμένως εξέλαβε την Αίτηση για Άδεια ωσάν να στρεφόταν «... αποκλειστικά και μόνον εναντίον των οδηγιών του κατώτερου δικαστηρίου «για την αναγραφή, έναντι του ονόματος του κάθε εναγομένου, του ορθού αριθμού με βάση τη σειρά καταγραφής τους» και να περιορίζεται στις οδηγίες αυτές ...» (λόγος έφεσης 1), θέτοντας, το ίδιο πλανεμένα και λαθεμένα, ως κεντρικό ερώτημα το ότι οι Εφεσείοντες ήσαν έτοιμοι να αποδεχθούν «... αδιαμαρτύρητα, την αρίθμηση 2, 2, 5 και 6 που είχε δοθεί, προφανώς εκ παραδρομής στους τέσσερεις εναγομένους, όχι, βέβαια από το Δικαστήριο, και να παραμείνει έτσι στην όψη του κλητηρίου εντάλματος η πιο πάνω αταξία ...» (λόγος έφεσης 2), και πως, παρομοίως σφαλερά, το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στο πρακτικό τού Κατώτερου Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.2.22 για να ανιχνεύσει τις καταστάσεις «... υπό τις οποίες διενεργήθηκαν οι εγκαλούμενες ενέργειες ...» (λόγος έφεσης 3), αποτυγχάνοντας συν τω χρόνω - αν και σωστά το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέγνωσε ότι «... οι εγκαλούμενες ενέργειες, αποφάσεις και οδηγίες «δόθηκαν εκτός οποιουδήποτε δικονομικού πλαισίου» ...» - να αποδώσει στο γεγονός «... τις κατάλληλες συνέπειες ...», με συνέπεια να μην εγκρίνει την Αίτηση για Άδεια (λόγος έφεσης 4), αστοχώντας επιπλέον και για το ότι οι Εφεσείοντες δεν θα επηρεάζονταν από τη διόρθωση αφού η ενέργεια του Κατώτερου Δικαστηρίου αφορούσε κατ' ουσίαν «... στην διόρθωση ενός γραφικού λάθους, το οποίο είχε επισυμβεί εκ παραδρομής ...» (λόγος έφεσης 6).
Για πρακτικούς σκοπούς, θα αναφερόμαστε από τούδε στον λόγο έφεσης 6 ως λόγο έφεσης 5 (όπως εξάλλου επέλεξε να πράξει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Εφεσειόντων στο περίγραμμα αγόρευσης).
Αξιολογήσαμε καθετί που μας τέθηκε, στην πλήρη του μορφή.
Το ίδιο, και το περίγραμμα αγόρευσης εκ πλευράς Εφεσειόντων, το οποίο εστίασε στην (εκτενή) αιτιολογία που συνοδεύει τους λόγους έφεσης.
Ο κ. Καντούντας εισηγήθηκε προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο - όπως και κατ' έφεση - ότι το Δικαστήριο διέταξε την τροποποίηση του κλητηρίου εντάλματος δίχως να δώσει την ευκαιρία στους Εφεσείοντες να ακουστούν, προχωρώντας στην παροχή των οδηγιών για καταχώριση του διορθωμένου κλητηρίου εντάλματος, λανθασμένα, εκτός της προθεσμίας που είχε οριστεί εν σχέσει προς την προηγηθείσα τροποποίηση, δεδομένου πως αυτή είχε παρέλθει.
Επιπροσθέτως, ο συνήγορος προέταξε πως οι περί ων ο λόγος οδηγίες απαρτίζουν πασίδηλο νομικό λάθος διότι, συνεπεία αυτών, παραβιάστηκε η αρχή φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem και η προηγηθείσα διαταγή του για καταχώριση του τροποποιηθέντος κλητηρίου εντάλματος εντός της καθορισθείσας από το Κατώτερο Δικαστήριο προθεσμίας.
Προτού εισχωρήσουμε στους λόγους έφεσης θυμίζουμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο υπό την πρωτοβάθμια δικαιοδοσία του, κατά την απόφανση παροχής (ή όχι) άδειας καταχώρισης αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, ενασκεί διακριτική ευχέρεια. Συνεπώς, και κατ' ακολουθίαν, το Εφετείο για να παρέμβει προς ανατροπή μιας τέτοιας κρίσης πρέπει κατά κανόνα να πεισθεί για τη λανθασμένη ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας από το πρωτόδικο δικαστήριο όταν διαπιστώνει ότι τούτη συνέβη εκτός παρεχόμενου νομοθετικού πλαισίου (όπως διά παρείσφρησης εξωγενών παραγόντων) ή οδηγεί σε πασιφανή αδικία, αλλά και όταν εντοπίζει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή εφαρμογή λανθασμένων αρχών δικαίου, υιοθέτηση άλλων άσχετων στοιχείων και αστοχία συνεκτίμησης δεδομένων σχετικών προς το ζητούμενο (Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Π.Ε. 213/21, ημ. 1.3.22, ECLI:CY:AD:2022:A82, Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωσήφ, Π.Ε. 289/21, ημ. 17.1.22, ECLI:CY:AD:2022:A16, Αναφορικά με την Αίτηση των Θεοχαρίδη και Άλλων, Π.Ε. 426/19, ημ. 20.7.21, ECLI:CY:AD:2021:A354, Αναφορικά με την Αίτηση των Σιακόλα και Άλλων, Π.Ε. 7/20, ημ. 7.6.21, ECLI:CY:AD:2021:A239, Αναφορικά με την Αίτηση του Λοϊζίδη, Π.Ε. 455/19, ημ. 8.4.21, ECLI:CY:AD:2021:A141, Αναφορικά με την Αίτηση του Νικολάου, Π.Ε. 117/16, ημ. 25.5.17, ECLI:CY:AD:2017:A188).
Ως εκ περιεχομένου, εξετάσαμε τους λόγους έφεσης σωρευτικώς.
Απολήξαμε πως αυτοί είναι αβάσιμοι.
Τούτο, γιατί, δεν διακρίναμε νομικό ολίσθημα από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.
Απεναντίας, διακριβώσαμε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε ορθώς και εντός του πλαισίου των παρεχόμενων εξουσιών, αποφαινόμενο πρακτικώς, συνετώς και κατά δικαιική λογική, και δίχως να παραβλάπτει κρισίμως ουσιώδη δικαιώματα των Εφεσειόντων, πως η αντιμετώπιση του Κατώτερου Δικαστηρίου ποσώς συγκροτούσε υπό τα δεδομένα επανόρθωση δικονομικού σφάλματος επειδή, κιόλας, διόλου δεν καταδείχθηκε επί τούτω πρόβλεψη στους Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμούς (τοσούτω δε μάλλον ουσιώδης), πως τα μέρη οποιασδήποτε διάδικης πλευράς σε μια αγωγή, εκεί που είναι πέραν του ενός, πρέπει να λαμβάνουν ανάλογο αριθμό με τη σειρά που οι διάδικοι είναι αποτυπωμένοι στο εκάστοτε κλητήριο ένταλμα.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επικρότησε βασικώς τον τρόπο που το Κατώτερο Δικαστήριο επέλεξε να ρυθμίσει την ενώπιον του διαδικασία ενασκώντας προς τούτο τη διακριτική του ευχέρεια και εγγενείς του εξουσίες (Preece v. «Εστία» Ανώνυμος Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία (1990) 1 Α.Α.Δ. 695, 698).
Στην Αναφορικά με την Αίτηση της Ιορδάνου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 914, 916-917, λέχθηκαν και αυτά από τον Αρτέμη, Δ., τα οποία και συμμεριζόμαστε ως κατ' αναλογία εφαρμοζόμενα στη συζητούμενη περίπτωση:
«.........................................................................................................................[...] Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνω πως το θέμα που εγείρεται ενώπιόν μου είναι θέμα ρύθμισης διαδικασίας και, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπάρχει δικαιοδοσία για έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, γιατί η επίλυση τέτοιων θεμάτων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας (Αρ.3)(1993) 1 Α..Α.Δ. 442 λέχθηκε, μεταξύ άλλων, πως δεν παρέχεται η ευχέρεια έκδοσης ενταλμάτων Certiorari και Prohibition αν το αίτημα αποβλέπει στην αναθεώρηση της διαδικασίας ή της πρακτικής του Δικαστηρίου, γιατί μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν παρέχεται δυνατότητα έκδοσης προνομιακών ενταλμάτων. Τονίστηκε πως, όπου η διαδικασία που ακολουθείται δεν προοιωνίζει το αποτέλεσμα και αφήνει άθικτα τα δικαιώματα των διαδίκων, δεν ελέγχεται με προνομιακά εντάλματα.
