ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε62/20)

21 Μαρτίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

                  

1.           ROHIT CHAWLA

2.           J.B. CYPRUS SHORES LIMITED

Εφεσείοντες

ν.

1.           JASWINDER SINGH BHOGAL

2.            JASWINDER KAUR BHOGAL

Για εφεσείοντες: κ. Ιωάννης Χαπάρης για Y. Habaris & Co LLC

Για εφεσίβλητους: κ. Θεοχάρης Σέας για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της απόφασης του Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε ερήμην και στην απουσία τους, λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης.

Η εκδοχή των εφεσιβλήτων - εναγόντων στην πρωτόδικη διαδικασία όπως εμφαίνεται στην έκθεση απαίτησης τους, στη βάση της οποίας εκδόθηκε η πρωτόδικη απόφαση, έχει ως ακολούθως:

Οι εφεσίβλητοι είναι νυμφευμένοι, Ινδικής καταγωγής και μόνιμοι κάτοικοι Ηνωμένου Βασίλειου. Θέλοντας να επενδύσουν στην Κύπρο, αγόρασαν μεταξύ άλλων ένα ακίνητο στην Πύλα, το οποίο ενέγραψαν στην εφεσείουσα 2 εταιρεία JB Cyprus Shores Ltd (η εταιρεία), την οποία σύστησαν για τον σκοπό αυτό. Στην συνέχεια, λόγω της οικονομικής κρίσης αποφάσισαν να πωλήσουν το ακίνητο στον εφεσείοντα 1, τον οποίο συνάντησαν στο Λονδίνο, στην τιμή των €100.000,00. Πήραν από τον εφεσείοντα 1 επιταγή £4.000,00 ως προκαταβολή, την οποία όμως τους είπε να μην την εξαργυρώσουν αφού τους διαβεβαίωσε ότι αυτή αποτελούσε απλή εγγύηση και ότι σκόπευε να αποπληρώσει όλο το τίμημα αγοράς, σε κατοπινό στάδιο. Αναφέρθηκε επίσης σε μεγάλη επένδυση που θα πραγματοποιούσε στο ακίνητο με τη βοήθεια ενός επενδυτή από την Ελβετία.

Είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι ως αποτέλεσμα των πιο πάνω παραστάσεων, υπέγραψαν συμφωνία ημερομηνίας 21/01/2019 για παραχώρηση των μετοχών της εταιρείας προς τον εφεσείοντα 1, στην τιμή των €100.000,00. Υπεγράφησαν επίσης μεταξύ άλλων, το έντυπο μεταβίβασης των μετοχών καθώς και άλλα έγγραφα, που αφορούν την αλλαγή του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας.

Στην συνέχεια οι εφεσίβλητοι αναφέρουν στην έκθεση απαίτησης ότι κατόπιν δόλου και ψευδών παραστάσεων από τον εφεσείοντα 1, ο εφεσίβλητος 1 υπέγραψε έγγραφο βεβαίωσης για την πληρωμή των €100.000,00, χωρίς όμως να εισπράξει αυτό το ποσό, αφού ο εφεσείων 1 του το ζήτησε προκειμένου να προχωρήσει η επένδυση με το ακίνητο.

Είναι η δικογραφημένη θέση των εφεσιβλήτων ότι δεν έλαβαν το ποσό των €100.000,00, παρά την υπογραφή της πιο πάνω βεβαίωσης πληρωμής, η οποία υπεγράφη κατόπιν δόλου και ψευδών παραστάσεων από τον εφεσείοντα 1. Η ψευδής επιχειρηματολογία του εφεσείοντα 1, ήταν ότι όλα τα έγγραφα θα πρέπει να ήταν έτοιμα, συμπεριλαμβανομένης και της βεβαίωσης πληρωμής, ώστε ο επενδυτής να προχωρήσει με την επένδυση. Ο εφεσείων 1 διαβεβαίωσε επίσης τους εφεσίβλητους ότι εντός των επόμενων λίγων ημερών θα τους πλήρωνε σε €100.000,00 για την αξία των μετοχών της εταιρείας.   

