ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε99/2019)

 

26 Μαρτίου, 2025

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

IBTISAM CHRISTOFOROU,

 

Εφεσείουσα,

v.

 

1.   CLENCHBY PROPERTIES LIMITED,

2.   ΕΥΕΛΘΩΝ ΑΥΓΟΥΣΤΗ,

3.   EVELTHON DEVELOPMENTS LIMITED,

4.   TYRUSLAND LIMITED,

5.   LANDRIAN ESTATES LIMITED,

 

Εφεσίβλητοι.

 

____________________

 

Σ. Τσαγγάρης με Α. Γρίλλη (κα) για Π. Τσαγκάρης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Μ. Δημοσθένους για Π. Ν. Κούρτελλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, υπό την ιδιότητα της ενάγουσας, εξασφάλισε, στο πλαίσιο αγωγής της, διάταγμα έρευνας τύπου Anton Piller, ημερομηνίας 11.08.2017, με το οποίο οκτώ εκ των εναγομένων διατάχθηκαν να επιτρέψουν σε κατονομαζόμενα πρόσωπα να εισέλθουν στα υποστατικά τους και να αναζητήσουν, επιθεωρήσουν και φωτοτυπήσουν διάφορα έγγραφα τα οποία, στη συνέχεια, να παραδώσουν στον Πρωτοκολλητή του Ε.Δ. Λεμεσού για ασφαλή φύλαξη.

 

Ακολούθως, κάποιοι εκ των εναγομένων, οι εναγόμενοι 2, 3, 4, 8 και 9 στην προαναφερόμενη αγωγή, και αφού προηγήθηκαν και άλλες αιτήσεις, στις οποίες θα γίνει αναφορά σε κατοπινό στάδιο, καταχώρισαν, στις 04.02.2019, αίτηση με την οποία ζήτησαν την έκδοση διατάγματος που να διατάσσει την ενάγουσα, τους εμπλεκόμενους στην έρευνα δικηγόρους, τον προαναφερόμενο Πρωτοκολλητή, και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που έλαβε τα έγγραφα, τα οποία αναφέρονται σε κατάλογο, να τα παραδώσει στους προαναφερόμενους εναγόμενους ή τους δικηγόρους τους.  Ζητήθηκε, επίσης, διάταγμα που να απαγορεύει, στα προαναφερόμενα πρόσωπα, να κρατήσουν και να χρησιμοποιήσουν αντίγραφα των εγγράφων.  Περαιτέρω, ζητήθηκε διάταγμα που να διατάσσει την ενάγουσα και τους εμπλεκόμενους δικηγόρους να αποκαλύψουν, ενόρκως, σε ποια πρόσωπα έχουν κοινοποιήσει τα έγγραφα και ποια φυσικά πρόσωπα της δικηγορικής εταιρείας P. Tsangaris & Associates LLC τα κατέχουν.

 

Η εκδοχή γεγονότων που οι αναφερόμενοι εναγόμενοι, ως αιτητές, προώθησαν, και ως το πρωτόδικο Δικαστήριο την κατέγραψε, έγκειται στο ότι «την 29.8.2017 η πλευρά της Ενάγουσας εκπροσωπούμενη από τους δικηγόρους Παναγιώτη Τσαγκάρη, Σωκράτη Τσαγκάρη και Ρωμανό Τσαγκάρη της δικηγορικής εταιρείας  P. Tsangaris & Associates LLC και από τους δικηγόρους Γεώργιο Γεωργίου και Μάριο Καραίσκο οι οποίοι ενεργούσαν ως επιτηρητές δικηγόροι και από ειδικούς χειριστές ηλεκτρονικών υπολογιστών εισήλθαν στα υποστατικά των Αιτητών με σκοπό να εκτελέσουν το διάταγμα.

 

Η έρευνα συνεχίστηκε και την επομένη 30.8.2018.  Κατά τη διάρκεια της έρευνας λήφθηκαν σωρεία εγγράφων και πληροφοριών που καταγράφηκαν σε κατάλογο από τον επιτηρητή δικηγόρο Γεωργίου. Αντίγραφα παραδόθηκαν στον Πρωτοκολλητή του Δικαστηρίου σε κλειστό φάκελο.

 

Την 31.8.2018 η έρευνα διακόπηκε εφόσον το Ανώτατο Δικαστήριο έδωσε άδεια καταχώρισης αίτησης για προνομιακό ένταλμα certiorari αναφορικά με το εκδοθέν διάταγμα. Η αίτηση certiorari απορρίφθηκε την 12.12.2017.  Υπέδειξε το Ανώτατο Δικαστήριο ότι για την αμφισβήτηση του διατάγματος υφίστατο το ένδικο μέσο της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου που εξέδωσε το διάταγμα δυνάμει των προνοιών της Δ.48, θ.8(4) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.  Οι Αιτητές καταχώρισαν στη συνέχεια αίτηση στο Ε.Δ. Λεμεσού για ακύρωση του διατάγματος ημερ. 11.8.2017. Η αίτηση απορρίφθηκε την 2.11.2018.  Ακολούθησε νέα αίτηση για προνομιακό διάταγμα στο Ανώτατο Δικαστήριο που απορρίφθηκε την 26.11.2018. Η απορριπτική απόφαση έχει εφεσιβληθεί και εκκρεμοδικεί.

 

Είναι η θέση των Αιτητών ότι κάποια από τα έγγραφα που παραλήφθηκαν κατά την έρευνα δεν καλύπτονται από το εκδοθέν διάταγμα.  Αυτά καταγράφονται σε Κατάλογο που ετοιμάστηκε για τη διευκόλυνση της διαδικασίας (ΑΧ8).  Πρόκειται για ηλεκτρονικά μηνύματα και επιστολές που, κατά τους Αιτητές, λήφθηκαν κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος και άλλα έγγραφα που είναι εκτός της εμβέλειας του εκδοθέντος διατάγματος.

 

Παραπονούνται οι Αιτητές ότι η Ενάγουσα  έχει αποστείλει τα έγγραφα τα οποία παρέλαβε κατά την έρευνα στους άγγλους δικηγόρους της και κάποια από αυτά παρουσιάστηκαν επισυναπτόμενα σε έγγραφο της σε δικαστική διαδικασία στην Αγγλία την 22.9.2017 (ΑΧ11).»

 

Η ενάγουσα, ενάντια στην προαναφερόμενη αίτηση των εναγομένων 2, 3, 4, 8 και 9, ημερομηνίας 04.02.2019, καταχώρισε Ειδοποίηση Περί Πρόθεσης Ένστασης, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, θέσεις περί ύπαρξης κατάχρησης των διαδικασιών, λόγω καταχώρισης άλλων αιτήσεων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αλλά και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και περί κωλύματος δεδικασμένου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, (με άλλη σύνθεση από αυτήν που εξέδωσε αλλά και οριστικοποίησε το διάταγμα ημερομηνίας 11.08.2017) ενώπιον του οποίου εκδικάστηκε η αίτηση ημερομηνίας 04.02.2019, με απόφαση ημερομηνίας 24.04.2019 - στο εξής η εκκαλούμενη απόφαση - αποφάνθηκε, μεταξύ άλλων, ως ακολούθως:

 

«Το Δικαστήριο έχει διέλθει τα έγγραφα του Καταλόγου.  Είναι πρόδηλο ότι τα έγγραφα 1 - 7 και 9 - 18 συνιστούν αλληλογραφία που προστατεύεται από το άρθρο 17 του Συντάγματος.  Ουδεμία από τις εξαιρέσεις ισχύει ή υποστηρίχτηκε ότι ισχύει.  Στο αποτέλεσμα τα 17 έγγραφα παραλήφθηκαν από την Ενάγουσα κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Αιτητών και χωρίς τέτοια παραλαβή να έχει εξουσιοδοτηθεί με το διάταγμα ημερ. 11.8.2017.  Σε κάθε περίπτωση μετά την οριστικοποίηση του διατάγματος στην πιο πάνω βάση κατακρατούνται χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση. 

 

Δεν έχει καμιά σημασία εάν τα έγγραφα είχαν παραλειφθεί στην παρουσία αντιπροσώπων των Αιτητών.  Μόνο εάν ήταν παρόντες οι δικηγόροι τους για να επιβεβαιώσουν ελεύθερη συγκατάθεση των Αιτητών μετά από πλήρη ενημέρωση τους αναφορικά με την εμβέλεια του διατάγματος και τα δικαιώματα τους θα είχε σημασία (βλ. Columbia v. Robinson [1986] 3 All E.R. 338, 370).

 

Καθ'  όσον αφορά τα υπόλοιπα έγγραφα του Καταλόγου, πέρα της άποψης των Αιτητών ότι είναι άσχετα με την παρούσα αγωγή δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ικανή ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να αποκλείσει ότι αυτά μπορεί να σχετίζονται με τα επίδικα θέματα. 

 

Προκύπτει ότι τα έγγραφα 19, 20, 21 και 26 του Καταλόγου έχουν χρησιμοποιηθεί από την Ενάγουσα στη δικαστική διαδικασία στην Αγγλία.  Παρουσιάζονται στην  σελ.5 του εγγράφου που παρουσιάστηκε στο αγγλικό Δικαστήριο.

 

Το γεγονός ότι έγγραφα που παραλήφθηκαν δυνάμει του διατάγματος χρησιμοποιήθηκαν για άλλους από τους εξουσιοδοτημένους σκοπούς ήταν παράμετρος που το Δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη κατά το στάδιο οριστικοποίησης του διατάγματος και κατά την κρίση της αίτησης των Αιτητών ημερ.  11.8.2017.  Στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης το ζήτημα περιορίζεται στην παραλαβή τους στη βάση ότι ήταν άσχετα με την παρούσα αγωγή, κάτι που δεν έχει διαπιστωθεί.

