ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. E135/2021)
21 Μαρτίου 2025
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στής]
1. VITAEMED LTD
2. BIOTAT LTD
Εφεσειόντων/Εναγομένων
v.
ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΓΙΩΝ ΤΡΙΜΙΘΙΑΣ
Εφεσίβλητου/Ενάγοντα
--------------------------
Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για εφεσείουσα 1.
Καμία εμφάνιση, για εφεσείουσα 2.
Χαράλαμπος Α. Ιακώβου, για εφεσίβλητο.
Στυλιανίδου, Δ.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60) και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν. 33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στυλιανίδου, Δ.: Η εφεσείουσα δεν καταχώρισε, ως προέβλεπαν οι οδηγίες του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, Υπεράσπιση στην αγωγή που καταχωρίστηκε εναντίον της από τους εφεσίβλητους. Περαιτέρω, δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη. Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο αίτησης των εφεσιβλήτων για έκδοση απόφασης υπέρ τους λόγω μη καταχώρισης Υπεράσπισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση στηριζόμενη στην ένορκη δήλωση και τα αποδεικτικά στοιχεία που έθεσαν ενώπιόν του οι εφεσίβλητοι, στη βάση της Διαταγής 26 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Η απόφαση περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, διατάγματα εκκένωσης και παράδοσης ελεύθερης κατοχής του ακινήτου όπου βρισκόταν το κοινοτικό σφαγείο στο χωριό Άγιοι Τριμιθιάς, καθώς και την καταβολή ποσού ως ενοίκια και/ή ως δικαίωμα χρήσης και/ή άλλως πως, πλέον ποσών ως οφειλόμενα τέλη υδατοπρομήθειας και κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος.
Η εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση παραμερισμού της εν λόγω ερήμην εκδοθείσης απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το αντικείμενο της παρούσας έφεσης είναι η απορριπτική αυτή απόφαση στην αίτηση της εφεσείουσας για παραμερισμό της απόφασης εναντίον της, εκδοθείσης λόγω μη καταχώρισης της Υπεράσπισης της.
Στο γραπτό περίγραμμα αγόρευσής του, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας προώθησε μαζί τους δύο λόγους έφεσης, οι οποίοι ουσιαστικά υποστηρίζουν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε πως η εφεσείουσα απέτυχε να πείσει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση.
Η πρώτη θέση του συνηγόρου, όπως τέθηκε στο περίγραμμα αγόρευσής του, είναι ότι οι εφεσίβλητοι δεν ήταν ο «κανονικός» διάδικος, διότι ενδεχομένως να μην δικαιούνταν να αναλάβουν κατοχή του επίδικου ακινήτου (το οποίο ενοικίαζαν από την ιδιοκτήτρια Κυπριακή Δημοκρατία βάσει σχετικής γραπτής συμφωνίας). Επίσης έθεσε το ζήτημα ότι η αγωγή έπρεπε να είχε καταχωριστεί και από τη Δημοκρατία.
Κατά την ακρόαση της έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος, ανέπτυξε προφορικώς το πιο πάνω επιχείρημά του, υποστηρίζοντας ότι πριν την καταχώριση της αγωγής, η Δημοκρατία έπρεπε να είχε πει ότι αίρεται η ακυρότητα της συμφωνίας ενοικίασης μεταξύ αυτής και των εφεσιβλήτων. Ο λόγος που σύμφωνα με τον συνήγορο υπήρχε ακυρότητα οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν είχε ληφθεί από τους εφεσίβλητους η απαιτούμενη, βάσει ρητού όρου της εν λόγω συμφωνίας, προηγούμενη γραπτή άδεια από τη Δημοκρατία, πριν την επίδικη υπενοικίαση του ακινήτου στην εφεσείουσα. Σύμφωνα με τον συνήγορο προέκυψε, λόγω της μη λήψης της συγκατάθεσης από τη Δημοκρατία, παρανομία και ακυρότητα της εν λόγω συμφωνίας. Γι' αυτόν τον λόγο οι εφεσίβλητοι δεν ήταν οι νόμιμοι κάτοχοι του ακινήτου ώστε να δικαιούνται στις θεραπείες που τους δόθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήτοι δεν είχαν οποιοδήποτε δικαίωμα να αναλάβουν οι ίδιοι κατοχή εναντίον της εφεσείουσας.
