ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση αρ. 81/2019)
21 Μαρτίου 2025
[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]
[ΑΜΠΙΖΑΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ Δ/στές]
Μιχάλης Ιωάννου
Εφεσείων
ν.
S.G. Massif Wooden Doors & Windows Limited
Εφεσίβλητη
Εφεσείων: Εμφανίζεται προσωπικά
Καμία εμφάνιση για εφεσίβλητη.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Εφαρμόζοντας τις διατάξεις του Μέρους 41.19(5) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023, προχωρήσαμε στην ακρόαση της έφεσης, στην απουσία του συνηγόρου για την εφεσίβλητη, ο οποίος παρέλειψε να εμφανιστεί ενώπιον του Εφετείου κατά την ακρόαση, παρότι είχε καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης και μετά που διαπιστώθηκε ότι έχει γίνει σε αυτόν η δέουσα ειδοποίηση της ημερομηνίας ακρόασης από το Πρωτοκολλητείο. Σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη, το Εφετείο αφού αποδειχθεί δέουσα επίδοση στον εφεσίβλητο της ειδοποίησης ακρόασης της έφεσης, δύναται να ακούσει τον εφεσείοντα και να εκδικάσει την έφεση ως αν ο εφεσίβλητος να ήταν παρών.
Αντικείμενο της παρούσας έφεσης, είναι απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (το πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή που είχε καταχωρήσει ο εφεσείων εναντίον της εφεσίβλητης εταιρείας, ζητώντας την επιστροφή του ποσού των €13.500,00 για κατ' ισχυρισμό μη συμμόρφωση της εφεσίβλητης, με τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, ημερομηνίας 21/12/2009.
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι η εν λόγω συμφωνία προέβλεπε όπως η εφεσίβλητη, που είναι εταιρεία που ασχολείται μεταξύ άλλων με την πώληση και τοποθέτηση πορτοπαραθύρων και άλλων οικοδομικών υλικών, τοποθετήσει σε διαμέρισμα στη Λεμεσό πορτοπαράθυρα έναντι της συμφωνηθείσας τιμής των €11.500,00, καθώς και ξύλινα πορτοπαράθυρα και παραδοσιακές περσιάνες σε κατοικία στον Άγιο Τύχωνα, έναντι της συμφωνηθείσας τιμής των €46.000,00.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε πρωτοδίκως ότι στις 16/01/2010, κατέβαλε στην εφεσίβλητη το ποσό των €25.000,00 με τη διαβεβαίωση της ότι θα εξοφλούσε το ποσό των €11.500,00 για τις εργασίες στο διαμέρισμα και το υπόλοιπο ποσό των €13.500,00 θα θεωρείτο πληρωμή έναντι των εργασιών στην κατοικία στον Άγιο Τύχωνα. Η εφεσίβλητη εκτέλεσε τις εργασίες στο διαμέρισμα, αλλά κατά παράβαση της συμφωνίας δεν εκτέλεσε τις εργασίες για την κατοικία στον Άγιο Τύχωνα και παρέλειψε να το πράξει μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2010, οπόταν ο εφεσείων τερμάτισε προφορικά τη συμφωνία και ζήτησε την επιστροφή του ποσού των €13.500,00.
Η εφεσίβλητη με την υπεράσπιση και ανταπαίτηση της, αρνήθηκε τους πιο πάνω ισχυρισμούς. Αναφέρει ότι με την υπογραφή δύο συμφωνιών που αφορούσαν το διαμέρισμα και την οικία, ο εφεσείων κατέβαλε το ποσό των €25.000,00 ως προκαταβολή και για τις δύο συμφωνίες. Ήταν η θέση της εφεσίβλητης ότι έλαβε μέτρα για τις κατασκευές στο διαμέρισμα στις 18/02/2010 και για την κατοικία στις 25/02/2010. Ακολούθως, κατασκεύασε τα εμπορεύματα εντός του προκαθορισμένου χρόνου που προέβλεπαν οι συμφωνίες και κατά τον Απρίλιο του 2010, ειδοποίησε τον εφεσείοντα για να τα τοποθετήσει. Η παράδοση και η τοποθέτηση τους έγινε στο διαμέρισμα κανονικά, περί τον Απρίλιο του 2010. Κατά παράβαση όμως της συμφωνίας, ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό των €7.475,00 για αυτήν την εργασία.
Σε σχέση με τα πορτοπαράθυρα της κατοικίας, ενώ ο εφεσείων περί τον Απρίλιο του 2010 ειδοποιήθηκε ότι ήταν έτοιμα, δήλωσε ότι δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν επειδή η κατοικία δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Στη συνέχεια, επικαλέστηκε πρόβλημα με την αλλοδαπή αγοράστρια της κατοικίας και ζήτησε από την εφεσίβλητη να αναμένει κάποιο χρονικό διάστημα, μέχρι να ξεπεραστούν οι διαφορές που είχε μαζί της. Κατά ή περί τον Νοέμβριο του 2010, ο εφεσείων ανέφερε στην εφεσίβλητη ότι η αγοραπωλησία της κατοικίας με την αλλοδαπή αγοράστρια δεν θα προχωρούσε και ως εκ τούτου δεν χρειαζόταν τα εν λόγω προϊόντα. Έγιναν στη συνέχεια από τον εφεσείοντα, προσπάθειες για τοποθέτηση των προϊόντων σε άλλη κατοικία χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της εφεσίβλητης, ο εφεσείων δεν ανταποκρινόταν στη συνέχεια σε τηλεφωνικές κλήσεις. Ως εκ τούτου με την επιστολή ημερ.11/02/2011, απαίτησε από αυτόν την πληρωμή των υπόλοιπων ποσών που οφείλονται βάσει των αναφερόμενων συμφωνιών, ήτοι το συνολικό ποσό των €32.500,00, το οποίο αξίωσε από τον εφεσείοντα με την ανταπαίτηση της.
Πρωτοδίκως, κατέθεσαν οκτώ μάρτυρες, δύο για τον εφεσείοντα συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου και έξι για την εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της πιο πάνω μαρτυρίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα για τα γεγονότα και αποδέχθηκε αυτή της εφεσίβλητης. Επιπρόσθετα, έκρινε ότι από το σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας δεν προκύπτει ότι ο εφεσείων σε οποιοδήποτε στάδιο, κατέστησε το χρόνο εκτέλεσης των επίδικων εργασιών, ως ουσιώδη όρο των συμφωνιών.
Με βάση τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα του για τα γεγονότα της υπόθεσης που συνοψίζονται στο ότι οι εναγόμενοι εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει των επίδικων συμφωνιών. Κρίθηκε, ειδικά, ότι η μη τοποθέτηση των πορτοπαραθύρων στην κατοικία οφείλεται αποκλειστικά στις ενέργειες του εφεσείοντα, ο οποίος αρχικά ανέβαλλε και στη συνέχεια αρνήθηκε την παραλαβή και την τοποθέτηση τους για τους λόγους που αναφέρει η εφεσίβλητη.
Συνεπώς, ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση να τερματίσει τη συμφωνία, κάτι που παράνομα και αδικαιολόγητα έπραξε με την επιστολή του ημερ. 22/02/2011, και μόνο μετά που κλήθηκε από την εφεσίβλητη να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά. Ως αποτέλεσμα, η αξίωση του εφεσείοντα για την επιστροφή του ποσού των €13.500,00 που σύμφωνα με τη δική του εκδοχή πλήρωσε έναντι της συμφωνίας για την κατοικία, απορρίφθηκε. Αντιθέτως, κρίθηκε ότι η εφεσίβλητη νομιμοποιείται ως το αναίτιο μέρος να αποζημιωθεί από τον εφεσείοντα.
Ακολούθως, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αναφέρθηκε στο Άρθρο 73(1) του περί Συμβάσεων Νόμου ΚΕΦ.149, που διέπει τον καθορισμό των αποζημιώσεων για τη διάρρηξη συμφωνίας αλλά και σε σχετική νομολογία, επεδίκασε στην ανταπαίτηση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα, το συνολικό ποσό των €24.195,00. Συγκεκριμένα, επιδικάστηκαν €7.475,00 ως το οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει της συμφωνίας για το διαμέρισμα, στο οποίο έχουν τοποθετηθεί τα πορτοπαράθυρα ενώ το υπόλοιπο ποσό των €16.720,00, επιδικάστηκε στη βάση της συμφωνίας, σε σχέση με την κατοικία.
Σημειώνεται ότι η εφεσίβλητη περιόρισε την απαίτηση της αναφορικά με το οφειλόμενο υπόλοιπο για την κατοικία στο πιο πάνω ποσό, δεδομένης της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα της (Μ.Υ.5). Ο πιο πάνω περιορισμός αφορά την αξία τριών κουφωμάτων (€4.358), που ο Μ.Υ.5 δεν εντόπισε και δεν του υποδείχθηκε από την εφεσίβλητη ότι κατασκευάστηκαν, όσο και σε σχέση με το ποσοστό της απομένουσας αξίας των πορτοπαραθύρων (€2.864).
Αναφέρεται τέλος στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο εφεσείων με την εξόφληση των πιο πάνω ποσών και εντός περαιτέρω 2 μηνών, θα έχει το δικαίωμα να παραλάβει από το εργοστάσιο της εφεσίβλητης, τα ως άνω αναφερόμενα πορτοπαράθυρα της κατοικίας, νοείται, πλην των τριών κουφωμάτων, η αξία των οποίων έχει αφαιρεθεί από το ποσό της απόφασης.
Ο εφεσείων με 13 λόγους έφεσης, αμφισβητεί την πρωτόδικη απόφαση.
Θα εξετάσουμε αρχικά τους λόγους έφεσης 3 έως 13, με τους οποίους αμφισβητείται η αξιολόγηση της μαρτυρίας, τα συνακόλουθα ευρήματα επί των γεγονότων και η αιτιολόγηση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο εφεσείων ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι:
3ος λόγος έφεσης: Λανθασμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εύρημα για τυπογραφικό λάθος στις χρονολογίες που αναγράφονταν στην υπεράσπιση,
4ος λόγος έφεσης: Τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αντίθετα τόσο με τις υποβολές κατά το στάδιο της αντεξέτασης του εφεσείοντος, όσο και με τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης,
5ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την εκδοχή του εφεσείοντος.
6ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε την μαρτυρία του Μ.Ε. 2.
7ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι τα πορτοπαράθυρα της κατοικίας, ήταν έτοιμα να τοποθετηθούν από τον Απρίλιο του 2010.
8ος λόγος έφεσης: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη αφού δεν δίδεται εξήγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο για τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε.
9ος λόγος έφεσης: Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη και ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένα συμπεράσματα.
10ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την ανταπαίτηση της εφεσίβλητης.
11ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προκειμένου να καταλήξει στα συμπεράσματα του, έλαβε υπόψη του μαρτυρία και γεγονότα τα οποία δεν τέθηκαν στον εφεσείοντα Μ.Ε.1 καθώς και στον Μ.Ε. 2, κατά το στάδιο της αντεξέτασης τους από την εφεσίβλητη και ειδικότερα εσφαλμένα δεν απεδέχθη την θέση του εφεσείοντα ότι οι Μ.Υ.5 και Μ.Υ.6 έδωσαν μαρτυρία για θέματα που δεν τέθηκαν στον εφεσείοντα.
12ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να τερματίσει τη συμφωνία.
13ος λόγος έφεσης: Εσφαλμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν συμφώνησε με την εισήγηση του εφεσείοντα ότι τα πορτοποράθυρα, στα οποία έκαμε αναφορά ο Μ.Υ.6, ήταν άλλα από αυτά που επιθεώρησε ο Μ.Υ.5.
Σημειώνουμε, εν πρώτοις, την καλά εδραιωμένη στη νομολογία μας αρχή ότι το Εφετείο, σπάνια επεμβαίνει στο έργο της αξιολόγησης, στην οποία προβαίνει το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολ. Έφεση 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:
«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244). Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»
Παραθέτουμε επίσης το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Ιωάννου ν Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, Πολ. Εφ. 26/21 ημερ. 28.2.2024:
«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει»
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας, σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές. Έχουμε την άποψη πως δεν υπάρχει τίποτε που να δικαιολογεί επέμβαση μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων, τα συνακόλουθα ευρήματα αλλά και την αιτιολόγηση της πρωτόδικης απόφασης.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, που βρίσκει έρεισμα και στα πρακτικά της διαδικασίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αιτιολόγησε επαρκώς τη μη αποδοχή της εκδοχής του εφεσείοντα για τα γεγονότα και τους λόγους για τους οποίους, έγινε αποδεκτή η εκδοχή της εφεσίβλητης.
Ιδιαίτερα, όσον αφορά τις χρονολογίες της επίδικης σύμβασης, αυτές ταυτίζονται με τη μαρτυρία που αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο χωρίς να εντοπίζεται κάποιο λάθος στο συγκεκριμένο εύρημα, που να επηρεάζει τη συνολική πρωτόδικη κρίση.
Ούτε εντοπίζονται σημαντικές αντιφάσεις στη μαρτυρία των μαρτύρων για την εφεσίβλητη που να πλήττουν καίρια την αξιοπιστία τους, όπως εισηγείται ο εφεσείων. Τονίζουμε ότι σύμφωνα με την νομολογία, στην αξιολόγηση δεν πρέπει να απομονώνονται και να σχολιάζονται χωριστά αποσπάσματα της μαρτυρίας αλλά αυτή πρέπει να εξετάζεται στην ολότητα της. Ακόμη, δεν είναι παράλογο να υπάρχουν κάποιες μικροαντιφάσεις, σε κατά τα άλλα αξιόπιστη μαρτυρία (βλ. μεταξύ άλλων Παπακοκκίνου κα ν. Σμυρλή κ.α (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ 1653).
Η απομόνωση αυτών των μικροαντιφάσεων και η προβολή τους από τον εφεσείοντα για σκοπούς αξιοπιστίας, παραγνωρίζει τις πιο πάνω αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας αλλά και το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, αιτιολόγησε ικανοποιητικά την εκ μέρους του αποδοχή της μαρτυρίας των μαρτύρων για την εφεσίβλητη, τεκμηριώνοντας πλήρως αυτή την κρίση του, με παραπομπή στις καλά καθιερωμένες αρχές αξιολόγησης της μαρτυρίας.
Να σημειωθεί ότι μικροαντιφάσεις στη μαρτυρία κάποιων μαρτύρων της εφεσίβλητης εντοπίστηκαν και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο όμως αιτιολόγησε επαρκώς, γιατί αυτές δεν κρίθηκαν ικανές να κλονίσουν την αξιοπιστία τους.
Ιδιαίτερα για την μαρτυρία του εμπειρογνώμονα (Μ.Υ.5), το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την αντικειμενικότητα του, αφού μεταξύ άλλων με ειλικρίνεια δήλωσε ότι δεν εντόπισε 3 από τα κουφώματα που περιγράφονται στην προσφορά, την αξία των οποίων παρότι ζητούσε η εφεσίβλητη, απέτυχε να του τα υποδείξει. Κάτι που δυνάμει της προσφοράς, μείωσε την αξία της αιτούμενης από την εφεσίβλητη αποζημίωσης κατά €4.358,00.
Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων δεν κατέστησε τον χρόνο εκτέλεσης των επίδικων εργασιών ως ουσιώδη όρο των συμφωνιών και ότι αδικαιολόγητα και παράνομα, τερμάτισε τις επίδικες συμφωνίες (βλ. μεταξύ άλλων Geoffrey Lipscombe κ.α. v. Nicos Demetriou Finance Ανd Construction Ltd κ.α., Πολ. Έφεση 248/2015).
Κατ' επέκταση δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε στον τρόπο, με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε την αξιολόγηση της μαρτυρίας και κατέληξε στα πρωτόδικα ευρήματα, ώστε να επιτρέπεται η επέμβαση μας.
Ως εκ τούτου, οι λόγοι έφεσης 3 έως 13 απορρίπτονται.
Απομένουν οι λόγοι έφεσης 1 και 2 που αφορούν τη φύση και την έκταση των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.
Με τον 1ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Άρθρο 73(1) του Περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ.149, που αφορά την επιδίκαση αποζημιώσεων για παράβαση σύμβασης.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται επί του προκειμένου ότι ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η εφεσίβλητη εδικαιούτο να αποζημιωθεί από τον εφεσείοντα για διάρρηξη σύμβασης, παραπέμποντας στο Άρθρο 73(1) του Κεφ.149 και σε σχετικές αυθεντίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην πραγματικότητα δεν εφάρμοσε τις αυθεντίες, αλλά επεδίκασε στην εφεσίβλητη το υπόλοιπο των συμφωνηθέντων ποσών, χωρίς η εφεσίβλητη να έχει προηγουμένως τερματίσει την σύμβαση.
Προκύπτει από τα πιο πάνω ως θέση του εφεσείοντα, ότι προϋπόθεση της εφαρμογής του Άρθρου 73(1) του Κεφ.149 ήταν η προηγούμενη καταγγελία της σύμβασης από τον εφεσίβλητο. Αυτή η θέση δεν ευσταθεί για τους λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Είναι γεγονός ότι στην ανταπαίτηση της, η εφεσίβλητη δεν προβάλει ισχυρισμό για τερματισμό των επίδικων συμβάσεων εκ μέρους της. Ούτε προκύπτει από τη δοθείσα πρωτοδίκως μαρτυρία, ο τερματισμός της σύμβασης από την εφεσίβλητη και συνακόλουθη απαίτηση αποζημιώσεων, λόγω παράβασης σύμβασης από τον εφεσείοντα. Σύμφωνα με το δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, το ποσό που ζητά η εφεσίβλητη από τον εφεσείοντα, είναι στη βάση αποζημίωσης από παράβαση σύμβασης, που συμποσούται στο οφειλόμενο υπόλοιπο από εκτελεσθείσα εργασία, δυνάμει των δυο επίδικων συμφωνιών, τις οποίες η ίδια δεν έχει προηγουμένως καταγγείλει.
Το Άρθρο 73 (1) του Κεφ.149, στη βάση του οποίου επιδικάσθηκε πρωτοδίκως, η αποζημίωση στην εφεσίβλητη και στο οποίο έκανε ειδική αναφορά ο εφεσείων στην αγόρευση του, έχει ως εξής:
73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.
Σημειώνεται ότι το πιο πάνω άρθρο ενσωματώνει τις αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου στο ζήτημα των αποζημιώσεων από παράβαση σύμβασης, όπως διαμορφώθηκαν με βάση τη θεμελιακή υπόθεση Hadley v. Baxendale [1969] 1 AC 350 (βλ. μεταξύ άλλων Phillippou Ltd ν. Joesphy Hoyle & Son (1982) 1 CLR 625).
Κατά την κρίση μας, η αναφορά από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε αποζημιώσεις λόγω παράβασης σύμβασης δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου 73(1) του Κεφ.149, όχι μόνον δεν έγινε εκ του περισσού αλλά αντιθέτως ήταν ορθή και επιβεβλημένη. Αυτό, παρότι τα ποσά που διεκδικούσε η εφεσίβλητη στην ανταπαίτηση της, δεν αφορούσαν αποζημίωση μετά από τερματισμό της σύμβασης, αλλά αποζημίωση μετά την εκτέλεση της σύμβασης, με τη μορφή του υπόλοιπου χρέους από δύο συμφωνίες εκτέλεσης εργασιών, με τις πρόνοιες των οποίων, η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε πλήρως.
Τονίζουμε ότι όπως είναι νομολογημένο, το αναίτιο μέρος μπορεί να ζητήσει αποζημιώσεις χωρίς να τερματίσει τη σύμβαση. Ούτε το Άρθρο 73(1) του Κεφ.149, ούτε η νομολογία καθορίζει ως απαραίτητη προϋπόθεση την καταγγελία της σύμβασης, προκειμένου να ζητηθούν αποζημιώσεις από το αναίτιο μέρος.
Παραπέμπουμε επί του προκειμένου στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου μας, στην υπόθεση Adamko Developers Ltd κ.α ν. Χριστίνας Θεμιστοκλέους κ.α. Πολ. Έφεση 25/19, ημ. 30.1.2024, στην οποία παρατέθηκε το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα του Πολύβιου Γ. Πολυβίου «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο -Θεωρία, Ουσία, Μεθοδολογία, Πρακτική» Τόμος Β σελ. 650, στο οποίο αναφέρονται οι επιλογές που έχει το αναίτιο μέρος στην περίπτωση παράβασης σύμβασης:
«Εκεί που ένας συμβαλλόμενος αρνηθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, είτε στο σύνολο τους είτε σε κάποιο σημαντικό βαθμό, τότε ο άλλος συμβαλλόμενος έχει το δικαίωμα να τερματίσει την σύμβαση και να θεωρήσει τον εαυτό του ως απαλλαγμένο από οποιαδήποτε περαιτέρω υποχρέωση εκπλήρωσης της. Η ίδια αρχή ισχύει σε περιπτώσεις παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης ή εκεί που ένας συμβαλλόμενος καταστήσει τον εαυτό του ανίκανο να εκπληρώσει την σύμβαση. Στις πιο πάνω περιπτώσεις, η σύμβαση δεν τερματίζεται από μόνη της. Το αθώο μέρος έχει το δικαίωμα να τερματίσει την σύμβαση, εάν έτσι επιλέξει, και να διεκδικήσει αποζημιώσεις. Υπαλλακτικά, εάν έτσι επιθυμεί, μπορεί να συνεχίσει με την σύμβαση και απλώς να διεκδικήσει αποζημιώσεις.»
Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται και σε πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μάριος Κυριάκου κ.α. v. Α/φοι Μ & Κ Μιχαήλ, Πολ. Έφεση 203/2015, ημ. 1/2/2024, στην οποία λέχθηκαν μεταξύ άλλων τα εξής:
«Επισημαίνεται ότι σε περίπτωση παράβασης μιας συμφωνίας η συμφωνία δεν τερματίζεται από μόνη της. Το ανυπαίτιο μέρος έχει το δικαίωμα είτε να τερματίσει τη συμφωνία, και να διεκδικήσει αποζημιώσεις, είτε να συνεχίσει με τη Συμφωνία και απλώς να διεκδικήσει αποζημιώσεις.»
Αναφέρεται επίσης στη σελίδα 652 του πιο πάνω συγγράμματος του Πολύβιου Γ. Πολυβίου, ότι όποια και να είναι η φύση της παράβασης, από τη στιγμή που αυτή διαπιστώνεται, το αναίτιο μέρος έχει δικαίωμα αποζημίωσης. Σε περίπτωση σοβαρής παράβασης ή παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης, το αναίτιο μέρος έχει επιπλέον το δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης. Αν το ασκήσει εντός ευλόγου χρόνου, τότε η σύμβαση παύει να έχει νομική ισχύ (βλ. Α.Ν. Stasis Estates Co. Ltd v. George Evans Edwards κ.ά. (1995) 1 Α.Α.Δ. 385, 393).
Στην παρούσα περίπτωση, ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας, αποτελεί συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι:
«ο εφεσείων δεν νομιμοποιείτο να τερματίσει την συμφωνία, κάτι που συνεπώς παράνομα και αδικαιολόγητα έπραξε με την επιστολή του ημερ. 22/02/2011, μετά που κλήθηκε από την εφεσίβλητη να καταβάλει τα οφειλόμενα ποσά βάσει των επίδικων συμφωνιών».
Ενδεικτική της πρωτόδικης κρίσης για συνέχιση ισχύος των συμφωνιών και των εκατέρωθεν υποχρεώσεων των μερών, είναι η αναφορά στο τέλος της πρωτόδικης απόφασης, ότι ο εφεσείων έχει το δικαίωμα με την εξόφληση των οφειλόμενων ποσών και εντός περαιτέρω 2 μηνών, να παραλάβει από το εργοστάσιο της εφεσίβλητης, τα ως άνω αναφερόμενα πορτοπαράθυρα της κατοικίας.
Έπεται, πως οι δύο συμφωνίες εξακολούθησαν να είναι σε ισχύ, με αποτέλεσμα, μετά τη συμμόρφωση της εφεσίβλητης με τις συμβατικές της υποχρεώσεις, αυτή ως αναίτιο μέρος να δικαιούται σε αποζημίωση.
Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση Geoffrey Lipscombe κ.α. v. Nicos Demetriou Finance Ανd Construction Ltd κ.α., Πολ. Έφεση 248/2015, 18/10/2024. Στην εν λόγω απόφαση, λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι στην περίπτωση που ο τερματισμός συμφωνίας κριθεί παράνομος ή αδικαιολόγητος, στην ουσία συνιστά διάρρηξη της συμφωνίας από το μέρος που αδικαιολόγητα και παράνομα την τερμάτισε. Παραθέτουμε το πιο κάτω χαρακτηριστικό απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση:
«Σε τέτοια περίπτωση, όπως λέχθηκε και στην υπόθεση Demari Kronos Limited (ανωτέρω), ο τερματισμός της συμφωνίας είναι αδικαιολόγητος/εσφαλμένος (wrongful) και «συνιστά διάρρηξη της συμφωνίας (Pop Life Electric Shops Ltd κ.ά. ν. Ονησιφόρου κ.ά. (2007) 1(Α) Α.Α.Δ. 359, 367), που επιτρέπει στο αναίτιο μέρος να διεκδικήσει θεραπεία από το μέρος που είχε προχωρήσει στον παράνομο τερματισμό»
Αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων για παράβαση σύμβασης δυνάμει του Άρθρου 73(1) του Κεφ.149, είναι νομολογημένο ότι αυτό μπορεί να ανέρχεται μέχρι του σημείου αποκατάστασης του αναίτιου μέρους, στη θέση την οποία θα βρισκόταν αν εφαρμοζόταν η σύμβαση. Σχετική είναι μεταξύ άλλων η απόφαση A Panayides Contracting Limited ν. M & M Frangos Engineering & Contracting Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ 1136 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Υπενθυμίζεται γενικά ότι το σύνηθες μέτρο της αποζημίωσης για τη διάρρηξη συμβολαίων συναρτάται με το ποσό το οποίο θα χρειαζόταν για να τεθεί το αναίτιο μέρος στη θέση που θα ήταν αν η συμφωνία εκτελείτο κανονικά.»
Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με τις συμβατικές της υποχρεώσεις, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα. Το γεγονός ότι η εφεσίβλητη δεν επέλεξε να τερματίσει τη σύμβαση δεν της στερεί το δικαίωμα ως το αναίτιο μέρος, σε καταβολή αποζημίωσης όπως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο εφεσείων. Αντιθέτως, είναι σαφές ότι με την εκπλήρωση των δικών της συμβατικών υποχρεώσεων, η εφεσίβλητη δικαιούται σε αποζημίωση από τον εφεσείοντα, που στην παρούσα περίπτωση ισούται με την αξία της από αυτή συμφωνηθείσας και εκτελεσθείσας εργασίας, αφού μόνο με αυτό τον τρόπο θα αποκατασταθεί στη θέση στην οποία θα βρισκόταν αν δεν εφαρμοζόταν η σύμβαση και ο εφεσείων δεν παραβίαζε τα συμβατικά του καθήκοντα.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επιπλέον στην προφορική του αγόρευση ενώπιον μας, ότι η ανταπαίτηση της εφεσίβλητης στηριζόταν σε εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated) και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε το Άρθρο 73(1) του Κεφ.149, που αφορά αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης.
Εν πρώτοις, διαπιστώνουμε ότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβάλλεται στους λόγους έφεσης κατά παράβαση του Μέρους 41.13 (5) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Ανεξαρτήτως τούτου, κρίνουμε ότι δεν ευσταθεί η πιο πάνω θέση του εφεσείοντα, ως προς τη φύση της ανταπαίτησης της εφεσίβλητης.
Είναι αποδεκτό νομολογιακά, ότι η απαίτηση από εκκαθαρισμένο λογαριασμό (account stated) προκύπτει ως ξεχωριστή ενοχική αξίωση, που βασίζεται στην ανάληψη υποχρέωσης από τον οφειλέτη, για αποπληρωμή του υπολοίπου του λογαριασμού. Υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι προηγήθηκε αντιστάθμιση των εκατέρωθεν κονδυλίων του λογαριασμού (βλ. Τόκου ν. Σεργίου (1993) 1 Α.Α.Δ. 60).
Στην παρούσα περίπτωση, δεν υπάρχει ισχυρισμός στο δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, ούτε προκύπτει από τη δοθείσα πρωτοδίκως μαρτυρία, ότι ο εφεσείων ρητά αποδέχθηκε την οφειλή εκκαθαρισμένου λογαριασμού ή ακόμα ότι έλεγξε όλες τις εκατέρωθεν χρεώσεις και πιστώσεις και συμφώνησε ρητά και ανεπιφύλακτα στο αιτούμενο από την εφεσίβλητη ποσό.
Δεν ευσταθεί, ως εκ τούτου, η θέση του εφεσείοντος ότι η ανταπαίτηση στηρίχθηκε σε αξίωση για εκκαθαρισμένο λογαριασμό και όχι σε αποζημίωση από παράβαση σύμβασης. Αντιθέτως, είναι σαφές, από τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, ότι η ανταπαίτηση της στηρίζεται σε αποζημιώσεις, λόγω παράβασης των επίδικων συμβάσεων από τον εφεσείοντα.
Ως εκ τούτου, ο 1ος λόγος έφεσης κρίνεται ως αβάσιμος και απορρίπτεται.
Με τον 2ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων προβάλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα απέδωσε στην εφεσίβλητη ειδικές αποζημιώσεις αφού τέτοιες αποζημιώσεις δεν δικογραφήθηκαν ειδικά και δεν αποδείχθηκαν αυστηρά κατά την πρωτόδικη διαδικασία.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Όπως εύστοχα τέθηκε στην υπόθεση Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ ν. Τρυφωνίδου (1996) 1 Α.Α.Δ. 679, οι αποζημιώσεις στο δίκαιο των συμβάσεων έχουν σκοπό την αποκατάσταση του αθώου μέρους «... στη θέση που θα απολάμβανε αν η συμφωνία εφαρμοζόταν και όχι τη ζημιά την οποία υπέστη προς αντιμετώπιση των συνεπειών της διάρρηξης της συμφωνίας».
Με αυτήν την έννοια, οι αποζημιώσεις από παράβαση σύμβασης διαφέρουν από τις ειδικές αποζημιώσεις, που συνήθως αποδίδονται στο θύμα αστικού αδικήματος, οι οποίες σύμφωνα με τη νομολογία, σχετίζονται με την αποκατάσταση της πραγματικής οικονομικής ζημιάς που υπέστη το θύμα και λόγω ακριβώς την εν λόγω φύσης τους, θα πρέπει να δικογραφούνται με λεπτομέρεια και να αποδεικνύονται αυστηρά (βλ. Αλεξάνδρου ν. Ιωάννου (1996) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1157,1162).
Ανεξαρτήτως τούτου, μελέτη της έκθεσης του δικογράφου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης, καταδεικνύει ότι γίνεται ειδική αναφορά στα αιτούμενα ποσά και πως αυτά προέκυψαν. Σύμφωνα δε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η εφεσίβλητη απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό, μέρος της ανταπαίτησης της σε σχέση με τη συμφωνηθείσα αξία της εκτελεσθείσας εργασίας, η οποία και της αποδόθηκε με την πρωτόδικη απόφαση.
Επομένως, ως αβάσιμος απορρίπτεται και ο 2ος λόγος έφεσης.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500,00 έξοδα πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα. Τα έξοδα επιδικάζονται στο χαμηλότερο ποσό της προβλεπόμενης κλίμακας, λόγω της παράλειψης του συνηγόρου για την εφεσίβλητη να εμφανιστεί ενώπιον του Εφετείου κατά την ημερομηνία της ακρόασης της Έφεσης.
ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.
Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.
Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.