Στην Χαραλάμπους κ.ά. (Αρ.2)(1994) 1 Α.Α.Δ. 828 λέχθηκαν τα ακόλουθα στις σελ. 834-835:
«Το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ή της πρακτικής που ακολουθείται. [Βλ. Halsbury's Laws of England, 3th Ed., Vol.11, para 213 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442]. Η ρύθμιση της διαδικασίας ανάγεται στην αρμοδιότητα του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου. Στο σημείο αυτό χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην πρόσφατη απόφαση μας στην Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ.2)(1994) 2 Α.Α.Δ. 225» [...].
............................................................................................................................................».
Ως καλώς παρατήρησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο (με αναφορά και σε αντίστοιχη επισήμανση του Κατώτερου Δικαστηρίου στο πρακτικό ημερομηνίας 16.2.22), οι Εφεσείοντες δεν επρόκειτο εν τοις πράγμασι (αλλά και αντικειμενικώς) να επηρεαστούν από τη διόρθωση, αφού μάλιστα, βάσει εντολών τού Κατώτερου Δικαστηρίου, διατάχθηκε η αυθωρεί επίδοση του διορθωμένου κλητηρίου εντάλματος προς τους Εφεσείοντες, οι οποίοι, παρεμβάλλουμε, θα εδύναντο αν το ήθελαν, να αποταθούν στο Κατώτερο Δικαστήριο για ακύρωση της διόρθωσης ή τού επηρεαζόμενου τμήματος τού κλητηρίου εντάλματος, και βεβαίως, αν κάτι τέτοιο δικαιολογείτο ως εκ του αποτελέσματος της δίκης - χωρίς τελικώς η περίπτωση να εμπίπτει κατ' εύρημα στις παραμέτρους της Δ.25.Θ6 των Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών [1] - να εφεσιβάλουν τον χειρισμό του Κατώτερου Δικαστηρίου ύστερα από την ολοκλήρωση της Αγωγής και της όποιας καταληκτικής επί της ουσίας ετυμηγορίας.
Παρενθέτουμε, ότι αποκλίνοντες, μας βρίσκει και η άποψη των Εφεσειόντων στον λόγο έφεσης 1, πως η Αίτηση για Άδεια κακώς θεωρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ότι στρεφόταν αποκλειστικώς κατά των υπό συζήτηση οδηγιών του Κατώτερου Δικαστηρίου.
Αυτή ακριβώς ήταν η βλέψη και περιεχόμενο τού αιτητικού στην Αίτηση για Άδεια, με τούτο να εξεικονίζεται καθαρά στο αφορών αιτητικό Α (i-ii), ως αυτολεξεί το μεταφέραμε πιο πάνω.
Έτσι κι αλλιώς, τίποτα από όσα συναποτελούν εναντιώσεις των Εφεσειόντων στον αναλυόμενο λόγο έφεσης 1 - με τούτο ισχύει οριζοντίως για τους υπόλοιπους λόγους έφεσης, συγκαταλέγοντας σε αυτά και τις νομολογιακές παραπομπές που αναπτύσσονται στις σελίδες 5-7 του περιγράμματος αγόρευσης των Εφεσειόντων (καθότι κατά παρασάγγας διαφοροποιούνται τα γεγονότα και οι περιστάσεις τους από τα ενεστώτα) - δεν θα μπορούσε διά αντικειμενικής οπτικής να δομήσει με την απαραίτητη επάρκεια υπόβαθρο για κατάταξη της προκείμενης περίπτωσης στις περιπτώσεις εκείνες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιτυχία της έφεσης και έκδοση των επιθυμούμενων προνομιακών ενταλμάτων Certiorari (Αναφορικά με την Αίτηση των Junport International Limited και Άλλων, Π.Ε. 321/17, ημ. 2.4.18, ECLI:CY:AD:2018:A145).
Ουδείς των λόγων έφεσης ευσταθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.
Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.
/κβπ
[1] [Διαταγή 25] «(6). Γραφικά λάθη σε δικόγραφα, αποφάσεις ή διατάγματα, ή λάθη που προκύπτουν σ' αυτά από οποιοδήποτε τυχαίο σφάλμα ή παράλειψη, μπορούν σε οποιοδήποτε χρόνο να διορθωθούν ανάλογα με τη φύση και έκταση του λάθους από το Δικαστήριο κατόπιν αίτησης, γραπτής ή προφορικής, χωρίς δικαίωμα έφεσης».