Με κάθε σεβασμό, η θέση του συνηγόρου, στερείται νομικού και πραγματικού ερείσματος, για τους πιο κάτω λόγους: Σύμφωνα με τις αρχές του δικαίου των συμβάσεων, τα γεγονότα τα οποία επικαλείται ανωτέρω ο συνήγορος, περί μη λήψης της προβλεπόμενης, βάσει της συμφωνίας ενοικίασης μεταξύ της Δημοκρατίας και των εφεσιβλήτων, γραπτής συγκατάθεσης από τη Δημοκρατία αναφορικά με την υπενοικίαση του επίδικου ακινήτου στην εφεσείουσα, ενδεχομένως να αποτελεί παράβαση της εν λόγω συμφωνίας. Όμως, μια τέτοια παράβαση δεν δύναται, ως θέμα νόμου να επιφέρει την εξ υπαρχής ακύρωση της συμφωνίας μεταξύ της Δημοκρατίας και των εφεσιβλήτων, εν τη εννοία της άκυρης εξ υπαρχής σύμβασης λόγω παρανομίας, (νομικό ζήτημα που θα αναλυθεί πιο κάτω). Μία τέτοια μορφής παράβαση σύμβασης, δίδει δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης από το αναίτιο μέρος, βλ. XENOS TRAVEL LTD - v - PANASOFT A.E. Πολ. Έφεση 116/2011 ημερ. 21/2/2017, και Metaxas Loizides Syrimis & Co κ.ά.ν. L. K. Globalsoft Co Ltd (2007) 1 ΑΑΔ 54. Τονίζεται δε ότι εν προκειμένω, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου ουδεμία μαρτυρία ή έστω ισχυρισμός περί τέτοιου τερματισμού από πλευράς Δημοκρατίας. Εν όψει όλων των πιο πάνω, η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου δεν ευσταθεί.
Σημειώνεται ότι κατά την προφορική του αγόρευση, ο συνήγορος υποστήριξε ότι η αγωγή των εφεσιβλήτων δεν μπορούσε να επιτύχει διότι παραβίαζε την αρχή του res inter alios acta alter nocere non debet. Δεν παρέπεμψε επί τούτου σε οποιανδήποτε αυθεντία.
Στην υπόθεση Σπετσιώτης ν. Ιερού Ναού Αγίου Ερμογένους (1996) 1 ΑΑΔ 549, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με την πιο πάνω αρχή:
«Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέδειξε ότι τα δύο αναφερθέντα έγγραφα κατέδειχναν στην όψη τους ότι αφορούσαν σχέσεις του εφεσείοντα όχι με τους εφεσίβλητους που είναι η Εκκλησιαστική Επιτροπή της Εκκλησίας Αγίου Ερμογένους του χωριού Επισκοπή, Λεμεσού, αλλά με την Εκκλησιαστική Επιτροπή της Εκκλησίας Αγίας Παρασκευής του ίδιου χωριού. Επρόκειτο δηλαδή σε ό,τι αφορούσε αυτά τα δύο έγγραφα για συναλλαγές του εφεσείοντα με τρίτο: res inter alios acta.
Είναι εν προκειμένω προφανές ότι το δικαστήριο, αντικρύζοντας τα εν λόγω έγγραφα, παρέλειψε να εντοπίσει αυτή τη διάσταση. Εκθεμελιώνεται ως εκ τούτου η πρωτόδικη κρίση δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα δεν ενείχαν τη σημασία που τους προσδόθηκε και συνεπώς δεν αποτελούσαν έρεισμα για την αιτιολογική σύνδεση στην οποία προέβη το δικαστήριο.»
Περαιτέρω, στην υπόθεση Μερκής Ζήνων ν. Intertobacco (Cyprus) Ltd (2003) 1 ΑΑΔ 1091, το Ανώτατο Δικαστήριο εξετάζοντας πρωτόδικη απόφαση, παρέπεμψε στην πιο κάτω διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:
«Ούτε είναι ιδιαίτερα σημαντική η εξέταση της συμφωνίας μεταξύ των εναγόντων και του Λούη Σταθόπουλου. Πρόκειται για συμφωνία στην οποία ο εναγόμενος δεν είναι μέρος και δεν μπορεί να απαιτήσει και να επιβάλει οιονδήποτε όφελος από αυτή. (Res inter alios acta alteri nocere non debet).»
Είναι θεωρώ εμφανές ότι ο κανόνας εφαρμόστηκε στις εν λόγω αποφάσεις επί γεγονότων εντελώς διαφορετικών από τους ισχυρισμούς στην παρούσα επί των οποίων δεν μπορεί, κατά την άποψη μου, να εφαρμοστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο.
Αφενός, σε σχέση με την Σπετσιώτης, (ανωτέρω), στην παρούσα, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου, ίχνος ισχυρισμού ή μαρτυρίας για συναλλαγή της εφεσείουσας με την Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να δύναται, να εκθεμελιωθεί η απαίτηση των εφεσιβλήτων εναντίον της εφεσείουσας. Αφετέρου, σε σχέση με την Μερκής, (ανωτέρω), η εφεσείουσα, ως εναγόμενη, δεν μπορούσε να απαιτήσει οποιοδήποτε όφελος από τη συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας και των εφεσιβλήτων.