Όμως σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης, παρά την εγγραφή της μεταβίβασης των μετοχών στον Έφορο Εταιρειών, το τίμημα  πώλησης των μετοχών δεν πληρώθηκε στους εφεσιβλήτους, με διάφορες προφάσεις που προέβαλε στην συνέχεια ο εφεσείων 1, η δε επιταγή των £4.000,00 επεστράφη απλήρωτη μετά που κατατέθηκε στην τράπεζα προς εξαργύρωση.

Μετά τα πιο πάνω, ο εφεσείων 1 κατέστη κατόπιν δόλου και απάτης, ο μοναδικός μέτοχος και διευθυντής της εταιρείας χωρίς κατά τους εφεσίβλητους να πληρώσει το ποσόν των €100.000,00 για την αξία αγοράς των μετοχών της.

Ενόψει των πιο πάνω, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν στις 28/03/2019 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο), γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Δ.2 θ.1), με το οποίο αξίωναν διάφορα ακυρωτικά διατάγματα και/ή αποφάσεις, που σχετίζονται με την πιο πάνω συμφωνία πώλησης μετοχών της εταιρείας. Ζήτησαν μεταξύ άλλων την ακύρωση της συμφωνίας μεταβίβασης των μετοχών της εταιρείας στο όνομα του εφεσείοντα 1, ως αποτέλεσμα δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων. Ζητήθηκε επίσης διάταγμα ακύρωσης της εγγραφής στον Έφορο Εταιρειών, της μεταβίβασης των μετοχών της εταιρείας στον εφεσείοντα 1 και του διορισμού του εφεσείοντα 1 ως διευθυντού της εταιρείας. 

Πλην των πιο πάνω διαταγμάτων, ζητήθηκε επίσης διαζευκτικά απόφαση εναντίον των εφεσειόντων, για το ποσό των €100.000,00, λόγω της κατ' ισχυρισμό παράβασης της σύμβασης πώλησης των μετοχών ημερομηνίας 21/01/2019.

Ήταν η βασική θέση των εφεσιβλήτων ότι οι μετοχές της εταιρείας αποξενώθηκαν από αυτούς, κατόπιν δόλου, απάτης και ψευδών παραστάσεων από τον εφεσείοντα 1, ο οποίος αποσκοπούσε στην παράνομη απόσπαση του ακινήτου ιδιοκτησίας της εταιρείας, στην περιοχή Πύλας.

Ταυτόχρονα με την καταχώρηση της αγωγής, οι εφεσίβλητοι πέτυχαν τη μονομερή έκδοση προσωρινών διαταγμάτων, με τα οποία μεταξύ άλλων, εμποδίζετο η αποξένωση των επίδικων μετοχών της εταιρείας, μέχρι πλήρους εκδίκασης της αγωγής. Μετά από ακροαματική διαδικασία, με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 10/06/2019, τα εκδοθέντα μονομερώς διατάγματα κατέστησαν οριστικά.

Στη συνέχεια στις 26/06/2019, ο δικηγόροι που εκπροσωπούσαν τους εφεσείοντες - εναγόμενους 1 και 2, καταχώρισαν ειδοποίηση στον φάκελο του Δικαστηρίου, με κοινοποίηση στους δικηγόρους των εφεσίβλητων, ότι έπαυσαν να ενεργούν ως δικηγόροι των εφεσιβλήτων και ότι δεν θα καταχωρούσαν σημείωμα εμφάνισης.

