ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε6/2022)
(i-justice)
04 Μαρτίου, 2025
[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Α. ΚΟΝΗΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
1. ΑΜΕRICAN UNIVERSITY OF CYPRUS (AUCY) LTD
2. MARC ANTOINE ZABBAL
3. TAREK SADEK
4. ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΡΑ
5. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΡΟΥΛΑ
Εφεσειόντων/Εναγομένων
και
S.C.F.B. LTD
Εφεσίβλητη/Ενάγουσα
------------------------------
Δ. Καρά (κα) με Π. Δανιήλ (κα) για κ.κ. Αντώνης Κ. Καρά Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσείοντες.
Λ. Παρπαρίνος με κ. Β. Παρπαρίνο για κ.κ. Λούκας και Βίας Λ. Παρπαρίνος και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.
-------------------------------
ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί
από τον Α. Κονή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΟΝΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας («το πρωτόδικο Δικαστήριο») ημερομηνίας 29/7/2022.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης η ενάγουσα/εφεσίβλητη με κλητήριο ένταλμα γενικώς οπισθογραφημένο, ημερομηνίας 7/6/2022, αξίωνε εναντίον των εφεσειόντων/εναγομένων αναγνωριστικές αποφάσεις ότι η συμφωνία ημερομηνίας 22/2/2022 ή και το MEMORANDUM OF UNDERSTANDING (MoU) ημερομηνίας 22/2/2022 είναι έγκυρα και εν ζωή, ότι η Ειδοποίηση περί μελλοντικού τερματισμού ημερομηνίας 28/3/2022 όπως και οι Ειδοποιήσεις Τερματισμού ημερομηνίας 11/5/2022 και 30/5/2022 που δόθηκαν/στάλθηκαν από την εφεσείουσα 1 προς την εφεσίβλητη είναι άκυρες, κακόπιστες και χωρίς αποτέλεσμα και ότι η εφεσίβλητη δικαιούται σε κατοχή ή και χρήση της καφετέριας και αίθουσας αναμονής/υποδοχής του πανεπιστημίου της εφεσείουσας 1 στη Λάρνακα, όπως και όλου του χώρου που περιγράφεται στο MoU. Διαζευκτικά αξίωνε γενικές και ειδικές αποζημιώσεις πέραν των €500.000,00 για παράβαση συμφωνίας ή και ζημιές ή και βλάβη ή και απώλεια κέρδους που προκάλεσε η εφεσείουσα 1 στην εφεσίβλητη ή και για διαφυγόν κέρδος ή και δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Αξίωνε επίσης διάταγμα έξωσης των εφεσειόντων από τον ως άνω χώρο, αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση, παραδειγματικές αποζημιώσεις για αυθαίρετη και παράνομη συμπεριφορά που επέδειξαν οι εφεσείοντες την 30/5/2022, ως επίσης τόκους και έξοδα.
Την επόμενη μέρα η εφεσίβλητη καταχώρισε μονομερή αίτηση (η Αίτηση»), δυνάμει της οποίας εξαιτείτο προσωρινά διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται στους εφεσείοντες ή και αντιπροσώπους ή και υπαλλήλους τους ή και οποιοδήποτε πρόσωπο έλκει εξουσία από αυτούς να επεμβαίνουν στην καφετέρια και αίθουσα αναμονής/ υποδοχής (lounge), και γενικά στον χώρο που αναφέρεται στο MoU του Πανεπιστημίου της εναγομένης 1 στη Λάρνακα, να απαγορεύεται στα προαναφερόμενα πρόσωπα να διαχειρίζονται ή και λειτουργούν την προσωρινή καφετέρια ή και σταθμό (καντίνα) του πανεπιστημίου, και να απαγορεύεται στα προαναφερόμενα πρόσωπα να χρησιμοποιούν με οποιονδήποτε τρόπο τις μικροσυσκευές, ψυγεία, φριτέζες, έπιπλα και όλα όσα αναφέρονται στη συνημμένη κατάσταση «Α» και βρίσκονταν στην καφετέρια ή και μικρό σταθμό/καντίνα του πανεπιστημίου.
Η Αίτηση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του ΑΠ, ασκούμενου δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπούσε και εκπροσωπεί την εφεσίβλητη.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς τα αιτούμενα διατάγματα αναφορικά μόνο με την εφεσείουσα 1.
Η εφεσείουσα 1 καταχώρισε ένσταση προβάλλοντας, ουσιαστικά, ότι η αίτηση βασιζόταν σε μη αποδεκτή μαρτυρία και ο ενόρκως δηλών δεν αποκάλυπτε την πηγή της γνώσης του, σε περίπτωση που τα εκδοθέντα διατάγματα παρέμεναν σε ισχύ, αυτό θα ισοδυναμούσε με παραβίαση της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων, καθότι θα εξανάγκαζε την εφεσείουσα 1 να συμβάλλεται ή και να συνεχίσει να συμβάλλεται με την εφεσίβλητη, η εφεσίβλητη απέκρυψε γεγονότα τα οποία αν τίθεντο εις γνώση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τότε, δεν θα εξέδιδε τα αιτούμενα διατάγματα και ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έγκρισης της αίτησης.
Η ένσταση συνοδευόταν από ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 4.
Κατόπιν σύμφωνης γνώμης των δύο πλευρών, το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε άδεια για καταχώριση εκατέρωθεν συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων από τους ενόρκως δηλούντες στην αίτηση και την ένσταση.
Η ακρόαση της Αίτησης διεξάχθηκε στη βάση ενόρκων δηλώσεων.
Το πρώτο θέμα που απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το νομότυπο και η δεκτότητα του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριζαν την Αίτηση. Εξέτασε δηλαδή το αποδεκτό ή μη της μαρτυρίας προς υποστήριξη της Αίτησης ενόψει του ότι αυτή προερχόταν από δικηγόρο χωρίς να παρέχει επαρκή εξήγηση και χωρίς να αποκαλύπτει την πηγή γνώσης του για συγκεκριμένους ισχυρισμούς, ως ήταν η θέση της εφεσείουσας 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αναφερόμενο σε σχετική νομολογία και στο περιεχόμενο των δύο ενόρκων δηλώσεων, του ΑΠ που υποστήριζαν την Αίτηση και στην αρχική ένορκη δήλωση του εφεσείοντα 4, κατέληξε ότι και οι δύο ένορκες δηλώσεις του ΑΠ αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία και ήταν σε συμφωνία με τις πρόνοιες της Δ.39 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε) και επομένως θα λαμβάνονταν υπόψη για σκοπούς εξέτασης της Αίτησης.
Εν συνεχεία, το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε το ζήτημα της μη αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων από την εφεσίβλητη, που έθεσε η εφεσείουσα 1. Αφού αναφέρθηκε στη νομική πτυχή που διέπει το όλο ζήτημα, στις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών, στα γεγονότα της υπόθεσης, όπως προέκυπταν από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριζαν την Αίτηση και την ένσταση, αλλά και στο περιεχόμενο του κλητηρίου εντάλματος αγωγής του Ε.Δ. Λάρνακας, την οποία καταχώρισε η εφεσείουσα 1 εναντίον της εφεσίβλητης, κατέληξε ότι δεν υπήρχε παράλειψη αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων που να οδηγεί στην ακύρωση των εκδοθέντων διαταγμάτων.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στη νομική ανάλυση των προϋποθέσεων έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων και αφού αναφέρθηκε στους ισχυρισμούς της κάθε πλευράς, όπως διαφαίνονταν από το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων που υποστήριζαν την Αίτηση και την ένσταση, κατέληξε ότι πληρούνταν και οι τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας κρίνοντας ότι αυτό έκλινε σαφώς υπέρ της εφεσίβλητης.
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη κατάφερε να καταδείξει και το κατεπείγον στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Με βάση τα πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε ότι η εφεσίβλητη κατέδειξε πως δικαιολογείτο η οριστικοποίηση των τριών αιτούμενων και εκδοθέντων διαταγμάτων αναφορικά μόνο με την εφεσείουσα 1. Έτσι κατέστησε τα μονομερώς εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα απόλυτα με έξοδα υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας 1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση όσον αφορά τους εφεσείοντες 2-5 χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αναφέροντας ότι η Αίτηση εκδικάστηκε για όλους τους εφεσείοντες/εναγόμενους οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τους ίδιους δικηγόρους.
Οι εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με δέκα λόγους έφεσης. Οι πρώτοι εννέα λόγοι έφεσης αφορούν την εφεσείουσα 1 ενώ ο δέκατος λόγος έφεσης αφορά τους εφεσείοντες 2-5 οι οποίοι προσβάλλουν την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας αναφορικά με τους εφεσείοντες 2-5.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η εφεσίβλητη προέβη σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων ήταν εσφαλμένη ή και αντινομική και η διακριτική αυτή ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα. Ακόμη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα υποβίβασε γεγονότα που αποκρύφθηκαν ως μη ουσιώδη ή και δεν αξιολόγησε πλήρως τα γεγονότα αυτά που προβλήθηκαν από την εφεσείουσα 1 και δεν αμφισβητήθηκαν από την εφεσίβλητη. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε ως μη ουσιώδη την παράλειψη της εφεσίβλητης να αποκαλύψει την αρχική συμφωνία των διαδίκων, πως ουδέποτε κατέβαλε αντάλλαγμα για την κατοχή του χώρου από τον Σεπτέμβριο του έτους 2021, πως ουδέποτε πλήρωσε λογαριασμούς ρεύματος ή νερού από τον Σεπτέμβριο του έτους 2021, πως και οι εφεσείοντες προέβησαν σε έξοδα για να καταστεί λειτουργική η προσωρινή καφετέρια την οποία η εφεσίβλητη διαχειρίζεται. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, θεώρησε πως η μη αποκάλυψη της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων με την οποία η εφεσίβλητη απέκτησε κατοχή της επίδικης καφετέριας δεν ήταν ουσιώδης διότι επίδικο θέμα ήταν και είναι το MoU που υπογράφηκε μεταξύ των διαδίκων την 22/2/2022. Την ίδια στιγμή όμως, το Δικαστήριο στην απόφαση του αποδέχεται πως η εφεσίβλητη έχει υποστεί ζημιές για έξοδα και ζημιές για μισθούς υπαλλήλων ή και άλλες πληρωμές που έγιναν από τον Σεπτέμβριο του έτους 2021. Σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα 1, από τους ισχυρισμούς των διαδίκων προκύπτει με σαφήνεια πως επίδικο θέμα στην παρούσα υπόθεση είναι το δικαίωμα της εφεσίβλητης για κατοχή του επίδικου χώρου, από που αντλείται το δικαίωμα κατοχής, εάν τερματίστηκε νομότυπα η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία και ποιες ζημιές πρέπει να καλυφθούν και από ποιο συμβαλλόμενο μέρος. Εφόσον επίδικο θέμα είναι και οι αποζημιώσεις που αξιούν τα μέρη και δεδομένου πως το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη ζημιά της εφεσίβλητης για έξοδα, μισθούς ή και άλλες δαπάνες που επωμίστηκε, για χρονικό διάστημα πριν από την υπογραφή του MoU, τότε η μη αποκάλυψη της αρχικής συμφωνίας των διαδίκων είναι ουσιώδες γεγονός το οποίο έπρεπε να αποκαλυφθεί. Η παράλειψη αυτή είναι ουσιώδης γιατί με αυτή προκύπτει πως η εφεσίβλητη κατείχε από τον Σεπτέμβριο το χώρο της καφετέριας δίχως να καταβάλει οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Σύμφωνα επίσης με την εφεσείουσα 1 δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην εκκαλούμενη απόφαση για την παράλειψη της εφεσίβλητης να αναφέρει πως κατέχει τον χώρο της καφετέριας χωρίς να καταβάλλει μέχρι σήμερα το οποιοδήποτε αντάλλαγμα και σε βάρος των εφεσειόντων οι οποίοι επωμίζονται τα έξοδα ρεύματος και νερού από τον Σεπτέμβριο του έτους 2021 μέχρι σήμερα και παραλείπει να αξιολογήσει την παράλειψη της εφεσίβλητης να αποκαλύψει πως οι εφεσείοντες προέβησαν σε έξοδα, για να καταστεί λειτουργική η προσωρινή καφετέρια μέχρι την ολοκλήρωση της τελικής καφετέριας, και δημιούργησε την εσφαλμένη εντύπωση πως αυτή είναι η μόνη που έχει υποστεί ζημιά και έξοδα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο πραγματεύεται το ζήτημα αυτό στις σελίδες 8-11 της απόφασης του. Η νομική πτυχή την οποία παραθέτει είναι ικανοποιητική και επαρκής σε σχέση με τις αρχές που διέπουν το ζήτημα της πλήρους αποκάλυψης όλων των ουσιωδών γεγονότων (βλ. Louis Vuitton v. Δερμοσάκ κ.ά (1992) 1 Α.Α.Δ.1453, Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Global Cruises v. Metro Shipping (1989) 1(E) Α.Α.Δ.607, Harvardskiy Prumyslovy Holding A.S. v. Daventree Resources Ltd κ.ά (2008)1(B) Α.Α.Δ. 801, Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Ltd (2015) 1(A) A.Α.Δ. 386). Προσθέτουμε με τη σειρά μας ότι όταν αιτητής προσέλθει ενώπιον του Δικαστηρίου και, στην απουσία του αντιδίκου του, κατά παρέκκλιση της αρχής "audi alteram partem", ζητά θεραπεία του δικαίου της επιείκειας, τότε έχει υποχρέωση προς το Δικαστήριο να προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων που ενδεχομένως θα επηρεάσουν την κρίση του Δικαστηρίου κατά την έκδοση μονομερώς προσωρινού διατάγματος. Ο αιτητής σε τέτοιες περιπτώσεις έχει υποχρέωση να δείξει καλή πίστη, αφού η μη αποκάλυψη θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου. Είναι άσχετο αν η παράλειψη αποκάλυψης είναι εσκεμμένη ή έγινε χωρίς πρόθεση εξαπάτησης και μη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής ενδεχομένως να σημαίνει την ακύρωση του διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς. Το Δικαστήριο εξετάζοντας μια αίτηση για προσωρινό διάταγμα λαμβάνει υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας σωρεία παραγόντων που επιδρούν στην άσκηση της. Για αυτό και είναι σημαντικό η αποκάλυψη να είναι ειλικρινής και πλήρης. Στην υπόθεση Brink's-MAT Ltd v. Elcombe and others [1988] 3 Αll ΕR 188, η οποία υιοθετήθηκε στην Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ.ά. (ανωτέρω), τονίστηκε ότι η αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων θα πρέπει να είναι πλήρης, δίκαιη και ότι τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα που καθορίζονται από τον Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων. Η υποχρέωση δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με εύλογη έρευνα. (Σύγγραμμα «Διατάγματα, Injunctions», των Γιώργου Ερωτοκρίτου και Πέτρου Αρτέμη σελ. 163-165, Fedossova Larissa (Αρ.2) (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1333, Δήμος Πάφου ν. Βοσκού (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1168, United Perlite Industries Ltd v. Sayakhat Air Co (2002) 1(B) A.A.Δ. 938, Rybolovlev v. Rybolovleva (2010) 1(A) A.A.Δ. 82 και Interpartemental Concern "Uralmetrom" v. Besuno Ltd (2004) 1(A) A.A.Δ. 557).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα αυτό με μεγάλη προσοχή και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις θέσεις της πλευράς των εφεσίβλητων. Παρέπεμψε στην αρχική δήλωση του ΑΠ όπου αναφέρει πως περί τον Αύγουστο του έτους 2021 η εφεσίβλητη παρουσίασε στην εφεσείουσα 1 σχέδιο για επιχειρηματική ανάπτυξη της καφετέριας και της αίθουσας υποδοχής του πανεπιστημίου της εφεσείουσας 1 και πως από τον Οκτώβριο του έτους 2021 εγκατάστησε και λειτουργούσε προσωρινό σταθμό (καντίνα) και ακολούθως αναφέρεται στην υπογραφή του MoU την 22/2/2022. Θεώρησε ότι η περιγραφόμενη ισχυριζόμενη προγενέστερη συμφωνία - συνεργασία μεταξύ των μερών δεν αποτελούσε ουσιώδες γεγονός στο πλαίσιο, και για σκοπούς, της διαδικασίας, αφού αυτή ήταν προγενέστερη του αντικειμένου της αγωγής, που ήταν το MoU το οποίο υπογράφηκε μεταγενέστερα, ήτοι στις 22/2/2022 και φερόταν να έχει τερματιστεί από πλευράς εφεσείουσας 1 και του οποίου η εφεσίβλητη αξίωνε την ισχύ και εφαρμογή. Παρέπεμψε επίσης στην προσαχθείσα μαρτυρία όπου με βάση την όψη της διαφαινόταν ότι η προειδοποίηση και ο τερματισμός εκ μέρους της εφεσείουσας 1 αφορούσε το MoU, στη βάση ουσιώδους παράβασης αυτού, από πλευράς εφεσίβλητης χωρίς αναφορά ή επίκληση σε οποιαδήποτε προγενέστερη συμφωνία μεταξύ των μερών ή προγενέστερη συμπεριφορά της εφεσίβλητης δυνάμει αυτής. Τέλος, υπέδειξε ότι ο ΑΠ αποκαλύπτει την καταχώριση, την 1/6/2022, αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας από την εφεσείουσα 1 εναντίον της εφεσίβλητης όπου αναφερόμενη αποκλειστικά στο MoU αξιώνει την έκδοση αναγνωριστικών αποφάσεων, λόγω του ότι η εφεσίβλητη παραβίασε ουσιώδη όρο του MoU, ότι αυτό είχε τερματιστεί νομότυπα, διάταγμα επιστροφής χρηματικών ποσών και ωφελημάτων που η εφεσίβλητη έλαβε σε βάρος της, αποζημιώσεις για αντισυμβατική συμπεριφορά ή και τερματισμό της σύμβασης λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας της εφεσίβλητης και τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθοδηγούμενο ορθά από τη νομολογία, καθόρισε το αντικείμενο της διαδικασίας που ήταν το MoU και επομένως τα ουσιώδη γεγονότα στο πλαίσιο της Αίτησης. Δεν εντοπίζουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στην προσέγγιση του ζητήματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν συμφωνούμε με την πλευρά της εφεσείουσας 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υποβίβασε γεγονότα που αποκρύφθηκαν ή και δεν τα αξιολόγησε πλήρως.
Με βάση τα πιο πάνω ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον ένατο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αδικαιολόγητα ή και αντινομικά έκρινε πως συνέτρεχε το στοιχείο του κατ' επείγοντος και εξέδωσε τα προσωρινά διατάγματα μονομερώς. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε τα εκδοθέντα διατάγματα μονομερώς, καθότι δεν παρουσιάστηκαν γεγονότα που να συνιστούν το κατεπείγον ή έστω εξαιρετικές περιστάσεις. Αναφέρεται επίσης ότι η αιτιολογία του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάσχει και δεν συναρτάται καθόλου με τα όσα παρουσίασε η εφεσίβλητη, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός πως η παρουσίαση του περιστατικού «βίας», που ήταν και η δικαιολογητική βάση της έκδοσης των διαταγμάτων μονομερώς, δεν υποστηριζόταν από αποδεκτή μαρτυρία αφού ο ομνύων δεν αποκάλυψε την πηγή πληροφόρησης του.
Η πρώτη παρατήρηση στην οποία προβαίνουμε είναι ότι το δεύτερο σκέλος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης δεν συνάδει με τον λόγο έφεσης και ως εκ τούτου δεν θα εξεταστεί στο πλαίσιο αυτού του λόγου έφεσης.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας του λόγου έφεσης και τον ίδιο τον λόγο έφεσης κρίνουμε ότι διέπονται από αοριστία και ασάφεια, αφού δεν εξειδικεύεται πού έσφαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δηλαδή δεν προσδιορίζεται το λάθος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ούτε οι λόγοι που στοιχειοθετούν το σφάλμα (βλ. Δημητρίου ν. KPMG LTD, Πολ. Έφεση αρ. 311/2014 ημερ. 24/1/2023, ECLI:CY:AD:2023:A25).
Υποδεικνύουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και δεν τέθηκε το θέμα του κατεπείγοντος, μέσω των λόγων ένστασης, εξέτασε το θέμα από μόνο του και έκρινε ότι συνέτρεχε αναφέροντας τα ακόλουθα:
«H Aιτήτρια κατάφερε να καταδείξει το επείγον στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ισχυριζόμενη ότι κάθε μέρα που περνά εδραιώνει νέες καταστάσεις εις βάρος της ενόψει του κινδύνου η Εναγόμενη 1 να προχωρήσει στην εκτέλεση των εργασιών της καφετέριας με αποτέλεσμα να εξανεμιστεί η όποια πιθανότητα η Ενάγουσα να εξασφαλίσει την ισχύ και εφαρμογή της επίδικης συμφωνίας. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του ΑΠ πως η Εναγόμενη 1 λειτουργεί τον πρόχειρο σταθμό χωρίς η Ενάγουσα να γνωρίζει την καθημερινή της είσπραξη τείνει να καταδείξει την πρόθεση της πρώτης να λάβει την κατοχή και διαχείριση της καντίνας και γενικά τον έλεγχο αυτής, αποκλείοντας οποιαδήποτε πρόσβαση στην Ενάγουσα.»
Προκύπτει αβίαστα από τα πιο πάνω ότι ο λόγος αυτός έφεσης είναι ατελής και δεν μπορεί να γίνει δεκτός (Βλ. επίσης Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112, Σαμουρίδης ν. Inzeyiannis, Πολ. Έφεση αρ. 326/2014 ημερ. 18/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A133, ECLI:CY:AD:2022:A133).