 

Το γεγονός ότι ζήτημα παραλαβής εγγράφων κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος ηγέρθηκε στην αίτηση ημερ. 15.12.2017 που έχει αποσυρθεί, δεν δημιουργεί δεδικασμένο.  Αναφέρεται στην Recnex Trading Limited κ.ά ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ  (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 866, 871 αναφέρεται ότι οι ενδιάμεσες αποφάσεις, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν θεωρούνται τελεσίδικες ακόμα και αν αποφασίζεται τελικώς ένα ζήτημα το οποίο κρίνεται δεσμευτικό για την μετέπειτα διαδικασία.  Η απόρριψη μιας ενδιάμεσης αίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τελική κα ως εκ τούτου η καταχώριση νέας δεν μπορεί να προσκρούει στην αρχή του δεδικασμένου.  Εναπόκειται πάντοτε στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει τη δεύτερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει ελλείψει νέων στοιχείων. 

 

Λαμβανομένου υπόψη ότι μεταξύ της 21.12.2017 που η αίτηση ημερ. 15.12.2017 αποσύρθηκε και της καταχώρισης  της υπό κρίση Αίτησης εκδόθηκε η Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 2.11.2018 με το περιεχόμενο που έχει πιο πάνω αναφερθεί, το Δικαστήριο κρίνει ότι η επιλογή των Αιτητών να προωθήσουν την υπό κρίση Αίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική.  Άλλωστε παρασχέθηκε με αυτό τον τρόπο η δυνατότητα στο Δικαστήριο να παρέμβει προς αποκατάσταση της νομιμότητας.  Το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορο και να επιτρέψει την κατακράτηση εγγράφων κατά παράβαση συνταγματικής διάταξης στη βάση διατάγματος που το Δικαστήριο που το εξέδωσε έχει κατά το στάδιο της οριστικοποίησης του αποφανθεί ότι δεν επέτρεπε την παραλαβή των συγκεκριμένων εγγράφων. 

 

Ως εκ των ανωτέρω η Αίτηση εγκρίνεται ως οι παρ.1, 2 και 3 αυτής με την προσθήκη της φράσης «έγγραφα υπό αύξων αριθμό 1 μέχρι 7 και 9 μέχρι 18 μετά την φράση «στο Παράρτημα Α» όπου αυτή συναντάται στα εξαιτούμενα διατάγματα.  Ο χρόνος συμμόρφωσης ορίζεται σε 15 μέρες από σήμερα.»

 

 

Η εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της προαναφερόμενης, εκκαλούμενης, απόφασης με εννέα (9) λόγους έφεσης.  Οι θέσεις της συνίστανται στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα προέβη σε εύρημα πως τα αναφερόμενα στο παράρτημα έγγραφα 1 έως 7 και 9 έως 18, λήφθηκαν κατά παράβαση και/ή καθ' υπέρβαση του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017, χωρίς να ήταν ενώπιον του τα εν λόγω έγγραφα με τα επισυνημμένα τους, παρά μόνο με τον τίτλο τους ως αυτός αναφέρεται στο παράρτημα (πρώτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα περί της χρήσης συγκεκριμένων εγγράφων σε αγγλική διαδικασία βασιζόμενο σε ανεπίτρεπτη, και μη αποδεκτή, μαρτυρία του ομνύοντα επί της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 04.02.2019 (δεύτερος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένο εύρημα πως η λήψη των εγγράφων 1-7 και 9-18, επί του παραρτήματος, ήταν κατά παράβαση και ή υπέρβαση του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017, ενώ η λήψη τους καλύπτεται καθ' ολοκληρία από το διάταγμα (τρίτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη στο συνταγματικό δικαίωμα, ή άλλως, στο δικαίωμα της σιωπής, κατά παράβαση του Άρθρου 12.4 του Συντάγματος, του Άρθρου 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Άρθρου 3(Γ) του Κεφ. 155 (τέταρτος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να καθορίσει χρόνο εκτέλεσης στο υπ' αριθμό 2 διάταγμα (πέμπτος λόγος έφεσης), ότι τα υπ' αριθμό 1 και 2 διατάγματα είναι γενικά, έχουν εκδοθεί εναντίον προσώπων που δεν κατονομάζονται ή που δεν ήταν παρόντα κατά την έκδοση τους, έχει δε καθοριστεί χρόνος συμμόρφωσης σε ότι αφορά το διάταγμα υπ' αριθμό 1 από τον χρόνο έκδοσης του με αποτέλεσμα την αποστέρηση δικαιωμάτων των κατονομαζόμενων στο διάταγμα (έκτος λόγος έφεσης), ότι δια της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων καταστρατηγείται το Άρθρο 17.2 του Συντάγματος και η, δυνάμει αυτού, θεσπισμένη νομοθεσία, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο επεμβαίνει και παρεμποδίζει την Αστυνομία, και τον Γενικό Εισαγγελέα, να διεξάγει ανακριτικό έργο και/ή να κατέχει και/ή να χρησιμοποιήσει τα, αφορώντα στα διατάγματα 1 και 2, έγγραφα τα οποία έλαβε με προηγούμενη διαταγή του Δικαστηρίου (έβδομος λόγος έφεσης), ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε την απαιτούμενη και/ή καθόλου προσοχή στους λόγους ένστασης της εφεσείουσας, αφού στην απόφαση του δεν αναφέρονται καν οι λόγοι ένστασης και άλλοι ισχυρισμοί που περιλαμβάνονταν στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση (όγδοος λόγος έφεσης) και ότι δεν έχουν προκύψει οποιαδήποτε νέα ή ουσιαστικά στοιχεία, ούτως ώστε να ήταν επιτρεπτό να απορριφθεί η θέση της εφεσείουσας περί κατάχρησης της διαδικασίας, και/ή περί του δεδικασμένου και/ή το Δικαστήριο να επανεξετάσει τα ζητήματα που εγείρονταν με την αίτηση ημερομηνίας 04.02.2019, και, πολύ περισσότερο, να εγκρίνει τα αιτήματα της (ένατος λόγος έφεσης).