Ακολούθως, αφού καταχωρίστηκε στις 06/09/2019 έκθεση απαίτησης, οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν μονομερή αίτηση για έκδοση απόφασης λόγω μη εμφάνισης. Μετά που οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε στις 02/10/2019, απόφαση εναντίον των εφεσειόντων ως η έκθεση απαίτησης. Με την εν λόγω απόφαση ακυρώθηκαν οι μεταβιβάσεις μετοχών της εταιρείας προς τον εφεσείοντα 1 καθώς και η αλλαγή των αξιωματούχων της. Εκδόθηκε επίσης αναγνωριστική απόφαση με την οποία δηλώνεται ότι οι εφεσίβλητοι είναι οι μόνοι νόμιμα διορισθέντες διευθυντές της εταιρείας και δικαιούχοι κατά 100% του μετοχικού της κεφαλαίου. 

Ακολούθησε η καταχώρηση αίτησης από τους εφεσείοντες μέσω του νέου δικηγόρου τους, με την οποία ζήτησαν τον παραμερισμό της εκδοθείσας ερήμην τους απόφασης, ισχυριζόμενοι ότι δεν μπόρεσαν να διορίσουν έγκαιρα νέο δικηγόρο, λόγω κατακράτησης του φακέλου από τους προηγούμενους δικηγόρους. Μόλις δε αυτό κατέστη δυνατό, προσπάθησαν να καταχωρήσουν εμφάνιση, πλην όμως είχε ήδη εκδοθεί απόφαση ερήμην τους.

Ισχυρίστηκαν επίσης οι εφεσείοντες ότι κινήθηκαν τάχιστα στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού και ότι έχουν καλή υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης, επικαλούμενοι κυρίως το έγγραφο αναγνώρισης πληρωμής των €100.000,00. Υποστήριξαν ότι το τίμημα της συμφωνίας αγοράς των μετοχών καταβλήθηκε από τον εφεσείοντα 1 στους εφεσίβλητους, από χρήματα που εξασφάλισε από συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο, που γνώρισε στην Κύπρο και ο οποίος γνωρίζει τον εφεσίβλητο 1. Για αυτό και ο εφεσίβλητος 1, υπέγραψε το έγγραφο αναγνώρισης πληρωμής του τιμήματος για την αξία των μετοχών.

Οι εφεσίβλητοι από την πλευρά τους, υποστήριξαν ότι δεν δόθηκε καμία δικαιολογία για την μη εμφάνιση των εφεσειόντων στο Δικαστήριο, με δεδομένο ότι γνώριζαν για την αγωγή που καταχωρίστηκε εναντίον τους και συμμετείχαν στην διαδικασία προσωρινού διατάγματος. Θα μπορούσαν οι εφεσείοντες κατά τους εφεσίβλητους, σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την επίδοση της αγωγής να καταχωρήσουν εμφάνιση. Επίσης, οι δικαιολογίες για τη διαφορά με τους προηγούμενους δικηγόρους τους και οι προβληθείσες δυσκολίες στην εξεύρεση νέου δικηγόρου, δεν είναι αρκούντως πειστικές ώστε να μπορούν να  δικαιολογήσουν την παράλειψη των εφεσειόντων να καταχωρήσουν εμφάνιση στο Δικαστήριο.

Αναφορικά με την προβολή συζητήσιμης υπεράσπισης, οι εφεσίβλητοι επιμένοντας στη θέση τους ότι δεν εισέπραξαν το τίμημα πώλησης των μετοχών, προέβαλαν τη θέση ότι δεν υπάρχει καμία μαρτυρία από τους εφεσείοντες από που προήλθαν τα χρήματα, που οι ισχυρίζονται ότι πλήρωσαν για την αγορά των μετοχών. Ως εκ τούτου δεν δόθηκαν κατά τους εφεσίβλητους, ικανοποιητικές λεπτομέρειες από τους εφεσείοντες, που να καταδεικνύουν συζητήσιμη υπεράσπιση στην ουσία της αγωγής.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τα δύο μέρη, εξέδωσε την υπό κρίση ενδιάμεση απόφασή του με την οποία απέρριψε την αίτηση παραμερισμού. Κρίθηκε πρωτίστως ότι οι εφεσείοντες δεν απέδειξαν ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή, στοιχείο που αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης.