Με βάση τα πιο πάνω ο ένατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η αποδοχή από το πρωτόδικο Δικαστήριο μαρτυρίας από ασκούμενο δικηγόρο προς υποστήριξη της Αίτησης μονομερώς ήταν λανθασμένη, γεγονός που στέρησε τους εφεσείοντες τη δυνατότητα να τον αντεξετάσουν ή και εξεδόθηκαν τα προσωρινά διατάγματα μονομερώς χωρίς να ακουστεί η καλύτερη δυνατή μαρτυρία, υπό τις περιστάσεις, κατά παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Προς υποστήριξη του λόγου έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε πως είχε παρασχεθεί επαρκής αιτιολόγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους ο ομνύων της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την Αίτηση είναι ασκούμενος δικηγόρος. Αναφέρεται επίσης ότι η εφεσίβλητη παρέλειψε να παρουσιάσει οποιαδήποτε αιτιολογία ως προς τους λόγους για τους οποίους ο δεύτερος διευθυντής της εφεσίβλητης δεν μπορούσε να ορκιστεί προς υποστήριξη της Αίτησης, και το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εξομοίωσε την έννοια του αλλοδαπού με την έννοια του παραμένοντος στην Κυπριακή Δημοκρατία και τη δυνατότητα όρκισης του ενώπιον Κυπριακού Δικαστηρίου. Σύμφωνα ακόμα με την εφεσείουσα 1, το πρωτόδικο Δικαστήριο εντελώς αντινομικά και χωρίς την οποιαδήποτε υποστήριξη από την προσκομισθείσα μαρτυρία της εφεσίβλητης, εξέλαβε ως δεδομένο πως επειδή ο δεύτερος διευθυντής της φαίνεται να είναι αλλοδαπής καταγωγής, η υπογραφή ένορκης δήλωσης από πλευράς του ήταν αδύνατη. Ισχυρίζεται ακόμα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντινομικά αποδέχθηκε εξ ακοής μαρτυρία δίχως να αναφέρεται η πηγή πληροφόρησης του ομνύοντος για το περιστατικό βίας που δήθεν έλαβε χώρα την 30/5/2022, εκδίδοντας μονομερώς τα προσωρινά διατάγματα. Περαιτέρω αποδέχθηκε, ως ικανοποιητική μαρτυρία, ένορκη δήλωση του ασκούμενου δικηγόρου για το γεγονός τούτο, δίχως να παρέχεται η οποιαδήποτε αιτιολογία για την αδυναμία του ίδιου του υπαλλήλου να υπογράψει ένορκη δήλωση ενώπιον των Κυπριακών Δικαστηρίων, ο οποίος θα ήταν σε καλύτερη θέση να ορκιστεί για τα γεγονότα και θα μπορούσε να αντεξεταστεί. Παραβιάστηκε, σύμφωνα επίσης με την εφεσείουσα 1, η αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι ασκούμενος δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό ή και άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παραθέτει αποσπάσματα από τις Rybolovlev (ανωτέρω) και Νικολάου ν. Total Properties Ltd κ.ά (2011) 1(Β) Α.Α.Δ 1538, αναφέρει τα ακόλουθα:
«Από τις πιο πάνω υποθέσεις καθίσταται σαφές πως η αρχή για να γίνεται η δήλωση από μη δικηγόρο στηρίζεται στην αποφυγή δημιουργίας διπλής (και ασυμβίβαστης) ιδιότητας του δικηγόρου, ήτοι μάρτυρος και δικηγόρου στην ίδια υπόθεση. Ενώ είναι επιθυμητό να παρέχεται κάποια εξήγηση γιατί δεν είναι δυνατό η δήλωση να προέρχεται από δικηγόρο και όχι διάδικο, εντούτοις το γεγονός ότι δικηγόρος προβαίνει στην ένορκη δήλωση δεν καθιστά δίχως άλλο τη δήλωση ως μη αποδεκτή μαρτυρία, όπως άλλωστε παρατηρείται στην τελευταία προαναφερόμενη υπόθεση στην οποία μάλιστα ο ομνύων δικηγόρος χειρίστηκε την υπόθεση κατ' έφεση.
Στην υπό κρίση περίπτωση, είναι γεγονός πως στην αρχική ένορκη δήλωση δεν δίδεται οποιαδήποτε δικαιολογία γιατί σε αυτή προβαίνει δικηγόρος και όχι ο διάδικος. Αυτή η παράλειψη δεν οδηγεί αυτομάτως σε απόρριψη της εν λόγω μαρτυρίας του, κυρίως από τη στιγμή που ο ομνύων δικηγόρος είναι μεν ασκούμενος στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί την Ενάγουσα αλλά δεν εμφανίζεται γι' αυτή στα πλαίσια και για σκοπούς της Αίτησης παρά μόνο περιορίζεται στην ιδιότητα του ως ο ενόρκως δηλών.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, επίσης, ότι στη συμπληρωματική δήλωση, η οποία
και πάλι προέρχεται από τον ίδιο ασκούμενο δικηγόρο, παρέχεται η εξήγηση πως ο κατονομαζόμενος στην αρχική δήλωση του ΑΠ, υπάλληλος της εφεσίβλητης, κατά τον ουσιώδη χρόνο, βρισκόταν στο εξωτερικό για ιατρικούς λόγους και θα
υποβάλλετο σε χειρουργική επέμβαση. Επομένως, παρέχετο βάσιμος και επαρκής λόγος ως προς την αδυναμία του εν λόγω προσώπου να προβεί στη δήλωση. Ο δε δεύτερος διευθυντής της εφεσίβλητης φέρεται να είναι αλλοδαπό πρόσωπο. Ανέφερε, ακόμα, πως ο ΑΠ, τόσο στην αρχική όσο και στη συμπληρωματική του δήλωση, ανέφερε εξαρχής την πηγή της γνώσης και πληροφόρησης του για τους ισχυρισμούς του. Έκρινε ότι αυτή η στάση του ΑΠ βρισκόταν σε συμμόρφωση με τη Δ.39 Θ2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε) η οποία παρείχε τη δυνατότητα σε ενόρκως δηλούντα να αναφέρεται σε δηλώσεις από πληροφορίες για τις οποίες ο ενόρκως δηλών δεν έχει προσωπική γνώση, νοουμένου ότι αποκαλύπτει την πηγή της γνώσης του.
Ανέφερε στη συνέχεια ότι:
«Ο Καθ΄ου επισημαίνει ειδικά πως στην αρχική του δήλωση ο ΑΠ δεν αναφέρει την πηγή της γνώσης του για την ισχυριζόμενη καταγγελία την 1.6.22 στην Αστυνομία της συμπεριφοράς της Ενάγουσας στις 30.5.22. Σύμφωνα με τον Καθ' ου αυτή η παράλειψη αφορά ένα τόσο σημαντικό γεγονός το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν έγινε ποτέ επειδή o ίδιος δεν κλήθηκε ποτέ από την Αστυνομία για κατάθεση ή ενημέρωση ως προς την καταγγελία. Αυτός όμως ο ισχυρισμός του ΑΠ δεν πρέπει να απομονώνεται αλλά να ιδωθεί στο σύνολο των ισχυρισμών του ΑΠ αναφορικά με το όλο πλαίσιο των γεγονότων, για τα οποία ο ΑΠ έχει εξαρχής αναφέρει την πηγή της γνώσης και άντλησης των πληροφοριών του. Με άλλα λόγια, η μη εξειδίκευση της πηγής της γνώσης του αναφορικά με τον συγκεκριμένο ισχυρισμό
δεν την καθιστά μη αποδεκτή μαρτυρία.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη συμπληρωματική του δήλωση ο ΑΠ επισυνάπτει Βεβαίωση ημ. 21.6.22 Καταγγελίας στην Αστυνομία, Τεκμήριο Γ.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε ορθά το όλο ζήτημα συμφώνως των αρχών της νομολογίας. Οι αρχές που τέθηκαν στην υπόθεση Rybolovlev (ανωτέρω), την οποία επικαλείται και η πλευρά των εφεσειόντων, και στην Total Properties Ltd (ανωτέρω) δεν επιβεβαιώνουν τα όσα οι εφεσείοντες ισχυρίζονται. Αντίθετα καταδεικνύουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε τις ορθές αρχές όπως πηγάζουν από τη νομολογία. Στη Rybolovlev λέχθηκε μεταξύ άλλων ότι:
«Το θέμα της κατάρτισης και υποβολής σε δικαστική διαδικασία ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, διέπεται από καλά καθιερωμένες αρχές που εκπηγάζουν από τη νομολογία. Αν χρειάζεται να τις συνοψίσουμε ξανά, θα λέγαμε ότι γενικά ομιλούντες, μια ένορκη δήλωση δεν αποκλείεται απλά επειδή ο ομνύων είναι δικηγόρος. Οι δικηγόροι όμως θα πρέπει να αποστασιοποιούνται από τα γεγονότα που σχετίζονται με τα επίδικα θέματα και τυγχάνει γενικά ανεπιθύμητο να εμφανίζονται ως μάρτυρες ή ενόρκως δηλούντες σε δικαστική διαδικασία στην οποία εκπροσωπούν διάδικο, εκτός εάν αυτό είναι αναγκαίο. Αφ' ης όμως στιγμής δικηγόρος έχει με τον ένα ή άλλο τρόπο καταστεί μάρτυρας γεγονότων, τότε κωλύεται, λόγω ασυμβιβάστου, να συνεχίζει να εμφανίζεται χειριζόμενος την υπόθεσή του πελάτη του ως δικηγόρος. (Ahapittas v. Roc-Chic Ltd (1968) 1 C.L.R. 1, In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 319, Thanos Hotels Ltd v. Ιωάννου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1036).
Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν' αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulal Dulal (ανωτέρω).
...................................
Με αυτά ως δεδομένα, μπορούμε να δεχθούμε ως αρχή της νομολογίας αναφορικά με το θέμα παροχής εξήγησης ως προς το γιατί ομνύων είναι δικηγόρος και όχι διάδικος ή άλλο πρόσωπο, ότι κάποια εξήγηση προς τούτο απαιτείται, εκεί όπου δεν προκύπτει υπό τις περιστάσεις ένας εμφανής καλός λόγος, όπως είναι η διαμονή του διαδίκου στο εξωτερικό και/ή άλλες εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν θα επέτρεπαν στον ίδιο να είναι ενόρκως δηλών.»
Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι δύο ένορκες δηλώσεις που υποστήριζαν την Αίτηση αποτελούσαν αποδεκτή μαρτυρία και οι αντίθετες εισηγήσεις της πλευράς της εφεσείουσας 1 δεν γίνονται δεκτές.
Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο καταγράφει, στην απόφαση του, την αιτιολόγηση που δίδεται από πλευράς εφεσίβλητης, στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση, γιατί ως ομνύων στις ένορκες δηλώσεις ήταν ο ΑΠ.
Ορθά επίσης έκρινε ότι οι προαναφερόμενες ένορκες δηλώσεις ήταν σε συμφωνία με τις πρόνοιες της Δ.39 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (ως ίσχυαν τότε). Στη Σύγγελου v. Λοΐζου κ.α. Πολ. Έφ. Ε120/2013 ημερ. 21/12/2017 ECLI:CY:AD:2017:A480 το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο εκεί ενόρκως δηλών συμμορφούμενος με τις πρόνοιες της Δ.39 θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ανέφερε τις πηγές γνώσης του και ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση. Το Εφετείο συμφώνησε ότι η δήλωση του ομνύοντος ότι ήταν «δεόντως εξουσιοδοτημένος» ήταν αρκετή για να θεμελιώσει την εξουσιοδότηση του να προβεί στην ένορκη δήλωση, θεώρησε δε τη λέξη «δεόντως» ως υποδηλούσα την τήρηση των αναγκαίων ως προς την κατοχή της εξουσιοδότησης του από τον εφεσείοντα. Περαιτέρω λέχθηκε ότι «η μη κατοχή προσωπικής γνώσης κάποιων γεγονότων δεν επηρεάζει το σύννομο και την εγκυρότητα της ένορκης δήλωσης, εφόσον ο ομνύων για τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτει την πηγή άντλησης της πληροφόρησης του». Τα ίδια ισχύουν, κατ' αναλογία, και στην παρούσα υπόθεση όπου ο ΑΠ ανέφερε στις ένορκες δηλώσεις του ότι ήταν «πλήρως και δεόντως» εξουσιοδοτημένος από την εφεσίβλητη και ότι για οποιαδήποτε γεγονότα δεν είχε προσωπική γνώση, αποκάλυπτε την πηγή της γνώσης του. Συγκεκριμένα ανάφερε στις ένορκες δηλώσεις του ότι τα όσα ορκιζόταν τα γνώριζε από προσωπική γνώση, από πληροφορίες και έγγραφα που έλαβε από την εφεσίβλητη, καθώς και από πληροφορίες και έγγραφα που τέθηκαν στη διάθεση του από τον φάκελο της υπόθεσης και μετά από σχετικές συμβουλές και ενημέρωση από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης, από μελέτη εγγράφων που ήταν σχετικά και, τέλος, από πληροφόρηση και έγγραφα που τέθηκαν υπόψη του από συγκεκριμένους δικηγόρους που χειρίζονταν προσωπικά την υπόθεση. Είναι ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη εξειδίκευση της γνώσης του αναφορικά με συγκεκριμένο ισχυρισμό δεν καθιστούσε την αρχική ένορκη δήλωση του μη αποδεκτή μαρτυρία. Οι περί του αντιθέτου εισηγήσεις της πλευράς της εφεσείουσας 1 δεν γίνονται δεκτές.
Τέλος, κρίνουμε ότι η θέση της πλευράς της εφεσείουσας 1 ότι στερήθηκε της δυνατότητας να αντεξετάσει, είναι εντελώς αβάσιμη. Τίποτα δεν εμπόδιζε την πλευρά της να αντεξετάσει τον ενόρκως δηλούντα ΑΠ. Σε περίπτωση που το έπραττε και προέκυπτε οποιαδήποτε ενδεχόμενη αντίφαση ή ανακολουθία στη μαρτυρία του ή σύγχυση ως προς τα γεγονότα κλπ, θα μπορούσε να την επικαλεστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Επέλεξε να μην το πράξει.
Με βάση τα πιο πάνω ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον όγδοο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι η εκκαλούμενη απόφαση πάσχει, λόγω έλλειψης επαρκούς ή και εύλογης ή και δέουσας αιτιολογίας, σε συνάρτηση με την ύπαρξη των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Ν.14/1960 ή και λήφθηκε κατά παράβαση υποχρεώσεως περί «δικαιολογημένης» αποφάσεως ή και το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ή και αναιτιολόγητα δεν έλαβε υπόψη του ή και δεν συνεκτίμησε αναντίλεκτη μαρτυρία της εφεσείουσας 1. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε γενικά ή και αόριστα ή και αδικαιολόγητα στην ικανοποίηση όλων των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 του Νόμου, χωρίς να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρέθεσε ενώπιον του η εφεσείουσα 1.
Παρατηρούμε ότι ο λόγος αυτός έφεσης επίσης χαρακτηρίζεται από ασάφεια και αοριστία, αφού δεν εξειδικεύεται ποια μαρτυρία παρέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου η πλευρά της εφεσείουσας 1 και δεν λήφθηκε υπόψη από αυτό.
Τα όσα αναφέρουν οι εφεσείοντες στο περίγραμμα αγόρευσης τους δεν καλύπτονται από τον λόγο έφεσης και την αιτιολογία του, ως εκ τούτου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Επαναλαμβάνουμε τα όσα αναφέρουμε στο πλαίσιο του ένατου λόγου έφεσης.
Υποδεικνύουμε, πάντως, ότι το ζήτημα της πλήρωσης ή όχι των προϋποθέσεων του Άρθρου 32 θα μας απασχολήσει κατά την εξέταση των λόγων έφεσης υπ' αρ. 2, 5 και 6.
Με βάση τα πιο πάνω ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Οι λόγοι έφεσης 2, 5 και 6 θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αντινομικά αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία, για να διαπιστώσει πώς πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων, και παρέλειψε εντελώς να εξετάσει τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας 1 οι οποίοι παρέμειναν αναντίλεκτοι. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά την ύπαρξη ρητών γραπτών όρων στην μεταξύ των διαδίκων συμφωνία, αποδέχθηκε εξωγενή μαρτυρία ως προς την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας για πληρωμή του οφειλόμενου ενοικίου από την εφεσίβλητη στους εφεσείοντες, τον Σεπτέμβριο του έτους 2022. Υποστηρίζεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά κατέληξε ότι οι ισχυρισμοί της εφεσίβλητης υποστηρίζονταν από έγγραφα και το σύνολο των γεγονότων, αφού προέκυπτε ακριβώς το αντίθετο από τα έγγραφα που η ίδια η εφεσίβλητη παρουσίασε. Η τεράστια οικονομική ζημιά την οποία η εφεσίβλητη επικαλέστηκε, και τα ποσά που υποστήριξε ότι πλήρωσε, δεν υποστηρίζονταν από τα τεκμήρια που παρουσίασε, αφού πρόκειται για προσφορές για εκτέλεση έργων και όχι πραγματική πληρωμή χρηματικών ποσών, ενώ ταυτόχρονα παρουσίασε αντιφατικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τη πληρωμή του αρχιτέκτονα, γεγονός το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει. Αναφέρεται ακόμη, από πλευράς εφεσείουσας 1, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά ανέφερε πως οι ισχυρισμοί της πλευράς της εφεσείουσας 1 παρέμειναν ισχυρισμοί, κατάληξη η οποία αφενός μεν δεν εξειδικεύεται αφετέρου δε είναι εσφαλμένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, συνεχίζει η εφεσείουσα 1, παρέλειψε να εξετάσει τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας 1 πως, από την έναρξη της κατοχής του χώρου από την εφεσίβλητη τον Σεπτέμβριο του έτους 2021 μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας των διαδίκων, κανένα αντάλλαγμα δεν δόθηκε στους εφεσείοντες ενώ τα έξοδα της προσωρινής καφετέριας τα επωμίζεται η εφεσείουσα 1. Εάν αυτός ο ισχυρισμός αξιολογείτο ορθά, και εντός των πλαισίων αξιολόγησης της μαρτυρίας σε αυτό το προσωρινό στάδιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο θα διαπίστωνε πως δεν υπάρχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας της αγωγής, αφού η εφεσίβλητη κωλύεται να αξιώνει εφαρμογή συμφωνίας την οποία η ίδια παραλείπει να εφαρμόσει. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε εντελώς να εξετάσει ή να αξιολογήσει τους ισχυρισμούς της εφεσείουσας 1, πως η εφεσίβλητη ενεργεί σε καθεστώς παρανομίας αφού δεν εργοδοτεί υπαλλήλους και δεν είναι εγγεγραμμένη στο ΦΠΑ, δήλωση που παρέμεινε αναντίλεκτη. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέταζε την παράλειψη της εφεσίβλητης να απαντήσει θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως η ζημιά που αυτή επικαλείται, ως ανεπανόρθωτη, δεν επηρέαζε την επιχειρηματική της δραστηριότητα στην Κύπρο, η οποία είναι ανύπαρκτη.
Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε πως η επικαλούμενη από την εφεσίβλητη ζημιά δεν μπορεί να αποκατασταθεί μεταγενέστερα σε χρήμα, αφού είναι η μόνη επιχειρηματική δραστηριότητα της στην Κύπρο. Προς υποστήριξη αυτού του λόγου έφεσης επαναλαμβάνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας βαρύτητα μόνο στους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, παρέλειψε να αξιολογήσει την αναντίλεκτη θέση της εφεσείουσας 1 πως η εφεσίβλητη δεν έχει εγγεγραμμένους υπαλλήλους στις κοινωνικές ασφαλίσεις, δεν είναι εγγεγραμμένη στον φόρο εισοδήματος και το ΦΠΑ, και εξέλαβε ως δεδομένο το γεγονός πως έχει επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο και πως, αν δεν εκδίδονταν τα προσωρινά διατάγματα, θα ήταν αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Σε κάθε περίπτωση, καταλήγει η εφεσείουσα 1, η ζημιά που επικαλείτο η εφεσίβλητη, ήταν ζημιά που ξεκάθαρα μπορεί να αποκατασταθεί μεταγενέστερα σε χρήμα.
Με τον έκτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αδικαιολόγητα ή και αντινομικά θεώρησε πως η εφεσείουσα 1 δεν είναι ικανή να αποκαταστήσει ζημιά που ενδέχεται να υποστεί η εφεσίβλητη διότι πρόκειται για εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο 1000 μετοχών αξίας €1 εκάστη. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι παρά το γεγονός πως ο ισχυρισμός περί ανικανότητας της εφεσείουσας 1 να αποκαταστήσει οποιαδήποτε ζημιά της εφεσίβλητης αντικρούεται, τόσο από την πλευρά της εφεσείουσας 1, όσο και από τα Τεκμήρια της ίδιας της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως πρόκειται για γενική και αόριστη αναφορά. Με τη διαπίστωση του αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο αντινομικά και εσφαλμένα αντέστρεψε το βάρος απόδειξης των προϋποθέσεων έκδοσης προσωρινού διατάγματος, αφού στην ουσία επέβαλε στους εφεσείοντες να αποκαλύψουν με βεβαιότητα την οικονομική τους ευρωστία. Περαιτέρω η πλευρά της εφεσείουσας 1 υποστηρίζει ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του τονίζει πως η εφεσείουσα 1 δεν μπορεί να αποκαταστήσει ενδεχόμενη ζημιά της εφεσίβλητης, ταυτόχρονα αποδέχεται την έκθεση βιωσιμότητας της επιχείρησης της εφεσίβλητης η οποία βασίζεται στους φοιτητές που θα είχε η εφεσείουσα 1, στοιχείο που καταδεικνύει αντιφατικότητα.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι αυτοί οι λόγοι έφεσης αφορούν τις δύο από τις τρεις προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν.14/1960. Συγκεκριμένα τη δεύτερη και την τρίτη προϋπόθεση.
Οι πρώτες δύο προϋποθέσεις του Άρθρου 32 είναι νομολογιακά αποκρυσταλλωμένες και δεν χρειάζεται να τις αναλύσουμε εδώ σε κάποια έκταση. Εξάλλου, παρατίθενται με επάρκεια στην πρωτόδικη απόφαση. Να υπενθυμίσουμε μόνον ότι για εκπλήρωση της πρώτης προϋπόθεσης απαιτείται απλώς η δικογραφημένη ανάδειξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση. Δεν πληρούν την πρώτη προϋπόθεση αγωγές στηριζόμενες σε βάσεις άγνωστες στον Νόμο ή και τη Νομολογία, όπου η συνέχιση τους θα απολήξει να είναι ανούσια και ενοχλητική (frivolous and vexatious), αλλά και απαιτήσεις όπου επιδιώκεται η απόδοση θεραπείας παράλογης ή απαράδεκτης (βλ. Mints κ.ά. ν. Shishkin, Πολ. Έφεση Ε69/2020 (σχ. με την Ε70/2020 και Ε71/2020 ημερ. 10/1/2024)). Στην προκειμένη περίπτωση - όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στις σελίδες 14 και 15 της απόφασης του - αναδεικνύεται σοβαρό ζήτημα για εκδίκαση στο δικόγραφο και έτσι πληρείται η πρώτη προϋπόθεση.
Σε ό,τι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, απαιτείται η κατάδειξη μιας ορατής πιθανότητας, μιας προοπτικής επιτυχίας της αγωγής. Το βάρος απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό και, εν πάση περιπτώσει, υπολείπεται ακόμα και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων (βλ. Hellenic Bank Public Company Ltd v. Alpha Panareti Public Ltd (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1235). Κατά την εξέταση της προϋπόθεσης αυτής γίνεται συσχέτιση της νομικής βάσης της αγωγής με την προσκομισθείσα, από πλευράς αιτητή, μαρτυρίας. Σταθμίζεται βέβαια και η αντίθετη εκδοχή του καθ' ου η αίτηση. Η υποκειμενική και εξαντλητική αξιολόγηση της μαρτυρίας, αλλά και η επιλογή εκδοχών και η εξαγωγή τελικών συμπερασμάτων θα πρέπει να αποφεύγεται. Αυτή είναι διεργασία που ανήκει στην κυρίως δίκη. Αυτού λεχθέντος, χωρίς να εξετάζεται η ουσία, κάποια αποτίμηση της αποδεικτικής δύναμης της μαρτυρίας εκείνου που ζητά τη θεραπεία, θα πρέπει να γίνεται από το Δικαστήριο (βλ. Λόρδος κ.ά. v. Σιακόλα κ.ά. Πολ. Έφεση Ε143/15, ημερ. 23.3.2017).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτει τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, της μεν εφεσίβλητης στις σελίδες 15-18 της δε εφεσείουσας 1 στις σελίδες 18-19, οι οποίοι συνοψίζονται ως ακολούθως:
Καταρχάς αναφέρει πως και οι δύο πλευρές αναγνωρίζουν την υπογραφή του MoU ημερ. 22.2.2022, Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση του ΑΠ που συνοδεύει την Αίτηση. Ο ΑΠ παραπέμπει στους όρους του MoU, σύμφωνα με τους οποίους οι εργασίες θα εκτελούνταν σε δύο φάσεις. Η πρώτη περιλάμβανε τη συμπλήρωση της καφετέριας εξωτερικά το αργότερο μέχρι τις 15.3.2022, με 10 μέρες χάρη, και η δεύτερη περιλάμβανε την πλήρη συμπλήρωση της καφετέριας, με πλήρη εξοπλισμό, και κουζίνας μέχρι τις 31.7.2022. Όλες οι εργασίες θα εκτελούνταν εντός των προαναφερόμενων χρονικών πλαισίων εκτός αν αυτά παρατείνονταν για λόγους πέραν του ελέγχου της εφεσίβλητης ή εξαιτίας της εφεσείουσας 1 ή κυβερνητικών πράξεων ή αποφάσεων ή για λόγους ανωτέρας βίας. Με την έναρξη των εργασιών της καφετέριας και αίθουσας υποδοχής η εφεσίβλητη όφειλε να πληρώσει το συμφωνηθέν ενοίκιο του ενοικιαζόμενου χώρου το οποίο συμφωνήθηκε στις €25.000,00 για το πρώτο έτος, €30.000,00 για το δεύτερο έτος και €35.000,00 για το τρίτο έτος, με 10 μέρες χάρη, και το ενοικιαστήριο έγγραφο θα περιλάμβανε ουσιαστικά τους όρους του MoU και θα ίσχυε για 10 έτη. Οι εργασίες θα ξεκινούσαν νοουμένου ότι θα εξασφαλίζονταν όλες οι απαιτούμενες άδειες από τις αρχές. Η εφεσείουσα 1 είχε υποχρέωση να βοηθήσει και υπογράψει όλα τα αναγκαία έγγραφα για την έκδοση αυτών και ο αρχιτέκτονας της θα βοηθούσε την εφεσίβλητη στην εξασφάλιση των αδειών. Η εφεσίβλητη είχε ήδη από τον Οκτώβριο του 2021 εγκαταστήσει και λειτουργήσει προσωρινό σταθμό (καντίνα) εξυπηρέτησης των φοιτητών και του προσωπικού του πανεπιστημίου ο οποίος θα αφαιρείτο με την πλήρη λειτουργία της καφετέριας. Τo MoU θα παρέμενε έγκυρο από τις 22.2.2022 μέχρι την υπογραφή του ενοικιαστηρίου εγγράφου.
Η εφεσείουσα 1 διόρισε ως αρχιτέκτονα τον θείο του εφεσείοντα 4 ο οποίος συμπλήρωσε τα σχέδια του συμφωνηθέντος έργου έναντι αμοιβής €10.000,00 τα οποία πληρώθηκαν από την εφεσίβλητη. Στη συνέχεια ο αρχιτέκτονας απαίτησε πολύ ψηλό ποσό αμοιβής για την επίβλεψη του έργου και κατάσταση ποσοτήτων. Κατόπιν διαβούλευσης μεταξύ τους τελικώς συμφωνήθηκε πολύ μικρότερο ποσό.
Σύμφωνα επίσης με τον ΑΠ στις 24.3.2022 η εφεσίβλητη απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα προς την εφεσείουσα 1 στο οποίο εξηγούσε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε, όπως η πανδημία και άλλες καθυστερήσεις, και ότι η καθυστέρηση στην έναρξη των εργασιών δεν οφειλόταν στην ίδια και δεν ήταν υπό τον έλεγχο της. Την πληροφορούσε δε ότι θα άρχιζε τις εργασίες στις 2.4.2022. Έτσι ζητούσε παράταση πληρωμής του ενοικίου καθότι δεν λειτουργούσε οτιδήποτε εκείνη την περίοδο. Στις 28.3.2022 η εφεσίβλητη έλαβε ηλεκτρονικό μήνυμα από τον εφεσείοντα 4, με κοινοποίηση σε διευθυντή της εφεσείουσας 1, στον οποίο έδιδε τελική προειδοποίηση τερματισμού του MoU σε περίπτωση που μέχρι τις 6.4.2022 οι εργασίες δεν ξεκινούσαν και δεν πληρωνόταν το συμφωνηθέν πρώτο ενοίκιο. Σε αντίθετη περίπτωση η εφεσίβλητη θα έπρεπε να παραδώσει ελεύθερη κατοχή του υποστατικού στις 7.4.2022. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 6.4.2022 και σε συνάντηση, μεταξύ του διευθυντή της εφεσίβλητης και των διευθυντών και του δικηγόρου της εφεσείουσας 1, συμφωνήθηκε το ενοίκιο του πρώτου έτους να πληρωθεί άμεσα αλλά η έναρξη του πρώτου ενοικίου να αρχίσει με την έναρξη του νέου πανεπιστημιακού έτους, ήτοι τον Σεπτέμβρη του έτους 2022, εφόσον και η εφεσείουσα 1 θα εκπλήρωνε τις δικές της υποχρεώσεις. Σημειώνει ότι η εφεσείουσα 1 είχε παραλείψει να προμηθεύσει την εφεσίβλητη με τα παραρτήματα Α και Β του MoU. Στην εν λόγω συνάντηση η εφεσείουσα 1 θα παρέδιδε τελική και γραπτή συμφωνία ενοικίασης κάτι το οποίο παρέλειψε να πράξει.
Περί τις αρχές Μαΐου 2022, σύμφωνα πάντα με τον ΑΠ, ο διευθυντής της εφεσίβλητης είχε συναντήσεις με τους εφεσείοντες και συζήτησαν το συνολικό υπολογιζόμενο κόστος του έργου, που ήταν γύρω στις €153.000,00 από τα οποία η εφεσίβλητη είχε ήδη πληρώσει €26.000,00 (η ορθότητα τους αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες). Ακολούθησε επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 11.5.2022 και σε νέα συνάντηση την ίδια ημέρα αξιωματούχοι της εφεσείουσας 1, συμπεριλαμβανομένου του εφεσείοντα 2, απολογήθηκαν για τη στάση κάποιων διευθυντών της εταιρείας και υπέβαλαν πρόταση για νέα συμφωνία συνεταιρισμού, στη βάση κοινής κοινοπραξίας και με διαμοιρασμό ανά ½ των κερδών χωρίς πληρωμή ενοικίου. Την ίδια μέρα η εφεσίβλητη απέστειλε επιστολή μέσω των δικηγόρων της απορρίπτοντας τον τερματισμό ως αβάσιμο και αντίθετο με τους όρους του MoU. Η εφεσίβλητη συνέχιζε στο μεταξύ τις εργασίες της. Την 20.5.2022 στάληκε η προτεινόμενη νέα συμφωνία την οποία η εφεσίβλητη μελέτησε και τελικά απέρριψε μέσω επιστολών της, Τεκμήρια 9 και 10. Στην επιστολή της ημερομηνίας 27.5.2022, Τεκμήριο 10, η εφεσίβλητη ζήτησε από την εφεσείουσα 1 να της υποδείξει τραπεζικό λογαριασμό για πληρωμή του συμφωνηθέντος ενοικίου. Μέχρι τότε δεν είχε εξασφαλιστεί οποιαδήποτε άδεια για την ανέγερση και λειτουργία των υποστατικών του έργου. Στις 30.5.2022 υπάλληλος της εφεσείουσας 1 εισήλθε στο χώρο και ανέφερε ότι πλέον η καφετέρια λειτουργεί από την εφεσείουσα 1. Σε άρνηση των υπάλληλων της εφεσίβλητης να συμμορφωθούν ο εφεσείων 4, που ήταν στο μέρος, τους είπε ότι η συμφωνία είχε τερματιστεί, το πανεπιστήμιο αναλάμβανε την διαχείριση της καφετέριας, έδωσε οδηγίες στη λογίστρια και υπάλληλο συντήρησης να αρχίσουν καταγραφή του αποθέματος και τους απείλησε ότι θα έφερνε ανθρώπους ιδιωτικής εταιρείας ασφάλειας για να τους διώξουν με τη βία, με αποτέλεσμα ο εργοδοτούμενος της εφεσίβλητης να εγκαταλείψει το μέρος υπό το φως των απειλών και νομικής συμβουλής. Με επιστολή τους ημερομηνίας 30.5.2022 οι δικηγόροι της εφεσείουσας 1 απάντησαν στην επιστολή ημερομηνίας 27.5.2022 εμμένοντας στα όσα αναφέρουν στην επιστολή τους ημερομηνίας 11.5.2022. Την 1.6.2022 η εφεσίβλητη κατήγγειλε αυτή τη συμπεριφορά της εφεσείουσας 1 στην αστυνομία. Ο ΑΠ επισυνάπτει διάφορα έγγραφα για τις δαπάνες και τα έξοδα τα οποία υπέστη η εφεσίβλητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων της, δυνάμει του MoU, συνολικού ύψους €172.490,34 και προσθέτει ότι η εφεσίβλητη προτίθετο να συνάψει νέες συμφωνίες εργολαβίας για έργα σε σχέση με την υπό κρίση καντίνα.
Η πλευρά της εφεσείουσας 1 ισχυρίστηκε, μέσω του διευθυντή της εφεσείοντα 4, ότι η εφεσίβλητη συστάθηκε στις 13.10.2021 και πριν τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας δεν ήταν εγγεγραμμένη στο ΦΠΑ και στο φόρο εισοδήματος, ενώ δεν κατέβαλλε κοινωνικές ασφαλίσεις για τους εργοδοτούμενους της. Η εφεσίβλητη δεν είχε τα σχέδια των παραρτημάτων Α και Β γιατί η εφεσείουσα 1 ουδέποτε την εφοδίασε με αυτά και δεν είχαν εξασφαλιστεί οι απαραίτητες άδειες από τις αρμόδιες αρχές για τις οποίες η εφεσίβλητη ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη. Επομένως, σύμφωνα με την εφεσείουσα 1, είναι η εφεσίβλητη που δεν εκτέλεσε τις υποχρεώσεις της γιατί δεν πλήρωσε τον αρχιτέκτονα ο οποίος ετοίμασε τα σχέδια από την 29.12.2021, τα οποία τελικά της απέστειλε την 12.4.2022 με υπενθύμιση για πληρωμή του λογαριασμού του. Κατά τον χρόνο υπογραφής του MoU, σύμφωνα πάντα με την εφεσείουσα 1, η πανδημία και οι συνέπειες της ήταν γνωστές στα συμβαλλόμενα μέρη, η εφεσίβλητη γνώριζε τον αριθμό των φοιτητών και ατόμων που θα εξυπηρετούσε, και είχε κάνει μελέτη βιωσιμότητας της επιχείρησης της, καθώς επίσης γνώριζε τα έξοδα του αρχιτέκτονα. Οι προβαλλόμενοι λόγοι καθυστέρησης για εκπλήρωση των υποχρεώσεων της δεν ήταν άγνωστοι και εκτός του ελέγχου της εφεσίβλητης αλλά αφορούσαν αποκλειστικά τη δική της συμπεριφορά. Ο χρόνος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της εφεσίβλητης ήταν ουσιώδης και η εφεσείουσα 1 συμφώνησε στην παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της μέχρι τις 6.4.2022. Όταν και πάλι η εφεσίβλητη δεν κατάφερε να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, η εφεσείουσα 1 προέβη στον τερματισμό. Η εφεσείουσα 1 προέβη σε έξοδα ύψους €21.876,03 για να καταστεί δυνατή η λειτουργία της προσωρινής καφετέριας, τα οποία έπρεπε να καταβάλει η εφεσίβλητη. Περαιτέρω, ήταν θέση της εφεσείουσας 1 ότι η εφεσίβλητη δεν κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό για ρεύμα και νερό, τα οποία η εφεσείουσα 1 επωμιζόταν από τον Σεπτέμβριο του έτους 2021 μέχρι και τον τερματισμό της συμφωνίας. Αναγνώριζε πως, με βάση τα έγγραφα που παρουσίαζε η εφεσίβλητη, αυτή κατέβαλε το ποσό των €18.998,00, όχι όμως για τις ανάγκες του πανεπιστημίου.
Εξετάζοντας τη δεύτερη προϋπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Έχει ήδη λεχθεί ότι σε αυτό το ενδιάμεσο στάδιο και για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν ισχυρισμών και σε οποιαδήποτε τελικά συμπεράσματα. Επομένως, δεν δύναται ούτε και δικαιούται να υπεισέλθει σε αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας. Στο παρόν στάδιο το Δικαστήριο περιορίζεται να αναφέρει πως οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν είναι τέτοιοι που να θεωρηθεί ότι δεν έχουν οποιαδήποτε προοπτική επιτυχίας. Κατ΄ αρχάς και οι δύο πλευρές βασίζονται στους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, του ΜoU, Τεκμήριο 1. Η Ενάγουσα επικαλείται παράβαση των όρων εκ μέρους της Εναγομένης 1 και αδυναμία συμμόρφωσης της εντός της προθεσμίας για λόγους πέραν του δικού της ελέγχου, ενώ η Εναγομένη 1 ισχυρίζεται ότι είναι η Ενάγουσα που δεν συμμορφώθηκε με τις υποχρεώσεις της δυνάμει της επίδικης συμφωνίας και δεν επικαλείται λόγους άγνωστους, απρόβλεπτους και πέραν του ελέγχου της για να δικαιολογείται η όποια παράταση. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την Εναγομένη 1, ενώ της έδωσε παράταση λίγων ημερών και πάλι η Ενάγουσα δεν κατάφερε να εκπληρώσει τα συμφωνηθέντα, εξ ου και η Εναγομένη 1 προχώρησε στον τερματισμό. Εδώ σημειώνεται πως η προβολή από την Εναγομένη 1 ενεργειών της Ενάγουσας που προηγήθηκαν της υπογραφής του ΜoU για να καταδείξει την παράλειψη εκτέλεσης των υποχρεώσεων της φαίνεται να μην αφορά την επίδικη συμφωνία και τους λόγους που οδήγησαν στον τερματισμό της από την Εναγομένη 1.
Με βάση τους εν λόγω ισχυρισμούς όπως αυτοί προβάλλονται από τις δύο πλευρές και χωρίς αξιολόγηση τους, διαφαίνεται ότι ενώ η Εναγομένη 1 επικαλείται τη μη νομότυπη και νόμιμη δράση της Ενάγουσας στα πλαίσια εκτέλεσης της επίδικης συμφωνίας, εντούτοις η Εναγομένη 1 προχώρησε στην υπογραφή του ΜoU, δεν αναφέρει τέτοιο γεγονός ως λόγο για τον τερματισμό αυτού και μάλιστα προτείνει την υπογραφή νέας συμφωνίας μεταξύ τους για την ανέγερση, λειτουργία και διαχείριση της ίδιας καφετέριας, Επιπλέον, διαφαίνεται πως η Ενάγουσα ξεκίνησε τις εργασίες στις 6.4.22, όπως απεικονίζονται στις φωτογραφίες Τεκμήριο 7, και επικαλείται προφορική συμφωνία μεταξύ της και της Εναγομένης 1 για έναρξη της καταβολής ενοικίου τον Σεπτέμβριο του 2022. Μάλιστα, ενώ η Εναγομένη 1 ισχυρίζεται ότι οι εργασίες γίνονται χωρίς την έκδοση των απαιτούμενων αδειών, διαφαίνεται πως ακόμα και μετά τον τερματισμό η ίδια επιθυμεί τη συνέχιση της συνεργασίας των μερών με την πρόταση της νέας συμφωνίας στις 20.5.22, Τεκμήριο 8. Αξίζει να σημειωθεί πως ενώ στο ΜoU περιλαμβάνεται όρος πως η συμφωνία ενοικίασης θα αποτελείται από ουσιαστικά τους ίδιους όρους ως το ΜoU, η προτεινόμενη νέα συμφωνία περιλαμβάνει νέους όρους ως προς τον τρόπο χρήσης και πληρωμής για την καφετέρια.
Η προβαλλόμενη από την Εναγομένη 1 μη πληρωμή του αρχιτέκτονα για τα σχέδια δεν φαίνεται να έχει τελικώς επηρεάσει την εκτέλεση των εργασιών εφόσον είναι κοινώς παραδεκτό ότι τα σχέδια έχουν παραδοθεί στην Ενάγουσα. Και τούτο παρά την κάποια αντιφατικότητα στους ισχυρισμούς του ΑΠ στις δύο ένορκες δηλώσεις του για το θέμα της καταβολής της αμοιβής του αρχιτέκτονα για τα σχέδια. Επίσης, τα έγγραφα τα οποία η Ενάγουσα παρουσιάζει ως Τεκμήρια 12-13 τείνουν να καταδείξουν την πληρωμή για εργασίες της καφετέριας, καθότι αυτά αφορούν, μεταξύ άλλων, σε εργοδότηση υπαλλήλων, με δεδομένο ότι η μοναδική δραστηριότητα της Ενάγουσας στην Κύπρο είναι στη βάση της υπό κρίση συμφωνίας και περιλαμβάνουν έγγραφα, όπως προσφορές, τιμολόγια και αποδείξεις, με ρητή αναφορά στο Πανεπιστήμιο. Σημειώνεται πως οι Καθ' ων δέχονται την πληρωμή μέρους του εν λόγω ποσού από την Ενάγουσα. Ο Καθ' ου περιορίζεται σε μια απλή καταγραφή-κατάσταση των πληρωμών τις οποίες η Εναγομένη 1 κατ' ισχυρισμό έχει κάνει για τις ίδιες εργασίες, χωρίς να παρουσιάζει οποιοδήποτε έγγραφο προς υποστήριξη αυτών. Τέλος, η θέση του Καθ' ου για την πρόσφατη ίδρυση της Ενάγουσας δεν αντικρούεται από την Αιτήτρια, πλην όμως o ΑΠ ισχυρίζεται στην αρχική του δήλωση πως τα άτομα που ασκούν έλεγχο επί της Ενάγουσας έχουν 15ετή πείρα στην υπηρεσία παρασκευής και πώλησης παντός είδους φαγητού και στη συμπληρωματική του δήλωση πως η μόνη δραστηριοποίηση της Ενάγουσας στην Κύπρο είναι οι υποχρεώσεις της δυνάμει της επίδικης συμφωνίας.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, διαφαίνεται ότι οι ισχυρισμοί της Ενάγουσας υποστηρίζονται από έγγραφα και από το σύνολο των γεγονότων και γενικότερα τη στάση της Εναγομένης 1. Η Εναγομένη 1 προβάλλει τους δικούς της ισχυρισμούς οι οποίοι δεν φαίνεται να συνάδουν με τη θέση της έναντι της ίδιας της ύπαρξης και λειτουργίας της Ενάγουσας και περί μη τήρησης των συμφωνηθέντων εκ μέρους της και συνακόλουθα του τερματισμού της επίδικης συμφωνίας. Επιπλέον κάποιοι ισχυρισμοί της Εναγομένης 1 παραμένουν απλοί ισχυρισμοί οι οποίοι δεν φαίνεται να βρίσκουν έρεισμα στα έγγραφα τα οποία η ίδια παρουσιάζει. Σαφώς η μαρτυρία θα προσκομιστεί κατά την ακρόαση και θα τύχει αξιολόγησης για σκοπούς κατάληξης σε τελικά ευρήματα, πλην όμως αυτό δεν αναιρεί την υποχρέωση παρουσίασης και σε αυτό το στάδιο εκείνης της μαρτυρίας η οποία, για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας, τείνει να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς της κάθε πλευράς και καταδείξει την πιθανότητα επιτυχίας τους.
Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου με αναφορά στην επίδικη συμφωνία αφορούν και περιορίζονται στην Εναγομένη 1 η οποία είναι το συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία με την Ενάγουσα. Σύμφωνα με τον αναντίλεκτο ισχυρισμό του ΑΠ, οι Εναγόμενοι 2-5 είναι οι διευθυντές της Εναγομένης 1, οι οποίοι φέρονται να έχουν συμμετοχή στα γεγονότα υπό την εν λόγω ιδιότητα τους και όχι ως συμβαλλόμενα στη συμφωνία μέρη, πλην της αποδιδόμενης σε αυτούς παράνομης επέμβασης και αυθαίρετης και παράνομης συμπεριφοράς να εκδιώξουν την Ενάγουσα με τη χρήση βίας. Δεν συμφωνώ συνεπώς ότι υφίσταται ορατή πιθανότητα επιτυχίας για τους Εναγόμενους 2-5 σε σχέση με τις αξιώσεις της Ενάγουσας αναφορικά με την επίδικη συμφωνία.
Υπό αυτή την έννοια, το Δικαστήριο ικανοποιείται πως η Ενάγουσα έχει καταφέρει να καταδείξει ορατή προοπτική επιτυχίας της απαίτησης της σε σχέση με την επίδικη συμφωνία εναντίον της Εναγομένης 1 σε περίπτωση προώθησης των ισχυρισμών της στα πλαίσια ακρόασης της Αγωγής.»
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κινήθηκε μέσα στα όρια που θέτει η νομολογία και το ότι το συμπέρασμα του ήταν εύλογο, υπό τις περιστάσεις, έχοντας υπόψη το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε το επιλήψιμο στον τρόπο με τον οποίο προσέγγισε το ζήτημα και κρίνουμε ότι το συμπέρασμα του περί ικανοποίησης της δεύτερης προϋπόθεσης ήταν ορθό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εντόπισε την αντιφατικότητα στις ένορκες δηλώσεις του Α.Π. αναφορικά με το θέμα της καταβολής της αμοιβής του αρχιτέκτονα, όμως δεν την θεώρησε ουσιώδη, συμπέρασμα που κρίνουμε εύλογο υπό τις περιστάσεις, αφού όπως εξηγεί στην απόφαση του δεν φαίνεται να επηρέασε τελικά την εκτέλεση των εργασιών ενώ τα αρχιτεκτονικά σχέδια παραδόθηκαν στην εφεσίβλητη.
Η τρίτη προϋπόθεση ως γνωστό αφορά στη δυσκολία ή αδυναμία απονομής πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Τούτο έχει συνδεθεί με την επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων, χωρίς αυτό να είναι απόλυτα ακριβές, αφού η έννοια της δικαιοσύνης δεν περιορίζεται στα στεγανά της υλικής ζημιάς. Η δικαιοσύνη ταυτίζεται με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία.
Σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
«Τα εκδοθέντα διατάγματα διασφαλίζουν τη διατήρηση της κατοχής και λειτουργίας της προσωρινής καφετέριας και τη συνέχιση της ανέγερσης με προοπτική τη λειτουργία και διαχείριση της μόνιμης καφετέριας συμφώνως των όρων της μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, μέχρι την τελική απόφαση της ισχύος ή μη αυτής στα πλαίσια της Αγωγής.
Σε περίπτωση μη οριστικοποίησης των αιτούμενων διαταγμάτων, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απώλειας της δυνατότητας συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της Ενάγουσας, η οποία είναι και η μοναδική στην Κύπρο, και απώλειας του ενδεχομένου επιτυχίας στη βασική της αξίωση για την ισχύ και εφαρμογή της συμφωνίας. Έτσι, υπάρχει ο κίνδυνος η Ενάγουσα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά η οποία δεν περιορίζεται μόνο στην υλική ζημιά αφού έχει ήδη καταβάλει έξοδα και συμβληθεί με εργολάβους και αναμένει και προβλέπει μεγάλο κέρδος, σύμφωνα με τη σχετική μελέτη και ή υπολογισμούς της Ενάγουσας, Τεκμήριο 15 στην αρχική ένορκη δήλωση του ΑΠ αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, η ζημιά επεκτείνεται και στη συνέχιση των μοναδικών εργασιών της ίδιας της εταιρείας στην Κύπρο. Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κυρισάββας κ.ά. v. Κίζη (ανωτέρω), o χρηματικός παράγοντας δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψιν αλλά και άλλα μεταβλητά κριτήρια, όπως στην προκειμένη περίπτωση η συνέχιση της εμπορικής δραστηριότητας της Ενάγουσας.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου καταρρίπτουν τη θέση των Καθ' ων πως τυχόν έκδοση ή οριστικοποίηση των διαταγμάτων παραβιάζει την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, καθότι το Δικαστήριο ακριβώς λαμβάνει υπόψιν τη σύμβαση την οποία τα ίδια τα μέρη επέλεξαν να συνάψουν με τους όρους όπως οι ίδιοι τους συμφώνησαν. Σχετικά παραπέμπω στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, Π.Γ. Πολυβίου, Έκδοση 2021, Τόμος B, σελ. 773.
Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρώ ότι στην προκειμένη περίπτωση εν πάση περιπτώσει οι αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν επαρκή θεραπεία από τη στιγμή που πέραν της ενδεχόμενης απώλειας της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, η Ενάγουσα έχει καταδείξει πως η Εναγομένη 1 δεν είναι ικανή να την αποζημιώσει εφόσον πρόκειται για μια μικρή εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο 1000 μετοχών αξίας €1 εκάστη και σίγουρα μικρού οικονομικού εκτοπίσματος, Τεκμήριο 14 στην αρχική ένορκη δήλωση του ΑΠ. Αυτός ο ισχυρισμός δεν αντικρούεται επαρκώς παρά μόνο προβάλλεται μια γενική αναφορά ότι όλοι οι Εναγόμενοι είναι φερέγγυοι και δύνανται να αποζημιώσουν την Ενάγουσα σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής. Τέτοιος ισχυρισμός παραμένει παντελώς γενικός και αόριστος και ως τέτοιος δεν καταδεικνύει την οικονομική κατάσταση ή την όποια ικανότητα αποζημίωσης εκ μέρους των Εναγομένων.»
Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το ζήτημα της τρίτης προϋπόθεσης εντός των ορθών παραμέτρων που θέτει η νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εντόπισε τη σημασία της κατοχής του χώρου σε σχέση με το MoU και τις αξιώσεις της εφεσίβλητης. Πέραν της Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1(Β) ΑΑΔ 1245, στην οποία κάνει αναφορά το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα Διατάγματα, Injunctions (ανωτέρω), σελ. 131-141, όπου αναφέρεται ότι η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με τη στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με την ευρύτερη προστασία των δικαιωμάτων του αιτούμενου τη θεραπεία. Η τρίτη προϋπόθεση δεν έχει σχέση με τις επιπτώσεις που ενδεχομένως να προκύψουν στους διαδίκους από την έκδοση ή μη του διατάγματος, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη σε άλλο στάδιο, όπου το Δικαστήριο θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια αν θα εκδώσει ή όχι το διάταγμα. Όπου η ζημιά ή η βλάβη συνεχίζει και η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν αναμένεται να είναι ικανή να αποζημιώσει τον αιτούντα, ή όπου υπάρχει αδυναμία στον καθορισμό έκτασης της ζημιάς, θεωρούνται περιστάσεις που σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνονται υπόψη και συνηγορούν υπέρ της ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης (βλ. επίσης M & Ch Mitsingas Trading Ltd κ.ά. ν. The Timberland Co. (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1791, Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1 (Γ) 1980, MELOUSKIA COMMERCIAL LTD κ.ά. v. CHUMACHENKO κ.ά. (2014) 1(Γ) ΑΑΔ 2110, Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ.ά. (ανωτέρω), Σταυράκης κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 1(Α) ΑΑΔ 731, Karydas Taxi Co. Ltd v. Komodikis (1975) 1 CLR 321 και Κυρίλλου ν. Λάμπρου (2004) 1 (Γ) ΑΑΔ 1528).
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν σχολιάζει τη θέση της εφεσείουσας 1 πως η εφεσίβλητη κατά τον χρόνο πριν από τον τερματισμό της επίδικης συμφωνίας δεν ήταν εγγεγραμμένη στο ΦΠΑ και στον Φόρο Εισοδήματος, ενώ δεν κατέβαλλε κοινωνικές ασφαλίσεις στους εργοδοτουμένους της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε υπόψη του την πιο πάνω θέση κατά τη στάθμιση των θέσεων των δύο πλευρών όταν εξέταζε το ζήτημα της τρίτης προϋπόθεσης, αφού καταγράφει τη θέση αυτή ως θέση της εφεσείουσας 1. Σχολιάζει, ακόμα, ότι η εφεσίβλητη είχε ιδρυθεί πρόσφατα, όμως τα άτομα που ασκούσαν έλεγχο επ' αυτής είχαν δεκαπενταετή πείρα παρασκευής και πώλησης παντός είδους φαγητού και ότι η μόνη δραστηριοποίηση της εφεσίβλητης στην Κύπρο ήταν δυνάμει της επίδικης συμφωνίας. Έλαβε, επίσης, υπόψη το περιεχόμενο των τεκμηρίων 12, 12Α, 12Β, 13 και 15. Το περιεχόμενο των τεκμηρίων αυτών θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένδειξη των ενεργειών στις οποίες προέβη η εφεσίβλητη για την εκτέλεση των υποχρεώσεων της δυνάμει του MoU και όχι με την αυστηρή προσέγγιση απόδειξης ειδικών ζημιών ως η θέση της εφεσείουσας 1, η οποία αμφισβητεί το ακριβές ποσό της δαπάνης δυνάμει του τεκμηρίου 13.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνουμε ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, σε περίπτωση μη οριστικοποίησης των προσωρινών διαταγμάτων, υπήρχε σοβαρός κίνδυνος απώλειας της δυνατότητας συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εφεσίβλητης και απώλειας του ενδεχομένου επιτυχίας στη βασική της αξίωση για την ισχύ και εφαρμογή της συμφωνίας και, κατά συνέπεια, να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις. Η πλευρά της εφεσείουσας 1 δεν κατάφερε να καταδείξει ότι η ζημιά που επικαλείτο η εφεσίβλητη ήταν ζημιά που μπορούσε να αποκατασταθεί μεταγενέστερα σε χρήμα, αφού δεν παρουσίασε οποιοδήποτε πειστικό επιχείρημα για υποστήριξη της θέσης αυτής και περιορίστηκε στην αμφισβήτηση των θέσεων της εφεσίβλητης, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Συνεπεία των πιο πάνω, κρίνουμε πως η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση ήταν εύλογη και ορθή, υπό τις περιστάσεις, και κατ' επέκταση οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμόν 2 και 5 απορρίπτονται.
Όσον αφορά τον έκτο λόγο έφεσης, είναι γεγονός ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη κατέδειξε πως η εφεσείουσα 1 δεν είναι ικανή να την αποζημιώσει εφόσον πρόκειται, σύμφωνα με το τεκμήριο 14 στην αρχική δήλωση του ΑΠ, για μια μικρή εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο 1000 μετοχών αξίας ενός ευρώ εκάστη και σίγουρα μικρού οικονομικού εκτοπίσματος δεν είναι, με κάθε σεβασμό, ορθή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξομοίωσε την οικονομική επιφάνεια της εφεσείουσας 1 με το μετοχικό της κεφάλαιο. Στην ουσία κανένα οικονομικό στοιχείο υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με ανικανότητα της εφεσείουσας 1 να αποζημιώσει την εφεσίβλητη σε περίπτωση έκδοσης απόφασης υπέρ της.
Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε ως παντελώς γενικό και αόριστο τον ισχυρισμό της εφεσείουσας 1 ότι όλοι οι εφεσείοντες είναι φερέγγυοι και δύναται να αποζημιώσουν την εφεσίβλητη σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως δεν φαίνεται να έλαβε υπόψη του ότι ο εφεσείοντας 4 ταυτόχρονα με τον πιο πάνω ισχυρισμό του στην ένορκη δήλωση του καλούσε την εφεσίβλητη να τον αντεξετάσει σε σχέση με τον ισχυρισμό του αυτό. Η πλευρά της εφεσίβλητης δεν προέβη σε οποιοδήποτε σχόλιο στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του ΑΠ σε σχέση με τον ισχυρισμό αυτό του εφεσείοντα 4, στοιχείο που το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει. Υπενθυμίζουμε ότι η ακρόαση της Αίτησης διεξήχθη στη βάση ενόρκων δηλώσεων χωρίς να αντεξεταστούν οι ομνύοντες στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την Αίτηση και την ένσταση.
Η κρίση, επομένως, του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα της φερεγγυότητας ή όχι της εφεσείουσας 1 ελέγχεται, γεγονός που οδηγεί στην επιτυχία του έκτου λόγου έφεσης. Η επιτυχία όμως του έκτου λόγου έφεσης δεν μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία της έφεσης, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως επεξηγούμε αναλυτικά πιο πάνω, αποφάσισε ήδη ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση, γιατί οι αποζημιώσεις δεν θα αποτελούσαν, σε κάθε περίπτωση, επαρκή θεραπεία. Η κρίση, δηλαδή, του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τη φερεγγυότητα της εφεσείουσας 1 ήταν εκ του περισσού και η διαπίστωση ότι αυτή η κρίση του δεν ήταν ορθή δεν επηρεάζει τον πυρήνα της κρίσης του σε σχέση με την τρίτη προϋπόθεση, ο οποίος παρέμεινε αλώβητος.
Απομένουν οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμόν 1 και 7 οι οποίοι θα εξεταστούν μαζί λόγω συνάφειας.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα, αντινομικά και κατά παράβαση των αρχών που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας και την αρχή της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, εξέδωσε απαγορευτικά διατάγματα άνευ όρων ή και όρου, χωρίς ταυτόχρονα να διασφαλίσει τα δικαιώματα των καθ' ων η αίτηση - εφεσειόντων.
Με τον έβδομο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αντινομικά παρέλειψε να εξετάσει ή και εξέτασε ελλιπώς, και άνευ πλήρους αιτιολόγησης, εάν είναι δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις να οριστικοποιήσει τα μονομερώς εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, ή και να σταθμίσει στα πλαίσια του ισοζυγίου της ευχέρειας αναφορικά με το ποιος από τους διαδίκους αντιμετωπίζει πιθανότητα πρόκλησης μεγαλύτερης ζημιάς. Υποστηρίζεται από πλευράς εφεσείουσας 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε εσφαλμένα τα ενώπιον του γεγονότα εξετάζοντας μόνο τις συνέπειες που θα είχε η μη οριστικοποίηση των εκδοθέντων διαταγμάτων σε βάρος της εφεσίβλητης παραλείποντας να αξιολογήσει και να σταθμίσει τη ζημιά που υπόκειται και έχει υποστεί η εφεσείουσα 1.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα ως ακολούθως:
«Θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις και το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει σαφώς υπέρ της Αιτήτριας η οποία επιδιώκει βασικά τη διατήρηση της προτέρας του τερματισμού κατάστασης πραγμάτων μέχρι την τελική απόφαση του Δικαστηρίου επί της ουσίας της Αγωγής (βλ. Κουνούνα v. C. & A. Simonos Ltd (2002 1 (Β) Α.Α.Δ. 1361). Τα εν λόγω απαγορευτικά διατάγματα αποσκοπούν στη διατήρηση της διαχείρισης της καφετέριας στην Ενάγουσα μεν αλλά τη συνέχιση ισχύος της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις εκατέρωθεν.»
Οι λόγοι αυτοί έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας λαμβάνοντας υπόψη του τις γενικές αρχές κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας που είναι οι ανάγκες της δικαιοσύνης σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης και κατά πόσο θα έπρεπε να διατηρηθεί η κατάσταση που επικρατούσε πριν η εφεσείουσα 1 αρχίσει τη δραστηριότητά της (status quo ante) [βλ. Σύγγραμμα «Διατάγματα, Injunctions» (ανωτέρω), σελ. 142-162, Κοσμά ν. Χατζηκυπρή κ.ά. (2000) 1 (Α) ΑΑΔ 169]. Δεν συμφωνούμε με την πλευρά της εφεσείουσας 1 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις θέσεις της. Όπως προκύπτει από το σκεπτικό του Δικαστηρίου αυτό, αφού παρέθεσε τις θέσεις των δύο πλευρών, έλαβε υπόψη του τους διάφορους σχετικούς παράγοντες και άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια διασφαλίζοντας το status quo ante.
Κρίνουμε ότι η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε αιτιολογημένα και κινήθηκε εντός των ορίων που ορίζει η νομολογία, ως εκ τούτου δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης μας.
Όπως άλλωστε έχει λεχθεί στην Χαραλάμπους ν. K&T Andreou Ltd κ.α. (2002) 1(Β) ΑΑΔ 1296:
«Το Εφετείο δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Όπως αναφέρει ο Πικής, Π. στην υπόθεση Milouca, "εφόσον η διακριτική ευχέρεια ασκείται με αναφορά στους παράγοντες που, κατά φυσιολογική συνέπεια, επενεργούν στην άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει· δεν υποκαθιστά το πρωτόδικο Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο νόμος. Αυτή παραμένει στο Δικαστήριο (πρωτόδικο) στο οποίο εναποτίθεται. Είναι υπό το πρίσμα αυτής της πραγματικότητας που αναθεωρείται η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου από το Εφετείο. (Βλ. Νεάρχου ν. Χαραλάμπους (1991) 1 Α.Α.Δ. 962)."
Το Ανώτατο Δικατήριο είναι πολύ προσεκτικό στο να επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας κατώτερου Δικαστηρίου. Επεμβαίνει μόνο στην απόφαση του εάν υπάρχει πλάνη ως προς τα γεγονότα, σφάλμα νόμου ή αρχής δικαίου ή εάν η άσκηση της διακριτικής εξουσίας είναι καθαρά εσφαλμένη (Βλ. Νεάρχου (πιο πάνω) και Stylianou v. Stylianou (1988) 1 C.L.R. 529).»
(βλ. επίσης Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 323, Κολάνη ν. Ταμπούρα (2009) 1(B) ΑΑΔ 1285).
Το Δικαστήριο δεν έθεσε οποιουσδήποτε όρους κατά την οριστικοποίηση των προσωρινών διαταγμάτων. Υποδεικνύουμε όμως ότι δεν είχε γίνει οποιαδήποτε σχετική εισήγηση εκ μέρους της εφεσείουσας 1 κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Μέσω του περιγράμματος αγόρευσής της, η εφεσείουσα 1 εισηγείται ότι σε περίπτωση μη ακύρωσης των προσωρινών διαταγμάτων όπως το Εφετείο προχωρήσει σε τροποποίησή τους θέτοντας όρο όπως η εφεσίβλητη εκπληρώσει τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις. Η Δ.41 Κ.12 (1) (2) (α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, προνοεί ότι το Εφετείο έχει τις εξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου, ως επίσης έχει εξουσία να επικυρώνει, παραμερίζει ή διαφοροποιεί διάταγμα ή απόφαση η οποία εκδόθηκε από κατώτερο Δικαστήριο. Θεωρούμε ότι η διάταξη αυτή θα πρέπει να εφαρμόζεται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες στην παρούσα περίπτωση απουσιάζουν, αφού: (α) δεν υπήρξε τέτοιο αίτημα ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (β) η πλευρά της εφεσείουσας 1 δεν αναπτύσσει το ζήτημα αυτό στο περίγραμμα αγόρευσης της, δεν προβάλλει δηλαδή οποιαδήποτε επιχειρήματα ή λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος αυτού παρά μόνο αναφέρει ότι «μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν τεθεί όρος στη διατήρηση του προσωρινού διατάγματος σε ισχύ, πως θα ισχύει εφόσον οι ενάγοντες-εφεσίβλητοι εκπληρώνουν τις δικές τους συμβατικές υποχρεώσεις». Υπενθυμίζουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προνόησε για το ζήτημα αυτό αφού αναφέρει στην απόφαση του, κατά την εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας, ότι τα εκδοθέντα και οριστικοποιηθέντα διατάγματα «αποσκοπούν στη διατήρηση της διαχείρισης της καφετέριας στην ενάγουσα μεν αλλά τη συνέχιση της ισχύος της συμφωνίας και τις υποχρεώσεις εκατέρωθεν» και
(γ) σε προηγούμενη μας ενδιάμεση απόφαση, στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης, ημερομηνίας 4/12/2024, η πλευρά της εφεσίβλητης είχε αιτηθεί απόρριψη, είτε αναστολή, της παρούσας έφεσης, λόγω κατάχρησης διαδικασίας, επειδή η εφεσείουσα 1 βρισκόταν σε παρακοή των ως άνω προσωρινών διαταγμάτων και είχε ήδη καταδικαστεί σε παρακοή, δυνάμει σχετικής πρωτόδικης απόφασης, ενώ εκκρεμούσε άλλη μεταγενέστερη αίτηση για τον ίδιο λόγο. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της απόφασής μας ημερομηνίας 4/12/2024, με την οποία απορρίψαμε το αίτημα της εφεσίβλητης, για τους λόγους που εξηγούμε σε αυτήν, γεγονός παραμένει ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η εφεσείουσα 1 κρίθηκε, την 28/6/2023, ένοχη παρακοής και ότι εκκρεμεί άλλη αίτηση παρακοής για τα ίδια διατάγματα. Βέβαια δεν μας διαφεύγει ότι η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος ημερομηνίας 28/6/2023 έχει εφεσιβληθεί τόσο από την εφεσείουσα 1, όσον αφορά την επιτυχία της αίτησης, όσο και από την εφεσίβλητη, με αντέφεση, όσον αφορά την ποινή που έχει επιβληθεί. Η έφεση εκκρεμεί ως επίσης και η μεταγενέστερη αίτηση παρακοής. Δεν επιθυμούμε να προδικάσουμε είτε το αποτέλεσμα της έφεσης ενώπιον του Εφετείου, είτε το αποτέλεσμα της μεταγενέστερης αίτησης παρακοής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Είναι όμως δεδομένο ότι το κατά πόσο η εφεσείουσα 1 βρίσκεται ή όχι σε παρακοή είναι αμφισβητούμενο από τους διαδίκους. Δεν έχουμε δηλαδή ενώπιον μας οποιαδήποτε αδιαμφησβήτητα στοιχεία ότι σήμερα η εφεσείουσα 1 βρίσκεται ή όχι σε παρακοή. Από τη στιγμή, επομένως, που τίθεται ζήτημα μη συμμόρφωσης της εφεσείουσας 1 με τα εκδοθέντα προσωρινά διατάγματα, τα οποία έχουν οριστικοποιηθεί, ανεξάρτητα από το αν θα προχωρούσαμε ή όχι στην εισηγούμενη τροποποίηση, δεν θα ήταν ορθό να εξετασθεί τροποποίησή τους.
Με βάση τα πιο πάνω, οι λόγοι έφεσης υπ' αριθμόν 1 και 7 απορρίπτονται.
Με τον δέκατο λόγο έφεσης προβάλλεται εκ μέρους των εφεσειόντων 2-5 ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ή και αδικαιολόγητα ή και αντινομικά άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά τα έξοδα της ενώπιον του διαδικασίας για τους εφεσείοντες 2-5/καθ' ων η αίτηση 2-5. Προς υποστήριξη του λόγου αυτού έφεσης αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσειόντων 2-5 παρά την απόρριψη της Αίτησης εναντίον τους, και δεν έλαβε υπόψη του το στοιχείο αυτό, ως επίσης το γεγονός ότι τα έξοδα προκλήθηκαν αποκλειστικά από τη διαδικαστική συμπεριφορά της εφεσίβλητης και έλαβε υπόψη ως κριτήριο το γεγονός της κοινής εκπροσώπησης από τους ίδιους δικηγόρους, που δεν είναι κριτήριο στο θέμα της επιδίκασης εξόδων.
Υποδεικνύουμε καταρχάς, σε σχέση με αυτό το λόγο έφεσης, ότι κατά την εξέταση της αίτησης την 9/6/2022, το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την έγκριση της αίτησης μονομερώς και την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων τα οποία θα περιορίζονταν στην εφεσείουσα 1 ή και τους αντιπροσώπους ή και υπαλλήλους ή και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ελκύει εξουσία από αυτήν, εφόσον η εφεσείουσα 1 ήταν η αντισυμβαλλόμενη εταιρεία και το οποίο, εν πάση περιπτώσει, θεώρησε ότι καλύπτει οποιοδήποτε αξιωματούχο ή και διευθυντή της εφεσείουσας 1, ως αντιπρόσωπο ή και πρόσωπο που ελκύει εξουσία από αυτήν. Ως εκ τούτου προχώρησε στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναφορικά με την εφεσείουσα 1 δίδοντας οδηγίες όπως παρασχεθεί εγγύηση εκ μέρους της εφεσίβλητης ύψους €100.000,00 για κάλυψη οποιωνδήποτε τυχόν ζημιών ήθελαν προκληθεί από την έκδοση των διαταγμάτων. Τα προσωρινά διατάγματα ορίστηκαν επιστρεπτέα 21/6/2022. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά ούτε όρισε την αίτηση για επίδοση σε σχέση με τους εφεσείοντες 2-5. Ουσιαστικά την απέρριψε σε σχέση με αυτούς. Η δε ένσταση που καταχωρήθηκε σε σχέση με την Αίτηση αφορούσε μόνο την εφεσείουσα 1, αφού ρητά αναφέρεται σε αυτή «ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ ΠΕΡΙ ΠΡΟΘΕΣΕΩΣ ΕΝΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ 1 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 09/06/2022» και ότι «Οι καθ΄ων η αίτηση 1 προτίθενται να ενστούν στην Αίτηση των Αιτητών ημερομηνίας 9/6/2022». Η ένσταση βέβαια υπογράφεται από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν την εφεσείουσα 1 και ενώπιον του Εφετείου και οι οποίοι αναφέρονται ως «Δικηγόροι Εναγόμενων 1, 2 και 5». Το στοιχείο όμως αυτό δεν διαφοροποιεί το γεγονός ότι η ένσταση καταχωρήθηκε μόνο εκ μέρους της εφεσείουσας 1.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη σελίδα 2 της εκκαλούμενης απόφασης, ότι η αίτηση ορίστηκε για επίδοση αναφορικά με τους εφεσείοντες 2-5 φαίνεται να οφείλεται σε παραδρομή ή αβλεψία. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά του στη σελίδα 25 της εκκαλούμενης απόφασης ότι «η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται αναφορικά με τους εναγόμενους 2-5».
Από τη στιγμή που η αίτηση δεν ορίστηκε για επίδοση όσον αφορά τους εφεσείοντες 2-5 και δεν καταχωρήθηκε ένσταση εκ μέρους τους, δεν θα μπορούσε να δοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα σε σχέση με αυτούς. Επομένως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όσον αφορά τους εφεσείοντες 2-5 όπως μη εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα αναφορικά με αυτούς, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα πιο πάνω.
Με βάση τα πιο πάνω ο δέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Συνακόλουθα η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €5.100,00 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας 1. Όσον αφορά τους εφεσείοντες 2 έως 5 καμία διαταγή για έξοδα.
Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.
Α. ΚΟΝΗΣ, Δ.
Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.