 

Έχουμε διεξέλθει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών, όπως τις ανέπτυξαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων, οι οποίες άλλωστε είναι διατυπωμένες ευκρινώς και επαρκώς στα περιγράμματα αγόρευσης.

 

Προχωρούμε στη συνεξέταση του πρώτου και τρίτου λόγου έφεσης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους συνάφεια, με τους οποίους αμφισβητείται η εγκυρότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τα έγγραφα 1 έως 7 και 9 έως 18 λήφθηκαν κατά παράβαση και/ή καθ' υπέρβαση του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017. Κρίνουμε ότι το παράπονο της εφεσείουσας δεν είναι βάσιμο, καθ' ότι, οι εφεσίβλητοι έθεσαν, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, μαρτυρία ότι τα αναφερόμενα έγγραφα συνιστούσαν αλληλογραφία τους και συνομιλίες τους.  Δεν παραγνωρίσαμε τον ισχυρισμό της εφεσείουσας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ανάλογο εύρημα με βάση μόνο τον τίτλο των εγγράφων, χωρίς να έχει ενώπιον του τα έγγραφα, και ως εκ τούτου, θεωρεί λανθασμένο το εν λόγω εύρημα.  Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός είναι αστήρικτος, δεδομένου ότι ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει ρητά στην απόφαση του, μεταξύ άλλων, ότι «Το Δικαστήριο έχει διέλθει τα έγγραφα του καταλόγου.  Είναι πρόδηλο ότι τα έγγραφα 1-7 και 9-18 συνιστούν αλληλογραφία που προστατεύεται από το Άρθρο 17 του Συντάγματος».  Ως γίνεται αντιληπτό μια τέτοια αμφισβήτηση, χωρίς στοιχεία, της προαναφερόμενης διεργασίας, στην οποία αναφέρει ότι προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι αρκετή για να κλονίσει την αναφορά και θέση του Δικαστηρίου.  Προκύπτει, συνεπώς, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αρκέστηκε μόνο στον τίτλο των εγγράφων, αλλά διεξήλθε και το περιεχόμενο τους. Το εν λόγω υπόβαθρο, ελλείψει σοβαρού αντίλογου, ήταν ικανοποιητικό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε.  Άλλωστε, επισημαίνεται το γεγονός ότι οι συνήγοροι της εφεσείουσας δεν επικαλέστηκαν πρωτοδίκως, αλλά ούτε και ενώπιον του Εφετείου, συγκεκριμένο έγγραφο μέσα από το οποίο να προκύπτει ότι δεν πρόκειται για αλληλογραφία, ώστε να αποδείξουν την κύρια θέση τους. Εξάλλου, είναι αντιληπτό πως η θέση τους είναι ότι δικαιούνται να έχουν πρόσβαση σε τέτοια αλληλογραφία, επειδή σχετίζεται, κατά την εκδοχή τους, με τη διάπραξη αστικών ή και ποινικών αδικημάτων εναντίον της εφεσείουσας, πελάτιδας τους.  Ωστόσο, ως έχει εξηγηθεί, μέσα από την εκκαλούμενη απόφαση, η προστασία του δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας αίρεται μόνο κατ' εξαίρεση, και ως το Σύνταγμα ορίζει ρητά (Άρθρο 17 2Α, Β, Γ), πλην όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις άρσης του απορρήτου και ούτε έγινε επίκληση τέτοιας εξαίρεσης. Επί του εν λόγω συμπεράσματος δεν τέθηκε ενώπιον μας αντίλογος.

 

Ως αποτέλεσμα των προλεγόμενων, οι πρώτος και τρίτος λόγος έφεσης κρίνονται αβάσιμοι.

 

Όσον αφορά στον δεύτερο λόγο έφεσης συμφωνούμε, με την επισήμανση των συνηγόρων των εφεσίβλητων, ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη χρήση κάποιων εγγράφων σε αγγλική διαδικασία ήταν obiter dictum και δεν φαίνεται, από το σύνολο της εκκαλούμενης απόφασης, να είχε σημαίνουσα ή οποιαδήποτε βαρύτητα στο τελικό συμπέρασμα και στην κατάληξη του Δικαστηρίου.

 

Επομένως, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται ασύνδετος με το εκκαλούμενο αποτέλεσμα και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως εκ τούτου είναι αναποτελεσματικός και αβάσιμος.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι, με το αποτέλεσμα της εκκαλούμενης απόφασης, παραβιάστηκε το δικαίωμα της σιωπής, ως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), και το Άρθρο 3(Γ) του Κεφ. 155. Έχουμε εξετάσει και αξιολογήσει όλα τα επιχειρήματα και τις θέσεις, που ανέπτυξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσείουσας, προς στοιχειοθέτηση του τέταρτου λόγου έφεσης.  Φρονούμε, με κάθε σεβασμό, πως θεωρείται ότι πρωτόδικα η εφεσείουσα αντιμετώπισε ποινική υπόθεση, όπου παραβιάστηκε το δικαίωμα της για μη αυτοενοχοποίηση ή το δικαίωμα της σιωπής. Τέτοια ζητήματα όμως ήταν πρόωρα για να απασχολήσουν στο στάδιο της έκδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι τα έγγραφα που παραλήφθηκαν, κατ' επίκληση του διατάγματος Anton Piller, ήταν κατά παράβαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος, εξέδωσε το διάταγμα αρ. 3, προκειμένου να διασφαλιστεί το δικαίωμα των εφεσίβλητων για μη χρήση των εγγράφων από άλλα πρόσωπα στα οποία περιήλθε η κατοχή τους ή η γνώση του περιεχομένου τους, ως προέκταση του δικαιώματος της διασφάλισης του απορρήτου της αλληλογραφίας.  Επιπλέον, όσον αφορά τυχόν αντιμετώπιση, από την εφεσείουσα, διαδικασίας για παρακοή διατάγματος, υπενθυμίζεται πως η διαδικασία για ανυπακοή ή παρακοή διατάγματος εντάσσεται στο πεδίο της αστικής δικαιοδοσίας, (βλέπε υπόθεση Αναφορικά με τον Λάμπρο Ξενή v. Χριστάκη Ιακωβίδη, διαχειριστή της περιουσίας του πτωχεύσαντα Λάμπρου Ξενή, Πολιτική Έφεση αρ. 297/2019, ημερομηνίας 16.10.2024), συνεπώς, δεν θα μπορούσαν να εγερθούν ζητήματα παραβίασης δικαιωμάτων που άπτονται της ποινικής δίκης ή της ποινικής δικονομίας.

 

Αβάσιμος κρίνεται και ο πέμπτος λόγος έφεσης.  Η προβαλλόμενη θέση, της εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να καθορίσει προθεσμία εκτέλεσης του εκδοθέντος διατάγματος υπ' αριθμό 2, δεν είναι ορθή. Μελέτη του περιεχομένου του εν λόγω διατάγματος αναδεικνύει εύκολα τη φύση του. Πρόκειται για διάταγμα απαγορευτικού χαρακτήρα και όχι προστακτικού.  Βεβαίως δεν ισχύει απόλυτος κανόνας, αφού είναι δυνατόν να τεθεί προθεσμία σε απαγόρευση μίας πράξης αν αυτό επιβάλλει η φύση της υπόθεσης, π.χ. απαγόρευση χρήσης ενός υποστατικού μέχρι την εκπλήρωση κάποιας συνυφασμένης με αυτό υποχρέωσης, ωστόσο δεν ήταν αυτή η περίπτωση.  Συνεπώς, κατά κανόνα, δεν αρμόζει ο καθορισμός προθεσμίας εκτέλεσης σε ένα τέτοιο διάταγμα απαγορευτικού χαρακτήρα, το οποίο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πρόδηλο πως η απαγόρευση αφορά στο διηνεκές, λόγω της φύσης της προστασίας που δίδεται από τη συνταγματική διάταξη του Άρθρου 17

 