Αναφέρεται συγκεκριμένα στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι εφεσείοντες, θέτοντας ως βασικό στοιχείο της προβληθείσας υπεράσπισης την πληρωμή του τιμήματος, όφειλαν να παρουσιάσουν ικανοποιητικά στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση.

Κατά την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο ισχυρισμός που προέβαλαν οι εφεσείοντες για εξόφληση του ποσού με χρήματα που πήραν από τρίτο πρόσωπο, δεν μπορεί από μόνος του να αποτελέσει και να καταδείξει εκ πρώτης όψεως βάσιμη υπεράσπιση. Αυτό, γιατί οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν και δεν επισύναψαν κανένα στοιχείο και κανένα έγγραφο που να φαίνεται ότι όντως υπήρξε κάποια συνεργασία, όπως αυτή περιγράφεται στην αίτηση μεταξύ του εφεσείοντα 1 και του αναφερθέντος προσώπου, που κατά τους εφεσείοντες πλήρωσε το ποσό. Επιπλέον δεν έχει δοθεί κανένα στοιχείο ως προς την προέλευση και τον τρόπο καταβολής του τιμήματος προς τους εφεσίβλητους, δηλαδή αν ήταν μετρητά, έμβασμα, επιταγή ή άλλως πως.

 Ενόψει των πιο πάνω, κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες δεν παρείχαν επαρκή στοιχεία που να αποκαλύπτουν εκ πρώτης όψεως καλή και βάσιμη υπεράσπιση, ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα να ακουστούν σε πλήρη ακρόαση.

Αναφορικά με τον χρόνο καταχώρησης της αίτησης παραμερισμού, κρίθηκε πρωτοδίκως ότι δεν υπήρξε καθυστέρηση από την ημέρα έκδοσης της απόφασης, μέχρι και την προώθηση του αιτήματος παραμερισμού. Όμως σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς από τους εφεσείοντες, η παράλειψη καταχώρισης εμφάνισης στην αγωγή.

Αναφέρεται συγκεκριμένα στην πρωτόδικη απόφαση ότι οι εφεσείοντες επέδειξαν αδιαφορία για την αγωγή, σε βαθμό περιφρόνησης των δικαστικών διαδικασιών. Η αδιαφορία συνίσταται στο γεγονός ότι, όπως ο ίδιος ο εφεσείων 1 παραδέχεται, από την ημερομηνία της επιστολής των προηγούμενων δικηγόρων του στις 24/06/2019, αυτός διόρισε νέο δικηγόρο περί τα μέσα Σεπτεμβρίου του 2019, δηλαδή πέραν των δύο μηνών μετά που αποσύρθηκαν οι προηγούμενοι δικηγόροι του. Αλλά και πάλι δεν προέβηκε σε οιονδήποτε διάβημα για να καταστήσει τον διορισμό του νέου δικηγόρου γνωστό στους αντιδίκους δικηγόρους και στο Δικαστήριο, παρά μόνο 27 ημέρες μετά την έκδοση της απόφασης, οπόταν καταχωρίστηκε η αίτηση παραμερισμού.

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η υπό κρίση αίτηση παραμερισμού απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται από τους εφεσείοντες με την παρούσα έφεση, με οκτώ συνολικά λόγους έφεσης.

Με τον 1ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται για την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν αποκαλύφθηκε εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

Με τον 2ο λόγο έφεσης προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση, η οποία κατά τους εφεσείοντες δεν έλαβε υπόψη τον παράγοντα του χρόνου. Αυτό γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι η συμμετοχή των εφεσειόντων στη διαδικασία προσωρινού διατάγματος, ήταν καλός λόγος για να μην πιστωθούν με την ταχύτητα με την οποία ενήργησαν, προκειμένου να ζητήσουν τον παραμερισμό της απόφασης.

Παρεμφερής ως προς το θέμα του χρόνου είναι και ο 5ος λόγος έφεσης, με τον οποίο κρίνεται ως εσφαλμένη η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, που κατά τους εφεσείοντες δεν αξιολόγησε δικαστικά την όλη συμπεριφορά του εφεσείοντα 1, ο οποίος έδειξε ενδιαφέρον για την υπόθεση και την αντικειμενική δυσκολία να εξεύρει δικηγόρους μετά την παραίτηση των προηγούμενων δικηγόρων του, οι όποιοι δεν του παρέδωσαν άμεσα τον φάκελο της υπόθεσης.   

Συναφείς με τον 1ο λόγο έφεσης ως προς την πρωτόδικη κρίση για μη απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης είναι οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης 3, 4, 6, 7 και 8.

Με τον 3ο λόγο έφεσης χαρακτηρίζεται ως εσφαλμένη η πρωτόδικη απόφαση, καθώς σύμφωνα με τους εφεσείοντες, υπεισήλθε στην ουσία της διαφοράς και διαμόρφωσε άποψη ότι οι εφεσείοντες δεν πλήρωσαν το τίμημα. Εκμηδενίστηκε έτσι, η αποδεικτική αξία του μαχητού τεκμηρίου εξόφλησης του τιμήματος αφού το Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή των εφεσιβλήτων για την υπογραφή της απόδειξης πληρωμής λόγω δόλου ωσάν να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής.

Με τον 4ο λόγο έφεσης, υποστηρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο τελούσε υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα της αίτησης παραμερισμού, λαμβάνοντας υπόψη ισχυρισμούς ως προς την έκδοση της απόδειξης πληρωμής, που προβλήθηκαν στη διαδικασία για προσωρινό διάταγμα, αλλά δεν συμπεριλαμβάνονταν στην αίτηση παραμερισμού.

Με τον 6ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες επαναλαμβάνουν τη θέση τους ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα σημασία στη νομολογία, αναφορικά με την αποδεικτική αξία του μαχητού τεκμηρίου. Υποστηρίχτηκε ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, η απόδειξη πληρωμής του τιμήματος που παρουσίασαν οι εφεσείοντες, συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη του περιεχομένου της. Το αν τελικά πληρώθηκε το τίμημα, είναι ζήτημα που θα έπρεπε να αποφασιστεί στο στάδιο της ακρόασης της αγωγής και όχι κατά την εξέταση της αίτησης παραμερισμού, στην οποία οι εφεσείοντες οφείλουν να αποδείξουν, μόνο εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπεράσπιση.

    Με τον 7ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά παράβαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, δεν τους έδωσε άδεια να προβάλουν την υπεράσπισή τους. Είναι  η θέση των εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, με ιδιαίτερη ευκολία απέρριψε την αίτηση παραμερισμού χωρίς να έχει πλήρη αντίληψη των γεγονότων και παραβλέποντας τα συνταγματικά δικαιώματα των εφεσειόντων. Το γεγονός αυτό καταδεικνύεται κατά τους εφεσείοντες, στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιστάθμισε λανθασμένα γεγονότα και κριτήρια, με αποτέλεσμα αναπόφευκτα να καταλήξει σε λανθασμένα συμπεράσματα και κατ' επέκταση, να στερήσει το δικαίωμα υπεράσπισης από τους εφεσείοντες.

Με τον 8ο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Αναφέρουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την τοποθέτηση του γιατί η απόδειξη εξόφλησης δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο για στοιχειοθέτηση υπεράσπισης.

Η υπό κρίση αίτηση στηρίχθηκε στην Δ.17 θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που αφορούσε τον παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης.

Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να παραμερίσει απόφαση δυνάμει της Δ.17 θ.10. Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να εξηγείται η παράλειψη εμφάνισης, όπως και ο χρόνος στον οποίο ο εναγόμενος προέβηκε στο διάβημα παραμερισμού και να παρέχονται στοιχεία για την στοιχειοθέτηση εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης ώστε να καθίσταται δυνατή η άσκηση της διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης (βλ. μεταξύ άλλων Evans v Bartlam [1937] 2 All E.R. 646 (H.L.), Phylactou v Michael (1982) 1 C.L.R. 204, και Σκάρος v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 1Α Α.Α.Δ. 291).

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Μ.E.S.C.O Ltd ν. Παναγιώτη Χρίστου Πολ. Έφεση Ε175/22 ημ. 24.2.2025, το Εφετείο είχε την ευκαιρία να συνοψίσει τις αρχές που λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς παραμερισμού ερήμην απόφασης, δυνάμει της Δ.17 θ.10 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα πιο κάτω:

«Το πιο σημαντικό στοιχείο που το Δικαστήριο εξετάζει στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Αν δεν αποδειχθεί το στοιχείο αυτό, η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Όμως ακόμα και στην περίπτωση που αποδειχθεί καλή υπεράσπιση, το Δικαστήριο διατηρεί την ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση. Αυτό όμως, μόνο στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή πλήττει τα συμφέροντα της δικαιοσύνης, με την έννοια ότι είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του. Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που δεν δικαιολογείται η παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο ή ο αιτητής αδικαιολόγητα καθυστερεί να κινηθεί για παραμερισμό της απόφασης»

Παρατέθηκε επίσης στην πιο πάνω απόφαση Μ.E.S.C.O Ltd ν. Παναγιώτη Χρίστου,  το πιο κάτω απόσπασμα από την παλιότερη υπόθεση Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ. 893, 897, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο με απόλυτη σαφήνεια διατύπωσε την πάνω αρχή, ως ακολούθως:

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ.941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ.818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1101

Ως προς την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, σε τέτοιου είδους αιτήσεις σύμφωνα με τη νομολογία, δεν απαιτείται απόδειξη των γεγονότων που στοιχειοθετούν την υπεράσπιση, αλλά η παράθεση θετικών στοιχείων υπεράσπισης με τρόπο πειστικό (βλ. μεταξύ άλλων Παναγιώτης Κανιού κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Έφεση 123/2016, 22.10.2024).

Με αυτήν την έννοια, στην αίτηση παραμερισμού δυνάμει της Δ.17 θ.10, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει αν ευσταθεί η προβληθείσα υπεράσπιση ως να εκδίκαζε την ουσία της αγωγής. Όπως έχει νομολογηθεί, στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάγεται για σκοπούς αντίκρουσης. Αρκεί, η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης και η ύπαρξη καλή τη πίστη, συζητήσιμης υπόθεσης.

Όπως όμως έχει επίσης νομολογηθεί, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση της διαφορετικής εκδοχής του εναγομένου. Θα πρέπει να προσκομιστούν ταυτόχρονα και κάποια αποδεικτικά στοιχεία που να εμπεριέχουν ένα βαθμό πειστικότητας, ως προς την εκδοχή του εναγομένου. Σχετική με το θέμα είναι η υπόθεση Καλλής Ξενοφών ν. Alpha Bank (2002) 1 Α.Α.Δ. 793, 799 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Αντλώντας κατεύθυνση από την Νομολογία, η αποκάλυψη συζητήσιμης υπόθεσης προϋποθέτει αλλά και εξυπακούει κάτι περισσότερο από την απλή παράθεση από τον αιτητή μιας εκδοχής, διαφορετικής από εκείνης του ενάγοντα. Θα πρέπει να προσκομιστούν στο Δικαστήριο κάποια αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εξυπακούεται πως θα πρέπει να εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας που θα καθορίζεται και θα καταδεικνύεται μέσα από τους ίδιους τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς, ώστε η διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω και μόνο αν θα εξυπηρετηθεί χρήσιμος σκοπός επίλυσης της διαφοράς των διαδίκων. Το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή.

..............................

Αποδοχή ισχυρισμών χωρίς ίχνος υποστηρικτικού υλικού που να προσδίδει σ' αυτούς κάποια βαρύτητα, θα ισοδυναμούσε με κλονισμό της βεβαιότητας που πρέπει να υπάρχει, τόσο για την τελεσιδικία των δικαστικών αποφάσεων, όσο και για τα δικαιώματα των πολιτών.»

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να αποδείξουν ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση, ούτως ώστε να τους δοθεί το δικαίωμα να ακουστούν. Χρήζει ως εκ τούτου πρωτίστως, η εξέταση αυτού του στοιχείου, που είναι το πιο σημαντικό για την έγκριση του αιτήματος παραμερισμού και που σχετίζεται για τους σκοπούς της παρούσας, με τους λόγους έφεσης 1, 3, 4, 6, 7 και 8.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι με την παρουσίαση της γραπτής βεβαίωσης πληρωμής, έχουν αποσείσει αυτό το βάρος και ότι το έγγραφο αυτό, συνιστά μαχητό τεκμήριο και εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι το τίμημα αγοράς των μετοχών έχει εξοφληθεί.

Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω άποψη ότι η παρουσία αυτού το εγγράφου, θα μπορούσε από μόνη της να στοιχειοθετήσει συζητήσιμη υπεράσπιση για τους εφεσείοντες. Αυτό, με δεδομένη την ιδιαιτερότητα των περιστατικών της υπόθεσης και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες κατά τους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων υπεγράφη το εν λόγω έγγραφο βεβαίωσης πληρωμής.

Συγκεκριμένα, είναι η θέση των εφεσιβλήτων ότι η εν λόγω βεβαίωση ζητήθηκε από τον δικηγόρο που ετοίμασε τα έγγραφα μεταβίβασης των μετοχών, προκειμένου να τους τα παραδώσει αφού σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας, η μεταβίβαση κυριότητας των μετοχών θα γινόταν υπό την προϋπόθεση της πληρωμής του τιμήματος αγοράς, ήτοι του ποσού των €100.000,00. Οι εφεσίβλητοι ισχυρίζονται ότι το εν λόγω έγγραφο υπογράφτηκε χωρίς να εισπράξουν το τίμημα, ακριβώς για να προχωρήσει η διαδικασία και μετά από ψευδείς παραστάσεις του εφεσείοντα 1, ότι ο επενδυτής θα επισκεπτόταν την Κύπρο και προκειμένου να προχωρήσει η επένδυση του ακινήτου, θα έπρεπε αυτός να πειστεί ότι πληρώθηκε το τίμημα. Υποσχέθηκε δε ότι το τίμημα θα πληρωνόταν μόλις προχωρούσε η επένδυση.

Όλα τα πιο πάνω, εναπόθεταν ένα πολύ μεγαλύτερο καθήκον στους εφεσείοντες, να παρουσιάσουν πέραν του εν λόγω εγγράφου, και επιπλέον πειστικά στοιχεία ως προς την πληρωμή των €100.000,00, ώστε να τεκμηριωθεί εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αναφορικά με τον ισχυρισμό τους για εξόφληση του τιμήματος. Θα έπρεπε επί του προκειμένου να παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπεγράφη το έγγραφο αυτό, αλλά και όπως πολύ σωστά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, πλήρεις λεπτομέρειες της πληρωμής και αποδεικτικά στοιχεία, όπως το αν έγινε με έμβασμα, επιταγή ή μετρητά. Επιπλέον, ενώ οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι η πληρωμή του τιμήματος προήλθε από έναν συνεργάτη τους, κατά παράβαση του πιο πάνω καθήκοντος τους, δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι όντως υπήρξε έστω κάποια συνεργασία, μεταξύ του εφεσείοντα 1 και του αναφερθέντος προσώπου.

Τίποτα από όλα τα πιο πάνω δεν παρουσίασαν οι εφεσείοντες, προκειμένου να γίνουν πειστικοί ως προς τη θέση τους ότι έχουν συζητήσιμη υπεράσπιση στο θέμα εξόφλησης του τιμήματος. Αντιθέτως, περιορίστηκαν μόνο στο γεγονός της υπογραφής της βεβαίωσης εξόφλησης, χωρίς οποιοδήποτε περαιτέρω στοιχείο που να περιβάλλει την υπογραφή της και να απαντά στους ισχυρισμούς των εφεσιβλήτων για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες υπογράφτηκε.

Αλλά και για την επιταγή των £4.000,00 η οποία κατά τους εφεσείοντες επεστράφη απλήρωτη δεν δίδεται κάποια ικανοποιητική εξήγηση από τους εφεσείοντες, οι οποίοι επιμένουν μόνο στη βεβαίωση εξόφλησης χωρίς οτιδήποτε άλλο. Το στοιχείο όμως αυτό όπως πολύ σωστά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν είναι αρκετό από μόνο του, λόγω των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης να τεκμηριώσει συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή. Οι εφεσείοντες έπρεπε να παρουσιάσουν περαιτέρω στοιχεία ως προς τις λεπτομέρειες της πληρωμής, το είδος της συνεργασίας τους με το πρόσωπο από το οποίο  ισχυρίζονται ότι προήλθαν τα χρήματα και τις συνθήκες τις οποίες υπεγράφη το έγγραφο βεβαίωσης της πληρωμής.

Δεν συμφωνώ με τη θέση του συνηγόρου για του εφεσείοντες ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή επί της ουσίας και αποφάσισε, ως να εκδίκασε την υπόθεση μετά από ακρόαση. Αντιθέτως, το πρωτόδικο Δικαστήριο στην πλήρως αιτιολογημένη απόφαση του, υπέδειξε ότι δεν αποφασίζει επί της ουσίας την αγωγή και το κατά πόσον οι εφεσείοντες πλήρωσαν ή όχι το τίμημα. Όμως σε συμφωνία με τα όσα η νομολογία ορίζει αναφορικά με την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, κρίνοντας ότι οι εφεσείοντες από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του, απέτυχαν να αποκαλύψουν συζητήσιμη υπεράσπιση ώστε να τους δοθεί η άδεια να ακουστούν σε πλήρη ακρόαση της αγωγής.

Είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αναμενόταν από τους εφεσείοντες, οι οποίοι ζητούσαν τον παραμερισμό της ερήμην απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους και με δεδομένο ότι το μοναδικό ζήτημα υπεράσπισης που τέθηκε ήταν η κατ' ισχυρισμόν εξόφληση του τιμήματος, να δώσουν τέτοια στοιχεία και τέτοιες λεπτομέρειες ειδικά όσον αφορά τον τρόπον καταβολής των χρημάτων, ούτως ώστε να συμμορφωθούν με την υποχρέωση που είχαν για αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης. Τίποτε δεν εμπόδιζε τους εφεσείοντες να προσκομίσουν αυτά τα στοιχεία στην πρωτόδικη διαδικασία. Όμως, οι εφεσείοντες όπως προκύπτει από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απέτυχαν σε αυτήν τους την υποχρέωση.

Ως αποτέλεσμα, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσείοντες δεν κατέδειξαν στον απαιτούμενο βαθμό, την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης ή συζητήσιμου θέματος προς εκδίκαση. Οι λόγοι έφεσης 1, 3, 4, 6, 7 και 8 που αφορούν την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης απορρίπτονται.

Η διαπίστωση αυτή κρίνει και την τύχη της έφεσης, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο ζήτημα των υπολοίπων λόγων έφεσης 2 και 5, σε σχέση με την παράλειψη εμφάνισης, εφόσον, όπως διαχρονικά έχει τεθεί από τη προαναφερθείσα νομολογία, σε τέτοιου είδους αιτήσεις, πρωταρχικής σημασίας είναι η αποκάλυψη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης.

Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της. Επιδικάζονται €2.000,00 έξοδα της παρούσας έφεσης, υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον των εφεσειόντων.     

 

 

 

Αλέξανδρος Παναγιώτου, Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο