ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.: 92/22)
27 Μαρτίου 2025
[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείων
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
(Ποινική Έφεση Αρ.: 93/22)
ΣΤΕΛΛΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Εφεσείουσα
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------------------------------------------------------
Π. Κλεοβούλου, για τους Εφεσείοντες
Δ. Ναπολέοντος (κα), για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση αφορά μια από σειρά υποθέσεων μεταξύ μελών της ίδιας οικογένειας, οι καταγγελίες μεταξύ των οποίων απασχολούν τα Δικαστήρια εδώ και χρόνια. Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες, μετά από ακροαματική διαδικασία, κρίθηκαν ένοχοι πρωτοδίκως για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς και συγκεκριμένα ότι προκάλεσαν ζημιά σε συρμάτινη (τέλινη) περίφραξη που διαχωρίζει το ακίνητο τους από αυτό στο οποίο διαμένουν οι Παραπονούμενοι. Με την υπό εκδίκαση Έφεση προσβάλλεται τόσο η καταδίκη τους (Λόγοι Έφεσης 1 έως 5) όσο και η ποινή προστίμου €420 που επιβλήθηκε σε έκαστο Εφεσείοντα (Λόγος Έφεσης 6).
Οι Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 5 στρέφονται κατά της αξιολόγησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ειδικότερα της κατάληξης αυτού ότι οι Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2 ήσαν αξιόπιστοι. Σημειώνουμε την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης. Όπως λέχθηκε στην Δ.Α. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 57/20, ημερ. 6.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:B432:
«Οι αρχές που διέπουν τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο, έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το έργο του Εφετείου δεν είναι να επαναξιολογήσει τους μάρτυρες στη βάση της δικής του εμπειρίας και πρωτογενώς να επιτελέσει το έργο αυτό εξ' αρχής, υπό το πρίσμα των προβαλλόμενων λαθών ή σημείων που προτείνονται (Λ.Λ. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 27/2017, ημερ. 21/11/2017). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και, συνακόλουθα της αξιοπιστίας των μαρτύρων, ανήκει στο Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει, στο πλαίσιο της ενώπιον του ζωντανής διαδικασίας, την όλη συμπεριφορά των μαρτύρων έχοντας ένεκα τούτου το ευεργέτημα της άμεσης επαφής με τους μάρτυρες και της εντύπωσης που απεκόμισε για τον κάθε μάρτυρα που κατέθεσε ενώπιον του. Η εξουσία του Εφετείου για επέμβαση στα ευρήματα αξιοπιστίας ή στα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει, επομένως, να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ακριβώς ώστε να μην εξουδετερώνεται το πιο πάνω πλεονέκτημα που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει. Ως εκ τούτου, το Εφετείο επεμβαίνει μόνο αν η αξιολόγηση της μαρτυρίας ή τα ευρήματα ή τα συμπεράσματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συγκρούονται με την κοινή λογική και είναι εξ' αντικειμένου ανυπόστατα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ή από τα ίδια τα ευρήματα του Δικαστηρίου (xxx Αθανάση ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 45/2014, ημερ. 5/10/2016). Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάνει τα ευρήματα τα οποία έκανε, σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Γ. Ι. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 44/2019, ημερ. 18/9/2020). Μόνο όπου παρατηρείται ρήγμα λόγω αντιφάσεων ή κενών ή ουσιωδών λαθών είναι επιτρεπτή η επέμβαση του Εφετείου. Πρέπει δε οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής, δηλ. να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία ενός μάρτυρα, ή να φανερώνουν τη διάθεση του να ψευστεί (Κ. Κ. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 294 και Α. Π. ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 192/2016, ημερ. 26/9/2019, ECLI:CY:AD:2019:B395).
Εναπόκειται δε στο διάδικο που αμφισβητεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία, να πείσει το Δικαστήριο ότι αυτά είναι εσφαλμένα (Mylonas and others v. Kaili (1967) 1 C.L.R. 77, Sakellarides v. Papasavva and another (1966) 1 C.L.R. 261, 262 και IMAM v. Papacostas (1968) 1 C.L.R. 207, 208)».
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Εφεσείοντες εισηγείται ότι ο Μ.Κ.1 διακατείχετο από εμπάθεια, καθώς και ότι η μαρτυρία του εμπεριείχε σωρεία αντιφάσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι τα όσα ο Μ.Κ.1 περιέγραψε σε σχέση με τις ενέργειες των Εφεσειόντων, οι οποίες προκάλεσαν την επίδικη ζημιά, δεν αμφισβητήθηκαν κατά την αντεξέταση του όπως δεν αμφισβητήθηκε η ύπαρξη της ζημιάς και το ότι η περίφραξη είχε τοποθετηθεί από τη Διαχειριστική Επιτροπή.
Ορθά βεβαίως απασχόλησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο μόνο όσα αποτελούσαν επίδικα ζητήματα με βάση το ενώπιον του Κατηγορητήριο, παρά τις προσπάθειες που έγιναν εκατέρωθεν για εκτροπή της δίκης στο όλο ιστορικό των διαφορών μεταξύ Εφεσειόντων και Παραπονούμενων.
Δεν συμφωνούμε με τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Εφεσείοντες ότι ο ισχυρισμός του Μ.Κ.1 περί οριοθέτησης των συνόρων των τεμαχίων είχε αναιρεθεί από τον Μ.Κ.4, αφού στην επιστολή του Κτηματολογίου Τεκμήριο 2 καταγράφεται ρητά ότι «.η χωρομετρική εργασία έχει συμπληρωθεί και τα ορόσημα είναι αυτά που σας υποδείχθηκαν επιτόπου από το χωρομέτρη του Τμήματος Κτηματολογίου.», με την Άδεια Οικοδομής Τεκμήριο 3 παρασχέθηκε άδεια για ανέγερση περιτειχίσματος και με την Άδεια Οικοδομής Τεκμήριο 10 τέθηκε όρος για περίφραξη του ακινήτου. Συναφώς, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Μ.Κ.1 και τα ευρήματα που εξήχθησαν πρωτοδίκως από αυτήν ήταν καθόλα επιτρεπτά.
Τα πιο πάνω απαντούν και στα όσα εγείρονται με τις παραγρ. 2.1 και 2.2 του Πέμπτου Λόγου Έφεσης, ο οποίος άπτεται της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Μ.Κ.2. Επισημαίνεται ότι κατά την αντεξέταση της Μ.Κ.2 εκείνο που της είχε υποβληθεί ήταν πως η Άδεια Οικοδομής εξασφαλίστηκε χωρίς την υπογραφή της Εφεσείουσας και όχι ότι τέτοια άδεια δεν υπήρξε. Θέση της Μ.Κ.2 ήταν πως από το 2010 εξελέγη πρόεδρος της Διαχειριστικής Επιτροπής της πολυκατοικίας. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι κατά την αντεξέταση των Μαρτύρων Κατηγορίας δεν είχε αμφισβητηθεί το ότι η περίφραξη τοποθετήθηκε από τη Διαχειριστική Επιτροπή αλλά μόνο η νομιμότητα της σύστασης της Επιτροπής.
Δεν αποτελούσε, όμως, επίδικο θέμα στο πλαίσιο της υπό εκδίκαση ποινικής υπόθεσης η νομιμότητα της σύστασης της Διαχειριστικής Επιτροπής, ούτε και θα μπορούσε το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε αποφανθεί περί τούτου. Όπως καταγράφεται και πιο κάτω στην παρούσα, ούτε και η ιδιοκτησία της περιουσίας στην οποία αφορά η κατηγορία της κακόβουλης ζημιάς αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Μ.Κ.2 παρέμεινε σταθερή κατά την αντεξέταση της στην περιγραφή του τι είχε δει, κρίνοντας ότι η θέση της τεκμηριώνεται και από τις φωτογραφίες που κατατέθηκαν. Οι δε θέσεις που υποβλήθηκαν στην Μ.Κ.2 αποτελούσαν διαζευκτικές πιθανότητες οι οποίες δεν βρίσκουν έρεισμα στην προσαχθείσα μαρτυρία. Αποδέχεται τη μαρτυρία της Μ.Κ.2 όσον αφορά στη σύσταση της Διαχειριστικής Επιτροπής, σημειώνοντας πως σε ό,τι αφορά στα ουσιώδη θέματα της υπό εκδίκαση υπόθεσης η Μ.Κ.2 παρέμεινε σταθερή, παρά την μακρά αντεξέταση στην οποία είχε υποβληθεί.
Όσον δε αφορά στην πρόκληση ζημιάς στην περίφραξη από τους Εφεσείοντες τα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν απολύτως δικαιολογημένα. Ενώπιον του υπήρχε η μαρτυρία των Μ.Κ.1, 2 και 3, οι φωτογραφίες Τεκμήριο 4 οι οποίες δείχνουν τέτοια ζημιά και η Γραπτή Δήλωση του ίδιου του Εφεσείοντος, ο οποίος αποδέχτηκε ότι επενέβη στην περίφραξη.
Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε το οποίο να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των Μ.Κ.1 και Μ.Κ.2. Οι Λόγοι Έφεσης 1, 4 και 5 απορρίπτονται.
Τα πιο πάνω οδηγούν ταυτόχρονα και στο ότι δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που αφορούν στη νόμιμη σύσταση της Διαχειριστικής Επιτροπής και στην ιδιοκτησία της επίδικης περίφραξης. Εξάλλου τονίζεται στην πρωτόδικη Απόφαση ότι η περίφραξη δεν ανήκε στους Εφεσείοντες.
Στην Θωμά ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 255 αποτέλεσε θέση του εκεί εφεσείοντα ότι είχε εκριζώσει δενδρύλλια επειδή θεωρούσε ότι ήταν φυτεμένα εντός δικού του κτήματος, επιχείρημα που είναι ανάλογο αυτού που προέβαλαν οι Εφεσείοντες εν προκειμένω όσον αφορά στην περίφραξη. Στην πιο πάνω απόφαση λέχθηκε ρητά ότι η ιδιοκτησία της περιουσίας που αποτελεί το αντικείμενο της κατηγορίας για κακόβουλη ζημιά δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Νοείται βέβαια πως αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα προβολής της υπεράσπισης, στην κατάλληλη περίπτωση, του ότι συγκεκριμένη περιουσία που αποτελεί αντικείμενο τέτοιας κατηγορίας ανήκει στον δράστη (βλ. Δρουσιώτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 189).
Έπεται πως ούτε και ο Λόγος Έφεσης 3 μπορεί να πετύχει.
Με τον Δεύτερο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες εισηγούνται ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό το κενό στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης σε ό,τι αφορά στη νομιμότητα της περίφραξης. Το επιχείρημα δεν ευσταθεί. Αφενός εν όψει της αποδοχής από μέρους του Πρωτόδικου Δικαστηρίου του ότι τα σύνορα των τεμαχίων είχαν οριοθετηθεί και η περίφραξη είχε τοποθετηθεί επί αυτών, η οποία εξετάστηκε πιο πάνω. Αφετέρου, μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «.ακόμα και εάν η επίμαχη περίφραξη επενέβαινε μέσα στο τεμάχιο της κατηγορούμενης 2, δεν έπαυε να είναι περιουσία της διαχειριστικής επιτροπής που την τοποθέτησε». Δεν εναπόκειται σε οποιονδήποτε θεωρεί, ορθά ή εσφαλμένα, ότι επηρεάζεται από κατ' ισχυρισμόν παράνομες πράξεις τρίτου να αυτοδικεί προς άρση της κατάστασης με την οποία διαφωνεί ('παρανομίας'), καταστρέφοντας μάλιστα περιουσία που δεν του ανήκει.
Ούτως ή άλλως το μόνο που έπρεπε η Εφεσίβλητη να αποδείξει ήταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, όπως αυτά ορίζονται από το Άρθρο 324 του Π.Κ., βάρος το οποίο απέσεισε. Οι λοιπές συνοριακές διαφορές μεταξύ Εφεσειόντων και Παραπονούμενων δεν μπορούσαν να επιλυθούν στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ποινικής υπόθεσης.
Ο Λόγος Έφεσης 2 απορρίπτεται.
Με τον Έκτο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή προστίμου ως υπέρμετρα δυσανάλογη των αδικημάτων. Στο Άρθρο 324 του Π.Κ. προβλέπεται η επιβολή ποινής φυλάκισης δύο ετών ή χρηματικής ποινής που δεν υπερβαίνει τα €2.562 (Λ.Κ.1.500). Μελέτη της Νομολογίας καταδεικνύει ότι η συνήθης ποινή για τέτοια αδικήματα είναι αυτή της φυλάκισης.
Εντούτοις (και παρά το ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν υπέρ τους την έκπτωση που θα είχαν σε περίπτωση παραδοχής), λήφθηκε πρωτοδίκως υπόψη το λευκό τους ποινικό μητρώο και οι ηλικίες τους (69 και 68 ετών αντίστοιχα), οι προσωπικές τους περιστάσεις και ο χρόνος που είχε παρέλθει από τη διάπραξη του αδικήματος, τα οποία οδήγησαν το Πρωτόδικο Δικαστήριο στην κατάληξη ότι οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με την επιβολή χρηματικής ποινής.
Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πού στηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος το επιχείρημα περί υπερβολικότητας της ποινής. Αντιθέτως, θα λέγαμε ότι η επιβληθείσα ποινή προστίμου ύψους €420 σε έκαστο Εφεσείοντα είναι μάλλον επιεικής.
Ούτε και μπορεί να μην σχολιαστεί το ότι στο πλαίσιο αγόρευσης προς μετριασμό της ποινής ο ευπαίδευτος συνήγορος τους δήλωσε πως «Οι κατηγορούμενοι απολογούνται και μέσω μου ζητούν την μέγιστη δυνατή επιείκεια του Δικαστηρίου.» δήλωση η οποία λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την επιβολή της ποινής.
Κατ' ακολουθίαν η Έφεση απορρίπτεται.
Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.
Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.