Αξιολογώντας τον έκτο λόγο έφεσης, έχουμε εξετάσει τη βασική θέση της εφεσείουσας με την οποία υποδεικνύει πως τα εκδοθέντα διατάγματα αφορούν πρόσωπα που δεν ήταν παρόντα κατά την έκδοση τους, με αποτέλεσμα την αποστέρηση των δικαιωμάτων τους.  Η εν λόγω θέση δεν ευσταθεί.  Αφενός, τα όποια πρόσωπα σχετίζονται με τα εκδοθέντα διατάγματα, προκειμένου αυτά να δεσμεύονται, θα πρέπει να τους επιδοθούν τα διατάγματα (βλ. Μέρος 23.16(2) των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023), οπότε θα λάβουν γνώση του περιεχομένου τους, και αφετέρου, έχουν δικαίωμα, δυνάμει της Πολιτικής Δικονομίας, είτε στη βάση των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλέπε Δ.48 Κ.8(4)), για περιπτώσεις που αυτοί ισχύουν, είτε στη βάση των Περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023 (Μέρος 23.14(1)) να αποταθούν για ακύρωση ή διαφοροποίηση τους.  Συνεπώς, δεν γίνεται αποδεκτή η θέση ότι επηρεάστηκαν τα δικαιώματα τρίτων προσώπων τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, δεν δύναται η εφεσείουσα να εκπροσωπεί στο Εφετείο, και ούτε αυτά είναι διάδικοι.

 

Ενόψει των όσων έχουμε, πιο πάνω, εξηγήσει, κρίνεται αβάσιμος και ο έκτος λόγος έφεσης.

 

Ομοίως, αβάσιμος κρίνεται και ο έβδομος λόγος έφεσης με τον οποίο η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι με την έκδοση των εκκαλούμενων διαταγμάτων παρεμποδίζεται το ανακριτικό έργο της Αστυνομίας και του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Είναι, όμως, σαφές ότι η εφεσείουσα δεν νομιμοποιείται να προωθεί, στην παρούσα διαδικασία, θέσεις για παραβίαση ή παρεμπόδιση δικαιωμάτων ή εξουσιών της Αστυνομίας ή του Γενικού Εισαγγελέα. Ασφαλώς, υπάρχει το θεσμοθετημένο πλαίσιο εντός του οποίου, αν κριθεί ορθό, ο Γενικός Εισαγγελέας και η Αστυνομία θα προβούν στα αναγκαία διαβήματα, ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, για εξασφάλιση μαρτυρίας η οποία ενδεχομένως να σχετίζεται με διαπραχθέντα αδικήματα εναντίον της εφεσείουσας, και το ζήτημα θα κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο.  Δεν βλέπουμε, υπό τις περιστάσεις, βασιμότητα στον έβδομο λόγο έφεσης. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να επεκταθούμε και να υπομνήσουμε πως, ούτως ή άλλως, είναι νομολογιακά εμπεδωμένο ότι μαρτυρία που εξασφαλίστηκε κατά παράβαση συνταγματικού δικαιώματος δεν γίνεται αποδεκτή στα κυπριακά Δικαστήρια.

 

Αναφορικά με τον όγδοο λόγο έφεσης, το παράπονο της εφεσείουσας είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε καν στους λόγους ένστασης, που αυτή είχε προβάλει, ενάντια στην αίτηση ημερομηνίας 04.02.2019. Κρίνουμε πως από μόνο του ένα τέτοιο γεγονός, το οποίο όντως συντρέχει, δεν είναι ικανό να λειτουργήσει  ως ανατρεπτικό της εκκαλούμενης απόφασης.  Στην παρούσα περίπτωση υπήρχαν 46 λόγοι ένστασης.  Τους έχουμε μελετήσει, κάποιοι εξ αυτών επαναλαμβάνονται με διαφορετικό λεκτικό και μεγάλο μέρος αυτών αποτελεί επιχειρήματα που υποστηρίζουν τους λόγους ένστασης.  Προφανώς, το πρωτόδικο Δικαστήριο τους διεξήλθε πλην όμως αναφέρθηκε σε εκείνους τους λόγους ένστασης οι οποίοι ήταν σχετικοί με την εξουσία του, και την άσκηση της, να εκδώσει ή να μην εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.  Λόγοι ένστασης που είναι άσχετοι με την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, επί των αιτούμενων θεραπειών, δεν χρήζουν ούτε αναφοράς, ούτε εξέτασης.  Παρεμβάλλουμε δε να σημειώσουμε πως ενώπιον μας οι συνήγοροι της εφεσείουσας δεν υπέδειξαν κάποιο λόγο ένστασης ο οποίος δεν μνημονεύθηκε ειδικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, και αν εξεταζόταν ειδικά, το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό. Προδήλως, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του όλους τους ισχυρισμούς και τις θέσεις της εφεσείουσας, επικεντρώθηκε όμως στην ουσία και τα επίδικα θέματα της αίτησης, ημερομηνίας 04.02.2019, δίδοντας την τοποθέτηση του.  Δεν εντοπίζουμε οποιοδήποτε σφάλμα ή παράλειψη η οποία να αποστέρησε από την εφεσείουσα το δικαίωμα ακρόασης. 