Η εν λόγω αρχή έχει και μία άλλη διάσταση η οποία επεξηγείται στην υπόθεση Mαυρουδή Xριστοθέα Παναγιώτη και Άλλη ν. Verdian Valerik (2009) 1 ΑΑΔ 1232:
«Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον να εγείρει αγωγή εναντίον τους, αφού σύμφωνα με μαρτυρία, στις 6.3.2000, εκδόθηκε στην αγωγή υπ' αρ. 1668/96 μεταξύ της εταιρείας Moustakas Shipping Agencies Ltd ως εναγόντων και του Sergei Kossoian ως εναγόμενου, διάταγμα σύμφωνα με το οποίο η σύμβαση πώλησης που είχε γίνει στις 7.11.1998 μεταξύ της Moustakas Shipping και του Kossoian για την πώληση της επίδικης κατοικίας είναι άκυρη ως εκτελεσθείσα δολίως.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος είναι έννοια του διοικητικού δικαίου και δεν απαντάται στο αστικό δίκαιο, εκτός αν οι εφεσείουσες εννοούν την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος. Δεν έδειξαν με ποιο τρόπο η συγκεκριμένη δικαστική απόφαση επενεργεί επί των σχέσεων των διαδίκων, απλώς υποστήριξαν ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ' όψιν τη σχετική μαρτυρία και ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε έννομο συμφέρον. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η δικαστική απόφαση την οποία επικαλούνται οι εφεσείουσες, εκδόθηκε στις 6.3.2000, ημερομηνία μεταγενέστερη τόσο της γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 7.11.1998 μεταξύ του εφεσίβλητου και του Kossoian, όσο και της συμφωνίας ημερομηνίας 14.5.1999 με την οποία πωλήθηκε από τον εφεσίβλητο το ακίνητο στην εφεσείουσα 1. Περαιτέρω, είναι γνωστή η αρχή του κοινοδικαίου ότι μία απόφαση in personam δεν συνιστά μαρτυρία της αλήθειας ή της απόφασης ή του υπόβαθρου της, μεταξύ τρίτων ή μεταξύ διαδίκου και τρίτου, εκτός επί θεμάτων δημοσίου και γενικού ενδιαφέροντος (Phipson on Evidence 16η έκδοση, 2005, παράγραφοι 44-76 και 44-77).
Σύμφωνα με την αρχή του res inter alios acta (ή judicata) alter nocere non debet, θεωρείται άδικο για κάποιον να επηρεαστεί και πολύ περισσότερο να δεσμευτεί από διαδικασία στην οποία δεν μπορούσε να εγείρει υπεράσπιση, να αντεξετάσει ή να καταχωρήσει έφεση.»
Η αρχή εφαρμόστηκε επίσης ως ανωτέρω, στην υπόθεση Riza v. Δημοκρατίας κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 37/16, ημερ. 18.11.2016, στην οποία υιοθετήθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από την παλαιότερη υπόθεση, Boyadji:
«Και όπως ο Ιωσηφίδης, ΠΕΔ, το έθεσε στην απόφαση Boyadji v. Papachristoforou (1958) 23 C.L.R. 299:
« As regards the question of estoppel raised by the defence the general rule of law undoubtedly is that no person is to be adversely affected by a judgment in an action to which he was not a party, because of the injustice of deciding an issue against him in his absence.
[.]
But this general rule admits of two exceptions: one is that a person who is in privity with the parties, a 'privy' as he is called, is bound equally with the parties, in which case he is estopped by res judicata; the other is that a person may have so acted as to preclude himself from challenging the judgment, in which case he is estopped by his conduct (see Nana Ofori Atta II v. Nana Abu Bonsra II (1957) 3 W.L.R. 830 at p. 834).
A judgment inter partes raises an estoppel only against the parties to the proceeding in which it is given, and their privies, for example, those claiming or deriving title under them. As against all other persons it is res inter alios acta, and with certain exceptions, though conclusive of the fact that the judgment was obtained and of its terms, is not even admissible evidence of the facts established by it. Privies are of three classes, and the relationship of vendor and purchaser is included in the class of "privies in estate" (see 15 Halsbury's Laws, third edition, paragraph 372, p. 196).»
Προκύπτει από την πιο πάνω νομολογία, ότι η εν λόγω αρχή δεν τυγχάνει εφαρμογής στη μεταξύ των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση διαφορά. Ενδεχομένως η εφαρμογή της να ήταν σχετική, ώστε να μη δημιουργείται οποιοδήποτε κώλυμα στη Δημοκρατία, να ανακτήσει κατοχή από την εφεσείουσα, σε ενδεχόμενη αγωγή της εναντίον της.
Μια άλλη έκφανση της αρχής, αναφέρεται στις υποθέσεις KOULOUMBIS ν. "THE SHIP ""MARIA""" (1982) 1 CLR 616 και GRADE ONE SHIPPING ν. "CARGO ON SHIP ""CRIOS II""" (1980)
1 CLR 69
, και αφορά αρχή του δικαίου της απόδειξης, η οποία δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση.
Ως εκ των ανωτέρω, η θέση του συνηγόρου της εφεσείουσας περί εφαρμογής της εν λόγω αρχής, κρίνεται ανεδαφική και απορρίπτεται.
Το δεύτερο επιχείρημα που ανέπτυξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας συνίσταται στο ότι οι εφεσίβλητοι δεν δικαιούνταν σε απόφαση για οποιοδήποτε ποσόν εφόσον οι ίδιοι «βρίσκονταν μέσα σε παρανομία». Σύμφωνα με τον συνήγορο, η παρανομία συνίστατο στο ότι η εφεσείουσα με τις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την ένσταση, υπέδειξε ότι είχε καταβληθεί από πλευράς της το ποσό των €100.000 στους εφεσίβλητους, πριν την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας μεταξύ τους, γεγονός το οποίο «μολύνει ολόκληρη τη συμφωνία». Συγκεκριμένα, η επίδικη συμφωνία υπογράφηκε την 19/09/2012, ενώ οι δύο επιταγές που καταβλήθηκαν προς στους εφεσίβλητους εκ €50.000 έκαστη, ήταν ημερομηνίας 17/06/2011 και 18/01/2012 αντιστοίχως.
Ανατρέχοντας στις ένορκες δηλώσεις που συνόδευαν την αίτηση παραμερισμού, εντοπίζονται οι πιο κάτω ισχυρισμοί σε σχέση με το εγερθέν, ως ανωτέρω, ζήτημα της παρανομίας λόγω της καταβολής του πιο πάνω ποσού.
Στην ένορκη δήλωση του εκτελεστικού προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της εφεσείουσας, αναφέρονται αυτολεξεί τα εξής στις παραγράφους 3, 7 και 14:
«3. Προς περαιτέρω υποστήριξη τα καλής υπεράσπισης και ειδικότερα ότι η επίδικη Συμφωνία Μακράς Διάρκειας Συμφωνίας Εκμίσθωσης ημερομηνίας 19/01/2012, είναι εκ των πραγμάτων παράνομη, φέρω εις γνώσιν του Δικαστηρίου ότι υπήρχε απόκρυψη του πραγματικού ποσού ενοικίασης, αφού οι Ενάγοντες-Καθ' ων η Αίτηση είσπραξαν το ποσόν των €100.000 από τους Αιτητές κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων. Επισυνάπτω ως Τεκμήριο Α αντίγραφο των εκδοθέντων επιταγών επ' ονόματι των Καθ' ων η αίτηση.
7. Περαιτέρω, όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι των Εναγομένων-Αιτητών, η επίδικη Μακράς Διαρκείας Συμφωνία Υπεκμίσθωσης ημερομηνίας 19/09/2012, είναι επίσης παράνομη δια τον επιπρόσθετο λόγω, αφού οι Ενάγοντες- Καθ' ων η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο σύναψης και υπογραφής της δεν είχαν οποιαδήποτε έγκριση από την Κυπριακή Δημοκρατία, ως επίσης είσπραξαν το ποσόν των €100.000 που ήταν μέρος του ενοικίου, το οποίο δεν αποκαλύφθηκε εις την επίδικη σύμβαση. Συνεπώς η Σύμβαση ημερομηνίας 19/09/2012 είναι παράνομη και άκυρη και μη δυνάμενη να αποτελέσει τη βάση για την προώθηση της επίδικης αξίωσης ως εμφαίνεται στην καταχωρηθείσα αγωγή.
14. Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω και με την ειδική αναφορά στην παράνομη σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, ήτοι την απόκρυψη του πραγματικού τιμήματος ενοικιάσεως, διαπιστώνεται ότι οι Αιτητές έχουν αποκαλύψει καλή υπεράσπιση εις την αγωγή εναντίον των.»
Επιπλέον, η ενόρκως δηλούσα από πλευράς εφεσείουσας, δικηγόρος «στο δικηγορικό γραφείο» που την εκπροσωπούσε τότε, αναφέρθηκε στα όσα υποστήριξε ανωτέρω, ο πιο πάνω ενόρκως δηλών. Περαιτέρω, δε ορκίστηκε στην παράγραφο 27 της ένορκης δήλωσής της ότι η εφεσείουσα ήγειρε την ακόλουθη υπεράσπιση:
«v. Επιπρόσθετα, η επίδικη Συμφωνία Μακράς Διάρκειας Συμφωνίας Υπεκμίσθωσης ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου 2012, αποτελεί παράνομη σύμβαση, αφού εις την εν λόγω συμφωνία δεν έχει αναγραφεί και δεν φέρει το πραγματικό ύψος της ενοικίασης και/ή αλλιώς η επίδικη συμφωνία φέρει εικονικό τίμημα ενοικίου. Οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι Ενάγοντες με σκοπό καταδολίευσης του δημοσίου εισέπραξαν από αυτούς το επιπρόσθετο ποσόν των €100.000 ως ενοίκιο, κατά και/ή προγενέστερα της συνομολόγησης της επίδικης συμφωνίας υπενοικίασης ημερομηνίας 19/09/2012.
vi. Η επίδικη Συμφωνία Μακράς Διάρκειας Συμφωνίας Υπεκμίσθωσης ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου 2012, έχει καταγραφεί εικονικό τίμημα του ποσού του ενοικίου, μικρότερο του πραγματικού ύψους του ενοικίου και/ή η δε επίδικη συμφωνία δεν φέρει την αναγραφή του πραγματικού ανταλλάγματος, με τελικό σκοπό καταδολίευσης του φόρου και/ή του δημοσίου.
vii. Άνευ βλάβης των ως άνω, οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ο πραγματικός σκοπός της μη αναγραφής του πραγματικού ύψους του ενοικίου, ήταν η αποφυγή των φορολογικών υποχρεώσεων και/ή κεφαλαιουχικά κέρδη και/ή αλλιώς η σκοπιμότητα καταδολίευσης του Εφόρου Φορολογίας και/ή φόρο από τους Ενάγοντες και/ή αλλιώς με τον σκοπό την καταδολίευση του δημοσίου από τους Ενάγοντες.
viii. Οι Εναγόμενοι αναφέρουν, η επίδικη Συμφωνία Μακράς Διάρκειας Συμφωνίας Υπεκμίσθωσης ημερομηνίας 19 Σεπτεμβρίου 2012, είναι παράνομη και δεν έχει περιληφθεί στο γραπτό κείμενο το πραγματικό συμφωνηθέν ποσόν του ενοικίου που οι Εναγόμενοι κατέβαλαν εις τους Ενάγοντες, ήτοι το επιπρόσθετο ποσόν των €100,000 ως ενοίκιο, ποσόν το οποίο καταβλήθηκε δυνάμει επιταγών ημερομηνίας 17/06/2011 και 18/01/2012, αντίστοιχα. (Λεπτομέρειες θα αναφερθούν κατά την δικάσιμον).»
Πρόβλεψη για το ζήτημα της ακυρότητας σύμβασης γίνεται στον περί Συμβάσεων Νόμων, Κεφ. 149. Υπάρχει δε συναφής νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Σολωμού Kαλομοίρα Σάββα ν. Eταιρείας Vineyard View Tourist Enterprises Ltd. (1998) 1 ΑΑΔ 300, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος του λόγου έφεσης - ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη - θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό διέπεται από το άρθρο 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, το οποίο προβλέπει:
"23. Η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας είναι νόμιμος εκτός αν -
(α) είναι απαγορευμένος από νόμο, ή
(β) είναι τέτοιας φύσης ώστε, αν επιτρεπόταν, θα κατα-
στρατηγούσε τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου, ή
(γ) συνιστά απάτη, ή
(δ) επιφέρει ή ενέχει βλάβη στο πρόσωπο ή την περιουσία άλλου, ή
(ε) το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτός αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια πολιτική.
Σε κάθε μια από τις περιπτώσεις αυτές η αντιπαροχή ή ο σκοπός της συμφωνίας θεωρείται παράνομος. Κάθε συμφωνία της οποίας ο σκοπός ή αντιπαροχή είναι παράνομος, είναι άκυρη."
Το άρθρο 23 στοχεύει στο να αποτρέψει την τέλεση πράξεων που συγκρούονται με το δημόσιο δίκαιο ή την δημόσια πολιτική επειδή το συμφέρον του δημοσίου θα πληγεί σε περίπτωση που επιτραπεί σε μια σύμβαση που αντιστρατεύεται τη δημόσια πολιτική να ισχύσει. Η δημόσια πολιτική σχετίζεται με πολιτικούς, οικονομικούς ή κοινωνικούς λόγους ένστασης. Το άρθρο 23 δεν ασχολείται με τα κίνητρα. Περιορίζεται στους σκοπούς της πράξης και όχι στους λόγους ή στα κίνητρα που την υπαγόρευσαν. Υπάρχουν δύο γενικές αρχές. Σύμφωνα με την πρώτη μια σύμβαση που συνάπτεται με σκοπό την διάπραξη παράνομης πράξης είναι ανεφάρμοστη. Σύμφωνα με τη δεύτερη το δικαστήριο δεν εφαρμόζει μια σύμβαση η οποία ρητά ή εξυπακουόμενα απαγορεύεται από το Νόμο (βλ. Pollock & Mulla, 10η έκδ. σελ. 227-228).»
Στην υπόθεση, Άρτεμις Χρίστου κ.α. ν. Βαρβάρας Πέτρου - Πιερίδου Διαχειρίστριας της περιουσίας του αποβιώσαντα Κώστα Μαραγκού, Πολιτική Έφεση Αρ. 311/2011, 18/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A467, λέχθηκαν τα εξής:
«Η παραπάνω διαπίστωση έχει, ενόψει των ευρημάτων του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί των γεγονότων, ως αποτέλεσμα, την ακυρότητα της σύμβασης και την απόλυτη αδυναμία διεκδίκησης αξίωσης που να απορρέει εξ αυτής. Η αγωγή θα έπρεπε ως εκ τούτου να είχε απορριφθεί.
Εις την υπό εξέταση υπόθεση, όπως και αν εξετασθεί το θέμα, το γεγονός παραμένει με βάση την διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα γνώριζε το παράνομο των ενεργειών της, συμμετέσχε με την θέλησή της στην συμφωνία και ήτο in pari delicto με τον εφεσείοντα. Συνεπώς δεν τίθεται θέμα εφαρμογής τεστ αναλογικότητας, όπως είναι η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης. Υπάρχει ενιαίο σύμπλεγμα γεγονότων και στοιχείων που συνέθεταν την όλη συμφωνία και η εφεσίβλητη έλαβε μέρος στην συμφωνία εν πλήρη γνώσει της και θεληματικά, προτείνοντας η ίδια και τον χρόνο πλήρωσης του συμφωνηθέντος ποσού δωροδοκίας. Συνεπώς, το δόγμα ex turpi causa non oritur actio τυγχάνει εφαρμογής.»
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στην πιο πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ΦΑΡΜΑ ΡΕΝΟΣ ΧΑΤΖΗΙΩΑΝΝΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ v. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 238/2016, 14/11/2024, λέχθηκαν τα εξής:
«Στη βάση των πιο πάνω δικαιολογημένων ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν μπορεί να τίθεται θέμα εφαρμογής της υπεράσπισης της παρανομίας, η οποία στα λατινικά αναφέρεται ως «ex turpi causa non oritur actio» ή στην αγγλική γλώσσα «no action can arise from an illegal action», ως η εφεσείουσα με συγκεκριμένο λόγο έφεσης υποστηρίζει. Όμως, για μίαν ενδιαφέρουσα ανάλυση της πιο πάνω αρχής, παραπέμπουμε στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, Patel v. Mirza [2016] UKSC 42.»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε σε σχέση με τον ισχυρισμό της εφεσείουσας για παρανομία της σύμβασης λόγω «εικονικού ενοικίου» ότι είχε κατατεθεί σαφής μαρτυρία από τους εφεσίβλητους ότι το ποσό των €100.000 καταβλήθηκε λόγω της καθυστέρησης της εφεσείουσας. Ανέφερε περαιτέρω ότι σε κάθε περίπτωση, ουδέποτε προηγουμένως είχε εγερθεί από την εφεσείουσα ζήτημα ακυρότητας ή και παρανομίας της σύμβασης, όπως προέκυπτε από την αλληλογραφία που κατατέθηκε από τις δύο πλευρές.
Επισημαίνω κατ' αρχάς ότι κατά την εξέταση του κατά πόσον ο αιτητής έχει καταδείξει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, το Δικαστήριο δεν επιτρέπεται να προβεί σε αξιολόγηση και να καταλήξει σε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλονται ως υπεράσπιση, βλ. π.χ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΦΛΟΥΡΗ v. GORDIAN HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2016, 17/10/2024.
Εν προκειμένω, φαίνεται από τις πιο πάνω αναφορές του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι περιέπεσε στο σφάλμα να προβεί σε αξιολόγηση των εκατέρωθεν θέσεων των διαδίκων αναφορικά με το ζήτημα της καταβολής του εν λόγω ποσού.
Περαιτέρω, υπό το φως των πιο πάνω νομικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων, και λαμβάνοντας υπόψη τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εφεσείουσας αναφορικά με το ζήτημα των ποσών των ενοικίων, είμαι της άποψης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε, ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί, σε συνάρτηση με τις αρχές που διέπουν την ακυρότητα σύμβασης λόγω παρανομίας, προβάλλουν μία εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, ως προς το ζήτημα της έκδοσης απόφασης εναντίον τους για καταβολή ποσών, στη βάση της κατ' ισχυρισμό άκυρης εξ υπαρχής σύμβασης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, κρίνω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια. Εντούτοις, για τους λόγους που θα εξηγηθούν πιο κάτω, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς.
Σημειώνεται κατ' αρχάς ότι βάσει του Μέρους 41.12 (1) του Μέρους 41.12(3) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, το Εφετείο έχει όλες τις εξουσίες του κατώτερου δικαστηρίου.
Επομένως, έχοντας καταλήξει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια, η πρωτόδικη απόφαση θα διαφοροποιηθεί βάσει του Μέρους 41.12 (2) (α) των Κανονισμών, εφόσον με τα ενώπιον μου δεδομένα, είμαι σε θέση να υποκαταστήσω την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. RPM SERVICES EUROPE LIMITED v. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε137/2021, 31/1/2024)
Λαμβάνω δε υπόψη και εφαρμόζω το σκεπτικό της αγγλικής απόφασης που παρατίθεται στο Annual Practice 1966, στη σελίδα 180:
«A judgment may be set aside as to part only and be allowed to stand as to the rest (Re Mosenthal, ex p. Marx (1910), 54 S.J. 751, C.A.). »
Σημειώνω ότι η εν λόγω απόφαση αφορά παραμερισμό απόφασης εκδοθείσης λόγω παράλειψης σημειώματος εμφάνισης, όμως όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, στη σελίδα 444, η ίδια πρακτική ακολουθείται και σε υποθέσεις ως η παρούσα. Η ίδια προσέγγιση, ακολουθήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Χρύσανθου κ.ά. ν. Mariala Construction Limited (1996) 1 ΑΑΔ 1129, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η πρόνοια της Δ.33 θ.5 προσομοιάζει απόλυτα με τις πρόνοιες της Δ.17 Θ. 10 για παραμερισμό απόφασης ένεκα παράλειψης καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης και της Δ.26 θ. 14 ένεκα παράλειψης καταχώρησης έκθεσης υπεράσπισης. Κατά συνέπεια μπορούμε να αντλήσουμε καθοδήγηση και από τις αυθεντίες που βασίζονται στις πρόνοιες αυτές.»
Έχοντας υπόψη τη δυνατότητα μερικού παραμερισμού της εκδοθείσης ερήμην απόφασης, και λαμβάνοντας υπόψη τις αναπόδραστες, βάσει του νόμου, νομικές συνέπειες της επικαλούμενης από την εφεσείουσα υπεράσπισης, κρίνω ότι αυτή δεν μπορεί, ως θέμα νόμου, να έχει την ίδια επίδραση αναφορικά με όλες τις πτυχές της εκδοθείσης ερήμην απόφασης. Με την εν λόγω απόφαση υπενθυμίζω, εκδόθηκαν διατάγματα παράδοσης ελεύθερης κατοχής του επίδικου ακινήτου, καθώς επίσης απόφαση για καταβολή ποσών βάσει της συμφωνίας των διαδίκων.
Η επικαλούμενη από την εφεσείουσα υπεράσπιση της ακυρότητας της σύμβασης, σχετίζεται με το μέρος της εκδοθείσης ερήμην απόφασης αναφορικά με την καταβολή των ποσών στη βάση της κατ' ισχυρισμόν παράνομης, και ως εκ τούτου, άκυρης σύμβασης μεταξύ των διαδίκων, επειδή σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, σε περίπτωση άκυρης σύμβασης λόγω παρανομίας, ο ενάγων που συμμετείχε στην παρανομία δεν δικαιούται σε οποιοδήποτε ποσό βάσει της άκυρης σύμβασης (βλ. Xριστοδούλου Γιώργος ν. Antonius H.F.M. Vraets (2009) 1 ΑΑΔ 802). Σημειώνω συναφώς, την εξέλιξη του αγγλικού κοινοδικαίου επί του σημείου αυτού βάσει της Patel, (ανωτέρω), σύμφωνα με την οποία το ζήτημα εξετάζεται σταθμίζοντας τη συμπεριφορά των διαδίκων. Ωστόσο είμαι της άποψης ότι και βάσει του σκεπτικού της Patel, (ανωτέρω) το ζήτημα που ήγειρε η εφεσείουσα ως υπεράσπιση, ενέχει τη στάθμιση διαφόρων παραγόντων, και ως εκ τούτου πρέπει να αποφασίζεται κατόπιν εκδίκασης της υπόθεσης.
Αντιθέτως, αναφορικά με το μέρος της εκδοθείσης ερήμην απόφασης που αφορά την παράδοση ελεύθερης κατοχής του επίδικου ακινήτου, κρίνω ότι η εφεσείουσα, δεν απεκάλυψε καμία υπεράσπιση για τον εξής λόγο: Είναι κοινώς αποδεκτό ότι η εφεσείουσα έλαβε κατοχή του επίδικου ακινήτου βάσει της επίδικης σύμβασης μίσθωσης μεταξύ των διαδίκων. Η υπεράσπιση που προώθησε, περί ακυρότητας της εν λόγω σύμβασης λόγω παρανομίας, δεν θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα τη μη έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων (βλ. ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗ v. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2016, 9/1/2025). Επομένως, είμαι της άποψης ότι η πρωτόδικη απόφαση, ως προς το μέρος της αυτό, δεν μπορεί παρά να επικυρωθεί.
Το να αφεθεί η υπόθεση να προχωρήσει με βάση την προβαλλόμενη υπεράσπιση η οποία αναπόδραστα, δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα διατάγματα που εκδόθηκαν, δεν θα εξυπηρετούσε στην απονομή της δικαιοσύνης, εφόσον αφήνει προς εκδίκαση ζήτημα η έκβαση του οποίου είναι προδιαγραμμένη. Το να επιτραπεί η εκδίκαση του ζητήματος αυτού αντίκειται στην αρχή της τελεσιδικίας. Περαιτέρω, ο μερικός παραμερισμός, εξυπηρετεί στην απονομή της δικαιοσύνης, εφόσον ξεκαθαρίζει και περιορίζει τα εναπομείναντα προς εξέταση στο πλαίσιο της δίκης, επίδικα θέματα. Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο μερικός παραμερισμός δεν επηρεάζει δυσμενώς τα δικαιώματα της εφεσείουσας, εφόσον η υπεράσπιση που η ίδια προώθησε με βάση τη μαρτυρία που η ίδια προσκόμισε δια των ως άνω ενόρκων δηλώσεων, δεν μπορεί παρά να έχει την αναπόδραστη συνέπεια της έκδοσης εναντίον της διατάγματος παράδοσης ελεύθερης κατοχής του επίδικου ακινήτου.
Τέλος επισημαίνεται ότι το Εφετείο δεν θα μπορούσε να μείνει απαθές, μπροστά σε ισχυρισμούς που προβάλλονται ενόρκως, για την ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων από τους διαδίκους στην παρούσα. Ενδεχομένως να προκύπτουν ποινικά αδικήματα από την κατ' ισχυρισμόν υπογραφή από αμφοτέρους τους διαδίκους συμφωνίας υπενοικίασης στην οποία δεν έχει αποκαλυφθεί το εισπραχθέν ποσό από τους εφεσίβλητους και στην οποία περαιτέρω καταγράφηκε «εικονικό», λιγότερο από το συμφωνηθέν, ετήσιο ενοίκιο. Ως εκ τούτου, δίδονται οδηγίες στην Πρωτοκολλητή του Εφετείου, όπως αντίγραφο της παρούσας, μαζί με αντίγραφα όλων των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν στο πλαίσιο της επίδικης αίτησης παραμερισμού και τα τεκμήρια που επισυνάπτονται σε αυτές, αποσταλεί στον Γενικό Εισαγγελέα για σκοπούς διερεύνησης της πιθανότητας διάπραξης ποινικών αδικημάτων και από τους δύο διαδίκους. Δεν παραβλέπω ότι οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας αναφέρονται σε κατ' ισχυρισμόν παρανομία από πλευράς εφεσιβλήτων, όμως επισημαίνω ότι η ίδια παραγνωρίζει την πρόβλεψη στο ποινικό δίκαιο για την ευθύνη των συμμέτοχων ή συνεργών.
Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ως εξής:
Η πρωτόδικη απόφαση ημερομηνίας 09/10/2020 στην υπ' αριθμό αγωγή 3430/19, παραμερίζεται μερικώς ως ακολούθως: Παραμερίζονται τα πιο κάτω:
«ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ όπως οι εναγόμενοι αρ.1 και 2 πληρώσουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα στον ενάγοντα το ποσό των €515 382,20 ως αποζημιώσεις και/ή ενοίκια και/ή ως δικαίωμα χρήσης και/ή απόφαση εναντίον τους για ενδιάμεσα οφέλη μέχρι την τελική παράδοση των επιδίκων υποστατικών, πλέον €142.750 για αποκατάσταση των προκληθεισών ζημιών στα επίδικα υποστατικά και εξοπλισμούς τους, πλέον €59.433,08 οφειλόμενα τέλη υδατοπρομήθειας, πλέον €25.744,26 οφειλόμενο ποσόν κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, πλέον τόκο 2% από 29.10.19 μέχρι εξοφλήσεως.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως οι εναγόμενοι αρ.1 και 2 πληρώσουν αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα στον ενάγοντα έξοδα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.».
Τα πιο κάτω διατάγματα που εκδόθηκαν με την απόφαση ημερομηνίας 09/10/2020 στην υπ' αριθμό αγωγή 3430/19 επικυρώνονται:
«ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ με το οποίο οι Εναγόμενοι και/ή αξιωματούχοι και/ή εντολείς και/ή αντιπρόσωποι και/ή υπάλληλοι τους ουδέν δικαίωμα έχουν να επεμβαίνουν, εισέρχονται, κατέχουν, διαμένουν και/ή καθ' οιονδήποτε τρόπο χρησιμοποιούν το κτήμα το οποίο ευρίσκεται στο δρόμο Αγίων Τριμιθιάς-Πάνω Δευτέρας επί του τεμαχίου 344,Φύλλο/Σχέδιο 30/17 στο Χωριό Άγιοι Τριμιθιάς, Λευκωσία και στο οποίο ευρίσκεται το κοινοτικό σφαγείο με όλα τα κτήρια εξοπλισμούς και μηχανήματα.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ τους Εναγόμενους και/ή αξιωματούχους και/ή εντολείς τους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους τους όπως εκκενώσουν και παραδώσουν στους ενάγοντες ελεύθερη και κενή την κατοχή του κτήματος το οποίο ευρίσκεται στο δρόμο Αγίων Τριμιθιάς-Πάνω Δευτέρας επί του τεμαχίου 344,Φύλλο/Σχέδιο 30/17 στο Χωριό Άγιοι Τριμιθιάς, Λευκωσία εντός 15 ημερών από την επίδοση του παρόντος διατάγματος, και στο οποίο ευρίσκεται το κοινοτικό σφαγείο, και να παραδώσουν τον εξοπλισμό και τα μηχανήματα του στην καλή και λειτουργική κατάσταση που τα παρέλαβαν συμπεριλαμβανομένου και του βιολογικού σταθμού.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ ΚΑΙ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ στους Εναγόμενους και/ή αξιωματούχους και/ή εντολείς τους και/ή αντιπροσώπους και/ή υπαλλήλους τους να επεμβαίνουν και/ή εισέρχονται στο κτήμα το οποίο ευρίσκεται στο δρόμο Αγίων Τριμιθιάς-Πάνω Δευτέρας επί του τεμαχίου 344,Φύλλο/Σχέδιο 30/17 στο Χωριό Άγιοι Τριμιθιάς, Λευκωσία και στο οποίο ευρίσκεται το κοινοτικό σφαγείο με όλα τα κτήρια εξοπλισμούς, μηχανήματα και συμπεριλαμβανομένου του βιολογικού σταθμού.»
Δίδεται άδεια στην εφεσείουσα να καταχωρίσει την Υπεράσπιση της στην αγωγή, εντός 14 ημερών από σήμερα, αναφορικά με την απαίτηση των εφεσιβλήτων για την καταβολή των ως άνω επιδικασθέντων ποσών.
Εν όψει της, εκ του αποτελέσματος της έφεσης, μερικής επιτυχίας της αίτησης παραμερισμού, δεν εκδίδεται καμία διαταγή ως προς τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας.
Εν όψει της μερικής επιτυχίας της έφεσης, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για τα έξοδά της.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.