ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. Ε129/19)
4 Μαρτίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
Private Kindergarden Play4kids Ltd
Εφεσείουσα
ν.
Λυδία Ψαρά
Εφεσίβλητη
Για εφεσείουσα: κ. Ανδρέας Βρυωνίδης για Α. Βρυωνίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για εφεσίβλητη: κα Λία Δήμου
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η παρούσα εκδικάζεται σε μονομελή σύνθεση δυνάμει των
προνοιών του Άρθρου 25.1 του Περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60)
και του Άρθρου 11.5 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμου του 1964 (33/1964).
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία απορρίφθηκε ενδιάμεση αίτηση για παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε εναντίον της εφεσείουσας και στην απουσία της, λόγω παράλειψης της να εμφανιστεί στην πρωτόδικη διαδικασία που κίνησε η εφεσίβλητη.
Για να γίνουν κατανοητά τα επίδικα θέματα της παρούσας, χρήζει μια συνοπτική αναφορά στο δικονομικό ιστορικό της υπόθεσης, που οδήγησε στην έκδοση της υπό κρίση εφεσιβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης.
Η εφεσίβλητη καταχώρησε στις 26/01/2018 αγωγή με Γενικώς Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα (Δ.2 θ.1), με την οποία ζητούσε αποζημιώσεις εναντίον της εφεσείουσας (εναγομένης 1) και του διευθυντή της (εναγομένου 2), στην βάση της αμέλειας κατόχου υποστατικού (Occupiers' Liability). Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι ενώ ήταν καλεσμένη σε πάρτι γενεθλίων που λάμβανε χώρα σε υποστατικό της εφεσίβλητης, λόγω αμέλειας και παράλειψης καθαρισμού υγρών που ήταν στο δάπεδο, η εφεσείουσα γλίστρησε και έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να υποστεί σωματικές βλάβες και ειδικές ζημιές.
Η εφεσίβλητη - ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το κλητήριο επιδόθηκε δεόντως στους εναγομένους στις 19/02/2018, ήτοι στον εναγόμενο 2 προσωπικά και ως διευθυντή της εναγομένης 1 - εφεσείουσας. Κάτι που αρνείται η εφεσείουσα, ισχυριζόμενη ότι το κλητήριο ουδέποτε της επιδόθηκε.
Η έκθεση απαίτησης καταχωρίστηκε στις 02/03/2018. Επειδή δεν καταχωρίστηκε εμφάνιση από τους εναγομένους, ακολούθησε η καταχώρηση από την εφεσίβλητη, αίτησης για απόφαση. Και ενώ η αγωγή εναντίον του εναγομένου 2 αποσύρθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο στις 16/05/2018, αφού πρώτα εξέτασε την ευθύνη της εναγομένης 1 - εφεσείουσας, εξέδωσε απόφαση με την οποία επεδίκασε εναντίον της, διάφορα ποσά ως ειδικές και γενικές αποζημιώσεις. Συγκεκριμένα, επιδικάστηκαν υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, €7.000,00 υπό την μορφή γενικών αποζημιώσεων και €10.995,00 ως ειδικές αποζημιώσεις πλέον, τόκοι και έξοδα.
Στις 07/12/2018, καταχωρήθηκε από την εφεσείουσα, αίτηση παραμερισμού της πιο πάνω απόφασης που εκδόθηκε εναντίον της και στην απουσία της. Η αίτηση υποστηρίχθηκε από δύο ένορκες δηλώσεις που υπογράφτηκαν από τον διευθυντή της εφεσείουσας και ένα υπάλληλο της που είναι ο διευθυντής του επίδικου παιδότοπου, στον οποίο επεσυνέβη το κατ' ισχυρισμό ατύχημα.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του διευθυντή της εφεσείουσας - εναγομένου 2, η αγωγή δεν του επιδόθηκε ποτέ. Η πρώτη φορά που έλαβε γνώση για την υπόθεση, ήταν στις 13/06/2018 όταν παρέλαβε εκ μέρους της εφεσείουσας, επιστολή με την οποία καλείτο να καταβάλει διάφορα ποσά ως αποζημιώσεις στην εφεσίβλητη. Απευθύνθηκε άμεσα στους δικηγόρους της εφεσείουσας, οι οποίοι προσπάθησαν να διεξάγουν έρευνα στον φάκελο της δικογραφίας για να διαπιστώσουν τα γεγονότα που αφορούσαν την έκδοση απόφασης. Δυστυχώς όμως επειδή τους δόθηκε λάθος αριθμός από τους δικηγόρους της εφεσίβλητης δεν κατέστη δυνατό να εντοπιστεί έγκαιρα ο φάκελος. Ακολούθως στις αρχές Δεκεμβρίου, ενημερώθηκε από δικαστικό επιδότη ότι είχε εκδοθεί εναντίον της εφεσείουσας, ένταλμα κατάσχεσης κινητών προς εκτέλεση της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Τότε ζήτησε από τον δικηγόρο της εφεσείουσας την καταχώρηση αίτησης παραμερισμού της ερήμην εκδοθείσας απόφασης, η οποία καταχωρίστηκε τελικά στις 07/12/2018.
Ο διευθυντής της εφεσείουσας αναφέρει επίσης στην ένορκη του δήλωση ότι κανέναν παράπονο περί τραυματισμού δεν ήρθε σε γνώση της εφεσείουσας ή της ασφαλιστικής της εταιρείας. Η εφεσίβλητη παρόλο που ισχυρίζεται ότι τραυματίστηκε στις 21/05/2016, εντούτοις μέχρι και τις 26/01/2018 που καταχώρησε την αγωγή δεν ενημέρωσε οιονδήποτε ενδιαφερόμενο για αυτού του είδους το περιστατικό.
Αναφορικά με την ουσία της απαίτησης, η εφεσείουσα αρνείται ότι επεσυνέβη οιονδήποτε ατύχημα κατά το επίδικο πάρτι. Ο υπεύθυνος του χώρου στον οποίο λειτουργούσε ο παιδότοπος της εφεσείουσας στην δική του ένορκη δήλωση, αναφέρει ότι την επίδικη ημερομηνία διεξήχθη όντως στο χώρο παιδικό πάρτι γενεθλίων. Παραδέχεται ότι κάποια παιδιά έχυσαν το χυμό τους στο πάτωμα και ο ίδιος πρόσεξε μια κυρία να γλιστρά, ευτυχώς χωρίς να πέφτει κάτω και χωρίς να τραυματίζεται. Αμέσως έδωσε οδηγίες σε υπαλλήλους του χώρου να σκουπιστεί και να καθαριστεί το πάτωμα, πράγμα που έγινε. Το παιδικό πάρτι συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε κανονικά χωρίς να του αναφερθεί οποιοσδήποτε τραυματισμός από πτώση.
Η εφεσίβλητη πρωτοδίκως με την ένσταση της, εισηγήθηκε ότι η εφεσείουσα δεν απέδειξε συζητήσιμη υπεράσπιση ούτε αιτιολόγησε την μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο. Επίσης αποτάθηκε με μεγάλη καθυστέρηση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο για παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και τους δύο διαδίκους που περιορίστηκαν στις γραπτές αγορεύσεις χωρίς να ασκήσουν το δικαίωμα αντεξέτασης των ενόρκως δηλούντων, με ενδιάμεση απόφαση του απέρριψε την αίτηση παραμερισμού.
Ως προς τον ισχυρισμό της εφεσείουσας για κακή επίδοση της αγωγής, το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή στην Δ.5 θ.7 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, επεσήμανε ότι μεταξύ των έγκυρων τρόπων επίδοσης δικογράφων σε εταιρεία, είναι και η επίδοση στο διευθυντή της, χωρίς να χρειάζεται η επίδοση να γίνει στο εγγεγραμμένο γραφείο της εταιρείας. Σημείωσε δε ότι στην υπό κρίση υπόθεση, κατατέθηκε ένορκη δήλωση από τον ιδιώτη επιδότη, στην οποία καταγράφεται ότι επέδωσε την αγωγή στον πιο πάνω αναφερόμενο διευθυντή της εφεσείουσας - εναγόμενο 2, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι δεν της επιδόθηκε η αγωγή, αντικρούεται με τα όσα αναφέρει ο επιδότης στην ένορκη του δήλωση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπέδειξε ότι η αμφισβήτηση της επίδοσης δεν πρέπει να γίνεται αφηρημένα. Η εφεσείουσα, όφειλε ως εκ τούτου να αντεξετάσει τον επιδότη, ο οποίος κατέθεσε ένορκη δήλωση επίδοσης στον διευθυντή της εφεσείουσας. Ο ισχυρισμός αυτός του επιδότη παρέμεινε σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο αλώβητος, με αποτέλεσμα να μην ισχύει η θέση της εφεσείουσας ότι λόγω κακής επίδοσης θα έπρεπε να παραμεριστεί η ερήμην εκδοθείσα απόφαση, χωρίς περαιτέρω εξέταση των προϋποθέσεων της Δ.17 θ.10.
Με βάση το πιο πάνω συμπέρασμα, το πρώτοδικο Δικαστήριο εξέτασε την αίτηση στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας, δυνάμει της Δ.17 θ.10. Κρίνοντας το μαρτυρικό υλικό που τέθηκε ενώπιον του και ειδικά την ένορκη δήλωση του υπαλλήλου της εφεσείουσας που άπτεται του ζητήματος της ευθύνης, έκρινε ότι η εφεσείουσα κατέδειξε συζητήσιμη υπεράσπιση στην αγωγή.
Παρόλα αυτά, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση παραμερισμού, κρίνοντας ότι η εφεσείουσα δεν έδωσε καμία δικαιολογία για την μη εμφάνιση της στην αγωγή. Επιπλέον, επέδειξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού. Με παραπομπή σε νομολογία, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η αίτηση παραμερισμού μπορεί να απορριφθεί παρά την απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης αν καταδειχθούν τα πιο πάνω στοιχεία.
Η εφεσείουσα με δύο λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης, αμφισβητείται το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για καλή επίδοση της αγωγής.
Σημειώνω ότι σύμφωνα με την νομολογία, σε υποθέσεις παραμερισμού ερήμην εκδοθείσας απόφασης, η υπόθεση κρίνεται χωρίς την άσκηση διακριτικής ευχέρειας στην βάση της αρχής ex debito justitiae, όταν διαπιστώνεται παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν δεν υπάρχει κανονική ή καθόλου επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, ο οποίος δεν γνωρίζει για τις διαδικασίες που έχουν καταχωριστεί εναντίον του. Σειρά νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καταδεικνύει ότι σε περιπτώσεις κακής επίδοσης της αγωγής ή ακόμα όπου ο εναγόμενος δεν είχε καθόλου λάβει γνώση για την αγωγή ή την πορεία της υπόθεσης, η απόφαση θα πρέπει να παραμερίζεται χωρίς να τίθεται θέμα διακριτικής εξουσίας (βλ.(1997) 1 Α.Α.Δ. 247, , Πολ. Έφεση 411/2011, ECLI:CY:AD:2018:A132, 27/3/2018 και Πολ. Έφεση E41/2018 ημ. 31.10.2023).
Στην παρούσα περίπτωση, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπάρχει διάσταση στους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης ως προς την επίδοση της αγωγής με τα όσα αναφέρει ο επιδότης, στην ένορκη δήλωση του. Συγκεκριμένα, ενώ η εφεσίβλητη με την ένσταση της ισχυρίζεται ότι η αγωγή επιδόθηκε στον διευθυντή της εφεσείουσας στο εγγεγραμμένο της γραφείο, ο οποίος υπέγραψε την επίδοση, ο επιδότης ισχυρίστηκε στην ένορκη του δήλωση ότι επέδωσε την αγωγή στον διευθυντή σε διαφορετικό χώρο και αυτός αρνήθηκε να υπογράψει. Τα στοιχεία αυτά σύμφωνα με την εφεσείουσα δεν αξιολογήθηκαν σωστά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο λανθασμένα έκρινε ότι αποδείχθηκε καλή επίδοση.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση της εφεσείουσας. Το πρόσωπο που θα μπορούσε να καταθέσει θετικά για την επίδοση είναι ο ιδιώτης επιδότης, η μαρτυρία του οποίου ήταν ξεκάθαρη ως προς τον τρόπο και χώρο που επέδωσε το κλητήριο στον διευθυντή της εφεσείουσας. Το γεγονός ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, τίθεται ισχυρισμός από την εφεσίβλητη για διαφορετικό χώρο και τρόπο επίδοσης στον διευθυντή δεν μεταβάλλει τα πράγματα. Γεγονός παραμένει ότι υπάρχει στο φάκελο του Δικαστηρίου η σχετική ένορκη δήλωση επίδοσης του ιδιώτη επιδότη που ήταν ο εντεταλμένος για την επίδοση, η οποία δεν αμφισβητήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από την εφεσείουσα. Ως εκ τούτου, η εφεσίβλητη απέσεισε το βάρος απόδειξης της νομότυπης επίδοσης της αγωγής.
Υπό τας περιστάσεις, είναι ορθό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε καλή επίδοση, ανεξαρτήτως του χώρου που αυτή έγινε. Επί του προκειμένου όπως πολύ σωστά επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την Δ.5 θ.7 η επίδοση στον διευθυντή εταιρείας, μπορεί να γίνει σε οποιονδήποτε χώρο και όχι μόνο στο εγγεγραμμένο γραφείο.
Ως εκ τούτου ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, η εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, λανθασμένα κατέληξε στο εύρημα ότι αυτή επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή σε βαθμό καταφρόνησης της διαδικασίας. Επεσήμανε δε ότι σύμφωνα με την νομολογία, βασικό κριτήριο στον παραμερισμό ερήμην εκδοθείσας απόφασης, αποτελεί η απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης, κάτι που αποδείχθηκε στην παρούσα υπόθεση.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας στην αγόρευση του, ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις ενέργειες της εφεσείουσας από την μέρα που έλαβε γνώση για την ύπαρξη της αγωγής στις 14/06/2018 και μέχρι την καταχώρηση της αίτησης, στις 07/12/2018. Μέσα σε αυτούς τους πεντέμισι περίπου μήνες, η εφεσείουσα απευθύνθηκε στους αντίδικους δικηγόρους, έλαβε το κλητήριο της αγωγής με λανθασμένο αριθμό, προσπάθησε να διεξάγει έρευνα στον δικαστικό φάκελο ανεπιτυχώς, και ενώ μεσολάβησαν 2 μήνες θερινών διακοπών, ακολούθως καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση.
Με όλο το σέβας δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις του συνηγόρου για την εφεσείουσα για τους λόγους που θα εξηγήσω στην συνέχεια.
Η δυνατότητα στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, λόγω πλήρους αδιαφορίας του αιτητή για την διαδικασία, υπήρξε αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από τον Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.
Σχετική είναι μεταξύ άλλων, η απόφαση , Πολ. Έφ. 373/2012, ημερ. 15/01/2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Ανώτατο Δικαστήριο:
«Είναι δε εξίσου νομολογιακά εδραιωμένο ότι, αίτηση για παραμερισμό μπορεί να απορριφθεί, παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου. (Βλ. Milouca Motor Trading Ltd ν. Κούρτη (1997) 1Β Α.Α.Δ. 941).
Ακριβώς η επιδίωξη του Δικαστηρίου πρέπει να είναι η στάθμιση αφενός του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του και αφετέρου η ταχεία διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων με τη διασφάλιση της τελεσιδικίας.
Όπως τονίστηκε στη NSM Democars Ltd κ.ά. και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολ. Εφ.121/2010, ημερ. 14.10.2015, το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουστεί στην υπόθεση του νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο δύναται, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του αιτητή είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης.
Πρέπει συναφώς να ομιλούμε όχι απλώς για καθυστέρηση που θα μπορούσε να κριθεί, μέσα σε θεμιτά πλαίσια, δικαιολογημένη. Όσο δε μεγαλύτερη χρονικά είναι η καθυστέρηση, τόσο πιο εύκολα μπορούμε να ομιλούμε για αδιαφορία, η οποία, εξ ορισμού, προσλαμβάνει τη μορφή της περιφρόνησης στο δικαίωμα του άλλου αλλά και στην δικαστική διαδικασία, αυτή καθ' εαυτή.»
Στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα έλαβε γνώση για την αγωγή που κινήθηκε εναντίον της, με την επίδοση του κλητηρίου στον διευθυντή της κατά την 09/02/2018. Δεν δόθηκε καμία δικαιολογία γιατί η εφεσείουσα δεν καταχώρησε εμφάνιση στην αγωγή μετά την επίδοση του κλητηρίου. Αντιθέτως, η εφεσείουσα επέμενε ότι δεν της επιδόθηκε η αγωγή, ισχυρισμός που όμως δεν γίνεται αποδεκτός για τους λόγους που προανέφερα.
Είναι σωστή εν προκειμένω η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από την ημερομηνία επίδοσης μέχρι τις 07/12/2018 που καταχωρίστηκε η αίτηση παραμερισμού, ήτοι για περίοδο περίπου 10 μηνών, η εφεσείουσα δεν προέβη σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα. Γεγονός που καταδεικνύει τέτοια αδιαφορία για την αγωγή, η οποία προσλαμβάνει τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων του αντιδίκου, ώστε να δικαιολογείται η πρωτόδικη απόφαση, με την οποία δεν επιτράπηκε o παραμερισμός της ερήμην εκδοθείσας απόφασης.
Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση (2013) 1Α Α.Α.Δ. 64, όπου λέχθηκαν τα εξής σε σχέση με την αδικαιολόγητη παράλειψη εμφάνισης στο Δικαστήριο:
«Επομένως, όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί (δέστε, για παράδειγμα, Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(B) Α.Α.Δ. 941), η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά, (F.P.P. Fish Processing Ltd v. Nicolaou Aqua Culture Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2054).»
Ορθή είναι και η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την μεγάλη καθυστέρηση στην προώθηση της υπό κρίση αίτησης παραμερισμού.
Πολύ σωστά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ακόμα και εάν ληφθεί υπόψιν το ευνοϊκότερο χρονικό ορόσημο για την εφεσείουσα, ήτοι ημερομηνία 14/06/2018, κατά την οποία οι δικηγόροι της έλαβαν αντίγραφο του κλητηρίου της αγωγής και πάλι δεν εξηγείται επαρκώς γιατί καταχωρήθηκε η υπό κρίση αίτηση στις 07/12/2018, σχεδόν έξι μήνες μετά. Ούτε το κατ' ισχυρισμό λάθος στον αριθμό της υπόθεσης ούτε κυρίως οι θερινές διακοπές, δικαιολογούν την καθυστέρηση αυτή στην προώθηση της αίτησης παραμερισμού. Σημειώνεται ότι η υπό κρίση αίτηση δεν καταχωρήθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου 2018 αμέσως μετά την λήξη των θερινών διακοπών αλλά στις αρχές Δεκεμβρίου 2018, ήτοι δύο μήνες μετά, χωρίς να δοθεί καμία ικανοποιητική δικαιολογία για αυτήν την καθυστέρηση. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του ιδίου του διευθυντή της εφεσείουσας, αυτός έδωσε οδηγίες στον δικηγόρο του να προχωρήσει στην αίτηση παραμερισμού, μόνο μετά που εκδόθηκε το ένταλμα κατάσχεσης κινητής περιουσίας στις αρχές Δεκεμβρίου 2018, οπόταν και η σχετική αίτηση καταχωρήθηκε στις 07/12/2018.
Δεν έχουμε στην παρούσα περίπτωση μια απλή καθυστέρηση που θα μπορούσε να κριθεί δικαιολογημένη μέσα σε θεμιτά πλαίσια. Αντιθέτως, η εν γένει συμπεριφορά της εφεσείουσας, αλλά κυρίως η απουσία δικαιολογίας για την μη εμφάνιση της στην αγωγή και με δεδομένο ότι το κλητήριο ένταλμα της επιδόθηκε νομότυπα στις 09/02/2018, καταδεικνύουν τέτοια αδιαφορία για την δικαστική διαδικασία, που ισοδυναμεί με καταφρόνηση των δικαστικών διαδικασιών και των δικαιωμάτων του αντιδίκου.
Ήταν ως εκ τούτου δικαιολογημένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπό τας περιστάσεις δεν ενδεικνυόταν ο παραμερισμός της εκδοθείσας ερήμην απόφασης παρά την απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης από την εφεσείουσα.
Με βάση τις πιο πάνω παραμέτρους, κρίνω ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου στον τρόπο που το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια, απορρίπτοντας την υπό κρίση αίτηση παραμερισμού λόγω της συμπεριφοράς της εφεσείουσας, παρά την απόδειξη συζητήσιμης υπεράσπισης.
Ως εκ τούτου και ο 2ος λόγος έφεσης, κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της. Επιδικάζονται €2.500,00 έξοδα της παρούσας έφεσης υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας.
Αλ. Παναγιώτου, Π.