 

Κατ' επέκταση των προλεχθέντων, ο όγδοος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

 

Τέλος, αβάσιμος κρίνεται και ο ένατος λόγος έφεσης, αφού η εξέταση ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 15.12.2017 ήταν, για τον λόγο που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε, επιτρεπτή.  Δόθηκε επαρκής εξήγηση μέσα από σχετικά αποσπάσματα, τα οποία έχουμε ήδη παραθέσει προγενέστερα, και τα οποία αποτελούν μέρος του ολοκληρωμένου σκεπτικού του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο οδήγησε στην επιτυχία της αίτησης ημερομηνίας 04.02.2019.  Η αρχή που τέθηκε με την υπόθεση Recnex Trading Limited κ.α. v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λίμιτεδ (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 866, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξακολουθεί να παραμένει αναλλοίωτη και να υιοθετείται ως δίκαιη και εύλογη αντιμετώπιση σε δίκες που αφορούν ενδιάμεσες αιτήσεις.  Παραπέμπουμε στην υπόθεση Πιριπίτση v. Κωνσταντίνου κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε61/2018, ημερομηνίας 09.02.2024, η οποία υιοθετήθηκε στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Jincharadze v. CBR CAPITAL LIMITED, Πολιτική Έφεση Ε39/2019, ημερομηνίας 05.02.2025, όπου το εφετείο αναφέρθηκε στο ζήτημα του δεδικασμένου, αναφορικά με ενδιάμεσες αιτήσεις, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Από τα λεχθέντα  στην υπόθεση Recnex Trading Ltd κ.α V Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A269, Πολιτική Έφεση Αρ. 71/11, ημερομηνίας 16.04.2014  εξάγεται η αρχή ότι τα αποτελέσματα από εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν παράγουν δεδικασμένο, στη βάση της λογικής ότι το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας της διαφοράς, και ως εκ τούτου τέτοιες αποφάσεις δεν θεωρούνται τελεσίδικες. Εναπόκειται βέβαια στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου αν θα εγκρίνει μία μεταγενέστερη αίτηση ή αν θα την απορρίψει ελλείψει νέων στοιχείων. Διαφαίνεται ταυτόχρονα, σύμφωνα με την υπόθεση KSR Comercio S.A V Blue Coral Navigation Ltd (1995) 1 ΑΑΔ 309, πως οι αρχές του δεδικασμένου εφαρμόζονται σε κάθε δικαστική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης και της εκδίκασης ενδιάμεσων αιτήσεων, στις οποίες έχει εκδοθεί παρεμπίπτουσα διαταγή. Όπως αποφασίστηκε «...Η μόρφωση και έκφρασης γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό επί νομικού ή πραγματικού αιτήματος και η ενασχόληση του με την ουσία του επίδικου θέματος, αποτελεί τη βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicada». Συνεπώς, όπου σε ενδιάμεση απόφαση το Δικαστήριο προβαίνει σε μόρφωση και έκφραση γνώμης, με σαφή και καθοριστικό τρόπο, αναφορικά με οποιοδήποτε νομικό ή πραγματικό ζήτημα, τότε είναι εφικτή η δημιουργία δεδικασμένου, εκτός, βέβαια, και αν στη νέα διαδικασία τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου νέα πραγματικά γεγονότα, οπότε να δικαιολογείται η εξέτασή τους, παρά την προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση.»

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ως το ίδιο διέκρινε,  υπήρχαν νέα στοιχεία, ήτοι είχε μεσολαβήσει η έκδοση απόφασης ημερομηνίας 02.11.2018 (υπό άλλη σύνθεση), με την οποία το Δικαστήριο είχε πραγματευθεί και ερμηνεύσει τις πρόνοιες του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017, αναφορικά με την πρόνοια του Άρθρου 17 του Συντάγματος, γεγονός που δεν υπήρχε ενώπιον του κατά την καταχώριση της αίτησης ημερομηνίας 15.12.2017, η οποία είχε αποσυρθεί, και δεν εκδόθηκε απόφαση επί του ζητήματος της προστασίας του Άρθρου 17 του Συντάγματος.  Επίσης, λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένη αναφορά, από την απόφαση ημερομηνίας 02.11.2018.  Έχει δε σημασία να παραθέσουμε, στη συνέχεια, το επίμαχο απόσπασμα, από την πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 02.11.2018, προς διαφώτιση των όσων λέχθηκαν για το ζήτημα της αλληλογραφίας, που είχαν θέσει οι εφεσίβλητοι, ζητώντας την ακύρωση του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Δεν συμμερίζομαι επίσης την θέση των εναγομένων 2, 3, 4, 8 και 9 πως τα εκδοθέντα διατάγματα (Anton Piller και Norwich Pharmacal) παραβιάζουν τα άρθρα 15 και 17 του Συντάγματος (το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και το απόρρητο της επικοινωνίας, αντίστοιχα).»

 

Εάν η τοποθέτηση ήταν μέχρι εδώ, όντως το θέμα θα σχετιζόταν μόνο με δικαίωμα έφεσης, εκ μέρους των εφεσίβλητων για έλεγχο της ορθότητας του προαναφερόμενου συμπεράσματος, ωστόσο, το Δικαστήριο αμέσως μετά προχώρησε, εξηγώντας την πιο πάνω αναφορά του, περαιτέρω λέγοντας τα ακόλουθα:

 

«Ούτε εζητήθη αλλά ούτε και επετράπη με τα υπό κρίση Διατάγματα, η παρέμβαση σε συνομιλίες ή αλληλογραφία.  Εκείνο που επετράπη είναι η αναζήτηση υλικού σχετικού με την ετοιμασία, κατάρτιση και εκτέλεση των συγκεκριμένων αμφισβητούμενων εγγράφων που αναφέρονται στο διάταγμα.

 

Στο Διάταγμα (θα πρέπει να διαβάζεται καθ' ολοκληρίαν και όχι αποσπασματικά), περιελήφθη πρόνοια για διεξαγωγή της έρευνας με την συνδρομή ειδικών Πληροφορικής, ακριβώς για να καταστεί δυνατή η εξειδικευμένη έρευνα για την αναζήτηση του συγκεκριμένου υλικού, ώστε να διαφυλαχθούν δεδομένα, πληροφορίες, επικοινωνία, ό,τι αφορά δηλαδή άλλα πρόσωπα που δεν εμπλέκονται στην υπόθεση».

 

Αναμφίβολα προκύπτει ότι δόθηκε, στις 02.11.2018, μια περαιτέρω διευκρίνιση στην ερμηνεία ή διασαφήνιση, με την οριστικοποίηση του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017.  Όσο δίκαιο έχει η εφεσείουσα να ισχυρίζεται ότι οι εφεσίβλητοι όφειλαν να εφεσιβάλουν την απόφαση ημερομηνίας 02.11.2018, άλλο τόσο δίκαιο έχουν και οι εφεσίβλητοι περί του ότι εφ' όσον δόθηκε μία περαιτέρω ερμηνεία ή διασαφήνιση ως προς το περιεχόμενο του διατάγματος ημερομηνίας 11.08.2017, όφειλε και η εφεσείουσα, αν διαφωνούσε, να την εφεσιβάλει ως λανθασμένη.  Δεδομένο όμως παραμένει πως, υπό τέτοιες περιστάσεις - ιδιαίτερες, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη, κατά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης, το γεγονός της προαναφερόμενης τοποθέτησης του Δικαστηρίου κατά τις 02.11.2018, ως ικανοποιητικό υπόβαθρο για εξέταση της αίτησης, ημερομηνίας 04.02.2019, των εφεσίβλητων, και ορθά δεν αποδέχθηκε τη δημιουργία δεδικασμένου. Ως εύστοχα, υπέδειξε, το πρωτόδικο Δικαστήριο, «Το γεγονός ότι τα όσα επικαλούνται οι Αιτητές ειπώθηκαν από το Δικαστήριο κατά το στάδιο που οριστικοποίησε το διάταγμα Anton Piller προσδίδει σε αυτά σημασία.  Αν μη τι άλλο το οριστικοποίησε σε αυτή τη βάση»

 

Υπό τις περιστάσεις, κρίνουμε ορθή την πρωτόδικη προσέγγιση και δεν θεωρούμε ότι παρέχονται περιθώρια επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να θεωρήσει ότι δεν στοιχειοθετήθηκε ενώπιον του κώλυμα δεδικασμένου ή κατάχρησης διαδικασίας. Η επιδίωξη θεραπείας στη βάση δικονομικής διόδου για προάσπιση δικαιωμάτων, για ζήτημα επί του οποίου δεν δόθηκε δικαστική κρίση προγενέστερα, δεν στοιχειοθετεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Όσον αφορά στις αιτήσεις για προνομιακό ένταλμα, που καταχωρίστηκαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ασφαλώς με αυτές δεν είχε ζητηθεί, ούτε, και κατά συνέπεια, είχε αποφασιστεί οτιδήποτε σχετικό με την ουσία της νομιμότητας της κατοχής των επίμαχων εγγράφων. Συνεπώς, στη βάση της διασαφήνισης του Δικαστηρίου με την απόφαση ημερομηνίας 02.11.2018, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν υπήρξε, προγενέστερα της εκκαλούμενης απόφασης, μόρφωση γνώμης ή έκφρασης γνώμης επί του εν λόγω ζητήματος.  

 

Κρίνεται, συνεπώς, αβάσιμος και ο ένατος λόγος έφεσης.

 

Συνακόλουθα όλων των πιο πάνω, εφόσον ουδείς λόγος έφεσης κρίθηκε βάσιμος, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η εκκαλούμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα €7.400,00  πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσίβλητων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο