ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. Ε47/21)

21 Μαρτίου 2025

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

                  

Σολωμός Αργυρού

Εφεσείων

ν.

1.   Άνκα Ζαφίροβα Iανακίεβα

2.   Γιάννα Στογιάνοβα Ιανακίεβα

3.   Στογιάν Ιανακίεβ

Για εφεσείοντα: κ. Παρασκευάς Καύκαρος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Για εφεσίβλητους: κα Ιωάννα Νεοφύτου για Μούζουρου & Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/1964).

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή του εφεσείοντα εναντίον των εφεσιβλήτων, αφού έγιναν αποδεκτές οι προδικαστικές ενστάσεις των εφεσιβλήτων για την ύπαρξη δεδικασμένου και κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας από τον εφεσείοντα.

Με την εν λόγω αγωγή του, ο εφεσείων ζητούσε την έκδοση διατάγματος που να αναγνωρίζει ότι είναι ο αποκλειστικός δικαιούχος κατοχής και εκμετάλλευσης της επίδικης οικίας στην οδό Σμύρνης 60Β, στη Μακεδονίτισσα. Ζητούσε επιπλέον διάταγμα με το οποίο να απαγορεύει στους εφεσίβλητους, την είσοδο, χρήση, κατοχή και/ή οποιαδήποτε άλλη επέμβαση στο συγκεκριμένο ακίνητο, καθώς και προστακτικό διάταγμα με το οποίο να διατάσσονται οι εφεσίβλητοι όπως άρουν οποιαδήποτε παράνομη επέμβαση και όπως του παραδώσουν αμέσως την κατοχή της επίδικης οικίας.

Τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα της υπόθεσης όπως εμφαίνονται στον φάκελο της δικογραφίας, που μέρος τους καταγράφεται και στην πρωτόδικη απόφαση, έχουν ως ακολούθως:

Ο εφεσείων το 2004 είχε καταχωρήσει εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 2, την αγωγή 2237/04 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η οποία επίσης αφορούσε το επίδικο ακίνητο. Υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 δεν τήρησαν τους όρους του αγοραπωλητηρίου εγγράφου, ήτοι δεν προσήλθαν για καταβολή του οφειλόμενου τιμήματος, παρ' όλον ότι κλήθηκαν πολλές φορές  από τον εφεσείοντα και παρά τις περί του αντιθέτου υποσχέσεις τους. Ως εκ τούτου, ο εφεσείων κατήγγειλε την εν λόγω συμφωνία και συγχρόνως, απαίτησε την άμεση παράδοση του υποστατικού και την καταβολή αποζημιώσεων για την παράνομη χρήση του ακινήτου.

Η αγωγή 2237/04 διευθετήθηκε με την έκδοση εκ συμφώνου απόφασης. Η εν λόγω απόφαση διαλάμβανε μεταξύ άλλων τη διαγραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο όπου είχε κατατεθεί για σκοπούς εκτέλεσης. Η διαγραφή αναστελλόταν εφόσον οι εφεσίβλητες 1 και 2 θα κατέβαλλαν εντός συγκεκριμένης προθεσμίας στον εφεσείοντα, το ποσό των Λ.Κ.96.500,00 πλέον τόκους επί του πιο πάνω ποσού ύψους Λ.Κ.21.000,00. Με την καταβολή των πιο πάνω ποσών, θα γινόταν ταυτόχρονα η μεταβίβαση του ακινήτου στο όνομα των εφεσιβλήτων 1 και 2. Σύμφωνα με την εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση πρωτόδικη απόφαση, η εκ συμφώνου απόφαση ημ. 29/05/07 στην αγωγή 2237/04, διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Της αγωγής αυτής παρουσιασθείς προς ακρόαση του κ. Χρίστου Σ. Χριστόφορου δικηγόρου ενάγοντα και του κ. Δώρου Κακουλλή δικηγόρου εναγομένων και αφού ακούσθει πάν ότι ελέχθη από τους πιο πάνω δικηγόρους,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ την διαγραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου μεταξύ των διαδίκων ημερομηνίας 22.10.02 από τα κτηματολογικά μητρώα του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας και του οποίου η εκτέλεση θα ανασταλεί μέχρι 15.12.05, νοουμένου ότι οι εναγόμενες θα καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ. 96.500 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα και εφόσον καταβληθεί το εν λόγω ποσό θα γίνει ταυτόχρονα η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου υπό στοιχεία τεμάχιο 4292 του Φ/Σχ. ΧΧΙ/60Ε2 με αριθμό εγγραφής D4626 της Μακεδονίτισσας, Λευκωσίας επ' ονόματι των εναγομένων ή σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο υποδείξουν.

 

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως οι εναγόμενοι πληρώσουν στον ενάγοντα το ποσό των Λ.Κ.21.000 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα ως συμφωνηθέντες τόκους επί του ποσού των Λ. Κ. 96.500.

ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως η εν λόγω απόφαση ανασταλεί μέχρι 31.5.07.

Περαιτέρω οι διάδικοι συμφωνούν ότι τα πιο κάτω, γίνονται συμφωνία μέσω του Δικαστηρίου η οποία διαλαμβάνει τα ακόλουθα: σε περίπτωση που οι εναγόμενες απαιτήσουν τη μεταβίβαση του ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο τότε υποχρεούνται και αναλαμβάνουν όπως το τρίτο πρόσωπο εγγυηθεί τις υποχρεώσεις τους για την καταβολή του ποσού των Λ.Κ.21.000 με την υπογραφή γραμματίου. Καμία διαταγή για έξοδα. Οποιεσδήποτε προηγούμενες διαταγές για έξοδα ακυρώνονται.».

Το 2006 καταχωρίστηκε από τον εφεσείοντα, νέα αγωγή με αρ. 6909/06 εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 2, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Ζητούσε εκ νέου διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης της κατοχής της επίδικης κατοικίας. Υπέδειξε ότι με την εκ συμφώνου απόφαση που εκδόθηκε στην προηγούμενη αγωγή του στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αρ. 2237/04, διατάχθηκε μεταξύ άλλων η διαγραφή του προαναφερθέντος πωλητηρίου από τα Κτηματολογικά Μητρώα του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας. Ο εφεσείοντας λόγω μη πληρωμής των πιο πάνω ποσών από τις εφεσίβλητες κατά την περίοδο αναστολής, διέγραψε βάσει της πιο πάνω απόφασης, το πωλητήριο από το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας, αλλά λόγω της εξακολούθησης της παραμονής των εφεσιβλήτων 1 και 2 στο ακίνητο, δεν είναι δυνατόν να το αξιοποιήσει όπως ο ίδιος θέλει και ως εκ τούτου υφίσταται ζημιές.

Η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε μετά από ακρόαση στις 08/10/2010, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Λέχθηκε ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών, είχαν ήδη καθοριστεί στην αγωγή 2237/04 και ότι βάσει αυτών, δεν είχε αποδειχθεί ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 κατέχουν παράνομα την οικία. Αφού τονίστηκε ότι βάση αγωγής ήταν η παράνομη επέμβαση, κρίθηκε ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 πήραν νόμιμα την κατοχή της κατοικίας, και ο εφεσείων ουσιαστικά δέχθηκε με την εκ συμφώνου απόφαση, όπως αυτές συνεχίσουν να την κατέχουν αφού βέβαια συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις που καθορίζει η εκ συμφώνου απόφαση.

Αναφέρεται επίσης στην πιο πάνω απόφαση στην αγωγή 6909/06 ότι το Δικαστήριο δεσμεύεται από τη βάση της αγωγής, η οποία συνίσταται σε παράνομη κατοχή ακινήτου από τις 22/12/02, η οποία βεβαίως, για τους λόγους που εκτέθηκαν δεν έχει αποδειχθεί. Ούτε μπορούσε το Δικαστήριο στην αγωγή 6909/06 να εξετάσει ποιος είναι που παραβίασε τη συμφωνία που εκτίθεται στην εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 2237/04 αφού αυτό δεν ήταν επίδικο θέμα της αγωγής 6909/06.

Ακολούθως, ο εφεσείων καταχώρησε την ποινική υπόθεση 18963/13 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 για τα αδικήματα της εισόδου σε ξένη περιουσία με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, της παράνομης κατοχής και χρήσης της οικίας καθώς και άλλων όμοιων αδικημάτων. Η εν λόγω ποινική υπόθεση, απορρίφθηκε λόγω μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Ασκήθηκε έφεση εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης, η οποία επίσης απορρίφθηκε (βλ.  Σολωμού κ.α. ν. Άννα Ζαφίροβα Ιανακίεβα κ.α., Ποιν. Έφεση 181/2016, ημ. 30/4/2018), ECLI:CY:AD:2018:B206. Λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Ανώτατο Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση:

«Ορθά ανέκοψε το πρωτόδικο Δικαστήριο την υπόθεση στο εκ πρώτης όψεως στάδιο βρίσκοντας, επί της προσφερθείσας μαρτυρίας, ότι οι Εφεσίβλητες κατείχαν την οικία στα πλαίσια σύμβασης για την αγορά της, ασκώντας ειλικρινή αξίωση δικαιώματος.»

Στη συνέχεια, ο εφεσείων καταχώρησε την υπό κρίση αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με αρ. 2961/18, με την οποία όπως προαναφέρθηκε ζητά την παράδοση του ακινήτου, ισχυριζόμενος παράνομη επέμβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3. Σημειώνεται ότι ο εφεσίβλητος 3 δεν ήταν διάδικος στις προηγούμενες αγωγές 2237/04 και 6909/06 και συμπεριλήφθηκε μόνο στην υπό κρίση αγωγή 2961/18 στην οποία εκδόθηκε η εφεσιβαλλόμενη απόφαση. Σε σχέση με τον εφεσίβλητο 3, ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι αυτός συνωμότησε με τις εφεσίβλητες 1 και 2, προκειμένου να τον καταδολιεύσουν.

Οι εφεσίβλητοι αντέδρασαν στην αγωγή του εφεσείοντα με την υποβολή προδικαστικών ενστάσεων, ισχυριζόμενοι κώλυμα λόγω δεδικασμένου και κατάχρηση διαδικασίας εκ μέρους του εφεσείοντα. Υποστήριξαν ότι η υπό κρίση αγωγή είναι καταχρηστική, λόγω του ότι αποτελεί το ίδιο ένδικο μέσο και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό με την προηγούμενη αγωγή 6909/06 και επιδιώκει θεραπείες και αξιώσεις όμοιες με εκείνη την αγωγή. Η προδικαστική ένσταση του κωλύματος λόγω δεδικασμένου, προωθήθηκε λόγω της απόφασης στην αγωγή 6909/06, στην οποία το Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα επί των ίδιων θεμάτων, με αυτά που καλείτο να αποφασίσει στην υπό κρίση υπόθεση. Η εφεσίβλητοι στην πρωτόδικη διαδικασία, υποστήριξαν ιδιαίτερα ότι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα περί παράνομης επέμβασης, ο οποίος συνιστά και τη βάση της υπό κρίση αγωγής 2961/18, είχε αποτελέσει τη βάση και της προηγούμενης αγωγής 6909/06.

Ο εφεσείων υποστήριξε πρωτοδίκως ότι η απόφαση 6909/06 δεν αποτελεί δεδικασμένο, λόγω του ότι η παράνομη επέμβαση είναι συνεχιζόμενο αστικό αδίκημα, το οποίο συντελείται από το 2002. Συνεπακόλουθα δεν έχει δημιουργηθεί δεδικασμένο ούτε και οποιοδήποτε κώλυμα δικονομικής φύσης αφού το πωλητήριο έγγραφο έχει διαγραφεί από το κτηματολογικό μητρώο από τις 22/10/2002 και έκτοτε, οι εφεσίβλητοι διαπράττουν παράνομη επέμβαση. Αναφέρει επίσης ότι ακόμα και μετά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης, οι εφεσίβλητες δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους της και δεν πλήρωσαν κανένα ποσό για να τους μεταβιβαστεί η οικία. Αντιθέτως, παραμένουν στην οικία για πολλά χρόνια χωρίς να είναι ιδιοκτήτες, με μοναδική πληρωμή, το ποσόν των Λ.Κ 1.000,00 που έδωσαν ως προκαταβολή το 2002, για αγορά της οικίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού πρώτα αποφάσισε να εκδικάσει προδικαστικά τις εν λόγω ενστάσεις των εφεσιβλήτων, άκουσε και τις δύο πλευρές σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα. Με παραπομπή σε νομολογία, έκρινε ότι με την υπό κρίση αγωγή, εγείρονταν ζητήματα που είχαν εξεταστεί και αποφασιστεί σε προηγούμενες διαδικασίες και εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί και αποφασιστεί στο πλαίσιο των αγωγών που προηγήθηκαν. Αποφασίστηκε ως εκ τούτου πρωτοδίκως ότι η υπό κρίση αγωγή 2961/18, αποσκοπούσε στην πραγματικότητα να ανατρέψει και αλλοιώσει το αποτέλεσμα της προηγούμενης απόφασης στην αγωγή 6909/06. Κάτι που σαφώς αντίκειται κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο στις αρχές του δεδικασμένου και συνιστά επίσης κατάχρηση διαδικασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεωρώντας δεδομένη την ταύτιση των διαδίκων και των επιδίκων θεμάτων της υπό κρίση αγωγής με τις δικαστικές διαδικασίες που προηγήθηκαν, έκανε αποδεκτές τις προδικαστικές ενστάσεις των εφεσιβλήτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε το ζήτημα ως εξής:

«Το Δικαστήριο, καθηκόντως, δεν μπορεί παρά παρεμβαίνοντας να ανακόψει για τον πιο πάνω λόγο την πορεία της παρούσας αγωγής»

Ο εφεσείων με δύο λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προσβάλλεται ως λανθασμένο το πρωτόδικο εύρημα ότι με την αγωγή εγείρονται ζητήματα, τα οποία έχουν εξετασθεί και αποφασισθεί σε προηγούμενες διαδικασίες, με αποτέλεσμα να ισχύουν οι αρχές του δεδικασμένου και της κατάχρησης διαδικασίας. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ως αποτέλεσμα της πρωτόδικης διαδικασίας, στερήθηκε βασικών του συνταγματικών δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι με την πρωτόδικη απόφαση, παραβιάστηκε το δικαίωμα του στην απόλαυση της περιουσίας του αφού οι εφεσίβλητοι κατέχουν την οικία του χωρίς όμως να τον αποζημιώσουν. Επίσης παραβιάζεται το δικαίωμα που προστατεύεται από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ) και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, το οποίο έχει κυρωθεί από την κυπριακή έννομη τάξη με τον Νόμο 39/1962, αφού δεν τηρήθηκε η αρχή της δίκαιης ισορροπίας και αναλογικότητας με την καταβολή αποζημίωσης, η οποία να αντισταθμίζει την περιουσιακή απώλεια. Αναφέρεται επίσης ότι με την πρωτόδικη απόφαση, ο εφεσείων στερήθηκε του δικαιώματος πρόσβασης στη Δικαιοσύνη.

Οι δύο πιο πάνω λόγοι έφεσης θα εξεταστούν από κοινού, λόγω της ομοιομορφίας τους και της ομοιότητας των εκατέρωθεν επιχειρημάτων των διαδίκων, ως προς αυτούς.

Νομική πτυχή

Η αρχή του κωλύματος λόγω δεδικασμένου (res judicata), καθιερώθηκε σύμφωνα με τη νομολογία με στόχο την αποτροπή του φαινομένου να υποχρεωθεί ένας διάδικος να προστατεύσει τον εαυτό του δύο φορές για το ίδιο θέμα. Δυνάμει της πιο πάνω αρχής, οι διάδικοι εμποδίζονται από το να εγείρουν εκ νέου, ζητήματα για τα οποία το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί.

Για τη στοιχειοθέτηση δεδικασμένου, απαιτείται σύμφωνα με τη νομολογία ταυτότητα διαδίκων και επιδίκων θεμάτων (βλ. μεταξύ άλλων Χριστοφής Α. Χριστοφή (Παπέττα) ν. Σ.Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.α. (2001) 1 Α.Α.Δ 1703). Επιπλέον για να ισχύει δεδικασμένο, απαιτείται όπως το Δικαστήριο αποφανθεί στην πρώτη υπόθεση με τρόπο καθοριστικό επί της ουσίας των επιδίκων θεμάτων. Με αυτήν την έννοια, δεν υπάρχει δεδικασμένο στις περιπτώσεις που το Δικαστήριο δεν έχει μορφώσει γνώμη και δεν έχει αποφασίσει επί της ουσίας του επιδίκου θέματος, της αρχικής διαδικασίας. Σχετική είναι η απόφαση KSR Comercio S.A v. Bluecoral Navigation Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ 309, που αφορούσε ισχυρισμούς για δεδικασμένο σε ενδιάμεση αίτηση. Το Ανώτατο Δικαστήριο αφού παρέθεσε τις γενικές αρχές που ισχύουν στις περιπτώσεις δεδικασμένου, σημείωσε τα πιο κάτω:

«Είναι, εντούτοις, απαραίτητη προϋπόθεση, όπως επισημαίνεται και στην παραπάνω απόφαση, η μόρφωση και έκφραση γνώμης από το δικαστήριο με τρόπο καθοριστικό είτε σε ζήτημα νομικό είτε πραγματικό. Η ενασχόληση του δικαστηρίου με την ουσία του επίδικου θέματος είναι η βάση για την εφαρμογή του δόγματος res judicata. Βλέπε Halsbury's Laws of England 4η έκδοση, τόμος 16 παράγραφος 1529. Ο όρος "δικαστική διαδικασία" περιλαμβάνει και αίτηση στην οποία εκδόθηκε παρεμπίπτουσα διαταγή.»

Στο σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη & Νικόλα Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Hippasus Publishing, Λευκωσία 2014, γίνεται εκτενής αναφορά στις αρχές του δεδικασμένου όπως καθορίστηκαν από τη νομολογία. Τονίζεται στην σελίδα 921 του πιο πάνω συγγράμματος, ότι το δεδικασμένο μπορεί να πάρει τη μορφή του κωλύματος λόγω αιτίας αγωγής (cause of action estoppel) και κωλύματος που αφορά σε επίδικο θέμα (cause of issue estoppel) (βλ. Liberty Life Insurance Public Co Ltd v Terzian (2014) 1 Α.Α.Δ 558, Θεοδώρου ν Μάντη (2010) 1(Β) Α.Α.Δ 1036 και Υπουργός Εσωτερικών ν Μυλωνά (2002) 1(Α) Α.Α.Δ 120). Στην συνέχεια στη σελίδα 928 του ιδίου συγγράμματος, αναφέρονται τα πιο κάτω ως προς τις βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να αποδειχθεί κώλυμα λόγω δεδικασμένου:

«Ανεξαρτήτως αν η αρχή του δεδικασμένου βασίζεται σε κώλυμα λόγω αιτίας αγωγής ή σε κώλυμα που αφορά σε επίδικο θέμα, η εφαρμογή της προϋποθέτει την ύπαρξη τεσσάρων βασικών όρων, ήτοι:

(i)            Η απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη.

H απόφαση πρέπει να είναι τελεσίδικη σε αντίθεση με ενδιάμεση απόφαση που δεν επιτρέπει εφαρμογή του δεδικασμένου διότι δεν θεωρείται συνήθως ως τελεσίδικη (Recnex Trading Ltd και άλλου ν Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, ΠΕ 71/11, ημερ. 16.4.2014, Panpa Estates & Investments Ltd και άλλου ν Rodou Charalambous & Son Ltd, ΠΕ18/10, ημερ11.9.2013). Στη Χάσικος και άλλοι ν Χαραλαμπίδη (1990) 1 ΑΑΔ 389 το Εφετείο έκρινε ότι δεδικασμένο προκύπτει μόνο από δεσμευτική δικαστική απόφαση καθοριστική για την επίλυση της διαφοράς όπως προσδιορίζεται στη δικογραφία (βλ. επίσης Βαττής ν Αυξεντίου και άλλου, ΠΕ127/09).

(ii)          Πρέπει να υπάρχει ταύτιση διαδίκων.

Η αρχή του δεδικασμένου εφαρμόζεται μόνον όταν οι διάδικοι και στις δύο διαδικασίες είναι οι ίδιοι (βλ. μεταξύ άλλων Επί της αφορώσι τους Ανήλικους Κωνσταντίνο και Ελένη Λοΐζου και άλλης (1998)(1Α) ΑΑΔ 55).

 (iii)         Πρέπει να υπάρχει ταύτιση ιδιότητας των διαδίκων.

Η δέσμευση που μπορεί να προκύψει από την προηγούμενη διαδικασία καλύπτει τους διαδίκους και τοςυ διαδόχους τους (privies) (βλ. Γαβριήλ κ.α. ν Αγαπίου (1998) 1(Γ) ΑΑΔ 1868, εφόσον υπάρχει ταύτιση των διαδίκων και στις δύο διαδικασίες (βλ. Καζαμία ν Χαραλάμπους κα.α (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2159).

 (iv)         Πρέπει να υπάρχει ταύτιση επίδικων θεμάτων.

Η αρχή του δεδικασμένου τυγχάνει εφαρμογής εάν το επίδικο θέμα στη δεύτερη διαδικασία είναι το ίδιο με εκείνο που εξετάστηκε στην πρώτη διαδικασία (Χ''Ζαχαρίου κ.α. ν LK Globalsoft Com Ltd (2010) 1(B) ΑΑΔ 1225). Το θέμα προσεγγίζεται με αναφορά στα δικόγραφα, στις αγορεύσεις, στο αιτιολογικό της απόφασης των δύο (ή περισσοτέρων) διαδικασιών και στις περιστάσεις της περίπτωσης (βλ. μεταξύ άλλων Αναφορικά με την Αίτηση του Fotiou Bros Shipping Ltd κ.α. Πολ. Αιτ. 4/13, ημερ. 15.1.13

Οι λόγοι αυτοί πρέπει να συντρέχουν, ειδεμή δεν μπορεί να υπάρξει δεδικασμένο (Κανάρης ν Λοΐζου και Άλλων (2006) 1(Α) ΑΑΔ 599, Σοφοκλέους ν Ταβελούδη και Άλλων (2002) 1(Α) ΑΑΔ 92).»

Έχει επίσης νομολογηθεί ότι ο κανόνας του δεδικασμένου και ειδικά το κριτήριο της ταύτισης των επίδικων θεμάτων, δεν εφαρμόζεται μόνο σε θέματα που είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή θα μπορούσαν να είχαν εγείρει αλλά απέτυχαν να εγείρουν. Σχετική μεταξύ άλλων είναι η απόφαση K.S.R. Comersio S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd (ανωτέρω) όπου αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Σαν θέμα γενικής πολιτικής του δικαίου η παράλειψη διαδίκου να εγείρει σε προηγούμενη δικαστική διαδικασία στα δικογραφήματα του ή την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε ή να προσκομίσει μαρτυρία αναφορικά με οτιδήποτε θα μπορούσε να στηρίξει την υπόθεση ή υπεράσπισή του δε δικαιολογεί ούτε επιτρέπει νέο δικαστικό αγώνα με αντικείμενο ότι παραλείφθηκε.  Αυτό θα σήμαινε την τμηματική εκδίκαση των διαφορών κατ' επιλογήν του διαδίκου και τη διαιώνισή τους.  Έτσι η αρχή της τελεσιδικίας, που είναι κοινωνικά επιβεβλημένη, θα υφίστατο καίριο πλήγμα.»

Αναφορικά με την κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, λέχθηκε στην υπόθεση Impregilo S.p.a. ν. Damiatta Shipping Co. Ltd κ.α (2003) 1 Α.Α.Δ 1, ότι το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να ελέγχει αν συγκεκριμένη διαδικασία αποτελεί κατάχρηση διαδικασίας και να απορρίπτει την καταχρηστική αγωγή. Τονίστηκε επί του προκειμένου ότι οι αρχές της αγγλικής νομολογίας επί του θέματος, έτυχαν αποδοχής από τα Κυπριακά Δικαστήρια και εφαρμόζονται στην Κύπρο. Σχετικές είναι οι αγγλικές αποφάσεις Hardy v. Elphic [1973] 1 All E.R. 914, Metropolitan Bank v. Pooley [1885] 10 App. c. 210, Hunter v. Chief Constable of West Midlands and Another [1981] 3 All E.R. 727, οι οποίες υιοθετήθηκαν σε σειρά Κυπριακών αποφάσεων (βλ. Beogradska D.D (1996) 1 Α.Α.Δ. 911), K.S.R. Comercio SA και Άλλων ν. Blue Coral Nav. Ltd (ανωτέρω) και Χριστοφής Α. Χριστοφή (Παπέττας) ν. Σ. & Μ. Φλοκκάς Λτδ κ.ά. ανωτέρω).  

Ως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας ορίζεται μεταξύ άλλων η υιοθέτηση από ένα διάδικο, παράλληλων ένδικων μέσων για την επιδίωξη όμοιων σκοπών (βλ. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ 217).  Στην απόφαση Beogradska (ανωτέρω), λέχθηκε ότι στις περιπτώσεις κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας με χρήση πολλαπλών ένδικων μέσων για επιδίωξη του ίδιου σκοπού, το Δικαστήριο έχει στη διάθεση του τόσον το μέτρο της απόρριψης της αγωγής όσον και αυτό της αναστολής της (βλ. επίσης Έπαρχος Λευκωσίας ν.  Αυγουστή κα  (2011) 1 Α.Α.Δ 1040, και Χατζηγεωργίου  (2003) 1(Α) Α.Α.Δ 159).

Σε αυτές τις περιπτώσεις, εξετάζεται ο σκοπός και η εμβέλεια των δύο δικαστικών διαδικασιών. Όπως έχει νομολογηθεί, δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση όταν οι δικαστικές διαδικασίες δεν είναι ταυτόσημες με την έννοια ότι δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και έχουν διαφορετικά επίδικα θέματα (βλ. Μιχαήλ ν. Δανού (2008) 1 (Α) Α.Α.Δ 376).

Συμπεράσματα

Στην παρούσα περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στις προηγούμενες αστικές διαδικασίες, έκρινε ότι με την υπό κρίση αγωγή εγείρονταν ζητήματα που είχαν ήδη εξεταστεί και αποφασιστεί και εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσαν να είχαν εγερθεί και αποφασιστεί, στο πλαίσιο των αγωγών που προηγήθηκαν.

Αναφορά γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και στην απόφαση του Εφετείου, στην Ποινική Έφεση 181/16 ημερ. 20/04/2018, ECLI:CY:AD:2018:B206. Όπως το έθεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την εν λόγω απόφαση του Εφετείου επικυρώθηκε η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «οι Εναγόμενοι και οι τρεις κατείχαν την οικία νόμιμα». Με όλο το σέβας προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν προκύπτει τέτοιο συμπέρασμα από την εν λόγω απόφαση. Το Εφετείο στην πιο πάνω απόφαση, αποδέχθηκε την προβληθείσα υπεράσπιση του άρθρου 8 του Ποινικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «Ποινικό αδίκημα εναντίον της περιουσίας δεν καταλογίζεται σε εκείνο που το έπραξε αν η πράξη ή παράλειψη που συνιστούσε αυτό, διαπράχθηκε κατά την άσκηση ειλικρινούς αξίωσης δικαιώματος και χωρίς πρόθεση καταδολίευσης». Κρίθηκε συναφώς από το Εφετείο ότι δεν επρόκειτο για ποινικής μορφής παράνομη επέμβαση, αλλά για αστική διαφορά αφού η κατοχή του ακινήτου, στηριζόταν σε ειλικρινή αξίωση λόγω σύμβασης. Εξετάζοντας όμως προσεκτικά την πιο πάνω απόφαση, διαπιστώνουμε ότι το Εφετείο δεν απέκλεισε χωρίς άλλο, την πιθανότητα διάπραξης του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης. Αλλά ούτε το εύρημα του ότι δεν αποδείχθηκε το ποινικό αδίκημα της παράνομης κατοχής, δικαιολογεί χωρίς οτιδήποτε άλλο την πρωτόδικη κρίση ότι το Εφετείο έκρινε στην Ποινική Έφεση 181/16, ότι οι εφεσίβλητες κατείχαν νόμιμα το ακίνητο.

Εξάλλου, βασική αρχή του δεδικασμένου όπως προαναφέρθηκε, είναι η ταύτιση των επιδίκων θεμάτων. Τα επίδικα θέματα μιας αστικής αγωγής, είναι εντελώς διαφορετικά από αυτά της ποινικής δίκης, έστω και αν στηρίζονται στα ίδια γεγονότα. Είναι καλά νομολογημένο ότι το αποτέλεσμα της ποινικής δίκης, είτε πρόκειται για αθώωση, είτε για καταδίκη, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία στην αστική δίκη. Πόσο δε μάλλον να συνιστά δεδικασμένο. Σύμφωνα με την νομολογία, μόνο η παραδοχή ενός κατηγορουμένου μπορεί υπό κάποιες προϋποθέσεις να εισαχθεί ως μαρτυρία σε αστική διαδικασία (βλ. μεταξύ άλλων Nicolaou v. Louka (1985) 1 C.L.R. 91 και Πουρίκκος ν. Βασιλείου (1993) 1 Α.Α.Δ 236).

Αναφορικά με την απουσία ταύτισης των επιδίκων θεμάτων της πολιτικής με την ποινική δίκη για σκοπούς δεδικασμένου, σχετικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα των Τάκη Ηλιάδη & Νικόλα Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», Hippasus Publishing, Λευκωσία 2014, στην σελίδα 934:

«Παρομοίως όταν διάδικος έχει κατηγορηθεί σε ποινική υπόθεση για επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη και αργότερα καταχωρείται εναντίον του πολιτική αγωγή για αποζημιώσεις που προκύπτουν από την ίδιαν επίθεση που έχει προκαλέσει φερόμενα βαριά σωματική βλάβη δεν υπάρχει ταύτιση επιδίκων θεμάτων σε βαθμό που να δικαιολογείται η επίκληση του δεδικασμένου (Νικολάου ν. Βασιλείου (1999) 1 Α.Α.Δ 1566) »

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, επαναλαμβάνω ότι στην εν λόγω Ποινική Έφεση 181/16, πλην της απόφασης ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως το ποινικό αδίκημα της παράνομης κατοχής περιουσίας, δεν υπάρχει εύρημα του Εφετείου ότι οι εφεσίβλητες κατέχουν νόμιμα την επίδικη οικία και ότι δεν καταδεικνύεται το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης σε ακίνητο. Ούτε βέβαια το Εφετείο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει στο πλαίσιο της ποινικής έφεσης, τις αστικές διαφορές των διαδίκων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε επίσης, στο συμπέρασμα περί ύπαρξης δεδικασμένου ειδικά σε σχέση με προηγούμενες αστικές διαδικασίες, που κίνησε ο εφεσείων εναντίον των εφεσιβλήτων. Μεταξύ άλλων, λέχθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υπό κρίση αγωγή 2961/2018 που καταχώρησε ο εφεσείων, αποσκοπούσε να ανατρέψει και να αλλοιώσει το αποτέλεσμα της απόφασης στην αγωγή 6909/06.

Καθίσταται ως εκ τούτου αναγκαία, η εξέταση των απαιτήσεων των δύο αγωγών που προηγήθηκαν της υπό κρίση αγωγής 2961/2018, στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη πρωτόδικη απόφαση, προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης για εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου.

Ο εφεσείων με την πρώτη αγωγή του με αρ. 2237/04, ζητούσε την έξωση των εφεσιβλήτων 1 και 2 από την επίδικη κατοικία και την παράδοσή της σε αυτόν, επικαλούμενος παραβίαση του επίδικου πωλητηρίου εγγράφου αφού ως ισχυρίζεται, οι εφεσίβλητες 1 και 2 πέραν της προκαταβολής των Λ.Κ.1.000,00, δεν πλήρωσαν κανένα άλλο ποσό, έναντι του τιμήματος αγοράς.

Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι με την εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 2237/04, έγινε από κοινού αποδεκτή η απαίτηση του εφεσείοντα να αποσυρθεί το πωλητήριο έγγραφο από το Κτηματολόγιο, όπου είχε κατατεθεί για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Με τη διαφορά ότι δόθηκε αναστολή εκτέλεσης της διαταγής για απόσυρση του συμβολαίου, στην περίπτωση που οι εφεσίβλητες 1 και 2 πλήρωναν τα συμφωνηθέντα ποσά για αγορά της οικίας. Έπεται ότι ήταν παραδεκτό τουλάχιστον μέχρι εκείνο το στάδιο, ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 δεν είχαν εξοφλήσει το τίμημα της πώλησης. Είναι επίσης παραδεκτό ότι το επίδικο συμβόλαιο αποσύρθηκε από το Κτηματολόγιο, λόγω ακριβώς των ισχυρισμών του εφεσείοντα ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 δεν συμμορφώθηκαν με την πληρωμή των πιο πάνω ποσών, κατά την περίοδο της αναστολής.

Ακολούθησε η αγωγή 6909/06, με την οποία ο εφεσείων ζητούσε μεταξύ άλλων, εκ νέου διάταγμα εκκένωσης και παράδοσης της κατοχής της επίδικης κατοικίας. Η βάση της αγωγής ήταν η παραβίαση του πωλητηρίου εγγράφου και η διαταγή του Δικαστηρίου στην προηγούμενη αγωγή με αρ. 2237/04, για διαγραφή του προαναφερθέντος πωλητηρίου από το Κτηματολόγιο. Προβλήθηκε από τον εφεσείοντα ότι η εν λόγω διαγραφή του πωλητηρίου, καθιστούσε τις εφεσίβλητες 1 και 2, ως παράνομους επεμβασίες.

Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας χωρίς να εφεσιβληθεί από τον εφεσείοντα. Είναι σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας, να αναφερθούν οι λόγοι της απόρριψης της δεύτερης αγωγής 6909/06 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Λέχθηκε συγκεκριμένα ότι επειδή η αγωγή δεν είχε ως βάση την κατ' ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους των εφεσιβλήτων, της πιο πάνω συμφωνίας που προκύπτει από την εκ συμφώνου απόφαση, το Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να αποφανθεί αν οι εφεσίβλητες 1 και 2, ήταν παράνομοι επεμβασίες.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση του, τονίζει το γεγονός ότι στην απόφαση 6909/06, αναφέρεται ότι δεν αποδείχθηκε η παράνομη επέμβαση των εφεσιβλήτων. Όμως, αυτή η κατάληξη όπως αναφέρεται στην ίδια την απόφαση στην αγωγή 6909/06, οφείλεται στην λανθασμένη βάση αγωγής που επέλεξε ο εφεσείων για παράνομη επέμβαση λόγω παραβίασης του πωλητηρίου και όχι ως όφειλε, στην κατ' ισχυρισμό παραβίαση των συμφωνηθέντων, στην εκ συμφώνου απόφαση της αγωγής 2237/04, που έκτοτε ρυθμίζει τις υποχρεώσεις των διαδίκων. Λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής στην απόφαση που απέρριψε την αγωγή 6909/06 ημ. 8.10.2010:

« Θέμα παράνομης κατοχής της οικίας θα μπορούσε να προκύψει έχοντας ως βάση την εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 2237/04 η οποία έχει καθορίσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών σε σχέση με το Πωλητήριο Έγγραφο. Συγκεκριμένα, η απόφαση προέβλεπε πως σε περίπτωση που οι Εναγόμενες κατέβαλλαν μέχρι τις 15.12.05 το ποσό των Λ.Κ.96.500 θα γινόταν ταυτόχρονα η μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου στο όνομά τους, που δεν είναι άλλο από την οικία για την οποία γίνεται αναφορά στην έκθεση απαίτησης της αγωγής 2237/04.  Νοείται βεβαίως πως σε τέτοια περίπτωση οι Εναγόμενες θα είχαν δικαίωμα να συνεχίσουν να παραμένουν στην οικία. Η παρούσα  αγωγή όμως δεν έχει ως βάση την κατ' ισχυρισμόν παράβαση εκ μέρους των Εναγομένων της εν λόγω συμφωνίας. Το μόνο που γίνεται είναι μία αναφορά ότι στις 9.11.05 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση με την οποία διετάσσετο η διαγραφή του Πωλητηρίου Εγγράφου.  Ο ενάγων ουδεμία αναφορά  κάνει, ως όφειλε, σε αναστολή εκτέλεσης της διαγραφής μέχρι τις 15.12.05 και σε δικαίωμα των Εναγομένων να καταβάλουν το ποσό των Λ.Κ.96.500 μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία, οπότε και ο ίδιος θα είχε υποχρέωση μεταβίβασης της οικίας.»

Προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα ότι η απαίτηση του εφεσείοντα στην αγωγή 6909/06, απορρίφθηκε λόγω της λανθασμένης βάσης αγωγής και ότι το ζήτημα παράνομης κατοχής της οικίας από τις εφεσίβλητες 1 και 2, θα μπορούσε να τεθεί μόνο κάτω από ισχυρισμούς για παραβίαση εκ μέρους τους, της εκ συμφώνου απόφασης, που έκτοτε καθόρισε τις νομικές υποχρεώσεις των μερών.  

Ακολούθησε η καταχώρηση της υπό κρίση αγωγής 2961/18, με την οποία ο εφεσείων ζήτησε και πάλι την έξωση των εφεσιβλήτων, επικαλούμενος παράνομη επέμβαση. Αυτή την φορά όμως, παραθέτει στην έκθεση απαίτησης του, και ισχυρισμούς για παραβίαση από τις εφεσίβλητες των υποχρεώσεων τους όπως προκύπτουν από την εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 2237/04. Παραπέμπω στην έκθεση απαίτησης της υπό κρίση αγωγής 2961/2018, όπου αναφέρεται στην παράγραφο 17 ότι οι εφεσίβλητες 1 και 2 μετά την έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης, δεν πλήρωσαν κανένα ποσό που προβλέπει η εν λόγω απόφαση, προκειμένου να μεταβιβαστεί η οικία σε αυτές. Ως αποτέλεσμα, το πωλητήριο έγγραφο διαγράφηκε από το Κτηματολόγιο ως προέβλεπε η εκ συμφώνου απόφαση και ο εφεσείων δεν υπέχει πλέον καμίας υποχρέωσης για μεταβίβαση της οικίας, την οποίας διεκδικεί την παράδοση.

Περαιτέρω στην παράγραφο 19 της έκθεσης απαίτησης, ο εφεσείων αναφέρει ότι στις 29/05/2007, μετέβη στο Κτηματολόγιο για σκοπούς μεταβίβασης μετά από κλήση των εφεσίβλητων 1 και 2. Πλην όμως αυτές, παρουσιάστηκαν χωρίς να έχουν στην κατοχή τους οποιοδήποτε ποσόν για εξόφληση του τιμήματος αγοράς και ως εκ τούτου, η μεταβίβαση δεν πραγματοποιήθηκε. Ακολούθως, αναφέρεται στην παράγραφο 20 της έκθεσης απαίτησης ότι παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του εφεσείοντος και των δικηγόρων του, είτε να του καταβληθεί το ποσό που οφείλεται από την πιο πάνω εκ συμφώνου απόφαση, είτε να του επιστραφεί η επίδικη οικία ιδιοκτησίας του, οι εφεσίβλητες 1 και 2 δεν επέδειξαν καμία ουσιαστική θέληση συμμόρφωσης. Γίνεται μάλιστα αναφορά σε διαδικασίες πτώχευσης που κίνησε ο εφεσείων εναντίον της εφεσίβλητης 1, για παράλειψη της να συμμορφωθεί με την εκ συμφώνου απόφαση να του καταβάλει άμεσα το ποσόν των Λ.Κ.21.000,00 ως συμφωνηθέντες τόκους, επί του ποσού των Λ.Κ.96.500,00.

Αναφέρεται επιπλέον στην έκθεση απαίτησης ότι ο εφεσείων προέβη σε σειρά ενεργειών μέσω των δικηγόρων του για συμβιβασμό της υπόθεσης και μεταβίβαση της οικίας στις εφεσίβλητες 1 και 2, πλην όμως αυτές δεν επέδειξαν καμία προθυμία να συμμορφωθούν με την εκ συμφώνου απόφαση. Αντιθέτως, έχουν εφησυχάσει με την ισχύουσα κατάσταση και δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια ώστε να πληρώσουν το οφειλόμενο ποσόν που προβλέπει εκ συμφώνου απόφαση για να γίνει μεταβίβαση της οικίας σε αυτές. Σημειώνεται δε ότι οι εφεσίβλητες ενώ εισήλθαν περί την 22/10/2002 στην οικία με την πληρωμή μόνο του ποσού των Λ.Κ.1.000,00 ως προκαταβολή, συνεχίζουν την κατοχή και χρήση της, χωρίς τη συναίνεση του εφεσείοντα που εξακολουθεί να είναι ο ιδιοκτήτης και χωρίς να συμμορφωθούν με την εκ συμφώνου απόφαση και την πληρωμή του τιμήματος αγοράς.

Προκύπτει από την έκθεση απαίτησης του εφεσείοντα στην υπό κρίση αγωγή 2961/18, ότι η απαίτηση του για έξωση των εφεσιβλήτων από την επίδικη οικία στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης, στηρίζεται στην εκ μέρους των εφεσιβλήτων παράβαση της εκ συμφώνου απόφασης στην αγωγή 2237/04. Είναι ως εκ τούτου σαφές ότι τα επίδικα ζητήματα της υπό κρίση αγωγής 2961/18, διαφέρουν ουσιαστικά και δεν ταυτίζονται με αυτά της προηγούμενης αγωγής 6909/06.

Είναι ορθή επί του προκειμένου, η θέση του συνηγόρου για τον εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ είχε ενώπιον του, τις προηγούμενες αποφάσεις στις αγωγές 2237/04 και 6909/06, παρέλειψε να αξιολογήσει το γεγονός ότι η κατ' ισχυρισμό παράνομη επέμβαση επί της οικίας δεν έχει εξεταστεί στην ουσία της από τις προηγούμενες αποφάσεις, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων αδιαμφησβήτητα αποστερείται την οικία ιδιοκτησίας του από το 2002, έχοντας λάβει μόνο το ποσό των ΛΚ1.000,00. Το γεγονός πως τόσο οι προηγούμενες διαδικασίες όσο και η υπό κρίση, αφορούσαν μεταξύ άλλων το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, από μόνο του δεν δημιουργεί δεδικασμένο (βλ. Καζαμία Σοφία Λούη, δια του Πληρεξουσίου Αντιπροσώπου της Ανδρέα Παναγιώτου ν. Νέστωρα Χαραλάμπους κ.α (2011) 1 Α.Α.Δ 2159).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβαίνοντας σε μια γενική αναφορά στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες, και χωρίς να αξιολογήσει επαρκώς τα επίδικα θέματα κάθε ξεχωριστής αγωγής, κατέληξε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι υπήρχε ταύτιση των επιδίκων ζητημάτων της υπό κρίση αγωγής, με τις προηγούμενες αστικές διαδικασίες και ειδικά με την αγωγή 6909/06. Προσεκτική όμως μελέτη των επίδικων θεμάτων κάθε ξεχωριστής αγωγής, καταδεικνύει ότι είναι λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η υπό κρίση αγωγή επιδιώκει να ανατρέψει τα ευρήματα της αγωγής 6909/06. Αντιθέτως σε πλήρη συμμόρφωση με το σκεπτικό της 6909/06, η βάση αγωγής διαμορφώνεται σε παράνομη επέμβαση, λόγω παραβίασης της εκ συμφώνου απόφασης 2237/04.

Είναι σαφές κατά την κρίση μου ότι η αξίωση για παράνομη επέμβαση λόγω παραβίασης του πωλητηρίου εγγράφου όπως τέθηκε στις αγωγές 2237/04 και 6909/06, αποτελεί διαφορετική βάση αγωγής από την απαίτηση για ανάκτηση της οικίας λόγω παραβίασης των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων από την εκ συμφώνου απόφαση, όπως τέθηκε στην υπό κρίση αγωγή 2961/18.

Ένα επιπλέον στοιχείο για την απουσία δεδικασμένου, είναι και η προβολή από τον εφεσείοντα, ισχυρισμών για αλλαγή των συνθηκών μετά την έκδοση απόφασης, στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες. Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι έχει εκδοθεί τίτλος ιδιοκτησίας μετά τις αρχικές διαδικασίες και πριν την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης. Σημειώνει δε στην έκθεση απαίτησης του στην υπό κρίση αγωγή ότι είναι έτοιμος να μεταβιβάσει την οικία στις εφεσίβλητες 1 και 2 αν συμμορφωθούν με την εκ συμφώνου απόφαση και του πληρώσουν τα ποσά που αναφέρονται σε αυτήν. Είναι για αυτό τον λόγο που οι νέοι αυτοί ισχυρισμοί δεν μπορούσαν να τεθούν στην προηγούμενη διαδικασία στην αγωγή 6909/06 αφού κατά τον εφεσείοντα δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο τίτλος ιδιοκτησίας.

Η απουσία ταύτισης των επιδίκων θεμάτων της υπό κρίση αγωγής, με τις ανωτέρω προηγούμενες αστικές διαδικασίες, σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη αλλαγή των συνθηκών που δεν μπορούσαν να τεθούν στην προηγούμενη αγωγή 6909/06, οδηγεί στο αναπόφευκτο συμπέρασμα  της μη τεκμηρίωσης κωλύματος δεδικασμένου, στην παρούσα περίπτωση.

Το ίδιο ισχύει και ως προς τους ισχυρισμούς για κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας από τον εφεσείοντα. Για τους λόγους που έχουν προαναφερθεί, δεν έχει τεκμηριωθεί ότι με την υπό κρίση αγωγή, ο εφεσείων επιδίωξε με πολλαπλές διαδικασίες να πετύχει το ίδιο αποτέλεσμα, καταχρώμενος την δικαστική διαδικασία. Όπως έχει εκτεθεί αναλυτικά πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται κατάχρηση όταν οι δικαστικές διαδικασίες δεν είναι ταυτόσημες, με την έννοια ότι δεν επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό και έχουν διαφορετικά επίδικα θέματα (βλ. Μιχαήλ ν. Δανού ανωτέρω).

Αναφορικά με τον εφεσίβλητο 3, τονίζεται ότι δεν υπάρχει ούτε ταυτότητα διαδίκων αφού δεν ήταν διάδικος στις δύο προηγούμενες αγωγές, αλλά συμπεριλήφθηκε μόνο στην υπό κρίση τρίτη αγωγή, στην οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Ειδικά στην παράγραφο 22 της έκθεσης απαίτησης, ο εφεσείων προβάλλει ένα καινούργιο ισχυρισμό ότι ο εφεσίβλητος 3, συνωμότησε με τις εφεσίβλητες 1 και 2, προκειμένου να τον καταδολιεύσουν. Στην πρωτόδικη απόφαση σχολιάζεται το γεγονός αυτό ότι είναι άνευ σημασίας, αφού ο εφεσίβλητος 3 ως σύζυγος της εφεσίβλητης 1, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις αρχικές αγωγές. Λέχθηκε επίσης πρωτοδίκως, ότι η προβολή αυτού του επιχειρήματος από τον εφεσείοντα, καταδεικνύει την προσπάθεια του να υπερπηδήσει τη σκόπελο του δεδικασμένου.

Ανεξαρτήτως της έλλειψης μαρτυρικού υλικού για το πότε προέκυψε αυτή η νέα βάση αγωγής εναντίον του εφεσιβλήτου 3 και αν μπορούσε να τεθεί στις προηγούμενες αγωγές, γεγονός παραμένει ότι ο εφεσίβλητος 3 δεν ήταν διάδικος σε καμία από τις προηγούμενες αστικές διαδικασίες, και συμπεριλήφθηκε στην υπό κρίση τρίτη αγωγή, με διαφορετική βάση αγωγής από τις εφεσίβλητες 1 και 2.  Υπό τας περιστάσεις, έχω σοβαρές αμφιβολίες αν στοιχειοθετείται ζήτημα δεδικασμένου ως προς τον εφεσίβλητο 3, με μόνη αιτιολογία ότι θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στις αρχικές διαδικασίες έστω και με διαφορετική βάση αγωγής. Το ζήτημα όμως αυτό δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω, λόγω των πιο πάνω συμπερασμάτων μου ότι δεν δικαιολογείτο ούτως ή άλλως εύρημα δεδικασμένου για όλους τους εφεσιβλήτους, λόγω απουσίας της ταυτότητας επιδίκων θεμάτων.

Δεν μου διαφεύγει της προσοχής, ότι η αρχή του δεδικασμένου εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που τα επίδικα θέματα της νέας αγωγής, θα μπορούσαν να είχαν τεθεί στην αρχική διαδικασία και ότι η παράλειψη του ενάγοντα να πράξει κάτι τέτοιο δεν δικαιολογεί νέο δικαστικό αγώνα (βλ. μεταξύ άλλων K.S.R. Comersio S.A. κ.ά. ν. Bluecoral Navigation Ltd ανωτέρω). Στη βάση αυτής της νομολογιακής αρχής, οι εφεσίβλητοι ισχυρίστηκαν ότι τα όσα ο εφεσείων προέβαλε στην υπό κρίση τρίτη αγωγή του, θα μπορούσε να τα προβάλει στις προηγούμενες δικαστικές διαδικασίες. Όπως όμως προαναφέρθηκε, από την έκδοση των αρχικών δύο αποφάσεων μέχρι την καταχώρηση της υπό κρίση τρίτης αγωγής 2961/18, προέκυψαν κάποια νέα στοιχεία που δεν μπορούσαν να τεθούν στις προηγούμενες διαδικασίες, όπως μεταξύ άλλων η έκδοση τίτλου για την επίδικη οικία.

Ανεξαρτήτως τούτου, έχει νομολογηθεί ότι ο κανόνας αυτός όπως και ο γενικότερος κανόνας του δεδικασμένου, δεν είναι άκαμπτος. Σχετική είναι η απόφαση Κλεόπα ν. Χριστόφορου (2002) 1 Α.Α.Δ 58, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή σε αγγλική νομολογία, αναφέρει τα πιο κάτω:

«Στην υπόθεση Arnold v. NatWest Bank PLC (ανωτέρω) αποφασίστηκε πως όπου εξαιρετικές περιστάσεις δείχνουν ότι η άκαμπτη εφαρμογή των κανόνων ως προς το δεδικασμένο θα οδηγούσε σε αδικία ενώ, αντίστροφα, η παράκαμψη τους δεν θα απέληγε σε κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, δικαιολογείται η συζήτηση θέματος σε νέα δικαστική διαδικασία έστω και αν αυτό το θέμα πράγματι αποφασίστηκε σε προηγούμενη ή ενώ δεν είχε προβληθεί για να αποφασιστεί, θα μπορούσε να είχε προβληθεί. »

Στην παρούσα περίπτωση, το λάθος του εφεσείοντα που εντοπίστηκε στην προηγούμενη αγωγή 6909/06 με την προβολή εσφαλμένης βάσης αγωγής, δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε αδικία και στη στέρηση του δικαιώματος πρόσβασης του στο Δικαστήριο, προκειμένου να προβάλει τις θέσεις του ως προς την παράβαση της εκ συμφώνου απόφασης από τις εφεσίβλητες 1 και 2. Τα πιο πάνω ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ακόμα και να αποδεικνύονταν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή του κωλύματος του δεδικασμένου, η παρούσα θα άρμοζε να ενταχθεί σε εκείνες τις εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου για σκοπούς σωστής απονομής της δικαιοσύνης, θα έπρεπε να αφεθεί η πρωτόδικη δικαστική διαδικασία να συνεχίσει.   

Τελική κατάληξη μου, είναι ότι υπό τας περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν θα μπορούσε στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας να γίνει επιτυχής επίκληση του κωλύματος του δεδικασμένου αλλά και των αρχών για κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας, λόγω απουσίας της προϋπόθεσης της ταυτότητας επιδίκων θεμάτων της υπό κρίση αγωγής 2961/18, με τις προηγούμενες διαδικασίες. Ανεξαρτήτως τούτου, ακόμα και αν αποδεικνυόταν δεδικασμένο, η πρωτόδικη διαδικασία θα έπρεπε να αφεθεί να συνεχίσει, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα δημιουργείτο αδικία στην πλευρά του εφεσείοντα με τη στέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο και να προβάλει τις θέσεις του, με την ορθή βάση αγωγής ως προς την παράβαση της εκ συμφώνου απόφασης από τις εφεσίβλητες 1 και 2 (βλ. Κλεόπα ν. Χριστόφορου ανωτέρω).

Διαφορετικό συμπέρασμα με όλο το σέβας προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέτει σε κίνδυνο το συνταγματικό δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη που διασφαλίζεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος, αφού ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι στερείται της περιουσίας του χωρίς αποζημίωση από το 2002, χωρίς το Δικαστήριο να ακούσει τα επιχειρήματα του, ως προς την κατ' ισχυρισμό παράβαση των υποχρεώσεων των εφεσιβλήτων, όπως αυτές πηγάζουν από την εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 2237/04.

Ως εκ των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται στο σύνολο της, συμπεριλαμβανομένης και της πρωτόδικης διαταγής για τα έξοδα. Επιδικάζονται €3.500,00 έξοδα της παρούσας έφεσης, υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Ο φάκελος επιστρέφεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, προκειμένου να προωθηθεί τάχιστα η δικαστική διαδικασία της αγωγής 2961/18 από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, από το σημείο που διακόπηκε με την πρωτόδικη απόφαση.

 

 

 

 

Αλέξανδρος Παναγιώτου, Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο